Έλλη Λαμπέτη

Η ζωή της και η καλλιτεχνική της πορεία ήταν γεμάτη δόξα, αντιφάσεις, παράδοξα, θρυλικούς έρωτες, χαμένες αγάπες, ανθρώπινες δοκιμασίες και κι ένα οδυνηρό μακρόσυρτο φινάλε. Η Έλλη Λαμπέτη πέθανε πρόωρα, πριν 40 χρόνια, στις 3 του Σεπτέμβρη του 1983, σε ηλικία μόλις 57 ετών, έπειτα από μακροχρόνια μάχη με τον καρκίνο – τη νόσο που σκότωσε και τις τρεις από τις τέσσερις αδελφές της!

Η παρακαταθήκη

Ο καρκίνος του μαστού την είχε χτυπήσει από το 1969 και επανεμφανίστηκε δριμύτερος το 1980, με επιθετικότητα και μεταστάσεις, ενώ οι χημειοθεραπείες και οι ακτινοβολίες τής έκαψαν τα σωθικά και έπληξαν τις φωνητικές χορδές. Και όμως στο τελευταίο της ανέβασμα στο θεατρικό σανίδι θα υποδυθεί ανεπανάληπτα την κωφάλαλη Σάρα στο έργο «Τα παιδιά ενός κατώτερου Θεού» το 1981, πριν την εγκαταλείψουν εντελώς οι δυνάμεις της. Ήταν η παρακαταθήκη μιας σπουδαίας ερμηνεύτριας και ταυτόχρονα μιας γενναίας γυναίκας, που, σε αντίθεση με την εικόνα που είχε το ευρύτερο κοινό, έζησε τη ζωή της στα άκρα και με το γνωστό αρβανίτικο πείσμα της θα καταξιωθεί στο απαιτητικό θεατρικό χώρο τής εποχής και στον κινηματογράφο, παρά τις ελάχιστες εμφανίσεις της, διαψεύδοντας τους «ειδικούς», όταν την απόρριπταν στις εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και στη Σχολή Κοτοπούλη.

Αν δεν υπήρχε η Μαρίκα Κοτοπούλη, με το κοφτερό μάτι και την εμπειρία της, να την πάρει προσωπικά δίπλα της και να της δώσει μία θέση στη Σχολή και μετά από έναν χρόνο έναν βασικό ρόλο στο θεατρικό έργο «Η Χάνελε πάει στον Παράδεισο», ίσως και να χάναμε μία από τις σπουδαιότερες ηθοποιούς της χώρας μας.

Πεισματάρα από γέννα

Οι δυσκολίες τής ζωής ξεκίνησαν για την Έλλη Λαμπέτη πριν ακόμη βγει από την κοιλιά της μάνας της. Ο μαιευτήρας, αφού έβγαλε τον δίδυμο αδελφό της Τάκη, ένα υγιέστατο μωρό τεσσάρων κιλών, πίστευε ότι δύσκολα θα σωνόταν το καχεκτικό κοριτσάκι που ακολουθούσε. Η νοσοκόμα που στεκόταν δίπλα στον γιατρό, είπε ψιθυριστά ότι «θα πεθάνει». Εντούτοις, η θέληση της μάνας και το πείσμα του νεογνού έπειτα από αρκετά λεπτά αγωνίας θα διαψεύσουν τη θλιβερή πρόγνωση. Το κλάμα του μωρού θα φέρει δάκρυα συγκίνησης και ανακούφισης στη μάνα και τον πατέρα. Ήταν η 13η Απριλίου του 1926.

Η Ελένη και ο Αστραπόγιαννος

Γεννήθηκε στα Βίλια Αττικής. Το πραγματικό της όνομα ήταν Ελένη Λούκου -το Λαμπέτη θα το υιοθετήσει από τους ήρωες του Αστραπόγιαννου στο ομώνυμο ποίημα του Βαλαωρίτη. Ο πατέρας της Κώστας Λούκος είχε ταβέρνα στα Βίλια και η μητέρα της ήταν η Αναστασία Σταμάτη. Είχε τέσσερις αδελφές και τον δίδυμο, πολυαγαπημένο, αδελφό της, που πέθανε από φυματίωση το 1941.

Η Λαμπέτη θα μεγαλώσει σε ένα ευτυχισμένο πλην ταπεινό σπίτι στα Βίλια Αττικής. Ο πατέρας της Κώστας Λούκος το 1928 θα γινόταν ξυλέμπορος και τον ίδιο χρόνο θα μετακόμιζε μαζί με την οικογένειά του στην Αθήνα.

Η απόρριψη του Χορν και η Μαρίκα

 

Το 1941, η νεαρή Έλλη θα βρεθεί αντιμέτωπη με δυο σκληρές αποτυχίες. Θα την απορρίψουν παμψηφεί από τη Δραματική Σχολή του Εθνικού και από τη Σχολή της Κοτοπούλη, με τον νεαρό ζεν πρεμιέ της εποχής Δημήτρη Χορν, να αποφαίνεται ότι «δεν τα λέει», «σκοτώνοντας» τα όνειρα τής μετέπειτα συμπρωταγωνίστριάς και μεγάλου του έρωτα. Ωστόσο, θα της δοθεί μια δεύτερη ευκαιρία, όταν ο Σπύρος Μελάς, θείος της Έλλης, πείσει τη Μαρίκα Κοτοπούλη να τη δεχθεί στη σχολή της με το επιχείρημα «δεν χάθηκε ο κόσμος για μια κομπάρσα παραπάνω». Όταν η κορυφαία θεατρίνα της εποχής άκουσε τη μικρή Έλλη να απαγγέλει τους πρώτους στίχους από την «Αντιγόνη» θα της πει, με τον γνώριμο τρόπο της, «μπράβο, πουλάκι μου», εξασφαλίζοντας το καλύτερο διαβατήριο για το ταξίδι στο θεατρικό σύμπαν.

Ο νεανικός τρελός έρωτας

 

Ο πρώτος της νεανικός, τρελός έρωτας με έναν πλούσιο Έλληνα που ζούσε στο Παρίσι και αποκλείστηκε από τον πόλεμο στην Ελλάδα, παραλίγο να της κόψει για ακόμη μια φορά την καλλιτεχνική της πορεία. Η επιρροή που είχε πάνω της ο διανοούμενος εκ Παρισίων, φτάνει στα όρια της μαγείας. Η Έλλη τα παρατάει όλα για να είναι μαζί του. Το άβγαλτο κοριτσόπουλο έγινε γυναίκα μέσα σε λίγες ημέρες.

Ο Μιχάλης Κακογιάννης, που ήξερε την ιστορία αυτή από πρώτο χέρι είχε πει κάποτε ότι «ήταν μια παθιασμένη ιστορία. Ζούσαν στο δικό τους κόσμο, έκαναν έρωτα στα χωράφια, δεν λογάριαζαν τίποτα», ενώ η ίδια είχε πει για τον πρώτο της έρωτα «μου χάρισε τον παράδεισο, αυτό έχει σημασία». Η επιμονή της Κοτοπούλη, που ήξερε από έρωτες, θα την επαναφέρουν στο σανίδι και κατά το διάστημα 1946-1948, η Λαμπέτη καθιερώθηκε ως μία θαυμαστής ποιότητας ανερχόμενη ηθοποιός. Την επόμενη διετία θα ακολουθήσει η συνεργασία της με τον θίασο της Κυρίας Κατερίνας, με το Εθνικό Θέατρο και τον θίασο του Κώστα Μουσούρη.

Ο γάμος με τον Πλωρίτη

Το 1949 θα ερωτευθεί παράφορα τον Αλέκο Αλεξανδράκη, με τον οποίο εκείνη την εποχή συμπρωταγωνίστησαν στο θέατρο. Ο έρωτάς τους, από τους πιο καυτούς που υπήρξαν ποτέ στο καλλιτεχνικό στερέωμα, όπως έλεγαν εκείνη την εποχή, θα λήξει άδοξα σε λίγους μήνες, λόγω της καλλιτεχνικής αντιζηλίας τους. Σχεδόν άμεσα, το 1950, η Λαμπέτη θα παντρευτεί τον Μάριο Πλωρίτη -αποτέλεσμα και πάλι αστραπιαίου έρωτα. Θα ζήσουν μαζί με την οικογένειά της στο σπίτι στην οδό Ασκληπιού και θα τη φωτογραφίζει συνεχώς με μία πρωτόγνωρη ερωτική διάθεση. Ωστόσο, ο γάμος θα τερματιστεί έπειτα από τρία χρόνια -αν και έμειναν φίλοι για πάντα.

Στην ακμή της με τον Χορν

Το 1952, θα συγκροτήσει θίασο μαζί με τον Γιώργο Παππά και τον Χορν, ανεβάζοντας εξαιρετικές παραστάσεις («Νόρα – το σπίτι της κούκλας», «Γαλάζιο φεγγάρι», «Ο άνθρωπος με την ομπρέλα»). Αμέσως μετά το διαζύγιο με τον Πλωρίτη, θα ερωτευθεί και πάλι παράφορα τον Χορν, δημιουργώντας μία θρυλική ερωτική όσο και θυελλώδη σχέση.

Εκτός από τη συνεργασία τους στο θέατρο, με τον Χορν θα γυρίσουν μαζί και σημαντικές ταινίες. Οι εμφανίσεις της στον κινηματογράφο ήταν λιγοστές. Θα κάνει το ντεμπούτο της το 1946 στο δραματικό «Αδούλωτοι Σκλάβοι», ενώ τον πρώτο πρωταγωνιστικό της ρόλο θα πάρει στη ρομαντική κωμωδία «Διαγωγή Μηδέν» του Γαζιάδη, έχοντας δίπλα της τους Λάμπρο Κωνσταντάρα και Ντίνο Ηλιόπουλο. Με τον Χορν θα πρωταγωνιστήσουν στην ρομαντική κομεντί «Κυριακάτικο Ξύπνημα» και στο δραματικό «Το Κορίτσι με τα Μαύρα», σε σκηνοθεσία Κακογιάννη, ενώ θα κρατήσουν δυο σπουδαίους αξέχαστους ρόλους και στο σπονδυλωτό κλασικό δράμα του Γιώργου Τζαβέλλα «Η Κάλπικη Λίρα».

Το Τελευταίο Ψέμα

Η Λαμπέτη τελικώς δεν θα παίξει ούτε σε δέκα ταινίες, αφήνοντας ωστόσο σημαντικό αποτύπωμα στο ελληνικό σινεμά και κυρίως για το αριστουργηματικό δράμα του Κακογιάννη «Το Τελευταίο Ψέμα», με το οποίο θα βρεθεί ανάμεσα και στις προτεινόμενες για την καλύτερη ξένη ηθοποιό στα βραβεία BAFTA. Ένα συγκλονιστικό φιλμ, με τους Γιώργο Παππά, Ελένη Ζαφειρίου, Αθηνά Μιχαηλίδου, Μιχάλη Νικολινάκο, Δημήτρη Παπαμιχαήλ, Μηνά Χρηστίδη κ.ά, για τον ξεπεσμό μιας μεγαλοαστικής οικογένειας, την υποκρισία, τα σαθρά θεμέλια της περιβόητης αστικής τάξης, τον νεοπλουτισμό και την ανάγκη της πίστης σε κάτι ανώτερο από τα χρήματα και τα κοσμικά σαλόνια.

Ο καρκίνος και το δράμα της υιοθεσίας

 

Η πολυκύμαντη ερωτική σχέση με τον Χορν θα λήξει οριστικά το 1959, όταν η Λαμπέτη θα γνωρίσει τον Αμερικανό συγγραφέα Φρέντερικ Γουέικμαν, τον οποίο παντρεύτηκε, αλλά χώρισε το 1976 κι ενώ είχαν αποξενωθεί για χρόνια, παρά την πολυτελή ζωή που της προσέφερε. Ο καρκίνος, που εμφανίστηκε το 1969 θα την αναγκάσει να προβεί σε εγχείρηση ολικής μαστεκτομής στις ΗΠΑ, κάτι που θα την πληγώσει βαθιά. Όμως, θα έρθουν και τα χειρότερα, αφού η υιοθεσία τής μικρής Ελίζας, από κοινού με τον Γουέικμαν, της δημιούργησε πολλά προβλήματα, ενώ το τελικό χτύπημα θα έρθει τέσσερα χρόνια μετά, όταν, με δικαστική απόφαση, το παιδί έπρεπε να επιστρέψει στους φυσικούς γονείς του. Η περιπέτεια αυτή θα την ρίξει στη μελαγχολία, θα την απομακρύνει από το θέατρο, μέχρι να ξαναβρεί το τελευταίο κουράγιο να ξανανέβει στη σκηνή.

Το οδυνηρό φινάλε

Στις 3 Σεπτεμβρίου του 1983, έπειτα από εξαντλητικές θεραπείες, θα χάσει μία από τις πολλές μάχες που έδωσε στη ζωή της, την καθοριστική και θα αφήσει την τελευταία της πνοή σε νοσοκομείο των ΗΠΑ. Στις 5 Σεπτεμβρίου του 1983 η σορός της μεταφέρθηκε στην Αθήνα και την επομένη κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών ενώ ένα τεράστιο πλήθος, ανάμεσά του και όλοι οι άνθρωποι του θεάτρου, θα τη συνοδεύσει στην τελευταία κατοικία της. Όμως, το μελαγχολικό βλέμμα της, η ερωτική της φωνή, με το γοητευτικό ψεύδισμα, η ορμή μίας παθιασμένης γυναίκας, μιας τεράστιας ηθοποιού, θα μας συντροφεύει για πάντα.

Χ. Αναγνωστάκης

blank

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

19 + 16 =