υδατοκαλλιέργεια

Ιρλανδία

Υδατοκαλλιέργεια Kush. Αυτή η οικογενειακή επιχείρηση είναι ο πιο μεγάλος παραγωγός βιολογικών οστρακοειδών στην Ιρλανδία. Ξεκίνησε ως χόμπι στις αρχές της δεκαετίας του ’80 όταν δύο ντόπιοι δάσκαλοι, ο Τζον Χάρινγκτον και ο αδελφός του, αποφάσισαν να ασχοληθούν με κάτι διαφορετικό: την καλλιέργεια μυδιών. Τα οστρακοειδή αναπτύσσονται σε σχοινιά σε προστατευμένη περιοχή, σε πεντακάθαρα νερά, πλούσια σε φυτοπλαγκτόν. Η βιολογική υδατοκαλλιέργεια δεν χρησιμοποιεί λιπάσματα και φυτοφάρμακα για να αναπτύξει τα προϊόντα της. Ο Τζον Χάρινγκτον είναι ο διευθυντής της επιχείρησης:

«Αυτή η περιοχή είναι μοναδική. Οι πεδιάδες μας έχουν διαμορφωθεί από την Εποχή των Παγετώνων. Έχουν βαθιά νερά, που προστατεύονται από τα βουνά που υπάρχουν τριγύρω. Είναι ιδανικά για τις υδατοκαλλιέργειες. Λειτουργούμε στον κόλπο Κένμερ, όπου παράγουμε χίλιους τόνους μύδια σε σχοινιά. Υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν ότι οι υδατοκαλλιέργειες δεν μπορεί να είναι φυσικές. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο λάθος. Δεν προσθέτουμε τίποτε στο νερό. Το φυτοπλαγκτόν είναι φυσικό. Επειδή έχουμε δημιουργήσει αυτές τις αποικίες μυδιών, το τρώνε, αλλιώς θα πήγαινε χαμένο. Θα ήταν άχρηστο».

Σύμφωνα με τις αυστηρές ευρωπαϊκές προδιαγραφές, το νερό ελέγχεται κάθε μήνα, για να επιβεβαιώνεται η απόλυτη καθαρότητά του: «Μπορείτε να πάρετε τα μύδια απευθείας από το νερό, να τα πάτε σπίτι σας, να τα βάλετε στην κατσαρόλα και να τα βράσετε. Δεν χρειάζεται να τα καθαρίσετε ή να κάνετε κάτι άλλο. Είναι ένα φυσικό, καθαρό προϊόν από καθαρά νερά» αναφέρει ο Χάρινγκτον.

Οι εργάτες απλώνουν τα άδεια σχοινιά κάτω από το νερό τον Ιούνιο. 18 μήνες μετά, τα μύδια είναι έτοιμα για μάζεμα. Η εταιρία στηρίζει την περιοχή: όλοι οι εργάτες είναι από τα γειτονικά χωριά: «__Το μόνο που κάνουμε είναι να το κόβουμε εδώ, να παίρνουμε την άκρη και να την βάζουμε στους ιμάντες μεταφοράς. Και πετάμε τα περιττά φυτά» επισημαίνει ο Φίνμπαρ Ντουάιερ, καλλιεργητής μυδιών στην επιχείρηση.

Η υδατοκαλλιέργεια μειώνει τα απορρίμματά της χρησιμοποιώντας ανακυκλώσιμα παραγάδια και άλλα βιοδιασπώμενα υλικά. Όλη η παραγωγή της είναι βιώσιμη. Η αγορά τροφίμων έχει να κάνει όλο και πιο πολύ με προϊόντα που είναι φιλικά προς το περιβάλλον. Η βιολογική πιστοποίηση είναι ένα πολύ σημαντικό πλεονέκτημα για μια επιχείρηση.

Ο Τζον Χάρινγκτον επισημαίνει: «Ένα κιλό μύδια παράγουν μόλις 200 γραμμάρια CO2 σε σχέση με τα μοσχάρια, που παράγουν 34 κιλά CO2. Οι Millennials ψάχνουν πολύ να βρουν τρόφιμα με χαμηλό αποτύπωμα άνθρακα. Θέλουν να επιλέγουν πράγματα που βοηθούν τον πλανήτη και τον οργανισμό τους».

Η εταιρία πουλά την παραγωγή της σε Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, Ολλανδία και Γερμανία. Η Ιρλανδία είναι η κορυφαία χώρα στην Ευρώπη, όσον αφορά την καθαρότητα των υδατοκαλλιεργειών της, παράγοντας κάθε χρόνο περίπου 30.000 τόνους βιολογικά πιστοποιημένων ψαριών και οστρακοειδών.

Η ανάπτυξη του κλάδου υποστηρίζεται από την Υπηρεσία Ανάπτυξης Θαλασσινών της Ιρλανδίας, η οποία συνεργάζεται με τοπικές επιχειρήσεις. Βοηθά στην καινοτομία, την πιστοποίηση, την κατάρτιση, αντλώντας κονδύλια από την Ε.Ε. και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Θάλασσας και Αλιείας.

Ο Ρίτσαρντ Ντόνελι είναι διευθυντής στο τμήμα σολομού και οστρακοειδών στην Υπηρεσία: «Έχουμε το παρθένο περιβάλλον όπου αναπτύσσεται το προϊόν, είτε είναι στρείδια, μύδια ή σολομός. Δεν τους λέμε απλά τι να κάνουν. Πιστοποιούμε τα πάντα. Η βιολογική πιστοποίηση που έχουμε αφορά το 100% του βιολογικού μας σολομού, το 70% των μυδιών. Είναι στοιχειώδη για μας. Έχουμε μικρές ποσότητες, εξειδικευμένα προϊόντα με μεγάλη αξία. Όταν δοκιμάζετε τα θαλασσινά μας, δοκιμάζετε κάτι εντελώς διαφορετικό».

Ουγγαρία

Η Ουγγαρία, παρόλο ότι δεν έχει θάλασσα, παράγει την ίδια ποσότητα βιολογικών θαλασσινών με την Γαλλία και την Δανία. Το Λιλαφιρέντ είναι ένα τουριστικό θέρετρο στα βουνά, στη βορειοανατολική πλευρά της χώρας. Εδώ βρίσκεται η πιο παλιά μονάδα ιχθυοκαλλιέργειας σε λίμνη. Λειτουργεί από το 1930 και ασχολείται με πέστροφες. Είναι μια οικογενειακή επιχείρηση. Υπεύθυνος είναι ο Γκιόργκι Χόιστι: «Ήρθα εδώ ως τεχνικός αλιείας στο εργοστάσιο πέστροφας του Λιλαφιρέντ το 1982. Διευθύνω αυτή τη μικρή μονάδα για 38 χρόνια. Πρώτα ως κρατικός υπάλληλος. Το 1991 νοίκιασα την ιχθυοκαλλιέργεια και την διεύθυνω ανεξάρτητα από τότε».

Στην αρχή ο Γκιόργκι και η γυναίκα του έκαναν τα πάντα. Στο πέρασμα όμως των ετών, προσέλαβαν υπαλλήλους και αύξησαν την παραγωγή 40 φορές. Έκαναν μάλιστα την δραστηριότητά τους πιο βιώσιμη: «Σήμερα, η μονάδα μας παράγει 60 τόνους ψάρι. Πωλούμε και επεξεργαζόμαστε το 60-65% εδώ. Το 20-25% προορίζεται για εστιατόρια της περιοχής, ενώ το 10-12% χρησιμοποιείται στην ανατροφοδότηση περιοχών με ψάρι».

Για να παραμείνει υγιής και να αναπτυχθεί, η πέστροφα έχει ανάγκη από διαρκή παροχή καθαρού νερού, πλούσιου σε οξυγόνο. Καθώς οι τοπικές πηγές έχουν στην πλειοψηφία τους ξεραθεί, η συγκεκριμένη υδατοκαλλιέργεια έφτιαξε ένα σύστημα επανακυκλοφορίας του νερού. Υπάρχει βιολογικός καθαρισμός και εμπλουτισμός του με οξυγόνο. Η συγκεκριμένη τεχνολογία αφαιρεί τους επιβλαβείς οργανισμούς των λυμάτων και την τροφή που δεν έχει φαγωθεί και καθαρίζει εντελώς το νερό σε λιμνούλες, επτά φορές την ημέρα.

«Σε εποχές ξηρασίας, η παραγωγή μειώνεται δυστυχώς απότομα. Οι πηγές δεν μπορούν να προσφέρουν αρκετό νερό με επαρκές οξυγόνο για τα ψάρια. Γι’ αυτό αναπτύξαμε αυτό το σύστημα επανακυκλοφορίας του, ώστε να διασφαλίσουμε και να αυξήσουμε την παραγωγή μας. Τώρα το νερό γυρίζει πίσω στα ψάρια μας και είναι σχεδόν πόσιμο. Η φυσική γεύση του ψαριού παραμένει λοιπόν και το ψάρι δεν αποκτά τη γεύση της λίμνης ή των φυκιών» υπογραμμίζει ο Γκιόργκι Χόιστι.

Η προσέγγιση που ακολουθεί η συγκεκριμένη επιχείρηση την βοηθά σε μια σειρά λειτουργίες. Μεγαλώνει και πουλά πέστροφες διαφόρων σταδίων ανάπτυξης, ξεκινώντας από τα αυγά. Το κύριο προϊόν της είναι η πέστροφα που έχει το κατάλληλο μέγεθος για την αγορά. Πωλείται φρέσκια ή καπνιστή από τη μονάδα επεξεργασίας της υδατοκαλλιέργειας ή μαγειρεύεται στα τοπικά εστιατόρια. Ακόμη και στην εποχή του κορονοϊού, η επιχείρηση συνέχισε να λειτουργεί, κάνοντας delivery ωμά αλλά και μαγειρεμένα ψάρια.

Ο Μαρσέλ Μπόρος είναι σεφ σε τοπικό εστιατόριο: «Δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά στη γεύση ανάμεσα στο ψάρι του ιχθυοτροφείου και το ψάρι που πιάνουμε μόνοι μας. Τα ψάρια που εκτρέφονται μπορεί να είναι λίγο πιο παχιά, αλλά μεγαλώνουν σε πιο ασφαλές περιβάλλον, που ελέγχεται τακτικά, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει κανένας κίνδυνος απρόβλεπτης ασθένειας. Οι πελάτες μας εμπιστεύονται. Ξέρουν ότι η επιχείρησή μας έχει μεγάλη παράδοση και είναι σίγουροι ότι αγοράζουν το καλύτερο ψάρι για το τραπέζι τους».

Καθώς η ζήτηση για καλό φρέσκο ψάρι αυξάνεται, η ουγγρική επιχείρηση σκοπεύει να επεκταθεί. Χάρις στο σύστημα επανακυκλοφορίας του νερού, μπορεί να διπλασιάσει την παραγωγή της, παραμένοντας βιώσιμη και καθαρή.

blank

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

11 + thirteen =