sexualiki-kakopoiisi

Γράφει η Νάταλι Χατζηαντωνίου

Ο κόσμος του θεάματος ακολούθησε με μία σειρά οδυνηρών αφηγήσεων που, λόγω αναγνωρισιμότητας των θυτών και των θυμάτων, ήταν αναμενόμενο ότι θα απασχολήσει την ελληνική κοινωνία (αρκετούς περισσότερο ίσως και από το γεγονός ότι ο σύγχρονος πολιτισμός παραμένει εδώ και μήνες απολύτως ανενεργός) και θα διχάσει, θα εξάψει τα πάθη, θα θρέψει τους καβγάδες στα social media, θα τροφοδοτήσει με υλικό τα «πρωινάδικα», αλλά και ταυτόχρονα θα ανοίξει ένα διάλογο που ευχόμαστε ότι θα φέρει την κάθαρση, την εξυγίανση, τη δικαιοσύνη και τη δημοκρατία. Για την ώρα, όμως, σ’ αυτή την ελληνική εκδοχή του #MeToo, βρισκόμαστε στο «Α» (βλέπε «Ασκός του Αιόλου») και μέχρι το «Ω» η διαδρομή είναι δύσκολη και απαιτεί γερά νεύρα.

Αφωνία.

Πόσοι δεν μιλούν; Πόσοι κρύβονται; Πόσοι φοβούνται; Μπορούν να μιλήσουν όλοι; Μπορούν να εξομολογηθούν; Έχεις, βρε αδελφέ, δικαίωμα, ακόμα κι αν είσαι απολύτως σχετικός ή και εντελώς άσχετος, να εκφράσεις μία άποψη; Την άποψή σου; Η απάντηση είναι «όχι» αν δεν έχεις γερό στομάχι, «ναι» αν είσαι πρόθυμος να υποστείς μπούλινγκ, να σ’ την πέσουν, να τσακωθείς, να σε αμφισβητήσουν, να σε δυσφημίσουν, να σε σκίσουν και -το πιο οξύμωρο- να υποστείς ένα είδος δίωξης ό,τι κι αν πεις, ακόμα και το πιο αυτονόητο, ψύχραιμο ή λογικό. Διότι όποια άποψη κι αν εκφέρεις στον κόσμο των social media, ορισμένοι θα θεωρήσουν ότι έχεις κάποιο σκοτεινό κίνητρο: Μήπως κρύβεις κάτι, κάποιον καλύπτεις, έχεις κάποιο κρυφό «συμβόλαιο»; Αποτέλεσμα: Δεν σιωπούν μόνο οι πιο ένοχοι. Σιωπούν και οι πιο έξυπνοι.

Αποκαλύψεις. 

Μπράβο στις γυναίκες που μίλησαν! Αλλά αφορά η υπόθεση μόνο σε γυναίκες; Είναι περιπτωσιολογικό φαινόμενο που αρχίζει και τελειώνει με τον Γιώργο Κιμούλη και τον Κώστα Σπυρόπουλο (εφόσον κατονομάστηκαν, ο πρώτος ως ο σκηνοθέτης που άσκησε βία στη Ζέτα Δούκα, ο δεύτερος ως ο ηθοποιός και σκηνοθέτης που προέβη σε πράξεις «γενετήσιου χαρακτήρα» εναντίον της Τζένης Μπότση, της Αγγελικής Λάμπρη και της Λουκίας Μιχαλά που τον κατήγγειλαν δημοσίως); Ο χρόνος θα δείξει. Ήδη, άλλωστε, τρείς άντρες ηθοποιοί κατήγγειλαν με αναρτήσεις τους έναν κινηματογραφικό σκηνοθέτη για παρενόχληση. Προσωπικά νομίζω ότι το φαινόμενο δεν περιορίζεται σε ανάρμοστη, βίαιη και έκνομη συμπεριφορά εναντίον γυναικών μόνο. Η άσκηση σεξουαλικής ή άλλης εξουσίας δεν διακρίνει φύλα.

Άποψη. 

Στον άναρχο σοσιαλμιντιακό χώρο, η άποψη οποιουδήποτε έχει την ίδια αξία ή τυγχάνει της ίδιας απαξίωσης. Ακόμα κι αν είσαι ο Δημήτρης Καταλειφός κι έχεις στην εργογραφία σου μερικές δεκάδες κορυφαίες στιγμές στη σκηνή, εμπειρία και γνώση ετών για το θεατρικό χώρο και καμία «οξεία» στη σκανδαλολογία, με την… αράδα σου θα πας. Και θα τα ακούσεις.

Ανωνυμία. 

Συγγνώμη στους καταγγέλλοντες και καταγγέλλουσες, αλλά αυτό το παιχνίδι της «κολοκυθιάς» («μην είναι ο τάδε;») που συντηρούν ορισμένοι με τις «περιγραφικές» αφηγήσεις τους χωρίς ονοματεπώνυμο, μόνο καλό δεν κάνει στον χώρο τους. Με πιο τραγικό παράδειγμα («πόσο αλήθεια θα ήταν αστείο αν δεν ήταν τόσο τραγικό», έλεγε ο Πούσκιν) την περίπτωση ερμηνεύτριας που κατήγγειλε σεξουαλική επίθεση προ ετών από «σπουδαίο συνθέτη» ο οποίος «σήμερα είναι 82 ετών» κι αναγκάστηκε να διευκρινίσει, λίγες ώρες μετά, ότι δεν πρόκειται για τον Σταύρο Ξαρχάκο. Για ποιον πρόκειται; Η «κολοκυθιά» πήγε κι ήρθε στα δημοσιογραφικά γραφεία. Άδικο για τους άτεγκτους. Ή δεν υπάρχουν τέτοιοι; Κι ωστόσο, αν έχεις δυσάρεστη ή ακόμα χειρότερα τραγική εμπειρία, δεν λές τον πόνο σου περιγραφικά στον Λιάγκα η στο Facebook, τον λες ονομαστικά στο δικηγόρο που δικαιολογεί πλέον το σωματείο σου, στο συνάδελφο που μπορεί να σε βοηθήσει, στη συλλογικότητα που ξέρει πώς να κινηθεί. Για να έχει νόημα η καταγγελία. Η στάση «ήμουν κι εγώ στο πλοίο» δεν έχει νόημα.

Άσε με να σ’ αγαπάω.

Θυμάστε τι έλεγε η μεγάλη επιτυχία, τέλη του ’70, της Λίτσας Διαμάντη; «Άσε με κάθε στιγμή στην αγκαλιά σου να πεθαίνω/άσε με να με σκοτώνεις και να λέω “ανασαίνω”/άσε με εσύ να φταις κι εγώ συγγνώμη να ζητάω/άσε με, άσε με, άσε με να σ’ αγαπάω». Η στιχουργός ήταν γυναίκα, η γνωστή Μάρω Μπιζάνη. Αντίστοιχα, η σπουδαία στιχουργός του λαϊκού Σώτια Τσώτου, έγραφε αρχές του ΄80 για τη Μαρινέλλα: “Κάθε ντροπή ν’ αντέξω για σένανε μπορώ/Για σένανε μπορώ να βγω γυμνή στους δρόμους/αντίθετα στους νόμους και κάθε ιερό/Για σένανε μπορώ τις φλέβες μου να σκίσω/το αίμα μου ν’ αφήσω να τρέξει σαν νερό/Για σένανε μπορώ πατρίδα να προδώσω/Χριστέ, ντρέπομαι τόσο και όμως το μπορώ»…

Τι εννοώ; Ότι αν το τραγούδι, αν η λογοτεχνία (απ’ το «Λούμπεν» της Αλεξίου μέχρι το «Σαν τα τρελά πουλιά» της Ιορδανίδου), αν η τέχνη ολόκληρη καταγράφει και την εποχή της, τότε ναι, και ο 20ός αιώνας ήταν ένας σκληρά «πατριαρχικός» αιώνας. Το φαινόμενο δεν είναι ελληνικό. Διεθνώς η ιστορία, συμπεριλαμβανομένης φυσικά και της ιστορίας της τέχνης, βρίθει από ανάλογες καταγραφές χυδαίας, κακής ή ιδιότροπης συμπεριφοράς απ’ τη μια και αναγκαστικής ανοχής με σκυμμένο κεφάλι απ’ την άλλη. Αυτό δικαιολογεί σήμερα το φαινόμενο εξουσιαστή – εξουσιαζόμενου; Όχι, αλλά σε ό,τι αφορά το παρελθόν είναι μη αναστρέψιμο και σύμφυτο με πολλά κοινωνικοπολιτικά ζητήματα, ήθη και έθιμα της κάθε εποχής. Δεν μπορεί κάποιος να ανατρέψει την ιστορία, ούτε και να την καταργήσει. Εκτός κι αν είσαι η Ντίσνεϊ, που εκ των υστέρων λογόκρινε τις δημιουργίες της -όχι όμως και τον ιδρυτή της. Κατά τα άλλα ναι, οι προηγούμενοι αιώνες έχουν πολλά να αφηγηθούν για κακούς ή χυδαίους ή και χαρακτήρες που φέρονταν κακά, χυδαία ή δεσποτικά, αλλά δημιούργησαν αριστουργήματα.

Βιασμός/βιαιοπραγία. 

Να και σε κάτι που μπορούμε να συμφωνήσουμε όλοι. Και να απαιτήσουμε, σε μία (σπάνια) ομοφωνία, την καταδίκη και την ποινή του αποδεδειγμένα ενόχου. Χωρίς υποσημείωση.

Γιατρομανωλάκης.

Ο νυν υφυπουργός σύγχρονου Πολιτισμού, δεν φτάνει που έχει να αντιμετωπίσει την, έντονα φημολογούμενη, «δυσθυμία» της Λίνας Μενδώνη για την αναβάθμισή του. Δεν φτάνει που έχει να αντιμετωπίσει την καθίζηση του σύγχρονου πολιτισμού. Του έσκασε στα χέρια με το «καλημέρα» και το πιο δυσάρεστο, επώδυνο, λεπτό και «risky» θέμα που μπορεί να αφορά στον κόσμο της τέχνης…

Γκόσιπ ή πιο σωστά gossip.

Το «άθλημα» στο οποίο επιδίδονται συγκεκριμένες εκπομπές και Μέσα, δεν βοηθάει καθόλου στη σοβαρή αντιμετώπιση ενός τόσο ευαίσθητου θέματος. ΥΓ. Δεν μπορώ να αντιληφθώ γιατί άνθρωποι που έχουν τόσο επώδυνες εμπειρίες, θέλουν να τις εξομολογηθούν π.χ. στον Λιάγκα (ναι, στον ίδιο που γέλαγε σχολιάζοντας λίγο καιρό πριν περιστατικό σεξουαλικής επίθεσης στο Αριστοτέλειο) ή στην Τατιάνα Στεφανίδου (ναι, στην ίδια που έκανε γκάλοπ για το αν ήταν δικαιολογημένη η αντίδραση του κοσμηματοπώλη ο οποίος σκότωσε με κλοτσιές τον Ζακ Κωστόπουλο). Ξεκάθαρα, το κουτσομπολιό υποτιμά τη σοβαρότητα του θέματος. Και ναι, μια καταγγελία σε μία τηλεοπτική εκπομπή κουτσομπολιού εξασφαλίζει ισχυρή ακροαματικότητα, αλλά δανείζεται κάτι κι απ’ την ταυτότητα της εκπομπής. Περί ορέξεως κολοκυθόπιτα βέβαια, αλλά εγώ δεν θα ήθελα να εξομολογηθώ μια τόσο άσχημη εμπειρία μεταξύ μιας διαφήμισης και μιας συνταγής κολοκυθόπιτας.

Δούκα.

Η ηθοποιός που μίλησε ανοιχτά για τις διατροφικές διαταραχές και εξήγησε στους πολλούς τα δεινά της νευρικής ανορεξίας, άνοιξε τον ασκό του Αιόλου και για όσα ακραία συμβαίνουν στο ελληνικά παρασκήνια.

Ελληνικό #MeToo.

Πάντα με κάποια καθυστέρηση παίρνουμε μπρος. Οι αναλογίες είναι εμφανείς. Ανοίγουν στόματα και για το τώρα και για το πριν από χρόνια. Μια ευχή μόνο. Να μην αποδομηθούν με κανιβαλιστικούς όρους καριέρες και προσωπικότητες χωρίς να τους δοθεί τουλάχιστον χρόνος και βήμα για να απολογηθούν. Στην Ευρώπη άλλωστε -επαιρόμαστε ότι- ομνύουμε στον Βολταίρο.

Είμαστε Όλοι Μαζί #Εimasteoloimazi.

Η νέα δήλωση που έγινε κίνημα στο Instagram από Έλληνες ηθοποιούς και hashtag, είναι ό,τι πιο καίριο και συγκινητικό γεννήθηκε. Απέναντι στην κακοποίηση είμαστε όλοι μαζί, όχι οι μισοί από εδώ οι άλλοι από εκεί, όχι άντρες-γυναίκες, όχι επιτυχημένοι και λιγότερο επιτυχημένοι. Μαζί. #Εimasteoloimazi: «Είμαστε δίπλα στις γυναίκες και τους άντρες που θέλουν να μιλήσουν. Είμαστε εδώ με σεβασμό και αλληλεγγύη σε εσάς που ανεχτήκατε τέτοιες συμπεριφορές και υποφέρατε τόσο καιρό στη σιωπή. Ήρθε η ώρα να τελειώσουμε με όλα αυτά και να δημιουργήσουμε την κοινωνία που χρόνια τώρα, μέσω της τέχνης, οραματιζόμαστε. Μια κοινωνία ισότητας, δικαιοσύνης, σεβασμού και παιδείας. Μη φοβάστε! Είμαστε όλοι μαζί!».

Ζόφος.

Δεν χρειάζεται άλλη επεξήγηση από την αρχική. Ο ζόφος παραπέμπει στο πυκνό σκοτάδι του Κάτω Κόσμου.

Ηγεμονικός.

Η αλήθεια είναι ότι σ’ όλο τον κόσμο υπήρξαν και υπάρχουν καλλιτέχνες (κι όχι μόνο) που θεώρησαν ότι το ταλέντο τους ή η επιτυχία τους δικαιολογεί αυτοκρατορικό μεγαλείο και κακή, χειριστική ή χυδαία συμπεριφορά. Η προσγείωση είναι ανώμαλη και κάνει κρότο.

Θέατρο.

Ο συνειρμός μου αφορά τον περίφημο αριστοτελικό ορισμό για την τραγωδία: «ἔστιν οὖν μίμησις πράξεως (..) δι᾽ ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν». Αμήν.

Θύτης και θύμα.

Κι όμως, καμιά φορά οι ρόλοι εναλλάσσονται. Στην υπόθεση του Στέφανου Κορκολή, ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας των τηλεθεατών είχε αποφανθεί με βεβαιότητα ότι πρόκειται για το θύτη. Η συνέχεια απέδειξε ότι ήταν το θύμα μίας ιστορίας που του κόστισε μάλιστα ανυπολόγιστη και χρόνια ζημιά.

Ιστορία.

Η ιστορία του ελληνικού θεάτρου ή μάλλον της ελληνικής τέχνης, ακόμα και η πιο πρόσφατη, έχει να αφηγηθεί πολλές ιστορίες «κακοποίησης», «αυταρχισμού» ή υπερβολικής απαίτησης για «πειθαρχία». Δεν είναι τυχαίο ότι ο Καταλειφός επικαλέστηκε τον Μπέργκμαν στο «Μετά την πρόβα» και την περιβόητη φράση του σκηνοθέτη «Το θέατρο είναι ιδρώτας, σπέρμα και σκατά». Αλλά το να προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε τον 20ό αιώνα με τους όρους και τη ματιά του 21ου είναι, φοβάμαι, μάταιο.

Κώδικας Δεοντολογίας.

Το να συνταχθεί και να υιοθετηθεί «Κώδικας Δεοντολογίας για όλους τους κρατικούς καλλιτεχνικούς φορείς και τις εκπαιδευτικές δομές» και όχι μόνο, αλλά και να ξεκινήσει διάλογος «προκειμένου να σπάσει ο φαύλος κύκλος κάθε μορφής βίας και διάκρισης στους χώρους συλλογικής καλλιτεχνικής δημιουργίας», μόνο καλό είναι. Φτάνει να αναγνωρίσουμε την αξία και τη δυνατότητα της αυτορρύθμισης (διά των σωματείων, των συλλογικοτήτων και των εκπροσώπων τους). Το να εμπλακεί σ’ αυτό, το υπουργείο Πολιτισμού συντάσσοντας τον κώδικα που θα διέπει τις σχέσεις των καλλιτεχνών, αντίθετα, μόνο κακό είναι. Ας επικαλεστώ και τη γνωστή χατζιδακική ρήση, που εδώ ταιριάζει θαυμάσια: «Την ανυπαρξία πολιτισμού αποδεικνύει και η ύπαρξη υπουργείου Πολιτισμού… Τα υπουργεία Πολιτισμού είναι μία κληρονομιά απολυταρχικών καθεστώτων. Παλαιότερα δεν υπήρχε υπουργείο Πολιτισμού. Υπήρχε υπουργείο Παιδείας. Από την ώρα που τα απολυταρχικά καθεστώτα ανακάλυψαν τη σημασία τού πώς να καθοδηγούν και πώς να επιβάλλουν πολιτισμό, έφτιαξαν και ομώνυμο υπουργείο. Με πρώτο διδάξαντα τον Γκέμπελς…».

Λάσπη.

Την απεύχομαι. Αλλά η εποχή και οι συνθήκες την ευνοούν. Και δεν μπορώ παρά να θυμηθώ τον «Καφέ και τη Δημοκρατία» του Αζίζ Νεσίν κι εκείνο το διήγημά του που περιέγραφε πόσο απλό ήταν στην Τουρκία του περασμένου αιώνα να καταστρέψεις τη ζωή του γείτονα που του τα ‘χες φυλαγμένα. Αρκούσε να τον καταγγείλεις χωρίς αποδείξεις και μάρτυρες ως «κατάσκοπο».

Μύθος.

Ως συντάκτες του πολιτιστικού ρεπορτάζ, γνωρίσαμε πολλούς τέτοιους. Κι ακούσαμε να μας αφηγούνται ακόμα περισσότερους. Όταν ξεκινούσαμε, οι μύθοι για την αυτοκρατορική συμπεριφορά ορισμένων μύθων του εσωτερικού ή του εξωτερικού ήταν… μυθικοί -και κάποτε προκαλούσαν θυμηδία στα δημοσιογραφικά γραφεία. Ζούμε την εποχή της αποδόμησης.

Νισάφι…

…λοιπόν με την ισχύ των μύθων και τις συμπεριφορές μεγατόνων. Αν θα αφήσει κάτι καλό αυτή η ιστορία πέρα από τα αυτονόητα όρια και τις ποινές σε όσους τις αξίζουν, είναι και το… ξεκαβαλίκεμα. Προσωπική, ενδεικτική μαρτυρία. Ως ρεπόρτερ έχω περάσει κι εγώ όπως και πολλοί άλλοι συνάδελφοι εβδομάδες αναζητώντας κάποιον Έλληνα «μύθο» της τέχνης, που με ταλαιπωρούσε μέσω γραμματέων και φαρισαίων χωρίς να ξεκαθαρίζει αν θέλει ή δεν θέλει να μιλήσει για κάτι. Απλώς ασκούσε τη… γοητεία της εξουσίας του στον ταλαίπωρο ρεπόρτερ. Έχοντας εντρυφήσει σε ανελαστικούς μύθους, μου έκανε λοιπόν φοβερά θετική εντύπωση όταν κάποτε που αναζητούσα τον Ένιο Μορικόνε, τον βρήκα μέσα σ’ ένα απόγευμα, φιλικό κι ευπροσήγορο στην άλλη πλευρά της τηλεφωνικής γραμμής.

Ξεκατίνιασμα.

Να κάτι που καθόλου δεν ωφελεί στην περίπτωση. Ο κανιβαλισμός, το ξεκατίνιασμα, η ανθρωποφαγία. Όλα στο φως, ναι. Αλλά με δημοκρατικούς όρους. Όχι με τηλεοπτικούς.
Όλοι εναντίον όλων. Δεν χρειάζεται επεξήγηση, αν κάποιος έχει λογαριασμό στα social media.

Οργή.

Δεκαετιών, απ’ ό,τι έχουν υποστεί αναρίθμητοι καλλιτέχνες. Από σεξουαλική κακοποίηση μέχρι άλλες τρομαχτικές παραβατικές συμπεριφορές, ταπεινώσεις και προσβολές. Βάλτε σ’ αυτό και το ποσοστό οργής από την πλήρη αεργία και την καραντίνα. Το αποτέλεσμα είναι εφιαλτικής ισχύος.

Πειθαρχία.

Σε πολλές περιπτώσεις, η τέχνη την απαιτεί. Ποια είναι τα όρια μεταξύ «πειθαρχίας» και «αυταρχισμού»; Η απάντηση είναι δύσκολη και ευτυχώς δεν είμαστε εμείς που πρέπει να τη δώσουμε. «Ο διευθυντής της ορχήστρας καθορίζει την ταχύτητα και την ένταση. Απ’ αυτή την άποψη, είναι σαν ένας δικτάτορας -ασφαλώς και είμαι κι εγώ», ομολόγησε πέρυσι ο Ντάνιελ Μπαρενμπόιμ όταν πρώτα ο τυμπανιστής της Κρατικής Όπερας του Βερολίνου, Βίλι Χίλγκερς, τον κατηγόρησε ότι ευθύνεται γιατί, λόγω των αυταρχικών υποδείξεών του, του κόστισε σε έλλειψη αυτοεκτίμησης και κατάθλιψη.

Πολιτική ορθότητα.

Ο απόλυτος συνδυασμός της με την τέχνη οδηγεί -ας το ομολογήσουμε δυνατά- σε αμφισβητούμενο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα.

Ρεβανσισμός.

Δεν αντιμετωπίζεις τη χυδαιότητα ή τον εκβιασμό ή απλά την οδύνη που σου προκάλεσε κάποιος, με ανάλογες μεθόδους. Το «αν δεν μου κάτσεις, τελείωσες» δεν λύνεται με τη χαιρεκακία της εκδίκησης αλλά με τη συντεταγμένη οδό του νόμου και της δημοκρατίας. Πολλώ δε μάλλον αν τη φυλάς σε κάποιον για προσωπικούς λόγους, που δεν συνδέονται με ποινικό αδίκημα αλλά με προσωπική πικρία. Τι δουλειά έχει αυτή η παρατήρηση εδώ; Just saying, που λένε και οι Άγγλοι.

Σεξ.

«Όλα σ’ αυτόν τον κόσμο έχουν να κάνουν με το σεξ εκτός από το σεξ. Το σεξ έχει να κάνει με την εξουσία». Το είπε ο Όσκαρ Ουάιλντ. Ας κρατήσουμε κι αυτό από τη βιογραφία του: «Στο απόγειο της φήμης του, και ενόσω το αριστούργημά του, “Η σημασία τού να είναι κανείς σοβαρός” (1895) παιζόταν στο Λονδίνο, ο Ουάιλντ μήνυσε το μαρκήσιο του Κουίνσμπερι, Τζον Ντάγκλας για συκοφαντία. Ο μαρκήσιος ήταν ο πατέρας του εραστή του Ουάιλντ, του λόρδου Άλφρεντ Ντάγκλας. Οι κατηγορίες μπορούσαν να επιφέρουν κάθειρξη έως και δύο ετών. Στην διάρκεια της δίκης, παρουσιάστηκαν αποδείξεις οι οποίες ανάγκασαν τον Ουάιλντ να αποσύρει τις κατηγορίες και οδήγησαν στη σύλληψή του με την κατηγορία του σοδομισμού (η ομοφυλοφιλία ήταν τότε ποινικό αδίκημα στην Αγγλία). Ύστερα από δύο ακόμα δίκες, κρίθηκε ένοχος και καταδικάστηκε σε δύο χρόνια καταναγκαστικά έργα».

Ταλέντο.

Στις τέχνες υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν κακοί χαρακτήρες, χυδαίοι χαρακτήρες και άθλιοι χαρακτήρες. «Ιερά τέρατα» ονομάστηκαν όμως μόνον όσοι είχαν μεγάλες δόσεις ιερού ταλέντου. Κι εγώ, τουλάχιστον για να μπορώ να κάνω πολιτιστικό ρεπορτάζ, έμαθα να διαχωρίζω το ταλέντο απ’ τον άθλιο χαρακτήρα και το σημαντικό έργο από τις ανακόλουθες επιλογές του δημιουργού του. Από τον Βάγκνερ και τον Σελίν έως τον Κέβιν Σπέισι, το ταλέντο ήταν αδιαπραγμάτευτο.

Ταπείνωση.

Κάποτε, του χριστιανικού διδάγματος βοηθούντος, η ταπείνωση θεωρούνταν θεμέλιος λίθος της σωστής εκπαίδευσης και της σκληραγώγησης «για να μην πάρουν τα μυαλά του αέρα». Ίσως να την μπέρδευαν με την ταπεινότητα. Ήταν ωστόσο η ταπείνωση και όχι η ταπεινότητα που υιοθετήθηκε και εξασκήθηκε απ’ όλα τα πατριαρχικά σύμβολα (από δασκάλους μέχρι σκηνοθέτες) εναντίον των εξουσιαζόμενων. Πάντα με εξίσου καταστροφικά αποτελέσματα.

Υπαινιγμοί.

Σε μία τόσο σοβαρή ιστορία όσο οι κακοποιήσεις, σεξουαλικές ή ψυχικές, στο χώρο του θεάματος, δεν χωρούν υπαινιγμοί, ανώνυμα «πορτρέτα» και αμένσιοτα. Όπως δεν χωρούν παρεξηγήσεις και παρανοήσεις. Όποιος έχει να πει κάτι, οφείλει να το λέει ανοιχτά και με ονοματεπώνυμο, αλλιώς αμαυρώνεται ένας ολόκληρος χώρος.

Φήμες.

«Έμαθες για τον τάδε;», «Ακολουθούν καταγγελίες για τον δείνα», «Αυτή την εβδομάδα θα γίνουν αποκαλύψεις γι’ αυτόν». Το «κλίμα» ευνοεί τη φημολογία, η δημοσιογραφία του καναπέ τη συντηρεί.

Χωρίς απολογία.

Ακόμα και στις περιπτώσεις των πιο σκληρών, στυγνών εγκληματιών, η δημοκρατία προέβλεψε ως θεμέλιο λίθο της και άσκηση ανοχής το δικαίωμα στην απολογία. Το #MeToo, που υπήρξε όντως μία επανάσταση ενάντια σ’ ένα χρόνιο καταπιεστικό και διεφθαρμένο καθεστώς, έκανε σε κάποιες περιπτώσεις αυτό το λάθος. Δεν έδωσε το δικαίωμα της δημόσιας απολογίας και κατήργησε εν μια νυκτί το τεκμήριο της αθωότητας.

Ψυχαγωγία.

Είναι πικρό για όσους ασχολούνται με τις τέχνες ή για όσους βρίσκονται στις παρυφές τους και συνδέονται κάπως με τη δραστηριότητά τους, να παρατηρούν ότι σε μία εποχή ο σύγχρονος πολιτισμός έχει φρενάρει λόγω της πανδημίας, που το μέλλον του είναι μετέωρο και που ουδείς μιλάει γι’ αυτόν ή εξετάζει το ενδεχόμενο κάποιας επανεκκίνησης, να γίνονται τόσο ζοφερές αποκαλύψεις ένα είδος «ψυχαγωγίας» για ένα μέρος του κοινού.

Ωχ!

Ή αλλιώς, για ποιον χτυπάει η καμπάνα;

blank

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ten + two =