Ένα νέο επεισόδιο με τη Ρούλα Πισπιρίγκου, τη μητέρα των τριών παιδιών από την Πάτρα που έφυγαν αιφνίδια από τη ζωή καταγγέλλει η μητέρα πρώην συντρόφου του Μάνου Δασκαλάκη.
Συγκεκριμένα μετά τα τρία επεισόδια σε νεκροταφείο, γήπεδο και στον δρόμο, τα οποία κατήγγειλε η μητέρα πρώην σχέσης του Μάνου και τα οποία διέψευσε η Ρούλα Πισπιρίγκου, η γυναίκα αναφέρθηκε και σε ένα τέταρτο το οποίο έγινε το προηγούμενο Σάββατο σε μία καφετέρια.
Η συγκεκριμένη καφετέρια, όπως αναφέρει η ίδια, είναι «στέκι» της και ήταν εκεί με τις φίλες της όταν δέχθηκε επίθεση από τη Ρούλα Πισπιρίγκου.
Λέει συγκεκριμένα στην εφημερίδα «Πελοπόννησος» το περιστατικό: «Πέρασε η Ρούλα, στην αρχή δεν την γνώρισα, με κοιτάζει και περνώντας δίπλα μου, φωνάζει δυνατά… “να δώσουμε στην π… 500 ευρώ άμα της λείπουν”. Ξεροκαταπίνω, δεν δίνω σημασία γιατί ήμουν με την παρέα μου, αλλά μετά από μισή ώρα προσπαθώντας να φύγω και να μπω στο αυτοκίνητό μου, ξανά περνάει δίπλα μου και λέει… “μη σου γ… κα…”. Πριν καν προλάβω να αντιδράσω είχε απομακρυνθεί. Όσοι ήσαν στην παρέα μου έρχονται μάρτυρες για να πιστοποιήσουν το συμβάν».
Υπενθυμίζεται ότι πρόκειται για τη μητέρα της 30χρονης που, σύμφωνα πάντα με την ίδια, στην ηλικία των 20 ετών, η κόρη της, είχε μείνει έγκυος από τον Μάνο και η οικογένειά του της πρόσφερε 500 ευρώ για να κάνει έκτρωση.
Το παραπάνω επεισόδιο επιβεβαίωσε και η ίδια η Ρούλα Πισπιρίγκου, χθες το πρωί, χωρίς να γνωρίζει πως ήδη η καταγγελία είχε φθάσει στα γραφεία της εφημερίδας «Πελοπόννησος».
Η ίδια είπε: «Πριν δύο ημέρες, το Σάββατο, κατέβαινα τον δρόμο του σπιτιού μου για να παραλάβω ένα δέμα και περνώντας μπροστά από ένα καφενείο, καθόταν η μητέρα της κοπέλας. Την άκουσα να λέει “αυτή είναι”. Γυρνώντας προς το σπίτι λίγα λεπτά μετά, μας είδε, γιατί ήμουν μαζί με την αδελφή μου, μπήκε στο αυτοκίνητο της εταιρείας της, μαζί με μια άλλη γυναίκα, μας ακολούθησαν μέχρι το στενό του σπιτιού μου. Βγήκαν από το αυτοκίνητο, μας πλησίασαν προσπαθώντας να μας προκαλέσουν. “Αυτή είναι η καταραμένη”, είπε για μένα, απευθυνόμενη στη φίλη της. Εγώ δεν αντέδρασα, ούτε η αδελφή μου και μπήκαμε στο σπίτι μας».