syllogos-ieropsalton-thessalonikis

Σε συνέχεια του άρθρου – άποψης του Παναγιώτη Ανδριόπουλου, ο οποίος σχολιάζει τις “επιθέσεις” -μεταξύ άλλων και από τον μητροπολίτη Κυθήρων, Σεραφείμ-εναντίον του καθηγητή Δογματικῆς καὶ Συμβολικῆς Θεολογίας τοῦ Τμήματος Θεολογίας ΑΠΘ καὶ Κοσμήτορα τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς ΑΠΘ (2021-2024), Χρυσόστομου Σταμούλη, δημοσιεύουμε την ανάρτηση στο facebook του Συλλόγου Ιεροψαλτών Θεσσαλονίκης «Λυκούργος Πετρίδης».

Σε αυτήν, ο Σύλλογος εγκαλεί τον καθηγητή για τις απόψεις του επί σειράς θεολογικών θεμάτων, με προεξέχον εξ αυτών, την παρθενία της Υπεραγίας Θεοτόκου και Θεομήτορος, Μαρίας.

Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της ανάρτησης:

Αἱρετικὲς διδασκαλίες τοῦ καθηγητῆ Δογματικῆς καὶ Συμβολικῆς Θεολογίας τοῦ Τμήματος Θεολογίας ΑΠΘ καὶ Κοσμήτορα τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς ΑΠΘ (2021-2024), Χρυσόστομου Σταμούλη.

1) Περὶ τῆς Γέννησης τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀπὸ ἔγγαμη γυναῖκα
Ο Χ. Σταμούλης στὸ βιβλίο του Ἔρως καὶ Θάνατος, (Ἀκρίτας, Ἀθῆνα 2009) καθὼς καὶ στὴν ἀνατύπωσή του (ἐκδόσεις Ἁρμός, Ἀθήνα 2019) γράφει: «ἀποτελεῖ κλασικὴ ἔκφραση μίας νοοτροπίας, ποὺ δημιούργησε συγκεκριμένο κλίμα ἐντός της Ὀρθόδοξης πνευματικότητας, ὅπου κυριαρχεῖ πλέον σχεδὸν ὁλοκληρωτικά, καὶ ὡς ἐκ τούτου καταθλιπτικά, ἡ συνήθεια, προκειμένου νὰ… μιλήσει κανεὶς γιὰ τὴ μητέρα τοῦ Θεοῦ, νὰ χρησιμοποιεῖ τὸν ὄρο ‘‘Παρθένος’’ […] πρέπει σήμερα νὰ ὑπενθυμίσουμε ὅτι τὸν ἀγῶνα ὁ ἅγιος Κύριλλος καὶ ἡ Γ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος τῆς Ἐφέσου, ἀπέναντι στὸν Νεστόριο, δὲν τὸν ἔδωσε γιὰ τὴν παρθενία τῆς Παναγίας, ἀλλὰ γιὰ τὴ θεομητρότητά της. Καὶ τοῦτο διότι το ὄντως μυστήριο, τὸ μέγα μυστήριο δὲν εἶναι ἡ παρθενία, ἀλλὰ ἡ θεομητρότητα. […]

Ἡ παρθενία εἶναι μία δευτερεύουσα πραγματικότητα, ποὺ ἀληθεύει ὀντολογικὰ μόνο ὅταν δείχνει τὴ θεομητρότητα καὶ συνεπῶς τὴ θεοπρέπεια τῆς σάρκωσης, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀποκτᾶ καὶ τὸ ὁποιοδήποτε νόημά της. Θὰ τολμοῦσα ἔτσι νὰ πῶ, ὄτι η παρθενία εἶναι ἕνα ἐργαλεῖο, ὅπως ἄλλωστε καὶ ἡ θεολογία τῶν ὠδίνων τῆς Μαρίας, προκειμένου νὰ ἀποδειχθεῖ, ἀπέναντι στὴν κάθε δόκηση ποὺ ἀρνιόταν τὴ θεότητα τοῦ Ἰησοῦ, μὲ τὸν πλέον ξεκάθαρο τρόπο, ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἦταν ἕνας ἁπλὸς ἄνθρωπος, ἀλλὰ ὁ σαρκωμένος Υἱὸς τοῦ Θεοῦ Πατέρα.

Εκείνο τὸ πρόσωπο ποὺ λογώνει τόσο τὴν παρθενία ὅσο καὶ τὴ θεομητρότητα καὶ ἀποδεικνύει πὼς ἡ Μαρία εἶναι αὐτὸ ποὺ εἶναι, ἐπειδὴ ἐκεῖνος τὴν κάνει νὰ εἶναι αὐτὸ ποὺ εἶναι. Η δική της συμβολὴ περιορίζεται στὴν ἐλεύθερη κατάφασή της, στὴν ἀποδοχή της, δηλαδή, νὰ ἐκχωρήσει τὸ σύνολο τῆς ὑπάρξεώς της, προκειμένου νὰ γίνει ὁ τόπος, ἡ χώρα τοῦ ἀχωρήτου, ἐξάπαντος ὄχι ἕνα ἁπλὸ κανάλι, ὅπου θὰ σαρκωθεῖ ὁ Θεός. Και νομίζω, ὅτι μία τέτοια ἐξήγηση μᾶς ἐπιτρέπει νὰ ποῦμε καὶ τὸ κατὰ τὰ ἄλλα ‘‘αἱρετικό’’, πὼς ἐὰν δὲν ὑπῆρχε ἡ ἀνάγκη ἑνὸς ἐξωτερικοῦ ‘‘σήματος’’, ‘ἑνὸς ἐξωτερικοῦ ‘‘συμβόλου’’, ποὺ θὰ ἀπεδείκνυε τὴ θεοπρέπεια τοῦ μυστηρίου –τὴν ἀνθρωποπρέπεια ἔτσι κι ἀλλιῶς ἀπεδείκνυε ἡ παρουσία τῆς Μαρίας-, ὁ Χριστὸς θὰ μποροῦσε νὰ γεννηθεῖ καὶ ἀπὸ μία ἔγγαμη γυναῖκα»[1] .
Αυτά ποὺ δὲν τόλμησε νὰ πεῖ οὔτε ὁ Ἄρειος καὶ ὁ Νεστόριος γιὰ τὴν Παναγία, τὰ ὑποστηρίζει ὁ Σταμούλης. Τὴ γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ ἔγγαμη γυναῖκα! Δηλαδὴ ὁ Ἄφθαρτος νὰ γίνει φθαρτός!

Η φράση τοῦ Σταμούλη, ὅτι «ὁ Χριστὸς θὰ μποροῦσε νὰ γεννηθεῖ καὶ ἀπὸ μία ἔγγαμη γυναῖκα», δὲν διαφέρει ἀπὸ τὴν «ἀρειονεστοριανικὴ» θέση περὶ τοῦ Χριστοῦ ὡς κτίσματος, ἀφοῦ, κατὰ τὸ δόγμα ἐκείνων δὲν μπορεῖ νὰ συμβεῖ πραγματικὴ ἕνωση τοῦ ἄκτιστου Θεοῦ μὲ τὸν κτιστὸ ἄνθρωπο. Κατά τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἡ Παρθενία καὶ ἡ Θεομητρότητα δὲν διαχωρίζονται, ὑπουργώντας τὸ ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ μυστήριο τῆς γέννησης τοῦ Θεανθρώπου.

Ὅσον ἀφορᾶ, τὸ ρῆμα «περιορίζεται», καθὼς καὶ τὴν ἔκφραση «ἐξάπαντος ὄχι ἕνα ἁπλὸ κανάλι», ποὺ χρησιμοποιεῖ, ὁ Σταμούλης, σὲ σχέση μὲ τὴν κατάφαση τῆς Παρθένου στὸ μήνυμα τοῦ ἀρχαγγέλου Γαβριήλ, αὐτὰ κινοῦνται στὴ δική του λογικὴ ἀπαξίωσης τοῦ μυστηρίου τῆς Θεοτόκειας Παρθενίας.Σκεπτόμενος καθένας τὸν ἀριθμὸ τῶν μνημονεύσεων τῆς Ἀειπαρθένου στὶς ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἰδίως στὴ Θεία Λειτουργία, ὅπου σὲ κάθε μικρὴ ἢ μεγάλη συναπτὴ μνημονεύεται ἡ Παναγία «Τῆς Παναγίας, Ἀχράντου, Ὑπερευλογημένης, Ἐνδόξου Δεσποίνης ἠμῶν, Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας», δύναται νὰ ἐννοήσει, στὸν ὕψιστο βαθμό, τὸ μυστήριο τῆς Θεοτόκειας Ἀειπαρθενίας.

Προφανῶς, οἱ σωτηριοκεντρικὲς τοῦτες ἐπικλήσεις ἐνοχλοῦν, ὅσους πάσχουν τὴν κατάθλιψη ἄρνησης τῆς σωτηρίας ἀπὸ τὸν Θεό, ποὺ ἔχει ἐπὶ γὴς Μητέρα. Πῶς, λοιπόν, ὁ Σταμούλης νὰ ὀρθοτομήσει τὸν λόγο τῆς ἀληθείας, ὅταν σύμφωνα μὲ τὸν λογοτέχνη Ν.Γ.Πεντζίκη, τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ «εἶναι ἀδύνατο νὰ κατανοηθεῖ παρὰ μόνο λατρευτικὰ καὶ ἐντός του ναοῦ, πρεσβείαις τῆς Τεκούσης, τοῦ Προδρόμου, τῶν Ἀποστόλων…»[2];

Καθίσταται πασιφανὲς ὅτι «ἡ παρθενία» τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ σὲ καμία περίπτωση δὲν ἀποτελεῖ ἁπλὰ «ἕνα ἐργαλεῖο», ὅπως ὑποστηρίζει ὁ Σταμούλης, ποὺ σημειώνει ὅτι τοῦτο «τὸν σκοπὸ» εἶναι «τῆς γνώμης» πὼς διακόνησε «καὶ ἡ δογματικὴ κατοχύρωση τοῦ ὄρου ‘‘ἀειπάρθενος’’, μόλις τὸ 533» κατὰ τὴν Ἐ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Θὰ θέλαμε νὰ σημειώσουμε γιὰ αὐτό, ὅτι ἡ λέξη «μόλις», ποὺ χρησιμοποιεῖ, «λεκτικὸ πονήρευμα», σύμφωνα μὲ τον καθηγητὴ Κουρεμπελέ, σὲ καμιὰ περίπτωση δὲν φανερώνει ἀργοπορία τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ ἕναν παρυπόστατο ὄρο[3] , ἀλλὰ ἀποτυπώνει τὴν παντοτινὴ καὶ βέβαιη πίστη τῆς Εὐχαριστιακῆς Κοινότητας[4] . Αὐτὴ που εκφράζεται καὶ ζωγραφικά, μὲ τὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας νὰ περιστοιχίζεται ἀπὸ τρία ἀστέρια, ἕνα στὸ μέτωπό της καὶ δύο στοὺς ὤμους της, ὅπως τονίζει ὁ καθηγητὴς Boosalis [5]. Φανερώνοντας ἔτσι τὴν, πρὸ τόκου, κατὰ τὸν τόκον καὶ μετὰ τόκον, ἀειπαρθενία της.

Στὴν Ἐ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, λοιπόν, «δὲν λέγεται ἀπὸ τοὺς Πατέρες κάτι καινούριο, ἀλλὰ μεταφράζεται διὰ τῆς τεχνικῆς ὁρολογίας ἡ ἀντίδραση σὲ μία νέα ἐπίθεση κατὰ τῆς Θεοτοκολογίας καὶ τῆς σωτηριολογικῆς σημασίας τῆς»[6] .

Θα θέλαμε νὰ σημειώσουμε ἐδῶ, ὅτι τὸ βιβλίο Ἔρως καὶ Θάνατος του Σταμούλη ἐπανεκδόθηκε τὸ 2019, ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις «Ἁρμός», χωρὶς οὐδεμία ἀλλαγή, ἐκ μέρους τοῦ συγγραφέα, ὡς πρὸς τὰ καίρια δογματικὰ λάθη ποὺ παρουσιάζει, καὶ εἶχε ἤδη ἐπισημάνει ὁ καθηγητὴς Κουρεμπελὲς σὲ εἰδικὴ πρὸς τοῦτο μονογραφία, μὲ τίτλο Ἠδονοδοξία, Κριτικὴ στὴ μεταπατερικὴ θεώρηση τῆς Παρθενίας τῆς Θεοτόκου.

2) Περὶ τοῦ χαρακτηρισμοῦ ὡς ἰδεολογικοῦ του προπατορικοῦ ἁμαρτήματος
Γράφει ὁ Σταμούλης: «Δυστυχῶς, κάτω ἀπὸ τὶς ἐπιδράσεις ἑνὸς ὄψιμου καὶ ἰδιόμορφου γνωστικισμοῦ, ὁ χριστιανισμὸς δὲν δέχθηκε σχεδὸν ποτὲ τὸν ἄνθρωπο ὡς ἔχει. Πίστεψε καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ πιστεύει πὼς ὁ ἄνθρωπος εἶναι αὐτὸ ποὺ εἶναι μεῖον τὴ φύση του, ἕνα σῶμα καὶ μία ψυχὴ φυλακισμένα στην ἰδεολογία τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος. Γι’ αὐτὸ ἀναλώθηκε στὰ ὅρια τῆς ἀνθρωπολογίας τοῦ –ὑπόλογης πάντα στὸ μυστήριο τῆς σάρκωσης, ὅπου ὁ Θεὸς προσλαμβάνει τὸν ἄνθρωπο στὸ σύνολο τού–, στὴ δημιουργία ἑνὸς ἀνθρώπου ἄλλου, ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ σίγουρα δὲν εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔπλασε ἡ ἀγάπη καὶ ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ»[7].

3) Περὶ τοῦ μολυσμοῦ τῶν ἀντικειμένων τῆς Λατρείας
Ο Σταμούλης σημειώνει: «Νομίζω ὅτι ἡ Ἐκκλησία στὰ πλαίσια τῆς θείας οἰκονομίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ τρόπους, προκειμένου καὶ τὸ Μυστήριο νὰ τελεῖται, ἀλλὰ καὶ τὰ μέτρα ἀσφαλείας νὰ παρθοῦν, διότι τὰ ἀντικείμενα τὰ ὁποῖα βρίσκονται σὲ ἕνα λατρευτικὸ τόπο, σ’ ἕνα τόπο προσευχῆς μποροῦν εὔκολα νὰ ἀποτελέσουν πηγὲς μόλυνσης καὶ διάδοσης αὐτῆς τῆς μολύνσεως στοὺς πιστούς, ἀλλὰ καὶ σὲ μέλη ἐκτός της λατρευτικῆς κοινότητας».

Εδώ, ὁ ἴδιος ξεχνᾶ ὅτι τὰ ἀντικείμενα ποὺ χρησιμοποιοῦνται στὴ λατρεία της Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας «λαμβάνουν εἰδικὴ καθιέρωση ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο σὲ σχετική, σύντομη ἀκολουθία. Τὰ λειτουργικὰ σκεύη, ὅπως τὸ δισκάριο, τὸ ποτήριο, ἡ λαβίδα, ἡ λόγχη καὶ δευτερευόντως τὸ θυμιατό, τὰ λειτουργικὰ βιβλία, ἀλλὰ καὶ οἱ εἰκόνες ὀφείλουν νὰ καθαγιασθοῦν ἀπὸ τὸν ἀρχιερέα μὲ τὴ χρίση ἁγίου Μύρου, δεδομένου ὅτι δὲν συνιστοῦν κοινὰ σκεύη, ἀλλὰ ἱερὰ ἀντικείμενα, κατάλληλα γιὰ τὴν ἐπιτέλεση τῆς Θείας Λατρείας».

Μέχρι τὸν ΙΓ΄ αἰῶνα ὁ «καθαγιασμὸς τῶν ἱερῶν σκευῶν δὲν γινόταν μὲ εἰδικὴ ἀκολουθία», ὅποτε τότε ἐμφανίστηκαν «οἱ πρῶτες λειτουργικὲς εὐχὲς καθαγιασμοῦ Δισκαρίου καὶ Ποτηρίου». Ἀλλὰ καὶ μόνο ἡ «λειτουργικὴ χρήση» τῶν ἱερῶν σκευῶν ἀποτελοῦσε πάντοτε ἕναν ἄτυπο τρόπο καθαγιασμοῦ[8].

Και τίθεται τὸ ἐρώτημα, ἐὰν ὁ καθαγιασμὸς τῶν Σκευῶν, μὲ τὸ ἅγιο Μύρο, τὰ καθιστὰ ἱερὰ ἢ καὶ μόνο ἐκ τῆς χρήσεώς τους καθίστανται μεστὰ Χάριτος Πνεύματος Ἁγίου, πῶς μποροῦν, γιὰ τὴ «θεολογία» τοῦ Σταμούλη, νὰ ἀποτελέσουν πηγὴ μολύνσεως γιὰ τοὺς πιστούς; Πέρα δηλαδὴ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὡς ἱερὰ σκεύη προσεγγίζονται μὲ ἄσκηση στὴν καθαρότητα καὶ εὐλάβεια ἀπὸ τοὺς ἱερουργούς, εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποϊεροποιεῖται ἀπὸ ἕναν δογματολόγο, ποὺ δηλώνει καὶ ἐκκλησιαστικός, ὁ ἱερὸς καθαγιασμός τους καὶ ἡ περικύκλωσή τους ἀπὸ τὴν ἁγιοπνευματικὴ χάρη; Δυστυχῶς, ὁ Σταμούλης, ὡς σκευοφθόρος, ἐκκινεῖ ἀπὸ τὴ λογική της ἀποϊεροποίησης τῆς Ἐκκλησίας καὶ μίας δῆθεν ἀνάγκης νὰ προσεγγισθοῦν ρυπαρὰ Σκεύη.

4) Περὶ πορνείας
Γράφει ὁ Σταμούλης, «ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἐμπεριέχει τοὺς πάντες καὶ τὰ πάντα […] εἶναι […] κοινωνία τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀλλὰ εἶναι καὶ ὅλος αὐτὸς ὁ κόσμος, ὁ ὁποῖος συμμετέχει σ΄ἕναν τρόπο ὑπάρξεως». «Καὶ γιὰ αὐτὴ τὴν Ἐκκλησία» ὁμιλεῖ καὶ λέγει «πως αυτὴ ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ πόρνη». «Τί σημαίνει πορνεία;», ἐρωτᾶ, γιὰ ν’ ἀπαντήσει ὁ ἴδιος, ἡ «ἄρνηση τῆς σχέσης, δηλαδή, τὸ πρόσωπο ποὺ ἀρνεῖται τὴ σχέση πορνεύει». «Μὴν πάτε σὲ ἠθικιστικὰ σχήματα», σημειώνει, καλώντας ταυτόχρονα τὴν ὁμήγυρη, νὰ κατευθυνθεῖ δῆθεν «στὸν ὀντολογικὸ χαρακτῆρα τῶν πραγμάτων». Συνεχίζοντας, λέγει ὅτι: «ἡ πορνεία στὴν Ἐκκλησία, κατὰ Χρυσόστομο, δὲν εἶναι ἡ εἴσοδος σὲ ἄλλο σῶμα, ἀλλὰ ἡ πλεονεξία».*****«Ἡ πορνεία», συμπληρώνει ὁ Σταμούλης, «θεωρεῖται ὡς τέτοια, μόνο ὅταν εἶναι στοιχεῖο πλεονεξίας». Καὶ καταλήγει: «Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὑπῆρχαν πολυγαμικὲς σχέσεις»[9].

Θέλοντας νὰ ἑρμηνεύσουμε τὸ κείμενο τοῦ λογοτέχνη Ν.Γ.Πεντζίκη, κατανοοῦμε τὸ λόγο του, ὅτι ἀκόμη καὶ ἂν κάποιοι θεωροῦν πὼς ἡ Ἐκκλησία δὲν ἀξίζει (ὅπως ἡ περιπωση τῆς κοπέλας ποὺ γνώρισε ἐκεῖνος) ἢ ἀκόμα χειρότερα ἂν νομίζουν ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι τελευταία στὴν κοινωνικὴ κατάταξη, χωρὶς ὑπόληψη, ὅπως ἡ πόρνη γυναῖκα, ποὺ νυμφεύθηκε ὁ Προφήτης Ὠσηέ, αὐτὸ δὲν ἀλλοιώνει τον χαρακτῆρα τῆς Ἐκκλησίας πού, κατὰ Πεντζίκη, εἶναι «ἀπὸ Θεοῦ καὶ κατὰ συγκατάβαση […] ἐν Χριστῷ δωρεά, ὅπως καὶ ἡ ὕπαρξή μας, ἀσχέτως ἂν ἠμεῖς διὰ τοῦ παρόντος βίου τὴν κατασπιλώνουμε».

Η Ἐκκλησία κατὰ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, δὲν φέρει «σπίλον ἢ ρυτίδα ἢ τί τῶν τοιούτων», ἀλλὰ εἶναι «ἁγία καὶ ἄμωμος»[10] . Ὅποτε, ἡ ἑρμηνευτική του Σταμούλη, περὶ «ρωγμῶν» ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν τῶν πιστῶν, δὲν ἑδράζεται στὴν ἐννοιολογία τοῦ Πεντζικικοῦ κειμένου, τὸ ὁποῖο διακηρύσσει γιὰ τὸν Παύλο οτι ὑπῆρξε «Διερμηνευτὴς τοῦ σχήματος, ἐπὶ τοῦ ὁποίου κατεδέχθη ἐξ ἀγάπης νὰ μαρτυρήσει ὁ ἀναστηθεῖς Θεάνθρωπος»[11].

Ο Σταμούλης, μάλιστα, περιέργως, ἐμπλέκει καὶ τὸ ὄνομα τοῦ ἁγίου Ἰωάννη Χρυσόστομου, λέγοντας ὅτι δῆθεν, κατὰ τὸν ἅγιο, ἡ πορνεία θεωρεῖται ὡς ἁμαρτία μόνον ὅταν εἶναι στοιχεῖο πλεονεξίας. Καὶ ἐρωτοῦμε, πότε ἀλήθεια, ἡ πορνεία δὲν ἀποτελεῖ στοιχεῖο πληθυντικοῦ ἀριθμοῦ, ἀφοῦ ἀκυρώνει τὴν εὐλογημένη ἕνωση τοῦ γάμου, δηλαδὴ τὸ «καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν»[12];

Όσο γιὰ τὴν πολυγαμία τῆς Παλαιοδιαθηκικῆς περιόδου ἐξηγεῖται λόγω τῆς τότε στερησής της θείας χάριτος, ἡ ὁποία ἀντιθέτως παρέχεται πλουσίως στὴν Καινὴ Διαθήκη μὲ τὴν εὐλογημένη μονογαμία, δηλαδὴ τὴν ἕνωση ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς στὸ ἱερὸ μυστήριο τοῦ γάμου.5) Ἀβέβαιος Θεός;

Ξένη, πρὸς τὸ Ὀρθόδοξο δόγμα, εἶναι καὶ ἡ θέση τοῦ Σταμούλη περὶ δῆθεν ἐξόδου τοῦ Υἱοῦ «ἀπὸ τὴ βεβαιότητα τῆς ἀγαπητικῆς τριαδικῆς κοινωνίας», προκειμένου νὰ «πάει στὸ μηδέν». «O Υἱὸς τοῦ Θεοῦ», σημειώνει αὐτολεξεί, «βγαίνει ἀπὸ τὴ βεβαιότητα τῆς ἀγαπητικῆς τριαδικῆς κοινωνίας καὶ πάει στὸ μηδέν. Ξέρει ὅτι θὰ τὸν σταυρώσουν, ὅτι θὰ τὸν φτύσουν, θὰ τὸν ματαιώσουν καὶ τὸ ἐπιλέγει»[13].

Μπορεί ποτὲ νὰ θεωρηθεῖ ὡς μηδενικὴ ἡ δημιουργία, στὴν Ὀρθόδοξη Θεολογία, ἐνῷ ἀποτελεῖ, γιὰ ἐκείνη, τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο, δηλαδὴ τὴν κίνηση τοῦ Θεοῦ «πρὸς τὸν (κτιστὸ) ἄνθρωπο εὐθὺς ἀπὸ τὴ στιγμὴ τῆς δημιουργίας τοῦ»[14]; Στὸν Ἄκτιστο Θεὸ δὲν ὑπάρχει γνωμικὸ θέλημα τὸ ὁποῖο ἀντίκειται στὴ φυσικὴ θέληση, ποὺ ἐκφράζει (καὶ ὡς σαρκωμένος) ὁ Θεὸς Λόγος. Πρωτάκουστα πράγματα, λοιπόν, ἀπὸ καθηγητὴ τῆς Δογματικῆς.

Σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο, ἐνθυμούμαστε, τὸ λόγο ποὺ συνέγραψε ὁ ἅγιος Φιλόθεος Κόκκινος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, γιὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμά: «Ἢν οὒν ἀναγκαῖον», τονίζει, «γενέσθαι ἄνθρωπον ἀναμάρτητον καὶ ἀναμαρτήτως ζῆσαι καὶ οὕτω βοηθῆσαι τῷ ἐθελουσίως ἁμαρτόντι ἀνθρώπω»[15]. Συνεπῶς, ἀπὸ ποιὰ «βεβαιότητα», γιὰ τὸν Σταμούλη, ἐξέρχεται ὁ ἀναμάρτητος καὶ ἄτρεπτος Θεός, προκειμένου νὰ ἐνσαρκωθεῖ καὶ νὰ σώσει τὸν ἁμαρτωλὸ ἄνθρωπο;

6)Τὸ ἀποκορύφωμα τῆς θεολογικῆς ἰδιωτικότητας
Τονίζει ὁ Σταμούλης: «Ἡ Θεία Εὐχαριστία στὰ ἀλήθεια εἶναι ἕνα σημεῖο, ποὺ δείχνει συμβολικὰ τὴν ἑνότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, μεταξύ τους καὶ μὲ τὸν Χριστό, αὐτὸ εἶναι ἡ Θεία Εὐχαριστία»[16]. Ἐδῶ, ὁ ἴδιος προχωρᾶ στὸ ἀποκορύφωμα τῆς θεολογικῆς του ἰδιωτικότητας, κάνοντας λόγο γιὰ «σημεῖο» καὶ σύμβολο, ὅσον ἀφορᾶ τὴν Εὐχαριστία, ἐρχόμενος σὲ πλήρη ἀντίθεση μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, γιὰ τὴν ὁποία ἡ Εὐχαριστία εἶναι ἡ Μετάληψη «τῶν ζωοποιῶν καὶ φρικτῶν δωρημάτων»[17], ποὺ γίνεται «ἐπ’ εὐεργεσία καὶ ἁγιασμῶ τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων ἠμῶν»[18].

Όπως σημειώνει, μάλιστα, ὁ ἅγιος Βαρσανούφιος, ὁ ὁποῖος ξεπέρασε τὰ ἀνθρώπινα μέτρα, γενόμενος τέλειος, παρὰ τῷ Θεῷ, ἄνθρωπος[19] καὶ ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης μεταφέρει τοὺς λόγους του: «ἐγὼ δὲ καθ’ ἑκάστην ἐκ τῶν ἁγίων σου μελῶν λαμβάνω τὴν ἰατρείαν, τουτέστι τοῦ ἁγίου σώματος καὶ αἵματος»[20].

Τη στιγμή, λοιπόν, ποὺ ὁ Σταμούλης ἐπιθυμεῖ τὴν ἐπιβολὴ ἀποχῆς ἀπὸ τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας[21] , λόγω κορωνοϊοῦ, ἀδυνατεῖ νὰ παρακολουθήσει ἐκφράσεις Πατέρων, ὅπως τοῦ ἁγίου Βαρσανούφιου, ποὺ ὁμιλεῖ περὶ τῆς καθ’ ἡμέραν μετοχῆς. Σὲ αὐτὴ τὴν Πατερικὴ γραμμὴ στοιχούμενος ὁ μητροπολίτης Μπίχατς καὶ Πετροβατς τοῦ Πατριαρχείου Σερβίας, Σέργιος, τονίζει ὅτι ὁ κορωνοϊὸς «δὲν θὰ κλονίσει τὴν πίστη μας οὔτε θὰ μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴ Θεία Κοινωνία, ἀλλὰ σίγουρα θὰ διαχωρίσει τὰ σιτηρὰ ἀπὸ τὰ ζιζάνια, πιστοὺς ἀπὸ ἄπιστους, ἐμβαθύνοντας τὸ ἤδη βαθὺ χάσμα μεταξύ του Ἀγαθοῦ καὶ τοῦ Κακοῦ»[22].

Η ἀνωτέρω, λοιπόν, ἐπιλογὴ τοῦ Σταμούλη πέρα ἀπὸ παρορθόδοξη εἶναι καὶ ἔκνομη, διότι ἐκεῖνος ἐνῷ προσελήφθη ἀπὸ τὸ ἑλληνικὸ κράτος, προκειμένου νὰ διδάσκει Ὀρθόδοξη Θεολογία ἐπιλέγει τὴν ἑτεροδοξία. Δασκαλεύει, λοιπόν, ὁ ἴδιος γιὰ ἄλλη μία φορὰ[23] τὴν Ἐκκλησία ὁμιλώντας περὶ τοῦ ρόλου της στὴ δημόσια πλατεῖα[24].

7) Ἀτομικὰ πλαστικὰ κουταλάκια γιὰ τὴ Θεία Κοινωνία
«Τοῦ ἀναφέρω», λέει ἡ δημοσιογράφος «τὶς περιγραφὲς πού μου μετέφεραν φίλοι μου ἀπὸ ἕνα χωριὸ ὄπου ο ἱερέας ἔκανε τὸ μυστήριο τῆς Θείας Κοινωνίας χρησιμοποιώντας ἀτομικὰ πλαστικὰ κουταλάκια». Ὁ Σταμούλης «Συμφωνεῖ». Συνεχίζοντας, σημειώνει: «Θὰ μποροῦσε νὰ βγεῖ μία κεντρικὴ ἀνακοίνωση τῆς Ἐκκλησίας ποὺ νὰ ἀναφέρεται σὲ αὐτὴ τὴ δυνατότητα. Ξέρετε, ἴσως δὲν ἔχει γίνει ἀντιληπτὸ τὸ μέγεθος τοῦ κινδύνου ποὺ ἀντιμετωπίζουμε.

Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνα ζωντανὸ σῶμα ποὺ πρέπει νὰ προσαρμόζεται λειτουργικὰ στὶς ἀνάγκες τῆς ζωῆς, νὰ μὴν τὴν βλέπουμε ὡς μία πραγματικότητα δομημένη μὲ τρόπο ποὺ δὲν ἐπιδέχεται ἀλλαγῆς. Ἂν ἡ ἐκκλησία μὲ μία ἀπόφασή της ἔδειχνε αὐτὴ τὴν ἀνοιχτότητα καὶ τὴν κατάφαση, ἂν γονατίσει δίπλα στὴν ἀγωνία τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου, τὸ σύνολο τοῦ κόσμου θὰ τὴν ἀγκαλίαζε»[25].

Δηλαδή, ὁ Σταμούλης δέχεται τὰ πολλαπλὰ κουταλάκια σὲ ἀντικατάσταση τῆς μίας Ἁγίας Λαβίδας, ποὺ φανερώνει τὴν Παναγία, ἡ ὁποία μόνο Ἐκείνη μᾶς μεταδίδει τὸν Χριστό.
Με αὐτὸ τὸν τρόπο, παραδέχεται φθαρτότητα στὸ Σῶμα καὶ στὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ τὰ Τίμια Δῶρα, σύμφωνα μὲ τὴ θεωρία του, μποροῦν νὰ μεταδώσουν ἀσθένεια καὶ θάνατο!!!8) «Οἱ κανόνες […] ἔρχονται καὶ παρέρχονται»;

Διαβάζουμε σὲ συνέντευξη τοῦ Σταμούλη: «Ἡ ὀρθόδοξη θεολογία ἔχει κανόνες. Ἡ ἀντίστοιχη διαδικασία τῶν νόμων εἶναι οἱ κανόνες. Κάθε Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἔβγαζε κάποιους κανόνες καὶ ἔλεγε ὅτι τὰ μέλη τῆς ὀρθόδοξης κοινότητας θὰ πρέπει νὰ ζήσουν ἔτσι. Οἱ κανόνες ὅμως δὲν εἶναι τὸ κυρίαρχο στὴν ὀρθοδοξία. Τὸ κυρίαρχο στὴν ὀρθοδοξία εἶναι τὸ Εὐαγγέλιο. Οι κανόνες εἶναι γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ ὡς ἐκ τούτου ἔρχονται καὶ παρέρχονται»[26].

Πῶς μπορεῖ, λοιπόν, ὁ Σταμούλης νὰ τοὺς ἀπαξιώνει, ὅταν Ἐκεῖνοι «μὲ τὶς ἑρμηνεῖες τῶν δογμάτων ποὺ περιέχουν, φανερώνουν καὶ ρυθμίζουν τὴν σάρκωση τῶν δογμάτων μεσ’ στὶς συγκεκριμένες μορφὲς τῆς ζωῆς»; Τί σημαίνουν οἱ Κανόνες, γιὰ τὸν Σταμούλη; Ἐφήμερες εἰδήσεις; Δὲν ἀποτελοῦν τὴ βίωση τοῦ Εὐαγγελίου μέσα στὴν ἱστορία, σύμφωνα δηλαδὴ μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Πίστη;

Οι Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας μπορεῖ νὰ ἀνήκουν στὸν χρόνο, δὲν ὑποδουλώνονται ὅμως σὲ αὐτόν, γιατί ἐκφράζουν, κάθε φορᾶ, τὴν ἀλήθεια τῆς Πίστεως.

9) Τὸ Ἄκτιστο ὑπὸ τοὺς νόμους τοῦ κτιστοῦ;
Συμπεραίνει ὁ Σταμούλης: «Ἄρα λοιπόν η δογματικὴ διδασκαλία, ἡ διδασκαλία μίας Ἐκκλησίας θὰ πρέπει νὰ γίνει κατανοητὸ ὅτι βρίσκεται πάντα κάτω ἀπὸ τὸ Σύνταγμα καὶ τοὺς Νόμους μίας εὐνομούμενης πολιτείας». Πέρα ἀπὸ τὴν ἰδιωτεύουσα θεολογία ποὺ ἐκφράζει καὶ στὴν παροῦσα τοποθέτησή του, θέτοντας τὸ ἄκτιστο ὑπὸ τοὺς νόμους τοῦ κτιστοῦ, δηλαδὴ θέτοντας τὸ ἄφθαρτο ὑποκείμενο στοὺς νόμους τῆς φθορᾶς, αὐτὴ δὲν συνάδει οὔτε μὲ τὴν κοσμικὴ θεώρηση τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας-Πολιτείας, ποὺ ὑφίσταται στὸ Ἑλληνικὸ Κράτος, τὴ λεγόμενη συναλληλία, ἡ ὁποία προϋποθέτει τὸν ἀμοιβαῖο σεβασμὸ καὶ τὴν ἰσοτιμία τοὺς[27].*****

10) Ὁ ἁγιασμὸς τοῦ πιστοῦ ἐν ζωῇ ἀνέφικτος;
«Ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποῦ κοινωνοῦν; Πεθαίνουν ἀπὸ καρκίνο; Πεθαίνουν ἀπὸ διάφορες ἀσθένειες; Ναί. Ἄρα, ὅταν λέμε γιὰ ἀθανασία στὰ πλαίσια τῆς Θείας Εὐχαριστίας δὲν ἐννοοῦμε τὴν ἀθανασία τὴν τώρα, γιατί ὅλοι πεθαίνουμε, ἀλλὰ τὴν ἀθανασία ψυχῆς καὶ σώματος στὰ ἔσχατα».

Η ἀπάντηση στὴν, ἐκ νέου, καινοφανῆ, ὅσον ἀφορᾶ τὸ Ὀρθόδοξο δόγμα, τοποθέτηση τοῦ Σταμούλη δίδεται μέσα ἀπὸ τὶς εὐχὲς τῆς Θείας Μεταλήψεως: «Παναγία Δέσποινα Θεοτόκε», παρακαλεῖ ὁ πιστός, «ἀξίωσον μὲ μέχρι τελευταίας μου ἀναπνοῆς ἀκατακρίτως ὑποδέχεσθαι τῶν ἀχράντων Μυστηρίων τὸν ἁγιασμόν, εἰς ἴασιν ψυχῆς τὲ καὶ σώματος»[28]. Αἰτεῖται, δηλαδή, ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανὸς τὴν παροντικὴ ἴαση ψυχῆς καὶ σώματος, ἀλλὰ καὶ τὴ μέλλουσα, ὅπως φαίνεται στὴν ἄλλη εὐχή: «Τὸ Σῶμά σου τὸ ἅγιον, Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἠμῶν, γένοιτο μοὶ εἰς ζωὴν αἰώνιον, καὶ τὸ Αἷμά σου τὸ τίμιον εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν. Γένοιτο δὲ μοὶ ἡ εὐχαριστία αὔτη εἰς χαράν, ὑγείαν καὶ εὐφροσύνην· καὶ ἐν τὴ φοβερὰ καὶ δευτέρα ἐλεύσει σου ἀξίωσον μὲ τὸν ἁμαρτωλὸν στῆναι ἐκ δεξιῶν της σῆς δόξης, πρεσβείαις τῆς παναχράντου σου Μητρός, καὶ πάντων σου τῶν Ἁγίων. Ἀμὴν»[29] .

Εάν ποῦμε ὅτι ἡ ἀθανασία τῆς ψυχῆς ἀφορᾶ τὰ ἔσχατα, τότε δὲν παραδεχόμαστε τὶς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Δηλαδή, ὅτι ὁ ἄκτιστος Θεὸς εἰσέρχεται διαρκῶς ἐντός του ἱστορικοῦ χρόνου μὲ τὶς ἄκτιστες ἐνέργειές του καὶ ἔτσι τὰ ἔσχατα εἰσέρχονται μέσα στὴν ἱστορία. Διαφορετικά, σύμφωνα μὲ τὴν ἰδιωτικὴ «θεολογία» τοῦ Σταμούλη, ἀποδεχόμαστε τὴν ἀκοινωνησία κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου, τὴν ὁποία πιστεύει καὶ διακηρύσσει κάθε διαφθορικὴ θεολογία ποὺ ἰδεολογικοποιεῖται.

Αλλά καὶ ἡ εὐχὴ τῆς Ἀναφορᾶς τῆς Θείας Λειτουργίας λέγει: «Μεμνημένοι τοίνυν τῆς σωτηρίου ταύτης ἐντολῆς καὶ πάντων τῶν ὑπὲρ ἠμῶν γεγενημένων, τοῦ Σταυροῦ, τοῦ Τάφου, τῆς τριημέρου Ἀναστάσεως, τῆς εἰς οὐρανοὺς Ἀναβάσεως, τῆς ἐκ δεξιῶν Καθέδρας, τῆς δευτέρας καὶ ἐνδόξου πάλιν Παρουσίας». Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ Δευτέρα Παρουσία θεωρεῖται ὡς γενόμενη. Δηλαδὴ μὲ τὸ Πάθος καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ τὰ ἔσχατα ἔχουν εἰσέλθει μέσα στὴν ἱστορία. Συνεπώς, πῶς τολμᾶ καὶ προχωρᾶ, ὁ Σταμούλης, στὸ διαχωρισμὸ τῆς ἑνότητας παρόντων καὶ ἐσχάτων, ὅσον ἀφορᾶ τὴν ἀθανασία ψυχῆς καὶ σώματος;

Ἀπὸ τὰ βιβλία: α) Ἀναστασίου Ὄμ. Πολυχρονιάδη, Ἀποδομητὲς τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας, ἐκδόσεις Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2021. β) Ἰωάννη Γ. Κουρεμπελέ, Ἠδονοδοξία, ἐκδόσεις Ἀλτιντζή, Θεσσαλονίκη 2019.

blank

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

19 + 19 =