Με αφορμή την ανάμνηση της παρουσίας του τσαγκάρη στα χωριά των Κυθήρων, η Ελένη Χάρου θυμήθηκε, με ανάρτησή της στο facebook, την τέχνη της κατασκευής και επιδόρθωσης των παπουτσιών μια φορά κι έναν καιρό στο νησί. Ένα μολύβι αρκούσε για την σχεδίαση, ενώ για την επιδιόρθωση κάρφωναν πρόκες στη σόλα και πεταλάκια στη μύτη και το τακούνι.
Όλη η απλότητα και η μαστοριά μιας άλλης εποχής ακολουθεί στο κείμενο της ανάρτησης:
«ΤΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ ΚΑΠΟΤΕ
Θυμάμαι στα παιδικα μου χρονια στα Κυθηρα, κάθε χωριό είχε τον τσαγκάρη του. Στα μεγάλα χωριά και 4 και 5. Όταν τα παπούτσια τα έφτιαχναν παραγγελία, οι τσαγκάρηδες αφθονούσαν. Έπαιρναν το χνάρι του ποδιού επάνω σε χαρτόνι με το μολύβι και ετοίμαζαν τα παπούτσια με μαστοριά πάνω στο ανάλογο καλαπόδι. Όταν φθειρόταν το τακούνι, η σόλα, ή η μύτη του παπουτσιού, δεν τα πέταγαν στα σκουπίδια. Ο τσαγκάρης τα επισκεύαζε. Στα ανδρικά παπούτσια κάρφωναν στη μύτη και στο τακούνι πεταλάκια, για να εμποδίζουν τη φθορά. Επίσης στη σόλα κάρφωναν πρόκες και αυτα τα παπούτσια τα λέγαμε προκαδούρα και προκαλούσαν μεγάλο σαματά, ή γλιστρούσαν όταν βάδιζαν σε πλακόστρωτα.
Στους τοίχους του τσαγκαράδικου κρέμονταν τα καλαπόδια και οι τσαγκάρηδες με την ποδιά τους σκυμμένοι πάνω σε ενα μικρό ξύλινο τραπεζάκι γεμάτο εργαλεία ( σφυριά, σφυράκια, βελόνες, σουβλιά, λίμες, τανάλιες, φαλτσέτες, κατσαμπρόκους, ξυλόπροκες, σακοράφες κτλ ) αγωνίζονταν για το καλύτερο αποτέλεσμα που θα ικανοποιούσε τον πελάτη, έχοντας δίπλα τους και ενα δύο παραγιούς —καλφάδες που βοηθούσαν και μάθαιναν την τέχνη. Όταν επικράτησε το βιομηχανοποιημένο παπούτσι, ο τσαγκάρης περιορίστηκε μόνο στις επιδιορθώσεις και όταν πια επικράτησε το όργιο της καταναλωτικής κοινωνίας, τα παπούτσια ελαφρώς φορεμένα πετιούνται και το τσαγκαράδικο του χωριού, τόπος συνάντησης και συναναστροφών αποτελεί πλέον μια αξεχαςτη ανάμνηση.»