suffragettes

Η βρετανική πολιτική για την εκπροσώπηση των ανδρών και των γυναικών

Η κατάκτηση της πολιτικής ψήφου στάθηκε βαθμιαία τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες στη Μεγάλη Βρετανία. Ως προς το εκλογικό σύστημα από το 1750 έως το 1832 δεν σημειώνεται καμία συνταγματική αλλαγή. Ψήφο δικαιούνται μόνο οι άνδρες που είναι κάτοχοι περιουσίας ή αξιώματος κι επομένως μόνο Βρετανοί άνδρες μπορούσανε να είναι μέλη της Βουλής των Αντιπροσώπων· μάλιστα η Βουλή των Λόρδων (ισόβια μέλη) μπορούσε να ακυρώσει κάθε νόμο που προηγουμένως περνούσε η Βουλή των Αντιπροσώπων (αιρετά μέλη). Ούτε οι γυναίκες, ούτε όλοι οι άνδρες έχουνε ακόμη πλήρη πολιτικά δικαιώματα από τη στιγμή που υπάρχει παντελής αποκλεισμός της εργατικής τάξης από τις εκλογές. Επομένως, το θέμα της ψήφου στη Μεγάλη Βρετανία είναι ταξικό πρόβλημα πέρα από κοινωνικοπολιτικό ζήτημα του όποιου έμφυλου διαχωρισμού. Με τη Μεγάλη Μεταρρύθμιση το 1832 ανοίγει ο δρόμος της ψήφου για τους άρρενες υπηκόους στην αυτοκρατορία τους έχοντες ακίνητη περιουσία. Η γυναικεία ψήφος έρχεται στη συζήτηση στο Κοινοβούλιο αλλά δεν λαμβάνει ουδεμία υποστήριξη. Οι άνδρες έμειναν ανικανοποίητοι αναμφίβολα καθώς μονάχα ένας τους επτά Βρετανούς είχε δικαίωμα ψήφου προς το παρόν. Η παραπάνω απογοήτευση γέννησε το βραχύβιο Κίνημα των Χαρτιστών από το 1839 έως το 1848 όταν οι άνδρες για τους εαυτούς τους διεκδικούσανε τη διεύρυνση της ανδρικής ψήφου από τα 21+ έτη με υπογραφές στήριξης προς το Κοινοβούλιο.

Η ενεργητική γυναίκεια ψήφος (εκλέγειν) έγινε η κύρια προεκλογική παράμετρος από τον υποψήφιο των Φιλελευθέρων John Stuard Mill όταν έθεσε το 1866 το ζήτημα με επίσημο Υπόμνημα, ενώ στο βιβλίο του σταθμό Η Υποδούλωση των Γυναικών εκείνος υποστηρίζει την πολιτική ισότητα ανδρών και γυναικών με όχημα την εκπαίδευση. Ωστόσο, η Δεύτερη Μεταρρύθμιση του 1867 αφήνει εκτός του νέου νομοσχεδίου τις γυναίκες ακόμη κι εάν εκείνες διαθέτουνε προσωπική περιουσία. Τέλος, η Τρίτη Μεταρρύθμιση που έγινε το 1884 όταν πρωθυπουργός είναι ο Φιλελεύθερος William Ewart Gladstone αφήνει ξανά τις γυναίκες εκτός νόμιμης ψήφου ή/και εκλογής, παρόλο που οι γυναίκες είχανε στηρίξει πολλές φορές τη φιλελεύθερη πολιτική. Με τις παραπάνω μεταρρυθμίσεις του 19ου αιώνα το επιλεκτικό ανδρικό εκλογικό σώμα ανέρχεται σε 4.5 εκατομμύρια άνδρες, δηλαδή το 60% του ανδρικού πληθυσμού στη Μεγάλη Βρετανία – ακόμα όμως οι άνδρες αποκλείονται με βάση την τάξη και το χαμηλό εισόδημα. Έκτοτε το πολιτικό κίνημα των ανδρών και των γυναικών για την ψήφο εντατικοποιεί τον κοινωνικό αγώνα.

Η Emmeline Pankhurst, μια σημαντική  προσωπικότητα

Η  Emmeline Pankhurst (1858-1928), το γένος Goulden, εκείνη αποτελεί ηγετική φυσιογνωμία του βρετανικού κινήματος για την ψήφο των γυναικών. Η δράση της ξεκίνησε το 1870 από το Τοπικό Συμβούλιο Δημόσιας Εκπαίδευσης για τη βελτίωση του νόμου «Περί Εκπαιδεύσεως» και της σχετικής κοινωνικής νομοθεσίας. Με τον σύζυγό της Richard Pankhurst, έναν υπέρμαχο της γυναικείας κοινωνικής και πολιτικής χειραφέτησης, ο ίδιος με έντονα καταγεγραμμένη πολιτική δραστηριότητα για την ψήφο των γυναικών, ιδρύει αργότερα μαζί της την πρώτη ακτιβιστική Ομάδα για το Δικαίωμα των Γυναικών στην Ψήφο (1889). Ο δικηγόρος Richard Pankhurst ήδη από το 1870 είχε σχεδιάσει ένα νομοσχέδιο που εισηγήθηκαν στη Βουλή οι ριζοσπάστες Φιλελεύθεροι Charles Dilke και Jacob Bright οι οποίοι βρισκόταν στη γραμμή του Jοhn Stuard Mill. Η Βουλή των Αντιπροσώπων όμως απέρριψε την πρόταση αυτή του Richard Pankhurst. Έτσι, η Emmeline και ο Richard Pankhurst προσχωρούν στο Ανεξάρτητο Εργατικό Κόμμα. Το 1898 πεθαίνει ο Richard Pankhurst. Το 1903 η Emmeline Pankhurst μόνη της πια ιδρύει την Κοινωνική και Πολιτική Ένωση Γυναικών (WSPU: Women’s Social and Political Union). Το 1919 η ίδια μεταναστεύει στον Καναδά όπου παραμένει έως το 1926 και πεθαίνει το 1928 – εκείνη φεύγει από τη ζωή έχοντας εκπληρώσει μόλις το στόχο της την ίδια χρονιά (1928) όταν οι γυναίκες δια νόμου στη Μεγάλη Βρετανία αποκτούν την πλήρη πολιτική ισότητα με τους άνδρες, τα πολιτικά δικαιώματα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι.

Η Κοινωνική και Πολιτική Ένωση Γυναικών (Manchester 1903)

Η Κοινωνική και Πολιτική Ένωση Γυναικών ιδρύεται από τη δραστήρια Emmeline Pankhurst τον Οκτώβρη του 1903 με μια ομάδα γυναικών του Ανεξάρτητου Εργατικού Κόμματος στο Manchester όπου ήδη από το 1870 εκδίδεται η εφημερίδα Women’s Suffrage Journal από τη Lydia Becker. Η Κοινωνική και Πολιτική Ένωση Γυναικών  ταυτίστηκε περισσότερο από τις υπόλοιπες γυναικείες οργανώσεις με τους αγώνες των Βρετανίδων για την ψήφο στις αρχές του 20ου αιώνα και τούτο γιατί στην ιστορική μνήμη έμειναν έντονες οι ενέργειες και η μαχητικότητά τους. Το βασικό σύνθημα τους ήταν το εμβληματικό «Ψήφος για τις Γυναίκες» που το έγραφαν παντού και μάλιστα κυκλοφορούσανε το ομώνυμο περιοδικό Votes for Women και τo 1907 αρχίζουνε να εκδίδουνε την εφημερίδα Suffragette. Το μοβ και το πράσινο γίνονται τα προπαγανδιστικά χρώματα τους σε καπελάκια, μαντηλάκια και άλλα καθημερινής χρήσης αντικείμενα. Υπήρχε γενικός συντονισμός των ενεργειών και η ατσάλινη θέληση όλων των μελών της οργάνωσης. Διακρίνονται τρεις περίοδοι στη δράση της ένωσης αυτής: α) η επιδίωξη κάθε είδους δημοσιότητας είτε αρνητικής, είτε θετικής (1903-1908), β) η διατάραξη της τάξης (σπάσιμο τζαμιών, αλυσοδέσιμο, επιθέσεις σε πολιτικούς) με απώτερη επιδίωξη να συλληφθούν, να κατεβούν σε απεργία πείνας και να ντροπιάσουν την κυβέρνηση (1908-1913) και τέλος γ) η σκλήρυνση της στάσης τους με αποκορύφωμα το θάνατο της Σουφραζέτας  Emily Wilding Davison (1913-1914).

Βία και Ακτιβισμός για την Κοινωνική και Πολιτική Ένωση

Ο νεολογισμός «Σουφραζέτα» που εμφανίζεται στη βρετανική εφημερίδα Daily Mail (1906) δεν είναι παρά η ονομασία που δόθηκε για να προσδιορίζει επακριβώς την ακτιβίστρια της Κοινωνικής και Πολιτικής Ένωσης Γυναικών όταν τα μέλη της προέβησαν σε κινήσεις εντυπωσιασμού με απώτερο σκοπό να τραβήξουν επάνω τους τα φώτα της δημοσιότητας. Η γυναικεία οργάνωση υπό την Emmeline Pankhurst η Κοινωνική και Πολιτική Ένωση Γυναικών υιοθέτησε σταδιακά την πάλη και τον πολιτικό ακτιβισμό συνειδητά ως μέθοδο πίεσης προς τους βουλευτές. Στόχος τους ήταν να εντυπωσιάσουν και να σοκάρουν με τη συμβολική βία. Γι’ αυτές τις ενέργειες συχνά συλλαμβάνονταν, τους επιβαλλόταν πρόστιμα που αρνούνταν να πληρώσουν κι εκείνες τιμωρούνταν με φυλάκιση, στη διάρκεια της οποίας επέβαλλαν τους εαυτούς τους σε απεργίες πείνας σε σημείο ακραίας εξόντωσης. Η ίδια η Emmeline Pankhurst στο διάστημα 1908-1912 συλλαμβάνεται συνολικά έξι  φορές.

Ήταν η πρώτη περίπτωση ατόμων αστικής καταγωγής που συγκρούστηκαν με την αστυνομία και μπήκαν στη φυλακή χωρίς να τους αναγνωρίζονται τα δικαιώματα των πολιτικών κρατουμένων. Η  Ένωση είχε  αρχικά μη βίαιο προσανατολισμό. Η σταδιακή μεταστροφή της έγινε σε στάδια. Στις 12 Μαΐου 1904 η Emmeline Pankhurst ως επίσημη εκπρόσωπος του Ανεξάρτητου Εργατικού Κόμματος υποστηρίζει με μια ομάδα κλωστοϋφαντουργών και 400 γυναίκες από τη Συνεταιριστική Ένωση Γυναικών ένα νομοσχέδιο που συζητείται εκείνη την ημέρα για την ψήφο των γυναικών. Για το σκοπό αυτό βρέθηκαν έξω από το Κοινοβούλιο για να εισπράξουν τελικά την απόρριψη της νομοθετικής ρύθμισης μέσα σε ειρωνικά σχόλια και χλευασμό από τους άνδρες νομοθέτες.

Εξελικτικά έκτοτε στρέφονται στην άμεση δραστηριοποίηση και στην ανοιχτή αντιπαράθεση με την εκάστοτε κυβέρνηση και το βρετανικό κράτος. Μία αντίστοιχη τέτοια παρενόχληση σημειώνεται στις 13 Οκτωβρίου 1905 όταν διαπιστώνεται η μεταστροφή από την ειρηνική διεκδίκηση στη βίαιη δραστηριότητα: η Christabel Pankhurst, η κόρη της Emmeline Pankhurst μαζί με την εργάτρια Annie Kenney, οι δυο κοπέλες εισέρχονται στο Κέντρο Εμπορίου του Manchester με το εξής ερώτημα: «Θα δώσει η Κυβέρνηση των Φιλελευθέρων ψήφο στις γυναίκες;». Η ενέργεια αυτή καταγράφεται ως η πρώτη έντονη διαμαρτυρία από τη μεριά των Σουφραζετών. Μόνο η παρουσία τους εκεί πήγαινε ενάντια στο ανδρικό κατεστημένο. Σε πολιτική συγκέντρωση πάλι στο Manchester το 1906, το παραπάνω ερώτημα επαναλαμβάνεται από τη Hanna Mitchell στους Φιλελευθέρους Winston Churchill και Sir Edward Gray.

Οι εξελίξεις θα είναι ραγδαίες εφεξής και η βανδαλιστική τους δράση έντονη: οι Σουφραζέτες αρνούνται να πληρώσουν φόρους και να συνεργαστούν με την αστυνομία, καίνε ναούς γιατί η Αγγλικανική Εκκλησία δεν υποστήριζε τη γυναικεία ψήφο και σπάνε τζάμια στην Oxford Street, έναν από τους πιο εμπορικούς δρόμους του Λονδίνου. Φθάνουν στο σημείο να αλυσοδεθούν στο παλάτι του Buckingham γιατί η βασίλισσα Βικτώρια και η βασιλική οικογένεια ήτανε αντίθετη στα αιτήματα τους κι επίσης με βάρκες που νοικιάζουνε διαπλέουνε τον Τάμεση διαδηλώνοντας κατά του Κοινοβουλίου, ενώ φήμες τις θέλουν να στρέφονται και εναντίον συγκεκριμένων πολιτικών προσώπων όπως του David Lloyd George.

Στις 4 Ιουνίου 1913 η Emily Wilding Davison σε μία στιγμή ακραίας  διαμαρτυρίας πέφτει στα πόδια του βασιλικού αλόγου κατά τη διάρκεια των ιπποδρομιών ενώπιον της βασιλικής οικογένειας και πλήθους κόσμου όπου τραυματίζεται θανάσιμα. Οι ιπποδρομίες τότε δεν ήταν απλές κούρσες αλόγων, αλλά είχανε κυρίως κοινωνικό χαρακτήρα από τη στιγμή που εκεί  μαζευόταν όλη τη βρετανική ελίτ. Η εξαιρετικά μορφωμένη Σουφραζέτα Emily Wilding Davison (1872-1913), με υψηλή ακαδημαϊκή μόρφωση στα Πανεπιστήμια του Λονδίνου, University of London, στο Royal Holloway αλλά και στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, η ίδια είχε ενταχθεί στην Ένωση το 1906 και λόγω της δράσης της φυλακίστηκε πολλές φορές το διάστημα 1909-1912. Η Emily Davison είναι η πρώτη μάρτυρας του γυναικείου κινήματος.

Η δικαίωση για τις Σουφραζέτες

Το καλοκαίρι του 1914 πριν από τον πόλεμο, οι Φιλελεύθεροι ανήσυχοι από τη σύγκλιση Εργατικών και Σουφραζετών, τότε αρχίζουν συνομιλίες «ειρήνευσης» προκειμένου να βρεθεί κάποια λύση. Συνομιλητές είναι ο George Lansbury και η Sylvia Pankhurst που εκπροσωπεί την Ένωση Σουφραζετών του Ανατολικού Λονδίνου.  Φαίνεται μάλιστα πως τα πράγματα θα είχανε αίσια έκβαση εάν δεν ξεσπούσε ο πόλεμος. Το δικαίωμα ψήφου των γυναικών αναγνωρίζεται μεταπολεμικά και εκχωρείται σε δυο φάσεις, το 1918 μερικώς και το 1928 πλήρως.

Ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος τελειώνει το Νοέμβριο του 1918.  Από το  Μάρτη του 1917 η Βουλή των Αντιπροσώπων προσυπογράφει τη μερική επέκταση της κοινοβουλευτικής ψήφου. Το νομοσχέδιο περί της Αντιπροσώπευσης του Λαού επικυρώνεται το 1918 με 385 ψήφους υπέρ και με 55 ψήφους κατά.  Οι γυναίκες αυτή τη φορά αντιμετωπίζονται ως πολίτες: ενεργητικό δικαίωμα ψήφου αποκτούν οι άγαμες άνω των 30 ετών (εκλέγειν) και παθητικό δικαίωμα ψήφου όλες οι γυναίκες άνω των 21 ετών (εκλέγεσθαι), όσες όμως είναι κάτοχοι περιουσίας ή απόφοιτες πανεπιστημίου και όσες είναι παντρεμένες με έναν άνδρα ο οποίος μπορεί να ψηφίσει ή αρκεί να είναι οι ίδιες αρχηγοί οικογένειας ή να πληρώνουν ενοίκιο άνω των £5. Παράλληλα στους άνδρες παραχωρείται το δικαίωμα της καθολικής ψήφου: τώρα ψήφο στη Βρετανία δικαιούνται όλοι οι άνδρες άνω των 21+ ετών.

Στα αρνητικά του νόμου του 1918 είναι ότι οι εργάτριες πάλι αποκλείονταν επειδή ήτανε πολύ νέες και φυσικά επειδή δεν είχανε περιουσία. Ωφελημένες μοιάζουνε περισσότερο οι αστές. Γεγονός πάντως είναι πως η εκλογική αυτή ρύθμιση δεν μιλά πια για άνδρα (man), αλλά για λαό (people) στον απόηχο των ιδεών του John Stuard Mill. Το εκλογικό σώμα ανέρχεται στα 21 εκατομμύρια όπου 8.4 εκατομμύρια  είναι γυναίκες εκλογείς (περίπου το 40%). Οι Βρετανίδες ψηφίζουν για πρώτη φορά το 1919 και την ίδια χρονιά ανοίγει στις γυναίκες το νομικό επάγγελμα με το «Νόμο περί της Αντιπροσώπευσης του Λαού». Η απόλυτη δικαίωση θα έρθει δέκα χρόνια μετά. Στις 2 Ιουλίου 1928 οι  άνδρες και οι γυναίκες πλέον θα εξισώνονται πολιτικά. Οι γυναίκες στην Αγγλία αποκτούν ίσα πολιτικά δικαιώματα με τους άνδρες από την ηλικία των 21+,  χωρίς πλέον κανενός είδους ταξικό ή οικονομικό  περιορισμό.

Σε 21 ευρωπαϊκές χώρες η γυναικεία ψήφος θεσπίστηκε μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, με φωτεινή εξαίρεση το Wyoming των ΗΠΑ όπου οι γυναίκες ψήφιζαν ήδη από το 1869. Η πολιτική συμμετοχή των γυναικών έγινε αβίαστα δεκτή σε χώρες όπου υπήρχε λίγη ή και καθόλου ταξική αντιπαλότητα∙ η Νέα Ζηλανδία για παράδειγμα είναι η πρώτη χώρα παγκοσμίως που δίνει το δικαίωμα του εκλέγειν στις γυναίκες το 1893 και του εκλέγεσθαι το 1919, μόλις τέσσερα χρόνια μετά τα πλήρη πολιτικά δικαιώματα των ανδρών. Το 1906 η Φινλανδία  είναι η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα όπου παράλληλα γυναίκες και άνδρες  (άνω των 21 ετών) αποκτούν δικαίωμα ψήφου μετά την απελευθέρωση της χώρας από την τσαρική κυριαρχία (1809-1917)∙ άλλωστε στην εθνική προσπάθεια οι γυναίκες είχαν συνεισφέρει διατηρώντας ζωντανό τον φιλανδικό πολιτισμό και μαθαίνοντας στα παιδιά τους τη φινλανδικήγλώσσα. Το παράδειγμα της Φινλανδίας ακολουθεί η Νορβηγία ένα χρόνο μετά γιατί οι γυναικείες οργανώσεις υποστήριξαν την αποκοπή της χώρας από τη Σουηδία.

Στην περίπτωση των Σκανδιναβικών χωρών υπάρχει ένα είδος αναγνώρισης της προγενέστερης δυσμενούς κατάστασης και αποκατάστασης αμέσως μετά. Αντιθέτως στην περίπτωση της Αγγλίας, η θετική έκβαση για τις γυναίκες φαίνεται πως ήτανε συνδυασμός επιμέρους παραγόντων: της κοινωνικής δραστηριότητας των γυναικών πριν φθάσουν να διεκδικήσουν την ψήφο τους αποτελεσματικά, της προπολεμικής δυναμικής προεργασίας των Σουφραζετών προς την κατεύθυνση αυτή και της μεταπολεμικής καλής θέλησης λόγω της γυναικείας συνεισφοράς στο Μεγάλο Πόλεμο.  Σημαντικό ρόλο φυσικά έπαιξε η αλλαγή του πολιτικού σκηνικού όταν το 1916 την πρωθυπουργία αναλαμβάνει ο David Lloyd George ο οποίος είναι διαλλακτικότερος έναντι του προκατόχου του Herbert Asquith και ο ίδιος αντιμετωπίζει ευμενώς τα πολιτικά δικαιώματα των γυναικών.

Διεθνή Πολιτικά Κινήματα

Σε διεθνές επίπεδο διαπιστώνεται η διαρκής ζύμωση για το θέμα της γυναικείας ψήφου. Το αίτημα για τα πολιτικά δικαιώματα των γυναικών έχουν  πρώτες θέσει οι Αμερικανίδες. Το 1850 στη Μασαχουσέτη λαμβάνει χώρα η πρώτη αμερικανική συνέλευση για τα δικαιώματα των γυναικών, εμπνευσμένη  από τις φιλελεύθερες ιδέες του John Stuart Mill και το 1890 ιδρύεται η Εθνική Ένωση των Αμερικανίδων για την Ψήφο, έτσι σταδιακά αρχίζει η διεθνής συνεννόηση. Το 1888 συνέρχεται σε Διεθνές Συνέδριο στην πρωτεύουσα των ΗΠΑ με συμμετοχή λίγων Ευρωπαίων από τη Γαλλία, τη Φινλανδία, την Ιρλανδία και τη Δανία. Τότε την Αγγλία εκπροσωπούν η Alice Scatcherd (Leeds), η Laura Ormiston Chant και η Margaret Dilke. To Συνέδριο κλείνει η Elizabeth Cady Stanton. Από το Διεθνές Συνέδριο αυτό γεννιέται την ίδια χρονιά το Διεθνές Συμβούλιο Γυναικών.

Η Elizabeth Cady Stanton μαζί με μια μερίδα γυναικών της Βρετανίας οραματίζονται όμως την ίδρυση μια διεθνούς γυναικείας οργάνωσης για την ψήφο,  μια ιδέα που συνάντησε αντιδράσεις αλλά τελικώς πραγματοποιήθηκε. Έτσι το 1904 από τα σπάργανα του Διεθνούς Συμβουλίου ιδρύεται η Διεθνής Ένωση της Γυναικείας Ψήφου. Τον πυρήνα αποτελούν γυναίκες με ριζοσπαστικό προσανατολισμό που αποσπάστηκαν από το συντηρητικό Διεθνές Συμβούλιο Γυναικών. Τη δεκαετία του 1920 η διεθνής ένωση θα μετονομαστεί σε Διεθνή Ένωση της Γυναικείας Ψήφου και των Ίσων Πολιτικών Δικαιωμάτων εξαιτίας των νέων καιρών που απαιτούν και διαφορετικό προσανατολισμό και εκπροσωπείται στη Βρετανία από την Εθνική Ένωση των Συλλόγων για Ίσα Πολιτικά Δικαιώματα.

Μια Ιστορική Αποτίμηση

O γυναικείος αγώνας για την πολιτική ψήφο είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τις Βρετανίδες Σουφραζέτες. Το μακρύ σε διάρκεια «πρώτο κύμα» έχει στην ατζέντα τα τρία μεγάλα κοινωνικά ζητήματα της εργασίας, της εκπαίδευσης και της ψήφου, ήτοι το σημαντικό αστικό πολιτικό δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι για τις γυναίκες από το 1850 έως το 1950. Πρόκειται για ένα άμεσο αποτέλεσμα της Βιομηχανικής Επανάστασης που συντελέστηκε κυρίως στη Μεγάλη Βρετανία και γέννησε τα δυο κινήματα, του συνδικαλισμού και του φεμινισμού. Η βρετανική ιστορία της γυναικείας ψήφου προσιδιάζει mutatis mutandis εκείνη της καθολικής ψηφοφορίας των ανδρών. Ωστόσο, τo δημοκρατικό δικαίωμα της ψήφου είναι συνώνυμο με την πολιτική χειραφέτηση του γυναικείου φύλου. Κι αν στο παράδειγμα της Αγγλίας ανδρική και γυναικεία ψήφος πορεύονται από κοινού, η κατάκτηση της ψήφου, εντούτοις δεν υπήρξε απρόσκοπτη για τις γυναίκες, σε αντίθεση με την ανδρική ψήφο που διέγραψε πορεία ευθύγραμμη και πιο ομαλή. Οι άνδρες φαίνεται να προηγήθηκαν των γυναικών στην πολιτική ψήφο λόγω των ήδη κεκτημένων αστικών ελευθεριών τους, ενώ οι γυναίκες ταυτόχρονα προσέθεταν στην ατζέντα τους αγώνες για αστικές, πολιτικές και κοινωνικές ελευθερίες.

Η Ιστορία του Φεμινιστικού Κινήματος σήμερα είναι εν τω γίγνεσθαι καθώς τα πρώτα αιτήματα από το «πρώτο κύμα» επανακάμπτουν σε αέναη κυκλικότητα. Η γυναικεία εργασία στη Δύση έγινε ξανά από κοινωνική κατάκτηση ένα μεταφεμινιστικό διακύβευμα στον 21ο αιώνα όταν η σεξουαλική παρενόχληση σε χώρους εργασίας επανέρχεται ως κύριο τροχοπέδη ανέλιξης σε επαγγελματικά πλαίσια. Η γυναικεία εκπαίδευση και κυρίως η ακαδημαϊκή πορεία, συχνά ανακοπτόμενη είτε από λόγους νεποτισμού είτε από λόγους πατριαρχίας όταν το φύλο μετασχηματίζει την ιεραρχία σε ταξική καταπίεση. Η πολιτική εξίσωση που στην πράξη καταλύεται όταν οι άνδρες υπερισχύουνε αριθμητικά στα Κοινοβούλια καταλήγει μία φενάκη ισονομίας όταν οι νόμοι σχεδιάζονται και ψηφίζονται από άρρενες μόνο ή λίγες γυναίκες. Ωστόσο, η σύγχρονη πορεία του φεμινιστικού κινήματος έχει μία αντεστραμμένη κατεύθυνση, όπου χωρίς φώτα πραγματικού εκδημοκρατισμού η πορεία είναι αδιέξοδη και συχνά άστοχα συντηρητική.

*Η Γ. Τσατσάνη είναι φιλόλογος – συγκριτολόγος

 

 

 

 

Δημιουργός του άρθρου:

georgia tsatsani ιστορικός ιστορία φιλόλογος

Η Γεωργία Τσατσάνη είναι φιλόλογος - συγκριτολόγος

blank

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

eleven − 2 =