«Tην επιφανή σταρ με διαχρονικό εκτόπισμα, όπως αποδείχτηκε στο πέρασμα των δεκαετιών» αποχαιρετά σε συλλυπητήριο μήνυμά του το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου. H Μαίρη Χρονοπούλου «διέτρεξε σχεδόν ολόκληρο το θεματικό φάσμα της μυθοπλασίας, από το μελόδραμα και το ηθογραφικό δράμα των ανοικτών οριζόντων έως το μιούζικαλ και άφησε έντονο το αποτύπωμά της και στον νέο ελληνικό κινηματογράφο» τονίζει το μήνυμα του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου.

«Η Μαίρη Χρονοπούλου υπήρξε μία μεγάλη κυρία του κλασικού ελληνικού κινηματογράφου, επιφανής σταρ με διαχρονικό εκτόπισμα, όπως αποδείχτηκε στο πέρασμα των δεκαετιών. Διέτρεξε σχεδόν ολόκληρο το θεματικό φάσμα της μυθοπλασίας, από το μελόδραμα και το ηθογραφικό δράμα των ανοικτών οριζόντων έως το μιούζικαλ. Το “ελληνικό γουέστερν” του Βασίλη Γεωργιάδη “Το χώμα βάφτηκε κόκκινο”, στο οποίο πρωταγωνίστησε το 1966, ήταν υποψήφιο για Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας. Η Μαίρη Χρονοπούλου στάθηκε, άλλοτε αέρινη κι άλλοτε δωρική, στο πλευρό όλων σχεδόν των αντρών πρωταγωνιστών εκείνων των χρόνων, δίπλα στον Νίκο Κούρκουλο, τον Αλέκο Αλεξανδράκη, τον Φαίδωνα Γεωργίτση, τον Γιώργο Φούντα. Η παρουσία της γέμισε το κινηματογραφικό κάδρο σκηνοθετών που συνδέθηκαν με τις καλύτερες στιγμές της Φίνος Φιλμ, του Βασίλη Γεωργιάδη, του Ντίνου Δημόπουλου, του Γιάννη Δαλιανίδη, του Νίκου Φώσκολου. Η Μαίρη Χρονοπούλου άφησε έντονο το αποτύπωμά της και στον νέο ελληνικό κινηματογράφο. Ανάμεσα στις σπουδαίες συνεργασίες της ήταν αυτές με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο (“Οι κυνηγοί”, “Ταξίδι στα Κύθηρα”) και τον Κώστα Βρεττάκο (“Τα παιδιά της Χελιδόνας”). Ο τελευταίος πρωταγωνιστικός ρόλος της ήταν το 1996 στην ταινία “Προς την Ελευθερία” του Χάρη Παπαδόπουλου.

Το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου εκφράζει τα βαθιά συλλυπητήριά του στους οικείους της» καταλήγει το συλλυπητήριο μήνυμα του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου.


Η Mαίρη Χρονοπούλου ήταν μία από τις πιο γνωστές ηθοποιούς, μία ιστορική γυναικεία μορφή του θεάτρου και του ελληνικού κινηματογράφου.

Εκτός από την τηλεόραση και το θέατρο, έχει παίξει σε σειρές στην τηλεόραση αλλά έχει κάνει καριέρα και στο τραγούδι.

Το 1957 άρχισε να συνεργάζεται με το ελεύθερο θέατρο, κάνοντας εμφανίσεις στο Ακροπόλ στα έργα των Αλέκου Σακελλάριου-Χρήστου Γιαννακόπουλου «Η Κυρία» και «Ρομάντζο μιας Καμαριέρας».

Στον κινηματογράφο πρωτοεμφανίστηκε στο «Χαρούμενο ξεκίνημα» του Ντίνου Δημόπουλου, το 1954, σε παραγωγή της Φίνος Φιλμ όταν ήταν ακόμη φοιτήτρια. Το 1958 πήρε ένα μικρό ρόλο στο «Τελευταίο ψέμα» του Μιχάλη Κακογιάννη, πάλι στη Φίνος Φιλμ.

Από το 1963 και μετά πρωταγωνίστησε σε πολλές δραματικές σειρές της Φίνος Φιλμ, και όχι μόνο, σε ρόλους ντάμας και μοιραίας γυναίκας, δίπλα σε όλους τους πρωταγωνιστές της εποχής, όπως οι Νίκος Κούρκουλος, Φαίδων Γεωργίτσης, Δημήτρης Παπαμιχαήλ, Γιώργος Φούντας και Αλέκος Αλεξανδράκης.

Σπουδαία καριέρα σε θέατρο και κινηματογράφο

Πολλές οι ερμηνείες της οι οποίες ξεχώρισαν, όπως στην ταινία «Τα κόκκινα φανάρια» (1963) του Βασίλη Γεωργιάδη, υποψήφια για το Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας στην 36η απονομή των βραβείων το 1964 σε παραγωγή της Δαμασκηνός – Μιχαηλίδης, «Χωρίς ταυτότητα» (1963, Φίνος Φιλμ), «Το χώμα βάφτηκε κόκκινο», δραματική ταινία του 1966 σε σκηνοθεσία του Βασίλη Γεωργιάδη και σενάριο Νίκου Φώσκολου, υποψήφια για το Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας στην 38η απονομή των βραβείων το 1966, «Πολύ αργά για δάκρυα» του Γιάννη Δαλιανίδη (1968, Φίνος Φιλμ), «Όταν η πόλις πεθαίνει» σε σενάριο Νίκου Φώσκολου και σκηνοθεσία Γιάννη Δαλιανίδη (1969, Φίνος Φιλμ), «Οι αδίστακτοι» του Ντίνου Κατσουρίδη (1965, Σάβας Φιλμ), «Κοινωνία ώρα μηδέν» του Ντίνου Δημόπουλου (1966, Φίνος Φιλμ), «Η λεωφόρος του μίσους» (1968, Φίνος Φιλμ) και «Ορατότης μηδέν» του Νίκου Φώσκολου (1970, Φίνος Φιλμ).

Ανάμεσα σε αυτές τις κοινωνικές και δραματικές ταινίες εμφανίστηκε σε τρία μιούζικαλ του Γιάννη Δαλιανίδη, παραγωγής Φίνος Φιλμ, στα οποία έκανε θραύση: «Οι θαλασσιές οι χάντρες», «Μια κυρία στα μπουζούκια» και «Γοργόνες και μάγκες».

Την περίοδο 1967 – 68 υπήρξε η καλύτερη πρωταγωνίστρια του κινηματογράφου και κέρδισε το βραβείο της ενώσεως κριτικών.

Τον Αύγουστο του 1975 παντρεύτηκε τον πρώην δήμαρχο Σπάτων και πρώην βουλευτή Δήμο Μπότσαρη και χώρισαν μετά από λίγο καιρό. Υπήρξε αρραβωνιασμένη για 3 χρόνια με τον Ανδρέα Μπάρκουλη.

Το σοβαρό ατύχημα πριν από 24 χρόνια

Τον Αύγουστο του 1999 υπέστη ένα σοβαρό ατύχημα με το αυτοκίνητό της, που την έχει αναγκάσει να βρίσκεται μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, όπως είχε πει η ίδια σε συνέντευξή της για την υγεία της: «Έξι φορές πήγα να φύγω από τη ζωή. Μετά το τροχαίο σταμάτησα το θέατρο, έκανα μία αποτυχημένη εγχείρηση στη σπονδυλική στήλη.

Μετά το ατύχημα με πήγαν στο νοσοκομείο με ανακοπή. Εννέα μήνες με κράταγαν σε μηχανήματα. Μετά κάηκα. Και πέρσι ήμουν σε σοβαρό κώμα. Δεν το πιστεύω πως συνήλθα. Πήγα πολλές φορές στο θάνατο και γύρισα. Ένας φίλος μου μου είπε ότι ο δημιουργός με άφησε να ζήσω για κάποιο λόγο. Δεν ξέρω ποιος είναι ακόμα το ψάχνω».

Βραβείο Συνολικής Προσφοράς

Στις 16 Ιουνίου 2021 η Μαίρη Χρονοπούλου τιμήθηκε με το Βραβείο Συνολικής Προσφοράς στην Τελετή Απονομής των Βραβείων ΙΡΙΣ από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου. Το βραβείο παρέδωσε ο πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών, Σπύρος Μπιμπίλας, μαζί με τον πρόεδρο της Ακαδημίας, Γιώργο Τσεμπερόπουλο, στην ηθοποιό που με την «ρώμη της παρουσίας της σφράγισε μια σειρά κινηματογραφικών ειδών», όπως ανέφερε χαρακτηριστικά.

Η τελευταία της εμφάνιση στην οθόνη, ήταν στο guest μερικών λεπτών που έκανε στον τρίτο κύκλος της σειράς «Έτερος Εγώ: Νέμεσις» του Σωτήρη Τσαφούλια.

Συλλυπητήριο μήνυμα της ηγεσίας του Υπουργείου Πολιτισμού

Η Υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη μετά την αναγγελία του θανάτου της Μαίρης Χρονοπούλου έκανε την ακόλουθη δήλωση:

«Η Μαίρη Χρονοπούλου  που,  φοιτήτρια ακόμη στη Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, το 1954, ξεχώρισε στην ορχήστρα της Επιδαύρου, σε χορό αρχαίας τραγωδίας και ο Μιχάλης Κακογιάννης της έδωσε ένα ρόλο στο «Τελευταίο Ψέμα», έφυγε σήμερα από κοντά μας, έχοντας εξασφαλίσει, στην αιωνιότητα, ρόλο πρωταγωνίστριας, στο πάνθεο του ελληνικού  κινηματογράφου.

Ήταν μια χαρισματική προσωπικότητα, καλλιεργημένη, πολυτάλαντη  γοητευτική που αφήνει  πίσω της μια μεγάλη σειρά από επιτυχίες, τόσο στον κινηματογράφο,  όσο και στο θέατρο, υπηρετώντας όλα τα είδη της υποκριτικής τέχνης.

Το 1963 η ερμηνεία της στην ταινία Τα κόκκινα φανάρια (1963) του Βασίλη Γεωργιάδη, υποψήφια για το Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας, στην 36η απονομή  του 1964- της άνοιξε διάπλατα τις πόρτες στη Φίνος Φιλμ, παίζοντας ρόλους πρωταγωνιστικούς, κερδίζοντας το 1967-8, το βραβείο της Ενώσεως Κριτικών.

Αλλά και στη δεκαετία του ΄80, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος την εμπιστεύθηκε  σε δυο αριστουργηματικές ταινίες του-Κυνηγοί, ταξίδι στα Κύθηρα- ενώ κέρδισε το Α΄ Βραβείο γυναικείου ρόλου, στο Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης, με την ταινία του Βρεττάκου, το 1987, «τα παιδιά της Χελιδόνας».

Έζησε μια ζωή γεμάτη, έμφορτη από επιτυχίες και μεγάλη αποδοχή  από ένα κοινό που της αναγνώρισε, πολύ γρήγορα, το ταλέντο της και τη λάτρεψε. Ηταν υπόδειγμα καλής συναδέλφου και άνθρωπος μεγάλης προσφοράς προς τους νεότερους ηθοποιούς. Αυθόρμητη, ειλικρινής, έμεινε σεμνή ως το τέλος, λέγοντας ότι «ήθελε να φύγει πριν γεράσει πολύ».

Η αλήθεια είναι ότι ηθοποιοί, στο μέγεθος της Μαίρης Χρονοπούλου δεν γερνούν. Έχουν κατακτήσει το προνόμιο η εικόνα τους να  μένει  πάντα στην άνοιξη.

Εκφράζω τα πιο θερμά μου συλλυπητήρια στην οικογένεια της και στους πιστούς φίλους της.»

Ο Υφυπουργός Πολιτισμού Χρίστος Δήμας μετά την αναγγελία του θανάτου της Μαίρης Χρονοπούλου έκανε την ακόλουθη δήλωση:

«Η απώλεια της Μαίρης Χρονοπούλου βύθισε στη θλίψη τον ευρύτερο χώρο του Πολιτισμού, της τέχνης, του θεάτρου και του σινεμά.

Υπήρξε μια σπουδαία ηθοποιός που άφησε ανεξίτηλο το αποτύπωμα της στην χρυσή εποχή του ελληνικού κινηματογράφου, αλλά και του θεάτρου.

Αναμφίβολα, αποτέλεσε μια «σταρ» του ελληνικού κινηματογράφου και συνδύασε το όνομα της με μεγάλες επιτυχίες και σπουδαίες διακρίσεις.

Εκφράζω τα ειλικρινή μου συλλυπητήρια στην οικογένεια της και στους οικείους της.

Το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου αποχαιρετά την Μαίρη Χρονοπούλου

Η Μαίρη Χρονοπούλου υπήρξε μία μεγάλη κυρία του κλασικού ελληνικού κινηματογράφου, επιφανής σταρ με διαχρονικό εκτόπισμα όπως αποδείχτηκε στο πέρασμα των δεκαετιών. Διέτρεξε σχεδόν ολόκληρο το θεματικό φάσμα της μυθοπλασίας, από το μελόδραμα και το ηθογραφικό δράμα των ανοικτών οριζόντων έως το μιούζικαλ. Το «ελληνικό γουέστερν» του Βασίλη Γεωργιάδη «Το χώμα βάφτηκε κόκκινο», στο οποίο πρωταγωνίστησε το 1966, ήταν υποψήφιο για Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας. Η Μαίρη Χρονοπούλου στάθηκε, άλλοτε αέρινη κι άλλοτε δωρική, στο πλευρό όλων σχεδόν των αντρών πρωταγωνιστών εκείνων των χρόνων, δίπλα στον Νίκο Κούρκουλο, τον Αλέκο Αλεξανδράκη, τον Φαίδωνα Γεωργίτση, τον Γιώργο Φούντα. Η παρουσία της γέμισε το κινηματογραφικό κάδρο σκηνοθετών που συνδέθηκαν με τις καλύτερες στιγμές της Φίνος Φιλμ, του Βασίλη Γεωργιάδη, του Ντίνου Δημόπουλου, του Γιάννη Δαλιανίδη, του Νίκου Φώσκολου. Η Μαίρη Χρονοπούλου άφησε έντονο το  αποτύπωμά της και στον νέο ελληνικό κινηματογράφο. Ανάμεσα στις σπουδαίες συνεργασίες της ήταν αυτές με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο («Οι κυνηγοί», «Ταξίδι στα Κύθηρα») και τον Κώστα Βρεττάκο («Τα παιδιά της Χελιδόνας»). Ο τελευταίος πρωταγωνιστικός ρόλος της ήταν το 1996 στην ταινία «Προς την Ελευθερία» του Χάρη Παπαδόπουλου.

Το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου εκφράζει τα βαθιά συλλυπητήριά του στους οικείους της.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

three × 3 =