Γράφει ο Βασίλης Τσολακίδης.
Κλείσαμε τρία χρόνια από τη δημοσίευση του Νόμου 4513/2018 για την ίδρυση ενεργειακών κοινοτήτων με αποκλειστικό σκοπό την «προώθηση της Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας, της καινοτομίας στον ενεργειακό τομέα, την αντιμετώπιση της ενεργειακής ένδειας και την προαγωγή της ενεργειακής αειφορίας, την παραγωγή, αποθήκευση, ιδιοκατανάλωση, διανομή και προμήθεια ενέργειας, την ενίσχυση της ενεργειακής αυτάρκειας και ασφάλειας σε νησιωτικούς δήμους, καθώς και τη βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας στην τελική χρήση σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο μέσω της δραστηριοποίησης στους τομείς των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ), της Συμπαραγωγής Ηλεκτρισμού και Θερμότητας Υψηλής Απόδοσης (ΣΗΘΥΑ), της ορθολογικής χρήσης ενέργειας, της ενεργειακής αποδοτικότητας, των βιώσιμων μεταφορών, της διαχείρισης της ζήτησης και της παραγωγής, διανομής και προμήθειας ενέργειας».
Ένας νέος συνεταιριστικός θεσμός για την Ελλάδα στα πρότυπα αντίστοιχων πετυχημένων βορειοευρωπαϊκών χωρών, προσαρμοσμένος στην ελληνική πραγματικότητα και με μέριμνα για την υπέρβαση «τραυματικών εμπειριών», που κουβαλάει το συνεταιριστικό μας… παρελθόν. Πολλοί παράγοντες του χώρου επικαλούμενοι αυτόν τον λόγο εκφράστηκαν με απαξίωση προβλέποντας την αποτυχία των Ενεργειακών Κοινοτήτων ήδη από τη γέννησή τους.
Ωστόσο, αρκετοί συμπολίτες μας υποδέχθηκαν τον θεσμό με ενθουσιασμό και φιλοδοξία μαζικής κοινωνικής συμμετοχής στην ενεργειακή μετάβαση, την πράσινη και αειφόρο οικονομική ανάπτυξη του τόπου. Η επιστημονική κοινότητα και το οικολογικό κίνημα σύσσωμο ανέδειξαν όσο μπορούσαν την αναγκαιότητα του θεσμού: όχι μόνο για κοινωνικοοικονομικούς λόγους, αλλά κυρίως με όρους τεχνοκρατικούς, που εξυπηρετούν την αποκεντρωμένη διασπορά πολλών μικρών μονάδων ΑΠΕ κοντά στην κατανάλωση, αναγκαία για τον περιορισμό του οικολογικού αποτυπώματος και τη μέγιστη δυνατή αντοχή τού σχεδόν κορεσμένου ενεργειακού δικτύου της χώρας. Σε αντίθεση με τις μεγάλες μονάδες ΑΠΕ, που επιβαρύνουν υπέρμετρα τη φύση και προϋποθέτουν ένα ισχυρότατο δίκτυο μεταφοράς της ενέργειας.
Τρία χρόνια ζωής του θεσμού είναι μια ελάχιστη χρονική διάρκεια για τον συνηθισμένο γραφειοκρατικό χρόνο ωρίμανσης αντίστοιχων αδειών ΑΠΕ.
Η πραγματικότητα όμως των αριθμών δείχνει ότι οι μέριμνες και τα προνόμια του θεσμού υπήρξαν αποτελεσματικότερα κάθε προσδοκίας.
Ήδη από τη δημοσίευση του νόμου το 2018 άρχισαν όχι μόνο να ιδρύονται ενεργειακές κοινότητες, αλλά ξεκίνησαν αμέσως να κατατίθενται αιτήσεις αδειών κυρίως για μικρά φωτοβολταϊκά πάρκα. Από τότε μέχρι σήμερα κατατέθηκαν από περίπου 500 Ενεργειακές Κοινότητες αιτήσεις με πλήρη φάκελο για 4.913 έργα συνολικής ισχύος 3.831.284 Μεγαβάτ (3,831 Gigawatt) προϋπολογισμού 2,8 δισ. ευρώ. Μέχρι το τέλος του 2020 εκδόθηκαν οριστικοί όροι σύνδεσης και κατασκευάζονται 1.350 έργα συνολικής ισχύος 928.057 Κιλοβάτ, προϋπολογισμού 650 εκατ. ευρώ, από τα οποία συνδέθηκαν ήδη τα 385 έργα με συνολική ισχύ 270 Μεγαβάτ προϋπολογισμού 200 εκατ. ευρώ. Τα έργα των Ενεργειακών Κοινοτήτων που συνδέθηκαν εντός του έτους 2020 αποτελούν το 57,5% του συνόλου των φωτοβολταϊκών πάρκων. Κατά την τρέχουσα χρονιά αναμένεται κυριολεκτικά να σπάσουν όλα τα ρεκόρ κατασκευής και σύνδεσης τα φωτοβολταϊκά έργα από Ενεργειακές Κοινότητες.
Η ελληνική κοινωνία, κυρίως η επαρχία, με πρωτοπόρους τους ανθρώπους τής πρωτογενούς παραγωγής, αγκάλιασε αυτόν τον πρωτοποριακό θεσμό και τον μετέτρεψε σε χρήσιμο εργαλείο ουσιαστικής συμμετοχής σε μια δίκαιη και πράσινη οικονομική ανάπτυξη του τόπου.
* Ο Βασίλης Τσολακίδης είναι σύμβουλος Στρατηγικού Σχεδιασμού για Περιβάλλον – Ενέργεια – Κλίμα και πρώην πρόεδρος του ΚΑΠΕ