Το Πανελλαδικό Δίκτυο συλλογικοτήτων για την ενέργεια βγάζει στο “αέρα” το blog του, με την προσδοκία ότι θα αποτελέσει ένα διαδικτυακό σημείο αναφοράς και, ταυτόχρονα, εργαλείο, τόσο για τη δράση του ίδιου του Δικτύου, όσο και για όλες τις κινηματικές πρωτοβουλίες που εκδηλώνονται (ή θα εκδηλωθούν) σε όλα τα “μέτωπα” των ενεργειακών δραστηριοτήτων.
https://energynetwork2020.wordpress.com
Με την ευκαιρία, δίνεται στη δημοσιότητα η τελευταία δημόσια παρέμβαση του Δικτύου, που αφορά τα “έργα κοινού ενδιαφέροντος (PCI)”, δηλαδή τα διασυνοριακά έργα στον τομέα των ενεργειακών υποδομών. Ο διακηρυγμένος στόχος των PCI εστιάζει στην διασφάλιση της παροχής ενέργειας στην Ε.Ε. μέσω της διασύνδεσης των «εθνικών» αγορών ενέργειας της κάθε χώρας με σκοπό την ολοκλήρωσή τους.
Πλαίσιο θέσεων του Δικτύου
Πανελλαδικό Δίκτυο συλλογικοτήτων για την ενέργεια
Μια έντονη δραστηριότητα στον ενεργειακό τομέα βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Εκτείνεται χωρικά σε όλα τα μήκη και τα πλάτη, εκδηλώνεται σε όλους τους τομείς (ηλεκτροπαραγωγή παντός είδους, εξορύξεις, ενεργειακές υποδομές, δίκτυα μεταφοράς κλπ.), χαρακτηρίζεται από τα μεγάλα μεγέθη, ενισχύει το συγκεντρωτισμό του συστήματος διαχείρισης ενέργειας και επιβάλλεται με έναν εξαιρετικά βίαιο τρόπο. Για την υλοποίησή της, προσαρμόζεται κατάλληλα το νομικό πλαίσιο, περιορίζεται ασφυκτικά η περιβαλλοντική προστασία και πριμοδοτείται απροκάλυπτα η δράση του κεφαλαίου.
Οι ραγδαίες αυτές αλλαγές βιώνονται από την κοινωνία με επώδυνο τρόπο, ιδιαίτερα στις «στοχοποιημένες» περιοχές, ανεξάρτητα από το είδος της δραστηριότητας και τη βαρύτητα που αυτή έχει στους κεντρικούς σχεδιασμούς. Ταυτόχρονα, επειδή η διασπορά των ενεργειακών δραστηριοτήτων είναι εκτεταμένη, αρχίζουν να εισπράττονται, όχι σαν άθροισμα μεμονωμένων τοπικών βλαπτικών «περιστατικών», αλλά σαν ένα ενιαίο πρόβλημα γενικού ενδιαφέροντος και καθολικής ισχύος. Κάτι που επιβεβαιώνεται και από την ωρίμανση της ανάγκης για συντονισμένη κινηματική δράση.
Η ρητορική και η επικοινωνιακή πολιτική, που υπηρετούν τις παραπάνω συστημικές επιλογές, αποδεικνύονται ανίκανες να συγκαλύψουν τις βαθύτερες επιδιώξεις των φορέων τους. Η προστασία του κλίματος, η ενεργειακή ασφάλεια, η προσδοκία της ευημερίας, ο στόχος της μετατροπής της Ελλάδας σε «ενεργειακό κόμβο», η γεωπολιτική ασφάλεια κ.ά., δεν είναι παρά το προκάλυμμα μιας επιθετικής κερδοσκοπικής αντίληψης και το μέσο για την κοινωνική νομιμοποίηση της λογικής της ανάπτυξης («πράσινης» ή μη), κάτι που, όμως, γίνεται αντιληπτό από μεγάλα στρώματα της κοινωνίας. Την αίσθηση αυτής της γενικευμένης δυσπιστίας και αμφισβήτησης του συνόλου, σχεδόν, των ενεργειακών δραστηριοτήτων την ενισχύει η συνειδητοποίηση, αφενός, της πλήρους εμπορευματικής παραγωγής της ενέργειας και της εγκατάλειψης κάθε σκέψης περί κοινού αγαθού και, αφετέρου, της καθολικής αποξένωσης της κοινωνίας από οποιουδήποτε είδους «ενεργειακό σχεδιασμό».
Αυτό που, πραγματικά, εισπράττουμε σαν πολίτες και οργανωμένες συλλογικότητες είναι πρακτικές λεηλασίας της φύσης και «αρπαγής» γης, συρρίκνωση της βιοποικιλότητας και των παραγωγικών δραστηριοτήτων που αλλοιώνουν τα κοινωνικά και οικονομικά χαρακτηριστικά των τοπικών κοινωνιών, φαινόμενα επικυριαρχίας (τοπικά και γενικά) των οικονομικών συμφερόντων, μεγέθυνση των προβλημάτων πρόσβασης στις υπηρεσίες ενέργειας εξαιτίας του υψηλού κόστους, εξάπλωση της ενεργειακής φτώχειας, γεωπολιτική αβεβαιότητα και κινδύνους πολεμικής εμπλοκής σαν συνέπεια των μεγα-σχεδίων εξόρυξης υδρογονανθράκων, εξάρτηση από εταιρικές και διακρατικές πολιτικές διαμοιρασμού της «πίτας» των ενεργειακών πόρων κ.λπ..
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, η εστίαση του προβληματισμού, αποκλειστικά, στο ζήτημα της αλλαγής του ενεργειακού μείγματος, με άξονα τη μείωση της χρήσης των ορυκτών καυσίμων και εντατικοποίηση της χρήσης μεθοδολογιών ΑΠΕ, φαντάζει επιφανειακή και ατελέσφορη, καθώς αδυνατεί να αντιμετωπίσει το πρόβλημα στην ουσία του και παρακάμπτει ουσιαστικές παραμέτρους του, με ορατό τον κίνδυνο να οδηγήσει στη δημιουργία νέων «πληγών», χωρίς να θεραπεύει τις παλιές. Υπάρχει, κατά συνέπεια μια διπλή ανάγκη: αφενός, αυτή μιας γενικότερης θεώρησης του ζητήματος της ενέργειας και, αφετέρου, της διαμόρφωσης ενός πλατιού κοινωνικού μετώπου αμφισβήτησης και ανατροπής των κυρίαρχων επιλογών. Στη βάση αυτών των διαπιστώσεων, η 2η συνάντηση για την ενέργεια (17-18 Οκτώβρη) επεξεργάστηκε τις θέσεις που ακολουθούν.
Θέσεις
- Βασική αιτία της έξαρσης και επέκτασης των ενεργειακών δραστηριοτήτων είναι η συνεχιζόμενη ραγδαία αύξηση της ζήτησης και κατανάλωσης ενέργειας, αναντίστοιχης με τις πραγματικές κοινωνικές ανάγκες. Το φαινόμενο αυτό αναπτύσσεται στο πλαίσιο ενός οικονομικού συστήματος αέναης μεγέθυνσης και συσσώρευσης και κάτω από την κυριαρχία της λογικής της ανάπτυξης, παράγοντες που οφείλουν να τεθούν σε ριζική αμφισβήτηση.
- Μαχόμαστε ενάντια στην εμπορευματική παραγωγή και διαχείριση της ενέργειας. Οι πολιτικές της απελευθέρωσης της αγοράς ενέργειας, η μετατροπή της σε τυπικό εμπορικό – χρηματιστηριακό προϊόν στο πλαίσιο μιας αυτόνομης αγοράς -μέσω κυβερνητικών και κρατικών πολιτικών, που δε λαμβάνουν υπόψη τις πραγματικές κοινωνικές ανάγκες- μεγεθύνουν το πρόβλημα και δίνουν χαρακτηριστικά «φρενίτιδας» στις ενεργειακές δραστηριότητες.
- Μας βρίσκει ριζικά αντίθετους το μοντέλο του ευρύτατου ενεργειακού μετασχηματισμού, που βρίσκεται σε φάση πλήρους εξέλιξης. Ο μετασχηματισμός αυτός στηρίζεται στην πλήρη απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας, στην εξάπλωση των βιομηχανικού τύπου εγκαταστάσεων αξιοποίησης αιολικού και φωτοβολταϊκού δυναμικού, στη συνέχιση της φραγματοποίησης των ποταμών (μικρών και μεγάλων), στην επιλογή της καύσης των αποβλήτων ως σταθερής μεθόδου παραγωγής ενέργειας, στην έρευνα – εκμετάλλευση υδρογονανθράκων, στην εξάπλωση των μεγάλων -πλέον και διακρατικών- ηλεκτρικών δικτύων και αγωγών μεταφοράς φυσικού αερίου και πετρελαίου και στο γενικότερο συγκεντρωτισμό του συστήματος ενέργειας. Η θέση μας αυτή συνεπάγεται την αντίθεσή μας σε όλες τις διεκδικήσεις δικαιωμάτων εξόρυξης Υ/Α στη Μεσόγειο, τους διεθνείς ανταγωνισμούς και τις πολεμικές συρράξεις που παράγονται, στο πλαίσιο αυτού του συστήματος, για τον έλεγχο των ενεργειακών πηγών και διόδων.
- Παλεύουμε για την προστασία και ανάκτηση του φυσικού περιβάλλοντος, καθώς και για τη διαφύλαξη και ανάδειξη του πολιτισμικού περιβάλλοντος, ενάντια στις πολιτικές της άνευ προηγουμένου απώλειας οικοσυστημάτων και της δραστικής μείωσης της βιοποικιλότητας, που συνδέονται άμεσα με τις παραπάνω δραστηριότητες.
- Στη βάση των παραπάνω:
• δηλώνουμε τη ριζική αντίθεσή μας στο εθνικό σχέδιο για την ενέργεια και το κλίμα (ΕΣΕΚ) και στο εθνικό σχέδιο διαχείρισης αποβλήτων (ΕΣΔΑ).
• απαιτούμε την ακύρωση του αντιπεριβαλλοντικού νόμου Χατζηδάκη (ν. 4685/2020) και του συνόλου των νομοθετικών ρυθμίσεων, που νομιμοποιούν την περιβαλλοντική καταστροφή και συρρικνώνουν κάθε μέτρο περιβαλλοντικής προστασίας. - Η αρπαγή γης με σκοπό την ανάπτυξη κάθε είδους ενεργειακών δραστηριοτήτων και οι αλλαγές χρήσεις που επιφέρει, ο άμεσος επηρεασμός μεγάλου μέρους ήπιων οικονομικών δραστηριοτήτων, η υποβάθμιση των τοπίων, οι κίνδυνοι από ενδεχόμενα «ατυχήματα» κατά την έρευνα και εξόρυξη υδρογονανθράκων, το νέο κύμα αστικοποίησης και ανεργίας που συνεπάγεται η βίαιη αναδιάρθρωση που επιχειρείται, συνιστούν βίαιη, αρνητική μεταβολή των συνθηκών ζωής των τοπικών κοινωνιών, στο όνομα αναγκών, για τις συνέπειές των οποίων ούτε ενημερώθηκαν ποτέ, ούτε ποτέ αποδέχτηκαν.
- Η κλιματική αλλαγή είναι προϊόν της λογικής της «ανάπτυξης» των 200 τελευταίων ετών και αποτελεί εκδήλωση της γενικότερης οικολογικής και περιβαλλοντικής κρίσης. Από αυτήν την άποψη, έχει θέση στην ατζέντα της στρατηγικής των περιβαλλοντικών κινημάτων, στη βάση ενός αυτόνομου και διακριτού λόγου, που δε θα εγκλωβίζεται στη ρητορική της επίσημης πολιτικής. Μιας πολιτικής η οποία δεν αποσκοπεί πραγματικά στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, αλλά στη δημιουργία της εντύπωσης ότι το κάνει. Κάτω από αυτήν την οπτική, ο αγώνας για την ανάσχεση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής δεν μπορεί παρά να είναι διαμετρικά αντίθετος, τόσο με την «μαύρη ανάπτυξη», όσο και με την «πράσινη ανάπτυξη» της αγοράς, καθώς και σε κάθε συστημική δήθεν «λύση», που επιχειρεί να εξωραΐσει τις διαχρονικές και σύγχρονες ευθύνες του ίδιου του συστήματος.
- Κριτήριο για τη χάραξη των ενεργειακών σχεδιασμών, σε όλα τα επίπεδα, δεν μπορεί να είναι η εξυπηρέτηση των συμφερόντων του κεφαλαίου σε βάρος των αδύναμων. Υποστηρίζουμε την κατοχύρωση των πηγών ενέργειας ως κοινού αγαθού στο πλαίσιο μιας διαδικασίας ριζικού κοινωνικού μετασχηματισμού. Προκρίνουμε την ενίσχυση της τοπικότητας και την αποκέντρωση των δικτύων και των βασικών υποδομών, μέσα σε ένα πλαίσιο κάλυψης τόσο τοπικών όσο και υπερτοπικών αναγκών και πέρα από τον διαχωρισμό μεταξύ παραγωγών και καταναλωτών ενέργειας. Η συμμετοχή στη διαμόρφωση των σχεδιασμών, ο κοινωνικός έλεγχος, η διασφάλιση της καθολικής πρόσβασης στις βασικές ενεργειακές υπηρεσίες, η εξάλειψη της ενεργειακής φτώχειας οφείλουν να αποτελούν βασικά στοιχεία μιας εναλλακτικής κινηματικής αντίληψης.
- Η υιοθέτηση αυτής της εναλλακτικής αντίληψης, δεν περιορίζεται στην παρεμπόδιση και αντιμετώπιση μεμονωμένων ενεργειακών δραστηριοτήτων, αλλά χρειάζεται αναπόφευκτα να ενσωματωθεί στον στρατηγικό προσανατολισμό των κινημάτων και να στηριχθεί σε μια συνολική θεώρηση των πολιτικών για την ενέργεια, ως μέρους των γενικότερων πολιτικών για ένα ριζικό κοινωνικό – οικολογικό μετασχηματισμό.