«Η Αστυνομία κάνει καλά τη δουλειά της. Θα τον βρουν τα παιδιά τον ένοχο…», δήλωνε στα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας ο 33χρονος πιλότος. Και είχε δίκιο. Τα «παιδιά» έκαναν πολύ καλά τη δουλειά τους και βρήκαν τον δολοφόνο. Μόνο που ήταν ο ίδιος. Μία αλήθεια που, όσο κι αν όλες οι ενδείξεις οδηγούσαν προς αυτή, είναι πολύ πικρή, σαν ένα πικρό φάρμακο που όσο νερό κι αν πιείς νιώθεις ότι η πίκρα έμεινε στο στόμα σου. Μία πικρή αλήθεια που μοιάζει σαν να έχει καθίσει στον… λαιμό της κοινωνίας μας.
Και ας έρθουμε πρώτα σε αυτή την αλήθεια που συγκλόνισε την κοινή γνώμη στην Ελλάδα, και όχι μόνο. Ακόμα και εάν οι ενδείξεις, από την πρώτη στιγμή, είχαν ωθήσει τους αστυνομικούς να θεωρούν τον 33χρονο ως τον βασικό ύποπτο, η συλλογή των αποδείξεων έπρεπε να γίνει με μεθοδικό τρόπο, και να μην υπάρχει το περιθώριο του παραμικρού λάθους. Η πλειονότητα της κοινωνίας που σήμερα έχει μετατραπεί σε κατήγορο είχε συγκλονιστεί από το δράμα του πιλότου, που με επικοινωνιακή άνεση μιλούσε στα ΜΜΕ για τις δύσκολες στιγμές που ζει. Μια λανθασμένη εκτίμηση θα οδηγούσε στο… απόσπασμα του πληκτρολογίου τις διωκτικές αρχές.
Από την πρώτη στιγμή οι Αστυνομικοί έδρασαν με επαγγελματισμό και… χειρουργικές κινήσεις μπροστά σε μία τόσο ιδιαίτερη υπόθεση. Αξιοποίησαν στο έπακρο την τεχνογνωσία και την τεχνολογία, και, για πρώτη φορά, τουλάχιστον στην Ελλάδα, ένας άνθρωπος κρίθηκε ως ύποπτος και μέσα από τις ενδείξεις του βιομετρικού ρολογιού του θύματος, ενός high tech gadget, το οποίο αναβαθμίζει τη φυσική κατάσταση, αλλά, στην προκειμένη περίπτωση, «έδειξε» τις αντιφάσεις του συζύγου. Ενός συζύγου που θα μπορούσε να κάνει καριέρα ως σεναριογράφος, ως ηθοποιός αλλά, όπως αποδείχθηκε, δεν ήταν άξιος για τους ρόλους του συζύγου και του πατέρα.
Κατά τη διάρκεια της καραντίνας, ο καθ΄ομολογία δολοφόνος πρέπει να είδε άφθονες ταινίες βίας. Τόσες πολλές που έβαλε και τον εαυτό του στη θέση του πρωταγωνιστή. Πριν δολοφονήσει τη σύζυγό του, αφαίρεσε την κάρτα από τις κάμερες ώστε να μην υπάρχει κανένας μάρτυρας στο δικό του σενάριο. Δεν δίστασε να κρεμάσει ούτε το σκυλάκι της οικογένειας προκειμένου να πείσει για τους αιμοδιψείς δολοφόνους – κλέφτες. Δέθηκε με αριστουργηματικό τρόπο, σίγουρα αντιγραφή από κάποια ταινία, και αποκορύφωμα της σεναριογραφικής του έμπνευσης ήταν το τηλεφώνημα στην αστυνομία με τη… μύτη. Στη συνέχεια, τον λόγο είχαν «τα παιδιά».
Σε κάθε δήλωσή του, εξήρε τον ρόλο της Ελληνικής Αστυνομίας σα να ήθελε να βρει συμμάχους. Οι άλλοι σύμμαχοι που αναζήτησε ήταν οι εκπρόσωποι των ΜΜΕ: ευγενικός μαζί τους, απαντούσε, επί το πλείστον, με μηνύματα σε όλες τις κλήσεις τους, νομίζοντας ότι με αυτόν τον τρόπο θα εξαγόραζε τη στήριξή τους. Ο άλλος σύμμαχος ήταν η κοινή γνώμη. Ο «χαροκαμένος» σύζυγος έβρισκε χρόνο να ασχοληθεί με τους χώρους κοινωνικής δικτύωσης για να απαντήσει στους άγνωστους ανθρώπους που του εξέφραζαν τη στήριξή τους. Ένας καλός ηθοποιός που είχε μπει στο πετσί του ρόλου…
Ένας ηθοποιός που ζούσε μέσα στο σενάριο που είχε φτιάξει για τον εαυτό του. Η κοινωνία της Ελλάδος ζούσε σε ανασφάλεια σκεπτόμενη αιμοδιψείς δολοφόνους που πνίγουν νεαρές γυναίκες και κρεμάνε σκυλάκια και ο πιλότος πρωταγωνιστούσε στο δικό του αφήγημα. Πριν από λίγες ημέρες έκανα ένα οδοιπορικό στις φυλακές του Κορυδαλλού. Μίλησα με κρατούμενους που χαρακτηρίζονται «σκληροί». Όλοι τους ήταν εντυπωσιασμένοι από το έγκλημα, και αναρωτήθηκαν εάν έχουν έρθει στην Ελλάδα τόσο αδίσταχτοι δολοφόνοι. Δεν ήταν λίγοι οι βαρυποινίτες που μου είπαν ότι για τέτοιου είδους εγκλήματα θα πρέπει οι ποινές να γίνουν πιο αυστηρές ενώ άλλοι μίλησαν ακόμα και για επαναφορά της θανατικής ποινής. Και όμως το έγκλημα δεν το είχε εκτελέσει κάποιος αιμοσταγής κακοποιός αλλά ένας άνθρωπος της διπλανής πόρτας.
Ένας άνθρωπος με οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο που έγινε σεναριογράφος στην καταστροφή της ζωής του. Ένας άνθρωπος που έκανε ένα έγκλημα –δύο εάν υπολογίσουμε και το σκυλάκι-, τα οποία δεν μπορεί να συλλάβει εύκολα ο νους. Ένας άνθρωπος που σκότωσε ένα κορίτσι, το οποίο από την τρυφερή ηλικία των 15 ετών είχε παραδώσει τη ζωή της στα έμπειρα χέρια του. Το έγκλημα θα συνεχίσει να σοκάρει και να ανεβάζει την αδρεναλίνη στην κοινωνία μέχρι να βρεθεί ένα άλλο… σενάριο, κάποιου άλλου αρρωστημένου ανθρώπου. Εμείς όμως ως γονείς έχουμε ηθική υποχρέωση να «εκπαιδεύσουμε» τα παιδιά μας ώστε να σέβονται τις επιθυμίες των άλλων. Μόνο έτσι θα ελαχιστοποιηθούν οι «πικρές αλήθειες» που σοκάρουν την κοινωνία μας.