prasini-anaptyxi

Ο τίτλος δεν αρκεί. Όταν υλοποιούνται αποσπασματικά και δεν συνοδεύονται από συνεπή περιβαλλοντική πολιτική, τα «πράσινα» έργα και επενδύσεις  (π.χ. για Διαχείριση Αποβλήτων, Διαχείριση Υδάτων, ΑΠΕ, Αναδασώσεις, Αντιπυρική Προστασία, Προστασία Ακτών, Αντιπλημμυρικά) συχνά καταλήγουν, όχι μόνο άχρηστα, αλλά επιζήμια και χωρίς να παράγουν οικονομικό αποτέλεσμα.

Συνήθως, αυτό συμβαίνει, όταν από ένα ευρύτερο πλάνο επιλέγονται μόνο οι πιο ελκυστικές στους επενδυτές δράσεις, και όταν αγνοούμε την οικοσυστημική προσέγγιση – όπως εν όψει Ταμείου Ανάκαμψης και ΕΣΠΑ, όπου η αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης υποβιβάζεται σε αρμοδιότητα πολιτικής προστασίας.

Η στρέβλωση της οικολογίας

Η παγκόσμια δράση κατά της κλιματικής κρίσης και της κατάρρευσης της βιοποικιλότητας, αποτελούν πλέον επίσημη πολιτική. Ενδεικτικά, λέγεται ότι το 40% των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης σχετίζονται με δράσεις κατά της κλιματικής αλλαγής. Λογικά, ως οικολογικός «χώρος», θα νιώθαμε δικαιωμένοι και θα ετοιμαζόμασταν να (συν)εργαστούμε στην υλοποίηση αυτών που χρόνια επιδιώκαμε. Αντί, όμως, να συμβεί αυτό, τώρα προκύπτουν νέα προβλήματα. Νέες επεμβάσεις στο περιβάλλον, αυτή την φορά με υπεύθυνους όχι τους παραδοσιακούς «κακούς», μεταφορές, βιομηχανία, εντατική γεωργία κ.λπ., αλλά τους δήθεν «προστάτες»: Υπουργούς, Αντιπεριφερειάρχες, Αντιδήμαρχους Περιβάλλοντος και «πράσινους» επενδυτές.

Αυτή η κατάσταση προκύπτει, κυρίως όταν η πίεση να αξιοποιηθούν οι «πράσινοι» πόροι για ανάπτυξη και να γίνουν οι «πράσινες» επενδύσεις ελκυστικές στους επενδυτές, παρακάμπτει το ολιστικό, συνθετικό μήνυμα της οικολογίας και απομονώνει, από το ευρύ φάσμα των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων, μόνο τις άμεσες επενδύσεις και τα βολικά, άμεσα υλοποιήσιμα έργα (που θεωρείται ότι συμβάλουν στην επανεκκίνηση της οικονομίας).

Σαν αποτέλεσμα, ενώ «στην θεωρία» οι διεθνείς οργανισμοί (Ο.Η.Ε., Ε.Ε.) και, σταδιακά, και οι εθνικές πολιτικές όντως μιλούν για χαμηλές εκπομπές ρύπων, κυκλική οικονομία, εξοικονόμηση πόρων και διατήρηση οικοσυστημικών λειτουργιών, όταν φτάσουμε στην τελική επιλογή δράσεων, αντί για γενναίες μεταρρυθμίσεις σε νομοθεσία, φορολογία, εκπαίδευση και δέσμευση κρατών στην εφαρμογή τους, βλέπουμε μόνο συγκεκριμένα «έργα και επενδύσεις».

Φυσικά, κάπως πρέπει να αρχίσουμε, και αυτή την στιγμή εφικτό – και ανάγκη- είναι να εκτρέψουμε πόρους από κακές επενδύσεις (π.χ. σε ορυκτά καύσιμα) και να τους οδηγήσουμε στην σωστή κατεύθυνση. Όταν όμως, προτεραιότητα παραμένει η ανάπτυξη, η υλοποίηση φεύγει από τα χέρια των ειδικών στην βιωσιμότητα. Αντί για πρώτα, έστω, αδέξια βήματα μιας πράσινης στροφής της οικονομίας, καταλήγουμε ξανά σε τυπικές επιθετικές επενδύσεις που αναπόφευκτα καταστρέφουν το περιβάλλον.

Θα αναφέρουμε τρεις λόγους για τους οποίους συχνά διαφωνούμε με «πράσινα» έργα και επενδύσεις που φαινομενικά θα στηρίζαμε:

  1. Όταν οι «πράσινες» επενδύσεις γίνονται για «ανάπτυξη», δεν είναι «πράσινες».
  2. Τα αποσπασματικά «πράσινα» έργα που απομονώνονται από ευρύτερα σχέδια συχνά προκαλούν ζημιά.
  3. Αν δεν πλαισιώνονται από συνεπή περιβαλλοντική πολιτική, οι «πράσινες» επενδύσεις δεν αποδίδουν.

Οι «πράσινες» επενδύσεις που γίνονται για «ανάπτυξη» δεν είναι πράσινες

Η βιώσιμη, πράσινη οικονομία που απαιτείται για να σωθεί ο πλανήτης δεν έχει σχέση με την οικονομική διόγκωση που σήμερα αποκαλούμε «ανάπτυξη», κατά την οποία το όφελος προκύπτει από τον παραγόμενο πλούτο, φορτώνοντας το αληθινό κόστος στο περιβάλλον και στους «άλλους».

Η πράσινη – άρα κυκλική- οικονομία δεν προσβλέπει σε συνεχή διόγκωση. Θεμελιώνεται στο πεπερασμένο των φυσικών πόρων, την πρόληψη, την διαγενεακή δικαιοσύνη, τα συλλογικά αγαθά. Ενσωματώνει τις οικοσυστημικές υπηρεσίες και το οικολογικό αποτύπωμα στα πάντα: φορολογία, ασφαλιστικό, πρόνοια, υγεία, κοστολόγηση / τιμολόγηση έργων-προϊόντων- υπηρεσιών.

Στα πλαίσια της πράσινης οικονομίας, κάθε επένδυση, π.χ. στην ενεργειακή εξοικονόμηση, και κάθε κατεύθυνση πόρων, π.χ. σε πράσινες υποδομές, αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου δράσης προς την βιωσιμότητα. Ο πλανήτης κερδίζει από την υλοποίηση της επένδυσης και, παράλληλα, «δουλεύει» η οικονομία.

Η μετάβαση σε αυτή την παγκόσμια οικονομία χαμηλών εκπομπών ρύπων που δεν καταστρέφει οικοσυστήματα, απαιτεί δέσμευση πολλών δημόσιων και ιδιωτικών πόρων σε «πράσινη» κατεύθυνση. Αυτή η μετάβαση, όμως, υλοποιείται από ηγεσίες που κυριαρχούνται από αναπτυξιακή νοοτροπία και αντιμετωπίζουν αυτούς τους πόρους ως εφαλτήριο επανεκκίνησης της τελματωμένης οικονομίας. Με μια κίνηση … πίσω στα ίδια!

Έτσι, ενώ το Green New Deal και το δικό μας Ευρωπαϊκό Green Deal όντως μιλούν για διαρθρωτικές αλλαγές, στο τέλος καταλήγουν να προβάλλονται ως ένα ιδιότυπο «Πράσινο Σχέδιο Μάρσαλ» που θα σώσει την οικονομία με εισροή ρευστού. Ακόμη και στην έγκριση του Κανονισμού για τον Ευρωπαϊκό Κλιματικό Νόμο με στόχο την μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου κατά τουλάχιστον 55%, το κείμενο συμπερασμάτων μιλά για την «κυκλική και πράσινη ανάκαμψη» (κάτι που φέρνει σε δεύτερη μοίρα τις σημαντικές αναφορές για «βιώσιμα προϊόντα και ενσωμάτωση της κυκλικής διάστασης σε όλες τις πολιτικές»).

Υπό το πέπλο αυτής της ιεράρχησης, η συζήτηση για τον σχεδιασμό επηρεάζεται υπερβολικά από την ανάγκη υιοθέτησης μέτρων ελκυστικών στους επενδυτές. Αυτό δημιουργεί ένα πολύ πρακτικό πρόβλημα: Οι «πράσινες» επενδύσεις και έργα υλοποιούνται με προδιαγραφές άγριας (όχι «πράσινης») ανάπτυξης.

Ιστορικό παράδειγμα αυτής της στρέβλωσης προκύπτει από την επιλογή των ΑΠΕ ως «μοχλός ανάπτυξης». Έστω ότι συμφωνούμε να παρακάμψουμε το υπόλοιπο σχέδιο κατά της κλιματικής κρίσης (νομοθεσία και υποδομές για μεταστροφή σε παραγωγή – κατανάλωση, μεταφορές, αστικό σχεδιασμό, περιορισμό σπατάλης και απωλειών) και να πάμε απευθείας στην μονοδιάστατη ανάπτυξη έργων ΑΠΕ.

Αυτά εξακολουθούν να οφείλουν συμμόρφωση με τα χαρακτηριστικά της βιώσιμης, πράσινης, κυκλικής οικονομίας: Φειδώ στην δέσμευση φυσικών πόρων, πρώτων υλών και γης, αξιοποίηση ήδη τροποποιημένων εκτάσεων και υφιστάμενων υποδομών, ελαχιστοποίηση νέων συνοδών έργων (δίκτυα μεταφοράς, δρόμοι, λιμάνια κ.λπ.), πρόβλεψη κύκλου ζωής του έργου, ανακύκλωσης υλικών και αποκατάστασης χώρου και, φυσικά, συνέργεια με άλλες πολιτικές όπως για βιοποικιλότητα, νερά, τουρισμό κ.λπ., για να μην μιλήσουμε για διαφάνεια, συνεργασία τοπικών κοινωνιών, αποκέντρωση κ.ο.κ. (Αποδεδειγμένα μπορούμε να πετύχουμε τους ενεργειακούς στόχους τηρώντας αυτές τις προϋποθέσεις).

Από την στιγμή, ωστόσο, που πρώτο μέλημα είναι να προσελκύσουμε επενδύσεις επιταχύνοντας την «ανάκαμψη», τα έργα ΑΠΕ όχι μόνο δεν πληρούν τέτοιες προδιαγραφές αλλά, αντίθετα, υλοποιούνται ως επιθετικές επενδύσεις, δηλαδή με επέκταση σε νέα, δωρεάν, παρθένα γη (άρα φυσικές περιοχές), με παράκαμψη επιπτώσεων σε φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον, χωρίς δέσμευση για επανορθώσεις, χωρίς πρόβλεψη για συνέργεια με άλλες πολιτικές (για να μην πούμε για εξαγορά επιστημόνων και δημόσιων λειτουργών και πίεση επί δικαστών).

Έτσι, ενώ σε μία συνθετική οικολογική πρόταση η ενέργεια και η βιοποικιλότητα συνδυάζονται αρμονικά, στην πράξη οι επενδύσεις για ΑΠΕ εξελίσσονται σε μια σοβαρότατη απειλή για την βιοποικιλότητα και ειδικά για τις προστατευόμενες περιοχές. Αυτό δεν είναι το αναπόφευκτο τίμημα της «καθαρής» ηλεκτροπαραγωγής. Είναι «αναπτυξιακή» επιλογή.

Τα αποσπασματικά «πράσινα» έργα που κάνουν ζημιά

Εκτός από τις ΑΠΕ, υπάρχουν αρκετά ακόμη παραδείγματα «πράσινων» δράσεων που αποκόβονται από τον οικολογικό σχεδιασμό και υλοποιούνται με λάθος τρόπο:

  1. Δάση – Αναδασώσεις. Η Παγκόσμια και Ευρωπαϊκή στρατηγική για «διασφάλιση υγιών και ανθεκτικών δασών που συμβάλλουν στη βιοποικιλότητα, στους κλιματικούς στόχους, στην ασφαλή διαβίωση και υποστηρίζουν μια κυκλική βιοοικονομία», προβλέπει πλειάδα δράσεων διαχείρισης δασικών οικοσυστημάτων, βιώσιμων αγρο-δασικών δραστηριοτήτων, αναζωογόνηση της υπαίθρου και επιλεκτικές αναδασώσεις. Ξαφνικά όμως, βλέπουμε να απομονώνεται μόνο ένα «τεράστιο» πρόγραμμα αναδασώσεων, ύψους 700 εκατομμυρίων. Αυτό όχι μόνο δεν είναι η πρώτη προτεραιότητα για τα ελληνικά δάση, αλλά οι μαζικές ισοπεδωτικές αναδασώσεις συχνά καταστρέφουν την φυσική αναγέννηση και ωραιότατα μεσογειακά οικοσυστήματα.
  2. Απορρίμματα – εργοστάσια. Η λύση στο περιβαλλοντικό και οικονομικό αδιέξοδο της διαχείρισης απορριμμάτων απαιτεί ένα συνολικό σχέδιο για μείωση του όγκου με ευρύ φάσμα αλλαγών για λιγότερες συσκευασίες, επαναχρησιμοποίηση, διαχωρισμό στην πηγή, κομποστοποίηση, ανακύκλωση και, για ό,τι μείνει στο τέλος, μονάδες επεξεργασίας και χώρους ταφής. Μαζί, φυσικά, με δίκαιη φορολόγηση («ο ρυπαίνων πληρώνει») κ.λπ. Από όλα αυτά, Υπουργείο, Περιφέρειες και Δήμοι εστιάζουν ΜΟΝΟ στο τέλος: ταφή και εργοστάσια που αντιμάχονται την μείωση των απορριμμάτων, τον διαχωρισμό, την ανακύκλωση – απλώς απομακρύνουν προσωρινά τα σκουπίδια από τους δρόμους, αυξάνοντας το κόστος.
  3. Προστασία ακτών. Η διάβρωση των ακτών οφείλεται στις επεμβάσεις στην παράκτια ζώνη, τα φράγματα και τις αμμοληψίες στα ποτάμια και αντιμετωπίζεται μόνο με άρση αυτών των επεμβάσεων, αποκατάσταση των φυσικών λειτουργιών, επανακαθορισμό χρήσεων στην παράκτια ζώνη και έργα στις ακτές. Ωστόσο, Περιφέρειες και Δήμοι αγνοούν εντελώς την πρόληψη και την αντιμετώπιση των αιτιών και επιλέγουν μόνο σκληρά, αποσπασματικά μέτρα προστασίας ακτών, πετυχαίνοντας μόνο βραχυπρόθεσμες λύσεις που μεταθέτουν και μεγεθύνουν το πρόβλημα τοπικά (σε άλλα σημεία της ακτής) και χρονικά (στο μέλλον).
  4. Πλημμύρες. Τα Σχέδια Διαχείρισης Κινδύνου Πλημμύρας προβλέπουν διάφορα μέτρα (και έργα) πρόληψης και προστασίας όπως ανάσχεση, ταμιευτήρες, ορεινά έργα, μετεγκαταστάσεις κ.λπ. Περιφέρειες και Δήμοι αγνοούν όλα τα υπόλοιπα και επιλέγουν παραδοσιακούς ολέθριους καθαρισμούς και συρματοκιβώτια – λιθοριπές. Αυτά καταστρέφουν πολύτιμα  ποτάμια και παρόχθια οικοσυστήματα και μεγεθύνουν τον κίνδυνο φονικής πλημμύρας, ιδίως κατάντη  της περιοχής των «έργων».
  5. Πυρκαγιές. Σε όλες τις «μεσογειακού τύπου περιοχές», οι ειδικοί επιμένουν ότι η ύπαιθρος χωρίς παραδοσιακές χρήσεις γης, όπου η αστική χρήση εισβάλει στις δασικές περιοχές, είναι ένα εύφλεκτο υπόστρωμα στο οποίο η καταστροφική φονική πυρκαγιά είναι αναπόφευκτη. Απαιτείται συνολική διαχείριση με βάση τις οικοσυστημικές υπηρεσίες και την αναζωογόνηση της υπαίθρου, περιορισμός της εκτός σχεδίου δόμησης κ.λπ. Αυτά αποτελούν άγνωστη γλώσσα για την πολιτική προστασία, η οποία εξακολουθεί να εστιάζει σε συστήματα πυρόσβεσης και αντιπυρικές ζώνες, τα οποία αποδεδειγμένα δεν αποτρέπουν το ολοκαύτωμα ακόμη και όπου είναι διαθέσιμα εν αφθονία (π.χ. Αυστραλία, Καλιφόρνια).

Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, τα δήθεν «πράσινα» έργα όχι μόνο παραβιάζουν την οικοσυστημική προσέγγιση κάνοντας ζημιά αλλά και εξαπατούν, βαυκαλίζοντας το ευρύ κοινό με την εντύπωση ότι «κάτι γίνεται» ενώ οι κίνδυνοι παραμένουν. Ταυτόχρονα, στερούν πόρους από εκεί που χρειάζονται ή αφήνουν ανεκμετάλλευτες χρηματοδοτικές ευκαιρίες.

Για παράδειγμα, το ευρύ κοινό νομίζει ότι τα πυροσβεστικά, οι δρόμοι και τα αεροπλάνα θα εμποδίσουν το επόμενο ολοκαύτωμα, ενώ αυτό δεν ισχύει. Το ίδιο συμβαίνει όταν οι αρχές κομπάζουν για έργα αντιπλημμυρικά και προστασίας ακτών που στην πραγματικότητα αυξάνουν τον κίνδυνο. Οι αναδασώσεις στερούν πόρους από την διαχείριση σημαντικών οικοσυστημάτων (λιβάδια, υγρότοποι, φρύγανα, αλπικές ζώνες κ.λπ.) και φαίνεται να μονοπωλούν το Ελληνικό ενδιαφέρον στην Ευρωπαϊκή Στρατηγική για την βιοποικιλότητα.

Στα απορρίμματα, όχι μόνο δεν αποφεύγουμε οδυνηρές λύσεις στο μέλλον, αλλά πόροι του ΕΣΠΑ για ανακύκλωση, διαχωρισμό, πράσινα σημεία έμειναν αναξιοποίητοι αφού Δήμοι και Περιφέρειες είχαν στο νου τους μόνο εργοστάσια και ταφή. Όσο για τις ΑΠΕ, εμφανίζονται ως λύση, ενώ η κατανάλωση ενέργειας και η επέκταση των ανθρώπινων δραστηριοτήτων αυξάνεται.

Αυτή η κατάσταση σε πολλούς δείχνει φυσιολογική. Η άγνοια, η νοοτροπία της κυριαρχίας επί της φύσης, η διαβρωμένη νομοθεσία[i], η πίεση του εργολαβικού-μελετητικού λόμπι, η ανάγκη «ώριμων» δράσεων[ii] για «ένταξη» σε χρηματοδοτικά μέσα και η ιδεοληψία ότι κάθε κρίση -άρα και η οικολογική- δημιουργεί ευκαιρία κέρδους φυσικά ευνοούν τα βολικά, άμεσα υλοποιήσιμα -άρα καταστροφικά για την φύση- έργα[iii]  

Η αλήθεια είναι ότι, σε σχέση με τις προηγούμενες «brutal» προγραμματικές περιόδους, όπου «εξωραϊσμοί», δρόμοι και τσιμέντα βαφτίζονταν «περιβαλλοντικά έργα», σταδιακά επικρατεί πιο «πράσινο look» χωρίς, ωστόσο, να περιορίζεται η καταστροφή της άγριας φύσης – αντίθετα, συχνά επιδεινώνεται. Παράδειγμα είναι οι ολέθριες επιπτώσεις από την διάνοιξη χιλιάδων χιλιομέτρων νέων δρόμων στις εναπομείνασες φυσικές περιοχές για εγκαταστάσεις αιολικών πάρκων (κάτι αδιανόητο πριν 20 χρόνια).

Το επενδυτικό κλίμα για τις «πράσινες» επενδύσεις είναι η συνεπής περιβαλλοντική πολιτική – όχι οι αναπτυξιακοί νόμοι.

Επένδυση λέμε αυτό που προσδοκά να αποφέρει κέρδος, να δημιουργήσει κεφάλαιο (το οποίο, στην συνέχεια, μπορεί να επενδυθεί πάλι κ.ο.κ.). Στις δημόσιες επενδύσεις επίσης προσδοκούμε δημιουργία υποδομών και βελτίωση της ποιότητας ζωής.

Το ελληνικό Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων έχει επιπλέον στόχο την «επίτευξη της απορρόφησης των προβλεπόμενων πόρων του ΕΣΠΑ και των άλλων συγχρηματοδοτούμενων προγραμμάτων για την εξασφάλιση της κοινοτικής συνδρομής» (Υπ. Ανάπτυξης – η υπογράμμιση δική τους). Όταν, όμως, η απορρόφηση των πόρων παύει να είναι ένας (αναμφισβήτητα κρίσιμος) δείκτης επιτυχίας ενός επενδυτικού προγράμματος και γίνεται στόχος, επικρατεί το δόγμα της με κάθε τρόπο απορρόφησης Ευρωπαϊκών πόρων ανεξάρτητα από την απόδοσή τους. Αυτό αποθάρρυνε το αληθινό επενδυτικό πνεύμα (υποκατέστησε τον ευφυή επενδυτή με τον καπάτσο διεκδικητή δημοσίων πόρων) και μας φόρτωσε μια βαριά κληρονομιά έργων πρακτικά άχρηστων, επιζήμιων ή με δυσβάστακτο λειτουργικό κόστος (συν την διαφθορά, τις «ελίτ» του εύκολου πλουτισμού κ.λπ.).

Ας εστιάσουμε στις αληθινές επενδύσεις και όχι την «απορρόφηση». Ή, έστω, τέλος πάντων, ότι απορροφούμε κοινοτικούς πόρους για μια «πράσινη» επένδυση. Αυτή θα αποδώσει; Θα δημιουργήσει κεφάλαιο; Θα φέρει «ανάπτυξη»;

Κάθε επένδυση χρειάζεται κατάλληλο «επενδυτικό κλίμα». Οι πράσινες επενδύσεις χρειάζονται, αν όχι μια πράσινη οικονομία, τουλάχιστον μια συνεπή περιβαλλοντική πολιτική. Όσα μέτρα κι αν ληφθούν για επίσπευση επενδύσεων (απλοποίηση αδειοδότησης, επιτάχυνση διαδικασιών), αληθινή ανάγκη  για πράσινες επενδύσεις δεν προκύπτει χωρίς κλίμα συνεπούς περιβαλλοντικής πολιτικής, αφοσιωμένης στην επίλυση προβλημάτων.

Ας δούμε για παράδειγμα την σημαντική κατηγορία επενδύσεων για ανάκτηση υλικών και ενέργειας από «απόβλητα» (βιοαέριο, ανακύκλωση, κομποστοποίηση κ.λπ.). Αναρίθμητες επιχειρηματικές δραστηριότητες υπάρχουν σε αυτόν τον τομέα υπό μία προϋπόθεση: Την συνεργασία εκείνων που παράγουν τα απόβλητα -από μια μεγάλη ρυπογόνα μονάδα μέχρι τον κάθε Δημότη που παράγει σκουπίδια.

Αυτή η συνεργασία είναι απαραίτητη όχι μόνο για να εξασφαλισθεί «πρώτη ύλη», αλλά και προκειμένου τα «απόβλητα» να είναι επεξεργάσιμα και, άρα, επιχειρηματικά αξιοποιήσιμα (π.χ. πρέπει να προηγείται διαλογή στην πηγή, προδιαγραφές συσκευασίας και τυποποίησης, τήρηση προγράμματος συλλογής κ.ο.κ.). Αυτή η συνεπής συνεργασία των «παραγωγών αποβλήτων» με τους επενδυτές δεν ξεπηδά (μόνο) αυθόρμητα λόγω «οικολογικής ευαισθησίας».

Είναι το τελικό αποτέλεσμα της αυστηρής τήρησης της νομοθεσίας να μην πέφτουν λύματα στα υδάτινα οικοσυστήματα, να μην ρυπαίνεται ο αέρας, να μη υπάρχουν διάσπαρτα σκουπίδια και μπάζα, να μην καίγονται κλαδιά, να μην χάνονται ανακυκλώσιμα και οργανικά υλικά κ.ο.κ. Όταν υπάρχει τέτοιο κλίμα αυστηρής προστασίας, οι «παραγωγοί» αποβλήτων αναγκάζονται να συμμορφωθούν με αυστηρούς κανόνες – κάτι που επιφέρει κόστος και κόπο – και τότε μόνο προκύπτει η ανάγκη των πράσινων επενδυτών που απαλλάσσουν από αυτό το βάρος. Τότε μιλάμε για win – win:

–    Ο ιδιοκτήτης μιας κτηνοτροφικής μονάδας θα υποδεχτεί «με ανοιχτές αγκάλες» τον επενδυτή που θα ζητήσει τα οργανικά απόβλητα για βιοαέριο μόνο εάν προηγουμένως επιβαρυνόταν με το κόστος της επεξεργασίας αυτών των λυμάτων (π.χ. βιολογικό καθαρισμό) και την απειλή προστίμων. Από αυτό το «πρόβλημα» τον απαλλάσσει ο πράσινος επενδυτής. Αλλιώς, για ποιον λόγο να «ξεβολευτεί» ο κτηνοτρόφος, π.χ., να φτιάξει δεξαμενές για τα λύματα μέχρι να χρησιμοποιηθούν, όταν μπορεί να τα πετά στο ποτάμι χωρίς να υποστεί κυρώσεις;

–     Ο Δημότης-παραγωγός οικιακών απορριμμάτων θα δεχτεί να διαχωρίζει επιμελώς τα οικιακά του απορρίμματα και να συμμορφωθεί με ένα σχολαστικό πρόγραμμα συλλογής από επιχειρήσεις ανακύκλωσης, κομποστοποίησης και επιδιόρθωσης μόνο αν πιέζεται από αυστηρούς κανονισμούς καθαριότητας. Από αυτή την «πίεση» τον απαλλάσσει η πράσινη επένδυση. Αλλιώς για ποιον λόγο να μπει στον κόπο να διαχωρίζει και να έχει την έγνοια πού και πότε να αφήσει το κάθε τι ή πότε θα περάσουν να το πάρουν, όταν μπορεί να τα πετάξει όλα σε έναν κάδο ή σε μια ρεματιά χωρίς επιπτώσεις;

Οι επενδύσεις κυκλικής οικονομίας, λοιπόν, δεν χρειάζονται ούριο αναπτυξιακό άνεμο αλλά πολιτική βούληση για τήρηση της νομοθεσίας για τα στερεά, υγρά και αέρια απόβλητα. Αν ένας Υπουργός Περιβάλλοντος θέλει να διαφημίσει «πράσινο επενδυτικό κλίμα», αρκεί να διαβεβαιώσει ότι προστατεύεται αυστηρά το περιβάλλον. Μόνο τότε, για παράδειγμα, θα αρχίσει στην Ελλάδα η αξιοποίηση αποβλήτων ελαιοτριβείων και τυροκομείων, η λειτουργία «Πράσινων Σημείων» κ.λπ.

Ανάλογα εμπόδια αντιμετωπίζουν οι επενδύσεις σε πράσινα προϊόντα (τοπικά, βιολογικά, δίκαιου εμπορίου, χαμηλής μεταποίησης) και υπηρεσίες (π.χ. εναλλακτικός τουρισμός, πιστοποιημένη εστίαση), όταν στηρίζονται μόνο στην ευαισθητοποίηση και τις επιδοτήσεις, χωρίς να πλαισιώνονται από οριζόντιες πολιτικές δίκαιης φορολόγησης και αντικειμενικής κοστολόγησης και τιμολόγησης. Τα αντίστοιχα ρυπογόνα προϊόντα και υπηρεσίες θα είναι πάντα πιο ανταγωνιστικά, όσο δεν κοστολογούνται με βάση το περιβαλλοντικό τους αποτύπωμα.

Για παράδειγμα, οι «βιολογικές» φράουλες ή το φοινικέλαιο «δίκαιου εμπορίου» θα παραμένουν περιθωριακά όσο τα αντίστοιχα συμβατικά δεν κοστολογούνται με βάση τις σοβαρές επιπτώσεις στο περιβάλλον. Το ίδιο ισχύει για υπηρεσίες, όπως ο τουρισμός με χαμηλό περιβαλλοντικό αποτύπωμα, ο οποίος δεν μπορεί να ανταγωνιστεί τον μαζικό τουρισμό που δεν πληρώνει για τα περιβαλλοντικά δεινά που επιφέρει. Το ίδιο ισχύει για την «πράσινη» ενέργεια από ΑΠΕ, η οποία παραμένει μια ακριβή, βαριά επιδοτούμενη ενέργεια όσο δεν τολμούμε να τιμολογήσουμε αντικειμενικά την «βρώμικη» ενέργεια.

Φυσικά, πολλοί δικαίως τρομοκρατούνται στο άκουσμα φόρων, δασμών και τιμολόγησης με βάση το περιβαλλοντικό αποτύπωμα, δηλαδή να πάψει η παγκόσμια οικονομία να κρύβει το πραγματικό κόστος κάτω από το χαλί. Δεν γίνεται όμως να προκόψουν «πράσινες επενδύσεις» σε συνθήκες χαμηλής περιβαλλοντικής ευαισθητοποίησης (όπου είναι ανεκτά πεταμένα σκουπίδια, μπάζα, ξέχειλοι κάδοι, ρυπασμένα ποτάμια, εξαφανίσεις ειδών) και πελατειακής πολιτικής, η οποία εξ ορισμού δεν ασκεί πίεση προς εκείνους που καταστρέφουν το περιβάλλον. Οι πράσινες επενδύσεις που (δήθεν) προωθούνται από ασυνεπείς ή αδιάφορες περιβαλλοντικά αρχές δεν παράγουν οικονομικό αποτέλεσμα. Αξιοποιούν, βέβαια, πόρους (π.χ. επιδοτήσεις) ή ευνοϊκές ρυθμίσεις (π.χ. χρήση γης αποκλεισμένης για άλλους – βλ. ΑΠΕ) αλλά, είπαμε, αυτό είναι μια πρόσκαιρη κινητικότητα που δεν δημιουργεί αληθινό κέρδος ούτε νέα οικονομία.

Ταμείο Ανάκαμψης και ΕΣΠΑ

Εισερχόμαστε σε μια περίοδο όπου οι πάγιες χρηματοδοτήσεις (π.χ. Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων) θα ενισχυθούν από το νέο ΕΣΠΑ 2021 – 2027 και το Ταμείο Ανάκαμψης. Σημαντικό μέρος των πόρων λέγεται ότι θα δαπανηθούν σε «πράσινες» δράσεις, είτε «άυλες», όπως το σύστημα διαχείρισης και φύλαξης προστατευόμενων περιοχών, ή σε επενδύσεις και έργα (π.χ. διαχείρισης υδάτων). Ωστόσο, όσο εύστοχα και εμπνευσμένα κι αν είναι το «όραμα» και οι «Στρατηγικοί Στόχοι» των χρηματοδοτικών πλαισίων, στην πράξη αυτά θα κληθούν να τα σχεδιάσουν και να υλοποιήσουν Πολιτικές Αρχές και Διοίκηση (σε Εθνικό, Περιφερειακό και Τοπικό επίπεδο) που, όπως είδαμε παραπάνω:

–      Κυρίως νοιάζονται για «ανάπτυξη» – ιδίως μετά την επέλαση της πανδημίας

–       Επιλέγουν μόνο επί μέρους δράσεις, αγνοώντας το συνολικό σκεπτικό

–       Είναι ασυνεπείς στην άσκηση περιβαλλοντικής πολιτικής.

Προφανώς, δεν πρέπει να αφεθούν μόνοι στην επιλογή και, κυρίως, την υλοποίηση των δράσεων – όσο «εμβληματικές» και αν θεωρούνται. Θα πρέπει να τηρούν προϋποθέσεις.

Η ελάχιστη προϋπόθεση για μια «πράσινη» επένδυση ή έργο είναι να προβλέπεται σε κάποιο ευρύτερο μακρόπνοο σχεδιασμό. Τα (Εθνικά και Περιφερειακά) Σχέδια Προσαρμογής στην Κλιματική Αλλαγή και τα Σχέδια Διαχείρισης Λεκανών Απορροής, παρά τις αδυναμίες τους, αποτελούν παραδείγματα σχεδίων στα οποία θα ανατρέξουμε να δούμε αν ένα προτεινόμενο έργο περιλαμβάνεται, θυμίζοντας στους λήπτες αποφάσεων ότι πρέπει να υπηρετούν Σχεδιασμό και όχι «ομάδες πίεσης». Παρόμοιες πράσινες προτάσεις βρίσκονται σε Διαχειριστικά Σχέδια Προστατευόμενων Περιοχών ή προκύπτουν από την υλοποίηση ευρωπαϊκών προγραμμάτων (π.χ. LIFE, INTEREG).

Η δεύτερη προφανής προϋπόθεση ενός «πράσινου» έργου ή επένδυσης είναι να μην επιτυγχάνει έναν στόχο εις βάρος άλλων περιβαλλοντικών στόχων. Οι επενδύσεις ΑΠΕ που καταστρέφουν πολύτιμα οικοσυστήματα είναι το προφανές παράδειγμα «πράσινης» επένδυσης που υλοποιείται αντιβαίνοντας σε άλλη περιβαλλοντική πολιτική.

Ένα βασικό χαρακτηριστικό των «Πράσινων Έργων και Επενδύσεων» που αναμένουμε σε έναν αληθινά πράσινο σχεδιασμό είναι ότι αποτελούν «πολυτομεακά» έργα (με πολλαπλούς στόχους) και με  μεγάλο εύρος και ποικιλία. Από μεγάλα έργα (π.χ. αποκατάσταση υγροτοπικών περιοχών) μέχρι πολύ μικρής κλίμακας τοπικές παρεμβάσεις, και από «παραδοσιακά» κατασκευαστικά έργα μέχρι νέες τεχνολογίες κι άυλες δράσεις. Παρά την αναπόφευκτη πίεση από μελετητές, εργολάβους, επενδυτές για «συγκέντρωση» και «τυποποίηση» των δράσεων, η πράσινη επενδυτική πολιτική πρέπει να επιμείνει για μεγάλη ποικιλία διεσπαρμένων, αποκεντρωμένων δράσεων.

Σύνδεση κλιματικής αλλαγής με πολιτική προστασία

Ο υποβιβασμός της κλιματικής αλλαγής, από ζήτημα κεντρικού σχεδιασμού σε αρμοδιότητα Πολιτικής Προστασίας περιορίζει τις επιλογές. Η προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή δεν σημαίνει (μόνο) άμυνα κατά ακραίων θερμοκρασιών, απότομων βροχοπτώσεων ή μεσογειακών κυκλώνων. Υπάρχουν πολλά να γίνουν για να μετριάσουμε την εκδήλωσή τους: Να σχεδιάσουμε ανθεκτικές αστικές και αγροτικές περιοχές (π.χ. με πολύ πράσινο και αδόμητες εκτάσεις, χώρους εκτόνωσης των νερών, αποσφράγιση γης, νέα υλικά επίστρωσης), να εφαρμόσουμε ολοκληρωμένη διαχείριση παράκτιων περιοχών και λεκανών απορροής (η ανάσχεση της διάβρωσης είναι προϋπόθεση για την αντιμετώπιση ακραίων φαινομένων και της ανύψωσης της στάθμης της θάλασσας), να αναπροσαρμόσουμε τον πρωτογενή τομέα (για οικονομία στην κατανάλωση ενέργειας και πόρων), να αναβαθμίσουμε και αποκαταστήσουμε τις οικοσυστημικές λειτουργίες (δασών, υγροτόπων, λιβαδιών, αλπικών ζωνών κ.λπ.) που απορροφούν τους κραδασμούς των ακραίων καιρικών φαινομένων (π.χ. μετριασμό μικροκλίματος, αποτροπή πλημμυρών, παροχή καταφυγίων σε οργανισμούς που πλήττονται από τις κλιματικές αλλαγές).

Τα ένστολα επιτελεία της Πολιτικής Προστασίας εστιάζουν στην εκδήλωση των φαινομένων και είναι ακατάλληλα να σχεδιάσουν με το ευρύτερο σκεπτικό που απαιτείται. Φοβόμαστε, λοιπόν, ότι με την σύνδεση Κλιματικής Αλλαγής – Πολιτικής Προστασίας, πολύτιμοι πόροι θα δαπανηθούν σε μέσα πυρόσβεσης, διάσωσης και έκτακτων αναγκών και σε σκληρά έργα δήθεν «προστασίας» από πυρκαγιές, πλημμύρες και διάβρωση.

Αν δεν παρέμβουν σοβαροί τεχνοκράτες, ίσως και εργολάβοι, που μπορούν να αντιληφθούν τα χαρακτηριστικά των αληθινά πράσινων δράσεων και να συμβάλουν στην έγκαιρη ωρίμανσή τους (βλ. Τα Πράσινα Μεγάλα Έργα), θα χαθεί η ευκαιρία για την χρηματοδότηση του πλήθους των δράσεων που απαιτούνται για να θωρακιστούμε απέναντι στην κλιματική κρίση.

Ώρα ευθύνης

Κάποια στιγμή ο άνθρωπος θα κάνει «την ανάγκη φιλοτιμία» και θα τηρήσει ένα «αυστηρό πλαίσιο» αειφόρων, πράσινων προδιαγραφών (π.χ. σχολαστική πρόληψη και διαχωρισμό στην πηγή όλων των απορριμμάτων, αυστηρή εξοικονόμηση ενέργειας, «διά ροπάλου» εφαρμογή αντιρρυπαντικής νομοθεσίας κ.λπ.). Το θέμα είναι πώς θα φτάσουμε εκεί.

Αν αρκεστούμε σε ένα μεγάλο πλήθος ασύνδετων «πράσινων» δράσεων, χωρίς οικοσυστημική προσέγγιση και χωρίς συνεπή περιβαλλοντική πολιτική, θα φτάσουμε έχοντας καταστρέψει το μεγαλύτερο μέρος της άγριας φύσης. Τι νόημα έχει να πετύχουμε «μηδενικές εκπομπές» έχοντας διαλύσει το δίκτυο των προστατευόμενων περιοχών. Τι νόημα έχει να φτάσουμε σε οικολογικές συσκευασίες και καθολική ανακύκλωση μόνο αφότου έχουμε προσθέσει εκατομμύρια τόνους πλαστικό στις θάλασσες.

Ο Οικολογικός χώρος (επιστήμονες, οργανώσεις, πολιτική), ιδίως όταν εισέρχεται στις ελίτ του σχεδιασμού και των think tanks, πρέπει να υπερασπισθεί την ολιστική, οικοσυστημική προσέγγιση της οικολογίας απέναντι στην “πράσινη” δημαγωγία και εκμετάλλευση. Ιδιαίτερη ευθύνη έχουν:

Οι επαγγελματίες (π.χ. μελετητές) που επωμίζονται «πράσινα» έργα, σχεδιασμό και αξιολόγηση. Ρόλος τους δεν είναι να βοηθούν επενδυτές να προχωρήσουν (είναι άλλων δουλειά αυτό), αλλά να εξασφαλίσουν ότι δεν επιτυγχάνεται ένας στόχος εις βάρος άλλων και ότι τηρούνται θεμελιώδεις αρχές όπως  πρόληψη, δέουσα εκτίμηση, μηδενική λύση.

Οι Περιβαλλοντικές Οργανώσεις. Οφείλουν να μην αρκεστούν στις εύκολες συνταγές του πράσινου marketing και των success stories για κάθε «πράσινη επιτυχία» και να υπερασπισθούν εκείνο που με τόσο κόπο έχουν κερδίσει: Την αντικειμενική ανεξάρτητη πληροφόρηση. Την αξιοπιστία (credibility!). Αν δεν το κάνουν, κάποια στιγμή ο λόγος τους δεν θα ξεχωρίζει από εκείνον των καιροσκόπων που απλώς εμπορεύονται «πράσινες», «γαλάζιες» ή «καθαρές» ετικέτες.

F.A.Q.

Ι: Win win; Για να ισχύει το win win πρέπει να το δηλώνουν δύο πλευρές -όχι ο ένας για λογαριασμό των δύο. Όταν ένας «πράσινος» επενδυτής ισχυρίζεται ότι υπάρχει κέρδος σώζοντας το περιβάλλον, αυτό πρέπει να επικυρώνεται από όσους γνωρίζουν από περιβάλλον – ιδίως από βιοποικιλότητα.

ΙΙ: Βιοποικιλότητα vs Κλιματική Αλλαγή; Στην πράσινη πολιτική, που αποτιμούνται οι οικοσυστημικές υπηρεσίες και αλληλοσυμπληρώνονται οι δράσεις, δεν υπάρχει αντίθεση. Στην σημερινή, όμως, πρακτική υπάρχει μια θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα στις δράσεις κατά της κλιματικής αλλαγής και στις δράσεις για την προστασία της βιοποικιλότητας. Οι πρώτες απαιτούν κυρίως επενδύσεις ενώ οι δεύτερες απαιτούν κυρίως προστασία περιοχών – άρα εξαίρεση γης από επενδύσεις. Προφανώς υπάρχουν πολύ μεγαλύτερα συμφέροντα υπέρ των «κλιματικών» πολιτικών έναντι (συχνά εις βάρος) της βιοποικιλότητας.

ΙΙΙ: Πράσινη ανάπτυξη; Όσοι διαφημίζουν την «πράσινη ανάπτυξη», οφείλουν να συμπληρώνουν με εξίσου πηχυαίους τίτλους ότι η ανάπτυξη που ενσωματώνει το περιβαλλοντικό κόστος είναι αργή ανάπτυξη – αλλιώς γίνεται κι αυτή «μαύρη» (όσο προφανές κι αν είναι αυτό, λίγοι το ομολογούν).

[i] Η Ελληνική νομοθεσία απαλλάσσει από περιβαλλοντική αδειοδότηση πολλά έργα ακόμη και εντός προστατευόμενων περιοχών και αγνοεί την δέουσα εκτίμηση. Ακόμη και όταν ένα έργο κριθεί καταστροφικό, αρκεί ένας χαμηλόβαθμος υπάλληλος στην περιβαλλοντική αδειοδότηση για να παρακάμψει τα γνωμοδοτικά για την βιοποικιλότητα όργανα (φορείς Διαχείρισης, Διευθύνσεις Περιβάλλοντος, Τμήμα Βιοποικιλότητας) και να «περάσει» κάποιο έργο.

[ii] Η «ωριμότητα» ενός έργου, δηλαδή μελέτες και εγκρίσεις, συχνά λειτουργεί ως «αυτοεκπληρούμενη προφητεία» υπό το σημερινό εργολαβικό-μελετητικό κατεστημένο και την ισχύουσα νομοθεσία: Είναι πολύ πιο εύκολη η «ωρίμανση» ενός έργου για τον εγκιβωτισμό ενός ποταμού, παρά για την επαναδημιουργία των πλημμυρικών του πεδίων.

[iii] Ακόμη και αμιγώς πράσινες δράσεις, όπως η αποκατάσταση της λίμνης Κάρλας, κατά την υλοποίηση μετατράπηκαν σε έργα πρωτίστως εργολαβικού οφέλους (κατασκευάστηκε ένας δυσλειτουργικός ταμιευτήρας – καλύτερος από τις χέρσες εκτάσεις, αλλά καμία σχέση με το τι είχε αρχικά σχεδιαστεί).

blank

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

10 + six =