Ούτε λίγο ούτε πολύ, το ΣτΕ, με μια απόφαση – βόμβα στις αρχές Νοεμβρίου, έκρινε αντισυνταγματική τη διάταξη του άρθρου 95 παρ. 1 του περιβόητου Νόμου Κατρούγκαλου (4387/2016), η οποία και όριζε 20ετή την παραγραφή των οφειλών προς τα ασφαλιστικά ταμεία.
Σύμφωνα με νομικούς κύκλους, η απόφαση ανοίγει το δρόμο για να παραγραφούν όλες οι οφειλές προς τον ΟΓΑ (νυν ΕΦΚΑ) πριν το 2010, ακόμα κι εκείνες που έχουν βεβαιωθεί ή ρυθμιστεί.
Η απόφαση φέρνει κι άλλο ένα θετικό. Από την άποψη ότι αναμένεται να συντομεύσει το χρόνο απονομής σύνταξης για ασφαλισμένους του πρώην ΟΓΑ με χρέη άνω των 6.000 ευρώ, που είναι και το σχετικό όριο για να λάβει κάποιος σύνταξη, δεδομένης της παραγραφής παλαιών οφειλών.
Τί προβλέπει η απόφαση του ΣτΕ για τις οφειλές και την διαγραφή
Ειδικότερα, η Ολομέλεια του ΣτΕ (πρόεδρος η Μαίρη Σαρπ και εισηγήτρια η σύμβουλος Επικρατείας Κωνσταντίνα Κονιδιτσιώτου) με την υπ’ αριθμ. 1833/2021 απόφασή της έκρινε ότι ο θεσπισθείς με το άρθρο 95 παρ. 1 του νόμου 4387/2016 γενικός κανόνας της εικοσαετούς παραγραφής των αξιώσεων για την καταβολή εισφορών των εντασσόμενων στον ΕΦΚΑ φορέων κοινωνικής ασφάλισης, αντίκειται στις συνταγματικές Αρχές της αναλογικότητας και της ασφάλειας δικαίου.
Η Ολομέλεια του ΣτΕ (με τη διαδικασία της πρότυπης δίκης) κατά πλειοψηφία, αποφάνθηκε, σύμφωνα με ανακοίνωση του δικαστηρίου, ότι το επίμαχο άρθρο 95 του εν λόγω νόμου του 2016, «αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας, καθόσον χρόνος παραγραφής 20 ετών δεν συνιστά εύλογη διάρκεια της οικείας προθεσμίας, η οποία απαιτείται να είναι σχετικά σύντομη, δεδομένης και της αυξανόμενης ταχύτητας και πολυπλοκότητας των σύγχρονων βιοτικών σχέσεων και συναλλαγών, που αξιώνουν, κατ’ αρχήν, ταχεία εκκαθάριση των εκάστοτε τρεχουσών υποχρεώσεων των διοικουμένων».
Αναφορικά με την οργάνωση και τη λειτουργία των ασφαλιστικών φορέων, το ΣτΕ επισημαίνει ότι «ο προβλεπόμενος χρόνος παραγραφής πρέπει να επαρκεί, ώστε, με τη συνδρομή και των σύγχρονων δυνατοτήτων της τεχνολογίας, να διενεργούνται, στο πλαίσιο της ορθολογικής οργάνωσής τους, επίκαιροι και αποτελεσματικοί, από την άποψη της εισπραξιμότητας, έλεγχοι με στόχο την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου και τη διασφάλιση της βιωσιμότητάς τους, χωρίς να εκτείνεται σε μεγάλη διάρκεια, η οποία, λόγω της χρονικής απόστασης από την παράβαση, δεν συμβάλλει στην ορθή, κατά το χρόνο ισχύος της, εφαρμογή της διαρκώς μεταβαλλόμενης ασφαλιστικής νομοθεσίας και τη δημιουργία συνείδησης συμμόρφωσης προς αυτή, οδηγεί αναγκαίως, δεδομένης και της σοβαρής υποστελέχωσης των υπηρεσιών, σε ανεπίκαιρους και για το λόγο αυτό μειωμένης εισπραξιμότητας ελέγχους, συνεπάγεται μη διαχειρίσιμο φόρτο για τις υπηρεσίες και, ενδεχομένως, ενθαρρύνει την απραξία των ασφαλιστικών φορέων».
Επίσης, επισημαίνεται ότι «εν σχέσει προς τους βεβαρυμένους με τις ασφαλιστικές εισφορές υποχρέους, ο χρόνος της παραγραφής απαιτείται να είναι ο αναγκαίος, ώστε, αφενός, να διασφαλίζεται το δικαίωμα άμυνας αυτών έναντι δυσχερειών απόδειξης περιστατικών αναγόμενων στο απώτερο παρελθόν, αφετέρου δε, να μην οδηγούνται οι οφειλέτες σε οικονομική εξουθένωση λόγω της υποχρέωσης ταυτόχρονης καταβολής συσσωρευμένων οφειλών περισσότερων ετών, με περαιτέρω δυσμενείς επιπτώσεις στην απασχόληση και την εθνική οικονομία γενικότερα.
Τα ανωτέρω, δε, ισχύουν, λαμβανομένου επιπλέον υπ’ όψιν ότι η μη καταβολή ή πλημμελής καταβολή ασφαλιστικών εισφορών δεν συνδέεται αναγκαίως με πρόθεση αποφυγής τους, αλλά δύναται να οφείλεται σε δυσχέρειες κατά την ερμηνεία της ασφαλιστικής νομοθεσίας, αποτέλεσμα των συνεχών τροποποιήσεων και του κατακερματισμού των επί μέρους ρυθμίσεών της.
Αντιθέτως, απαιτείται να εξασφαλίζεται η έγκαιρη και σε σχετικώς σύντομο χρόνο γνώση των υποχρεώσεών τους, ώστε να μην αιφνιδιάζονται, αλλά να δύνανται να προγραμματίζουν την επαγγελματική τους δραστηριότητα προς όφελος και της εθνικής οικονομίας».
Επίσης, το ΣτΕ αποφαίνεται ότι «η διαμόρφωση δε της προθεσμίας παραγραφής υπό τους ανωτέρω όρους, που αποτελούν και εκδήλωση της ειρηνευτικής λειτουργίας του δικαίου, συμβάλλει στην καλλιέργεια της αναγκαίας σε ένα κράτος δικαίου σχέσης εμπιστοσύνης των διοικούμενων προς τη Διοίκηση. Περαιτέρω, η ανωτέρω διάταξη αντίκειται στην αρχή της ασφάλειας δικαίου, κατά το μέρος που η εικοσαετής παραγραφή, που θεσπίσθηκε, μάλιστα, σε χρόνο κατά τον οποίο οι υπόχρεοι είχαν ήδη υποστεί διάφορες οικονομικές επιβαρύνσεις για την αντιμετώπιση του δημοσιονομικού προβλήματος της χώρας, ισχύει αναδρομικώς και για απαιτήσεις που είχαν γεννηθεί έως την έναρξη ισχύος της νέας διάταξης και δεν είχαν ακόμη παραγραφεί.
Δεν δικαιολογείται δε τόσο μακρός χρόνος παραγραφής ούτε η αναδρομική εφαρμογή της από λόγους που συνδέονται με τις δυσχέρειες κατά την οργάνωση του νέου ασφαλιστικού φορέα και την ένταξη σε αυτόν του συνόλου των φορέων κοινωνικής ασφάλισης, ούτε από την έως την ίδρυση του Ε.Φ.Κ.Α. ενδεχόμενη αδράνεια των φορέων κοινωνικής ασφάλισης να μεριμνήσουν για την είσπραξη των απαιτήσεών τους. Εξάλλου, η ίδια η πρόβλεψη σχετικά σύντομης προθεσμίας παραγραφής δεν επιφέρει για τους ασφαλισμένους δυσμενείς συνέπειες κατά τη συνταξιοδότησή τους.
Τούτο, δε, διότι το ζήτημα του καθορισμού σχετικά σύντομης διάρκειας προθεσμίας παραγραφής των αξιώσεων αυτών, που, άλλωστε, απαντάται στην πλειονότητα των σύγχρονων ευρωπαϊκών συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης, ουδόλως συνάπτεται με το διάφορο ζήτημα της τυχόν πρόβλεψης σε διαφορετικά νομοθετήματα προϋποθέσεων, χρονικών ή άλλων συναπτόμενων με την καταβολή εισφορών, για την αναγνώριση χρόνου ασφάλισης με σκοπό τη συνταξιοδότηση, προϋποθέσεις, οι οποίες, σε κάθε περίπτωση, τελούν υπό τις εγγυήσεις του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος και ερμηνεύονται υπό το φως των γενικών αρχών του δίκαιου της κοινωνικής ασφάλισης, μεταξύ των οποίων η αρχή της στενής ερμηνείας των διατάξεων που θέτουν χρονικούς περιορισμούς στο δικαίωμα αναγνώρισης χρόνου ασφάλισης και η αρχή ότι η μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων για την καταβολή εισφορών του εργοδότη έναντι του ασφαλιστικού φορέα δεν δύναται, κατ’ αρχήν, να αποβεί εις βάρος του ασφαλισμένου». Η μειοψηφία της συγκεκριμένης σύνθεσης του ΣτΕ εξέφρασε την άποψη ότι η 20ετής γενική παραγραφή, που θεσπίζεται με το άρθρο 95 παρ.1 του ν. 4837/2016 δεν αντίκειται σε καμία συνταγματική ή υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη και αρχή.