corona, virus, pandemic
Photo by fotoblend on Pixabay

Στην αρχή του lockdown συγκρότησα μια βιβλιογραφία που σχετιζόταν άμεσα ή έμμεσα με την ιστορία των πανδημιών, την φιλμογραφία και τη λογοτεχνική τους εκδοχή. Από την αρχαιότητα και το Μεσαίωνα με την πανώλη που υποτροπίαζε αέναα, αλλά κι έπειτα με την επανεμφάνιση της λέπρας έως την εξάπλωση της χολέρας το 19ο αιώνα μετά το Tabora και για έναν αιώνα έως την ανάδειξη της καταστροφικής φυματίωσης και της γρίπης που ξεκίνησε από την Ισπανία, η ανθρωπότητα ζει στο ρυθμό της επιδημιολογικής νόσου. Στη λογοτεχνία η αρχή γίνεται με τον Όμηρο, το Σοφοκλή και το Θουκυδίδη, το Βοκάκιο έπειτα, αλλά με νεότερους συγγραφείς όπως ο Alessandro Manzoni και ο Jens-Peter Jacobsen για το Μιλάνο, αργότερα ο Gabriel García Márquez, αλλά και ο Thomas Mann για τη χολέρα στον 20ο αιώνα.  Εκτός βιβλιοθήκης όμως τί όντως μάθαμε;

https://youtu.be/BtN-goy9VOY

  1. Κοινωνική απομόνωση και αυτοπεριορισμός

Μάθαμε πώς γίνεται να ζεις μόνο μέσα στο σπίτι. Μέχρι την πανδημία, πίστευα ότι το σπίτι είναι ένας χώρος για να έχεις χρόνο να ξεκουραστείς, να κοιμηθείς και να ζήσεις με την οικογένειά σου. Όμως, η ζωή είναι ακόμη περισσότερο έντονη εκτός οικίας. Το να ζεις περισσότερο έξω από το σπίτι σημαίνει επαγγελματικός βίος σε άνοδο, κοινωνικοποίηση με ομοίους και συντροφικότητα σε όλα τα επίπεδα.  Άλλωστε πάντα διάβαζα περισσότερο στη βιβλιοθήκη, παρά στο σπίτι, ήμουν πάντα με ανθρώπους που ήξερα από το σχολείο, πήγαινα σε πάρτυ ήδη από το νηπιαγωγείο και στις θερινές διακοπές σχεδόν πάντα βρισκόμουνα με τους πρώτους συμμαθητές και φίλους στα καλοκαιρινά θέρετρα παραθερισμού.

Η μετάβαση στο «Μένουμε Σπίτι» έγινε με δυσκολία. Παρά τα τετραγωνικά που μπορεί να διαθέτει ο καθένας από εμάς, οι τέσσερις τοίχοι δεν αντικαθιστούν σε καμία περίπτωση την κοινωνική ζωή. Στην εκπαίδευση βλέπουμε πολύ συχνά άτομα με μαθησιακές δυσκολίες ή/και διάσπαση προσοχής, όταν οι ειδικοί ψυχολόγοι δίνουν την έλλειψη φίλων ως σύμπτωμα, προσωπικά εκλαμβάνω την ελλιπή κοινωνικότητα ως αιτία διάσπασης σε πολλά υπερκινητικά άτομα. Και γι’ αυτό το αρχικό μάθημα ήταν ο κοινωνικός (αυτό)περιορισμός ή μάλλον η απομόνωση που ήρθε για να μείνει στις ζωές όλων.

Τα αντισηπτικά πλέον δεν είναι για να καθαρίζουμε τα χέρια μας από την ψαροταβέρνα και μόνο για να απαλλασσόμαστε από τις μυρωδιές ή τα υπολείμματα από τα μύδια και τις γαρίδες (όπως έκανα μέχρι πρότινος), αλλά για να είμαστε σε μειούμενο κίνδυνο θανάτου.  Με τη διαφορά ότι όσοι έχουμε μάθει να τρώμε πολύ έξω και να διασκεδάζουμε σε μαζικής εστίασης χώρους, μάλλον θα χρειαστεί να αλλάξουμε τρόπο κοινωνικής προσαρμοστικότητας, ή απλώς να μάθουμε ένα άλλο modus vivendi πιο μοναχικό ή έστω πιο προσεκτικό στην υγειονομική  διάδραση με τους άλλους.

  1. Γυμναστική κατ’ οίκον   

Λόγω περιοχής έκανα την πρώτη μου εγγραφή σε γυμναστήριο από τα μαθηματικά μου χρόνια, όταν οι υπόλοιποι έκαναν κάποιο άθλημα και οι υπόλοιπες τηλεοπτικές αναλύσεις ολκής. Ως το μόνο κορίτσι σε χώρο με ενηλίκους με πρόσεχαν οι ιδιοκτήτες ώστε να μάθω να αθλούμαι, δηλαδή ήμουν μπροστά χρονικά σε αυτό που αργότερα έμαθα ότι αποκαλείται personal training. Παράλληλα η παρουσία μου εκεί από την αίθουσα με τα όργανα έως την αίθουσα ομαδικών προγραμμάτων με βοήθησε να επικοινωνώ με ανθρώπους μεγαλύτερους ηλικιακά και πιο σοβαρούς στην θεματολογία. Η γυμναστική ήταν και κοινωνικοποίηση, αλλά κυρίως απογευματινή έξοδος.

Συνέχισα να εγγράφομαι έως το Μάρτιο του 2020, όταν με το πρώτο lockdown έπαψα να κάνω πια yoga. Φαντάζομαι όλοι και όλες βρεθήκαμε στην ίδια μοίρα. Ανεξαρτήτως πόσους μήνες είχαμε προπληρώσει, το διακύβευμα είναι ότι άλλαξε η σχέση μας με τον αθλητισμό, χάσαμε την επαφή και το φαγητό αναβιβάστηκε σε κατηγορία. Και γι’ αυτό το επόμενο μάθημα ήταν η αργοπορημένη αγορά ειδών γυμναστηρίου για εκγύμναση κατ’ οίκον.

Εκτός από τα αυξημένα κονδύλια που απαιτεί ένα μικρό γυμναστήριο και τη διαμόρφωση του κατάλληλου χώρου, άδειασμα δωματίων και αλλαγή συνηθειών, ο κόσμος του σπιτιού δεν είναι ο πλέον ενδεδειγμένος για αθλητισμό. Δεν περπατάς για να πας και να έρθεις, δεν συναναστρέφεσαι με όμοιους και συνδημότες, άρα αλλάζει η σχέση με το χώρο και το είδος της γυμναστικής. Όταν η αστική ρητορεία από την επίσημη πολιτεία και τους σχετικούς φορείς είναι η άθληση, τότε ο κοροναϊός άλλαξε τις καλές συνήθειες μας για πάντα.

  1. Αμοιβαίες αποστάσεις και στη διασκέδαση

Θυμάμαι ότι πήγα πρώτη φορά στον κινηματογράφο προς τα τέλη της δεκαετίας του 1980 για να δω μία ελληνική κωμωδία εποχής, νομίζω με τον Σωτήρη Μουστάκα σε ανθρωπολογικό πλαίσιο (με φυλές και ανθρωποφάγους στην Αφρική) – αργότερα έμαθα ότι αυτό λέγεται επιτόπια έρευνα στην εθνογραφία. Μπουζούκια στην Αθήνα πήγα σε ηλικία τριών ετών και μάλιστα τότε είδα για πρώτη φορά την Ομόνοια με όλη τη βρωμιά από ναρκωτικά και μόνιμους επισκέπτες στον υπόγειο σιδηρόδρομο. Δεν ξέρω πότε θα ξαναπάω στην πρωτεύουσα ή πότε θα ταξιδέψω γενικότερα, ωστόσο γνωρίζω ότι το επόμενο ταξίδι δεν θα περιλαμβάνει ούτε μέσα μαζικής μεταφοράς, ούτε διασκέδαση σε κινηματογράφο ή νυχτερινούς χώρους διασκέδασης.

Ζώντας στην επαρχία, όπου ο πληθυσμός είναι επίσης πυκνός και οι πόλεις δεν είναι πια αραιοκατοικημένες, κανείς δεν σου διασφαλίζει την καθαριότητα από την μετάδοση και την επιμόλυνση. Οι ιοί και ειδικότερα ο coronavirus είναι διάχυτοι, όπως επίσης οι ρυθμοί ζωής και διασκέδασης δεν μας επιτρέπουν αποστάσεις, παρά αλλαγή στον τρόπο επικοινωνίας σε κατά μόνας επιλογές εντός οίκου. Και γι’ αυτό το τρίτο μάθημα είναι οι αποστάσεις γενικά.

Το διάβασμα έγινε και πάλι συνήθεια, με ποσοστά ασυνήθιστα για τους Έλληνες της εγχώριας παραγωγής καφέ σε κάθε είδους συνθήκη, φυσικά ως μέθοδος ενσυνείδητης υγείας.  Οι υβριδικές πλατφόρμες έχουν αντικαταστήσει την αίθουσα του σινεμά ήδη προ κοροναϊού, απλώς ο ιός πολλαπλασίασε την συνδρομή μας σε αυτές. Η νύχτα πια δεν είναι μαγική έως τα ξημερώματα, όταν η οικονομική κρίση ελαχιστοποίησε τις συναυλίες και τις εμφανίσεις σε μία ή δυο βραδιές την εβδομάδα. Μετά την πανδημία, η νυχτερινή διασκέδαση φαντάζει ουτοπία πια, όταν ένα rapid test δεν εξασφαλίζει την υγεία και το εμβόλιο δεν εγγυάται την ανοσία. Θα βγαίνουμε ίσως, αλλά τίποτε δεν θα μοιάζει με την ελαφρότητα της άγνοιας που είχαμε σε άλλες εποχές.

  1. Υπολογιστής, το νέο χέρι του Θεού

Πήραμε υπολογιστή όταν έπρεπε ως μαθητές ή ως φοιτητές να γράψουμε τις εργασίες μας και να προετοιμάσουμε τις πρώτες παρουσιάσεις μας για μεγαλύτερο κοινό. Εκεί είδαμε τα πρώτα DVDs και από εκεί μπήκαμε για πρώτη φορά στο διαδίκτυο. Ειδήσεις, διεθνής ενημέρωση και αναρίθμητοι ιστότοποι έγιναν η νέα μας πρόσβαση στην πληροφορία. Τα e-mails αντικατέστησαν τα επιστολόχαρτα και το ταχυδρομείο πια είναι για τους λογαριασμούς και τα γραμματοκιβώτια σχεδόν αποκλειστικά για τα φυλλάδια των καταστημάτων. Προσωπικά δεν θυμάμαι πότε έγραψα το τελευταίο μου γράμμα.

Με την πανδημία, ο ηλεκτρονικός υπολογιστής αναβαθμίστηκε, έκτοτε έγινε το δεξί μας χέρι. Τον ανοίγουμε το πρωί με τον καφέ και τον κλείνουμε αργά το βράδυ, ακόμα και στο κρεβάτι μας σερφάρουμε (στο πρώτο lockdown έκαψα ένα laptop, μάλλον από υπερθέρμανση). Δεν είναι μόνο η ειδησεογραφία και η αλληλογραφία για προσωπικά και επαγγελματικά ζητήματα, αλλά ο νέος τρόπος διαβίωσης. Σπουδάζουμε, μελετάμε, αγοράζουμε βασικά είδη που θα έλθουν με courier και όλα αυτά ηλεκτρονικά γιατί το online κλικ είναι πιο υγιεινό. Και γι’ αυτό ο υπολογιστής είναι το θεϊκό μας όχημα.

Όσο οι τράπεζες μας δίνουν αυτή τη δυνατότητα και «όσο λεφτά υπάρχουν» για πλαστικές αγοραπωλησίες, ο SARS-CoV-2 μπορεί να εκτινάσσει τις ηλεκτρονικές παραγγελίες στο διάστημα της κατανάλωσης. Παρά ταύτα, δεν ξέρω εάν οι εταιρείες ταχυμεταφορών αντέχουν πραγματικά αντίστοιχες υπερφορτώσεις, δεδομένης της παλαιότερης εμπειρίας της καραντίνας. Θα συνεχίσουμε να παραγγέλνουμε τρόφιμα, ρούχα ή ακόμα και παπούτσια μέσω internet, αλλά σε καμία περίπτωση και κανένα μηχάνημα δεν δύναται να υπερκεράζει την εκ του σύνεγγυς επικοινωνία.

  1. Τηλεόραση, η μόνη πραγματική ζωή   

Όταν θυμάμαι τον εαυτό μου σε νηπιακή ηλικία, τα δύο κανάλια της κρατικής ελληνικής τηλεόρασης, άνοιγαν αργά το απόγευμα και πιο μετά σταδιακά από το πρωί έπαιζαν παιδικό πρόγραμμα ή βωβό κινηματογράφο. Αναλογικά πρέπει όσα ξέρω για την απαρχή του βωβού σινεμά να τα έμαθα τότε, εκείνα τα σύντομα πρωινά, βλέποντας τα άπαντα του ροζ πάνθηρα και του Τσάρλι Τσάπλιν – πρόσφατα συνειδητοποίησα ότι μου άρεσαν επειδή ήταν χωρίς υπότιτλους, άρα ως νήπιο τα καταλάβαινα μια χαρά. Ως μαθήτρια είχα πάντα τηλεοπτικό δέκτη στο εφηβικό μου δωμάτιο ως μία μέθοδο ομοιοπαθητικής, προφανώς οι γονείς μου δεν ήθελαν να στερούμαι κάτι ανούσιο, ούτε να αισθάνομαι ελλιπής, και γι’ αυτό αποτίναξα το μέσο ως ενήλικας σχετικά γρήγορα, κατά περιόδους δεν είχα καν τηλεόραση στο σπίτι.

Επιστρέφοντας στην περίοδο της πρώτης καραντίνας, ανάλογα σε ποιο δήμο εγκλωβίστηκε ο καθένας από εμάς, η τηλεόραση έγινε ο παλιός βασιλιάς της ενημέρωσης. Οι τηλεοπτικές ειδήσεις έγιναν ξανά σημαντικές και συχνά αναλόγως με την ηλικία η μόνη πηγή διάδρασης με την έξωθεν πραγματικότητα. Και γι’ αυτό η τηλεόραση ανέκτησε την ώριμη της αίγλη εν συγκρίσει με το εμπορικότερο διαδίκτυο ή το ανεικονικό ραδιόφωνο.

Η δύναμη της εικόνας επιστρέφει και πάλι στην Ελλάδα, χωρίς οι νέοι να ξεχνούν το σώζον κινητό, οι λίγο μεγαλύτεροι τη βόλτα μέχρι στον κήπο ή την όμορη παραλία και οι γεραιότεροι την σύντομη απογευματινή έξοδο μέχρι το σούπερ-μάρκετ. Είμαστε έρμαια της νέας υβριδικής επιβίωσης των τηλεοπτικών καναλιών, φυσικά της πρόσβασης στο διαδίκτυο και από τον τηλεοπτικό μας δέκτη, όταν τα Vlogs άλλων ανθρώπων μας κάνουν να ζούμε μέσα από τις ζωές των άλλων. Ο τουρισμός στο διαδίκτυο, δυστυχώς πια περνά και μέσα από την τηλεόραση.

Τρία χρόνια μετά, εξακολουθούμε να φοβόμαστε να ζήσουμε με ελευθερία, άραγε θα πάμε ξανά διακοπές; Κι αναρωτιέμαι, δίχως να είμαι υπερβολική, απαγορεύεται να φοβάμαι;  

Δημιουργός του άρθρου:

georgia tsatsani ιστορικός ιστορία φιλόλογος

Η Γεωργία Τσατσάνη είναι φιλόλογος - συγκριτολόγος

blank

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

18 − fifteen =