Στο σενάριο, στην οθόνη και παντού κυριαρχεί η μορφή της Ρενάτε Ράινσβε, που «κούμπωσε» στον ρόλο σε βαθμό που ξεπερνάει, ή μάλλον υπαγορεύει το σενάριο. Πιστεύω ότι αυτή η ταινία δεν θα είχε υπάρξει, δεν θα με είχε συγκινήσει τόσο, αν η Ράινσβε δεν ήταν η Γιούλι.

Μια κοπέλα – τέκνο του καιρού και του τόπου της, μια Σκανδιναβή που μεγάλωσε στην ουσία χωρίς πατέρα και ο μεγαλύτερος, διανοούμενος εραστής της διατείνεται πως αυτόν τον πατέρα αναζητάει στους άντρες με τους οποίους συνάπτει σχέσεις. Μια κοπέλα είκοσι κάτι που έχει κάθε δικαίωμα να μην έχει καταλήξει στο τι θέλει να κάνει. Αγαπάει τη φωτογραφία αλλά δεν έχει ακόμα τα μυαλά για να αφοσιωθεί σ’ αυτήν, καθώς προηγείται η συναισθηματική της ισορροπία, την οποία διακαώς αναζητάει. Της αρέσει να γράφει, αλλά οι σκέψεις που αναπτύσσει πάνω στο χαρτί είναι σκόρπια θραύσματα που σκοπό άλλο δεν έχουν παρά να τραβήξουν τον άντρα που έχει δίπλα της στον εσωτερικό της κόσμο.

Στο μεταξύ κάνει μια δουλειά ρουτίνας σε ένα βιβλιοπωλείο – μια καλοπληρωμένη δουλειά, όπως όλες οι δουλειές στη χώρα με το υψηλότερο βιοτικό επίπεδο στον πλανήτη. Φαντάζομαι πως στη Νορβηγία το να δουλεύει κάποιος υπάλληλος σε βιβλιοπωλείο ή σε καφετέρια δεν είναι καθόλου προσβλητικό, ούτε σημαίνει κατ’ ανάγκη και οικονομικό στένεμα. Όμως η Γιούλια «τρώγεται» να κάνει κάτι άλλο, πιο καλλιτεχνικό. Για να σταθεί δίπλα στον Άκσελ, τον πρώτο της εραστή, καταξιωμένο κωμικογράφο, για να ξεφύγει από τη ρουτίνα της ζωής με τον Έιβιντ, τον δεύτερο εραστή της, που μια συμβατική ζωή του φτάνει και του περισσεύει;

Μέσα στο συναισθηματικό της μπουρδούκλωμα, η Γιούλια αφήνει τις φιλοδοξίες της στην άκρη. Ανάμεσα σε δυο πολύ διαφορετικούς άντρες προσπαθεί να «ζήσει» όσο γίνεται πιο έντονα, να αποκτήσει εμπειρίες, με αποτέλεσμα ένα δυσαναπλήρωτο κενό. Δεν θέλει να είναι μόνη της, όμως η υπερβολική συνύπαρξη την αποσυντονίζει και αναβάλλει την ενηλικίωση. Η οποία θα έρθει κάποια στιγμή μέσα από την απώλεια. Και τότε θα αποφασίσει να κάνει αυτό που αγαπάει, χωρίς να τη νοιάζει αν αυτό συνεπάγεται τη μοναξιά.

Η Γιούλια του Τρίερ και της Ράινσβε δεν είναι σίγουρα η Νόρα από το Κουκλόσπιτο του Ίψεν. Δεν έχει το βάρος μιας τραγικής ηρωίδας. Είναι ανάλαφρη, ακόμα και στον πιο βαθύ πόνο, και γι’ αυτό και είναι γοητευτική. Σκηνοθέτης και πρωταγωνίστρια καταφέρνουν να δώσουν στην ηρωίδα μια πληρότητα που δεν μπορεί να τη διακρίνει εύκολα κανείς αν μείνει στην επιφάνεια, στο τι λέγεται, ή πιαστεί από τις μικρές ιστορίες που πορεύονται παράλληλα, όπως η περίπτωση του κραξίματος της άτεγκτης πολιτικοκορεκτίλας, που κατά τη γνώμη μου ήταν πετυχημένο και τόσο όσο.

Η Γιούλια για να μπορέσει να δημιουργήσει πρέπει να περάσει από τη φάση του ετεροπροσδιορισμού, όπου υπάρχει μόνο μέσα από το βλέμμα του συντρόφου, στη φάση του αυτοκαθορισμού. Όπως η Νικόλ στην Ιστορία Γάμου, απομακρύνεται από τη σχέση για να προσδιορίσει τον εαυτό της και τις επιθυμίες της. Στη μεταφεμινιστική εποχή ο άντρας δεν επιβάλλεται με τη βία και τις απαγορεύσεις αλλά είτε με την υποτιθέμενη πνευματική ηγεμονία του (όπως η περίπτωση του Άκσελ) είτε με τη συναισθηματική του προσκόλληση. Η γυναίκα εισπράττει αδιαφορία και απαξίωση. Και η συμβιβάζεται και μένει, είτε λύνει το δεσμό και προχωράει.

Γλυκόπικρες οι δυο τρεις τελευταίες σκηνές της ταινίας, με το ζευγάρι που φεύγει χαρούμενο με το μωρό του και τη Γιούλια, την ηρωίδα μας, να χαμογελάει μελαγχολικά μπροστά στον επεξεργαστή εικόνας.

INFO

Ο χειρότερος άνθρωπος στον κόσμο (Verdens verste menneske)

Σκηνοθεσία: Joachim Trier

Παίζουν: Renate Reinsve, Anders Danielsen Lie, Maria Grazia Di Meo, Herbert Nordrum, Hans Olav Brenner, Ole Magnus.

Σενάριο: Joachim Trier, Eskil Vogt

Παραγωγή: Andrea Berentsen Ottmar, Thomas Robsahm

Μουσική: Ola Flottum

Φωτογραφία: Kasper Tuxen

Μοντάζ: Olivier Bugge Coutte

Σκηνικά: Roger Rosenberg

Κοστούμια: Ellen Daehli Ystehede

Ρεγγίνα Ζερβού

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

twelve + eleven =