Μια μέρα σαν σήμερα, στις 16 Φεβρουαρίου του 1968, στις 07:05 και μόλις ήλιος είχε ανατείλει, στο δάσος του Σέιχ Σου, στη Θεσσαλονίκη, μια κραυγή: «Μανούλα μου γλυκιά είμαι αθώος, αθώος, αθώος…» σκοτώνεται από πυροβολισμούς. Ο Αριστείδης Παγκρατίδης, ο Αρίστος για τους δικούς του, πέφτει νεκρός και πλάι του ψυχορραγεί η Δικαιοσύνη.
Η καταδίκη του Παγκρατίδη θεωρείται πλέον κατά πάσα βεβαιότητα όσων «αναψηλάφησαν» την υπόθεση, ως το μεγαλύτερο έγκλημα του αστυνομικού κράτους της δεκαετίας του ’60 σε βάρος ενός αθώου! Αν για τη δολοφονία Λαμπράκη ενέχεται το Παρακράτος, τον Παγκρατίδη σκότωσε το Κράτος με φυσικούς αυτουργούς την Αστυνομία και τη Δικαιοσύνη!
Ας ξετυλίξουμε το κουβάρι της υπόθεσης: Η δράση του Δράκου του Σέιχ Σου, άρχισε τον Μάρτιο του 1957. Άνδρας αποπειράθηκε να βιάσει καθηγήτρια του Αμερικάνικου Κολεγίου, όμως περαστικοί που αντιλήφθηκαν το γεγονός επενέβησαν και ο άγνωστος άνδρας τράπηκε σε φυγή.
Το Φεβρουάριο του 1958, στην περιοχή του δάσους του Σέιχ Σου, μια νεαρή γυναίκα δέχεται επίθεση με πέτρα από άγνωστο. Διερχόμενο αυτοκίνητο έτρεψε και πάλι σε φυγή τον δράστη.
Τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς, σύζυγος στρατιωτικού με τον σοφέρ εραστή της δέχονται επίθεση με πέτρες, ενώ ένα μήνα αργότερα στην ίδια περιοχή δέχεται επίθεση κι άλλο ζευγάρι. Ο διοικητής της αστυνομίας Θεσσαλονίκης Νίκος Μουσχουντής, διατάζει περιπολίες στην περιοχή, κάθε βράδυ.
Στις 19 Φεβρουαρίου 1959 άνδρας επιτίθεται με πέτρα σε ένα ζευγάρι στο δάσος· τους τραυμάτισε βαριά και τους λήστεψε. Ο δράστης επιχείρησε να βιάσει την κοπέλα σχίζοντάς της τα ρούχα.
Στις 6 Μαρτίου 1959, στη Μίκρα ανακαλύπτονται νεκροί Ο ίλαρχος Κώστας Ραΐσης, 33 ετών, και η 23χρονη ερωμένη του Ευδοξία Παληογιάννη, εργάτρια σε ζαχαροπλαστείο. Είχαν χτυπηθεί με μυτερή πέτρα στο κεφάλι, ενώ το κορίτσι είχε βιαστεί με πρωτοφανές μένος. Επίσης είχαν ληστευθεί. Ο ίλαρχος οπλοφορούσε, αλλά…
Στις 3 Απριλίου του 1959 άγνωστος άνδρας, ηλικίας περίπου 24 με 26 χρονών (σύμφωνα με περιγραφή), μπήκε στον περίβολο του Δημοτικού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης, όπου σε ένα μικρό σπίτι σκοτώνει την νοσηλέυτρια Μελπομένη Πατρικίου. Φεύγοντας έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με τη συγκάτοικό της, Φανή Τσαμπάζη, την οποία προσπαθεί να βιάσει. Η αστυνομία επικηρύσσει τον Δράκο του Σέιχ Σου με το ποσόν των 100.000 δραχμών.
Η Υπόθεση Λαμπράκη και ο Δράκος
Τέσσερα χρόνια μετά, η Θεσσαλονίκη ζει στην ένταση της δολοφονίας Λαμπράκη και των συνεπειών της. Εκείνη την εποχή ο ασύλληπτος δολοφόνος του Σέιχ Σου, ο Δράκος, στοιχειώνει ακόμα την αστυνομία που φαίνεται στα μάτια της κοινής γνώμης ανεπαρκής και πλέον επικίνδυνη!
Είναι η στιγμή που η μοίρα επιλέγει τον Παγκρατίδη για να παίξει το μοιραίο παιχνίδι της: Στις 3:00 τα χαράματα της 7ης Δεκεμβρίου 1963, ο 23χρονος Αριστείδης Παγκρατίδης μπήκε – υπό την επήρεια αλκοόλ και ουσιών – στο ορφανοτροφείο θηλέων «Μέγας Αλέξανδρος» με σκοπό να συνευρεθεί με κάποιο κορίτσι. Κρατούσε στο χέρι και μία πέτρα. Ο Παγκρατίδης, δεν ολοκλήρωσε ποτέ την πράξη του, όμως οι αρχές τον συνέλαβαν για απόπειρα βιασμού και στο πρόσωπό του βρήκαν τον ένοχο που χρόνια αναζητούσαν: Του φόρτωσαν όλα τα εγκλήματα του Δράκου! Ο πραγματικός δράστης είχε περιγραφεί ως σωματώδης και «γύρω στα 25». Καμία σχέση με τον Παγκρατίδη, αλλά…
Επί πέντε μερόνυχτα, ο Παγκρατίδης ανακρίνεται βασανιστικά και τελικά ομολογεί τα εγκλήματα που του προσάπτουν! Λίγες ημέρες μετά και όταν πλέον θα βρει συνηγόρους, ανακαλεί την ομολογία του, αλλά είναι πια αργά. Η μοίρα του και η αστυνομία τον έχουν ήδη σημαδέψει.
Τον Οκτώβριο του 1964 και ενώ ακόμη η ανάκριση για τις δολοφονίες στο δάσος του Σέιχ Σου δεν έχει ολοκληρωθεί, ο Παγκρατίδης δικάζεται για την απόπειρα βιασμού της 12χρονης. Το δικαστήριο καταδίκασε τον Παγκρατίδη σε κάθειρξη 9 ετών, 5ετή στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων και αποζημίωση 7.000 δρχ. στο θύμα. Η δίκη για τις δολοφονικές δραστηριότητες Σέιχ Σου, άρχισε τον Φεβρουάριο του 1966.
Μια κατάθεση που έπεσε στο κενό
Ο αδελφός του Αριστείδη, Παγκράτης Παγκρατίδης κατά την εξέτασή του ως μάρτυς, κατονομάζει ως δράστη των εγκλημάτων για τα οποία κατηγορείται ο αδελφός του, τον Αίαντα Σκλαβούνο, γιό του γιατρού και καθηγητή Πανεπιστημίου, Γεώργιου Σκλαβούνου. Σύμφωνα με επώνυμη καταγγελία, με επιστολή που διαβάστηκε στο δικαστήριο, «…ο Αίαντας Σκλαβούνος, ήταν σχιζοφρενής και κατοικούσε εκείνη την περίοδο στη μονοκατοικία της οικογένειας πλάι στο δάσος του Σέιχ Σου και ήταν αυτός ο υπεύθυνος για τις δολοφονικές επιθέσεις». Το δικαστήριο δεν έδωσε καν σημασία στην εκδοχή χαρακτηρίζοντάς την ως «μη έχουσα άμεσο σχέση με την δίκη»!
Το δικαστήριο έκρινε τον Παγκρατίδη ένοχο για όλα τα εγκλήματα, τα οποία τελέστηκαν «με τρόπο ιδιαίτερα ειδεχθή από δράστη επικίνδυνο για την δημόσια ασφάλεια», και παρά την πρόταση του Εισαγγελέα για ποινή ισοβίων, επέβαλε θανατική ποινή για κάθε μία από τις ληστείες, και την ποινή των ισοβίων δεσμών για την απόπειρα ληστείας! Ο Εισαγγελέας μάλιστα, είχε αποφανθεί ότι το δικαστήριο (Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης) ήταν αναρμόδιο να κρίνει την υπόθεση και πρότεινε στους δικαστές την παραπομπή της υπόθεσης στο Κακουργιοδικείο. Τίποτα δεν έγινε. Η δε έφεση που κατέθεσαν οι δικηγόροι του Παγκρατίδη απορρίφθηκε.
Ο Παγκρατίδης κρατήθηκε στις φυλακές του Γεντί Κουλέ επί 2 χρόνια, μέχρι την εκτέλεσή του, στις 16 Φεβρουαρίου του 1966.
Όταν έφτασαν στον τόπο εκτέλεσης, ο Αριστείδης Παγκρατίδης ζήτησε να του δέσουν τα μάτια. Όταν ο αξιωματικός έδωσε το παράγγελμα, ο Παγκρατίδης φώναζε: «Μανούλα μου γλυκιά είμαι αθώος, αθώος, αθώος…». Δεν είχε ειδοποιηθεί κανένας από την οικογένεια του· έμαθαν το νέο από δημοσιογράφους!
Το τέλειο θύμα της Αστυνομίας
Ο Παγκρατίδης ήταν λιποτάκτης από τον στρατό, έκανε χρήση ουσιών, ήταν σχεδόν αλκοολικός, ψυχολογικά ασταθής, πουλούσε το κορμί του σε ομοφυλόφιλους. Ήταν ξεκάθαρα ο άνθρωπος που η αστυνομία θα φόρτωνε όλα τα εγκλήματα που θα είχε στο αρχείο της δίχως να διαμαρτυρηθεί κανένας: Ο Παγκρατίδης ήταν ο τέλειος θύτης!
Ο Αριστείδης Παγκρατίδης είχε γεννηθεί το 1940. Ο πατέρας του δολοφονήθηκε το 1945 από αντάρτες. Ο Αριστείδης, κακοποιήθηκε σεξουαλικά σε ηλικία μόλις δέκα ετών. Ήταν σχεδόν αγράμματος: Πήγε μόνο στις δυο πρώτες τάξεις του δημοτικού (από τις οποίες, την πρώτη τάξη έκανε τρία χρόνια να την τελειώσει) με αποτέλεσμα να μην μπορεί να γράψει ούτε να διαβάσει με ευκολία και ζούσε κάνοντας δουλειές του ποδαριού.
Το 1955 έκλεψε από το κυλικείο του γυμναστηρίου του ΠΑΟΚ 120 δραχμές, συλλαμβάνεται και το δικαστήριο τον θέτει υπό την επιμέλεια της «Πρόνοιας ανηλίκων». Την ίδια χρονιά μαζί με έναν φίλο του κλέβουν δυο ποδήλατα, τα πουλάνε, και με τα χρήματα φεύγουν για την Αθήνα, όπου συλλαμβάνονται, δικάζονται από το Δικαστήριο Ανηλίκων Θεσσαλονίκης και στέλνονται σε Αναμορφωτήριο Ανηλίκων.
Το 1959, θα καταταγεί στο στρατό, θα λιποτακτήσει και θα απολυθεί ως ψυχικά διαταραγμένος. Τα υπόλοιπα τα ανέλαβε η κακοκεφαλιά του, η κακή του τύχη, η κάκιστη αστυνομία και η άθλια ελεγχόμενη Δικαιοσύνη.
Οι Ερινύες άργησαν κάποια χρόνια
Ο βετεράνος δημοσιογράφος Κώστας Τσαρούχας ήταν παρών στον τόπο της εκτέλεσης του Παγκρατίδη, 19χρονος τότε, και μάλιστα ήταν εκείνος που ανακοίνωσε το τραγικό τέλος του Άρη στην οικογένειά του. Είχε δηλώσει για εκείνο το πρωινό ο Κώστας Τσαρούχας: «Είχα το θλιβερό προνόμιο να πω τα νέα της εκτέλεσης στη μάνα του. Πάω στη γειτονιά του, στα Γερμανικά της Άνω Τούμπας και ρωτάω πού κάθεται η Παγκρατίδου. «Να, σε εκείνη την παράγκα», μου λένε. Πλησιάζω, τραβάω την κουρτίνα και μπαίνω μέσα. Πόρτα δεν υπήρχε, για τέτοια φτώχεια μιλάμε. Τη βρίσκω να στέκεται μπροστά μου όρθια και να τραβά τα μαλλιά της με τα χέρια της, έτοιμη να τα ξεριζώσει. «Μη μου το πεις! Μη μου το πεις, γιατί σήμερα το βράδυ έπεσε το εικονοστάσι και η καντήλα έσπασε!». «Ναι κυρά Ελένη», της λέω, «ο Αρίστος εκτελέστηκε το πρωί». Κι εκεί βγάζει μια κραυγή «Θεέ μου γιατί μου στέρησες τη Γαλάζια ημέρα μου!». Αργότερα που ήρθε ο αδερφός του ο Παγκράτης και με βρήκε, τον ρώτησα ποια ήταν η Γαλάζια ημέρα. Ήταν η Κυριακή που της επέτρεπαν να πηγαίνει στο Επταπύργιο να τον βλέπει. Τον είχαν σε ένα κελί με ένα μικρό παραθυράκι που δεν έβλεπε καν έξω. Έβλεπε σε διάδρομο, το φως ίσα που έφτανε εκεί»…
«Δεν ξέρεις με τι έχεις καταπιαστεί»
Ο Τσαρούχας ασχολήθηκε με την υπόθεση διεξοδικά και το 2006 εξέδωσε βιβλίο (Ο δράκος που διέφυγε. Υπόθεση Παγκρατίδη: μια αστυνομική πλεκτάνη, μια δικαστική πλάνη, μια άδικη εκτέλεση, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα). Η έρευνα του δημοσιογράφου Κώστα Τσαρούχα διήρκεσε πάνω από 20 χρόνια. 21 χρόνια μετά την εκτέλεση του Παγκρατίδη. Ο Ταρουχάς είχε μιλήσει για το βιβλίο του.
«Ήρθαν πολλοί και με έπιασαν να με συνετίσουν, να διακόψω την έρευνά μου. «Δεν ξέρεις με τι έχεις καταπιαστεί», μου λέγανε. Κάποια στιγμή, όμως, εμφανίστηκαν κι άλλοι που ήθελαν να καθαρίσουν τη συνείδησή τους. Είναι άτιμο πράγμα η συνείδηση, σε τρώει», σχολιάζει ο δημοσιογράφος Κώστας Τσαρούχας και συνεχίζει: «Ο ταγματάρχης Κώστας Αντωνίου και τότε Διευθυντής της Σήμανσης Θεσσαλονίκης, λίγο πριν πεθάνει ομολόγησε τα πάντα. Φώναξε την κόρη του και της είπε: «Λίγο πριν βγει η ψυχή μου πρέπει να σου πω μια αλήθεια. Μας δώσανε εντολή και βγάλαμε δράκο έναν αθώο. Ήταν αθώος ο Παγκρατίδης»!
Τα πορίσματα ιατροδικαστών και τα αποτελέσματα της έρευνας του Κώστα Τσαρούχα συμπίπτουν: Οι δολοφόνοι ήταν δύο, όχι ένας. Ο ένας σκότωνε και ο άλλος κακοποιούσε τις νεκρές γυναίκες καθώς μόνο έτσι έβρισκε την ευχαρίστηση στην πράξη. Ήταν νεκρόφιλος και λάτρευε να βεβηλώνει τις σορούς των θυμάτων του.
Και συνεχίζει ο Κώστας Τσαρούχας: «Μου τηλεφώνησε ένας απόστρατος στρατηγός της Χωροφυλακής, παρακαλώντας με να μην αποκαλύψω την ταυτότητά του: «Το ‘χω βάρος στη συνείδησή μου, θέλω να σου μιλήσω. Πρέπει και θέλω να σου πω την αλήθεια. Ακόμα και σήμερα φοβάμαι. Έχω και κάποια εγγόνια, άστα να είναι ήσυχα… Είχαμε εντολή να τον βγάλουμε δράκο. Τον λυπόταν η ψυχή μου αλλά η εντολή ήταν από ψηλά. Οι δράστες των εγκλημάτων που αποδόθηκαν στον δράκο του Σέιχ Σου ήταν δύο άτομα. Ήταν ένας μεγαλόσχημος επιχειρηματίας με συνεργάτη του στα εγκλήματα τον οδηγό του. Ήταν διεστραμμένος άνθρωπος. Νεκρόφιλος. Ο οδηγός χτυπούσε με την πέτρα, σκότωνε τα θύματα κι αυτός μετά ασελγούσε πάνω στις γυναίκες. Το μαύρο ζιβάγκο που χαρακτήριζε τον δράκο το φορούσε ο οδηγός. Τη νοσοκόμα ένας τη σκότωσε γιατί ο βιομήχανος έφυγε τότε στο εξωτερικό και άφησε τον οδηγό του να δράσει για να έχει ακλόνητο άλλοθι. Κι εκεί δεν υπήρξε συνουσία, αν θυμάσαι… Μέσα σε μια βδομάδα άσπρισαν τα μαλλιά μου. Εκτέλεσαν για δράκο έναν πεινασμένο και ανίκανο να πειράξει κουνούπι»!
Ο συγγραφέας Σάκης Σερέφας είχε πει: «…Μια τοπική κοινωνία καθαρμάτων μαζί με την αστυνομική και δικαστική εξουσία έβαλαν στη μέση έναν ανθρωπάκο και τον κατασπάραξαν…
«Συνέλαβα τον Δράκο, τον πραγματικό, αλλά…»
Σε συνέντευξή του που δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών στις αρχές του 2022, ο απόστρατος υποστράτηγος της ΕΛ.ΑΣ. Βασίλης Κομνηνός ισχυρίζεται ότι είχε συλλάβει τον πραγματικό Δράκο το 1971. Οι ανώτεροί του όμως τον διέταξαν να θαφτεί η υπόθεση και να διαγραφεί οποιαδήποτε ομολογία του συλληφθέντα.
Ο υπομοίραρχος της Γενικής Ασφάλειας Θεσσαλονίκης την εποχή της Υπόθεσης Παγκρατίδη και υποστράτηγος της ΕΛ.ΑΣ. εν αποστρατεία, Βασίλης Κομνηνός σε συνένετυξή του στην Εφ.Συν. το 2022 είχε δηλώσει: «Το ψυχολογικό μου φορτίο ήταν μεγάλο και σκέφτηκα να μη φύγω από τη ζωή μ’ αυτό το βάρος. Ήμουν υπηρεσία ένα βράδυ. Μας ειδοποιεί το 100 ότι έχουμε δρακικό κρούσμα στην Κλινική Κουκουδέα. Το μυαλό μου πήγε κατευθείαν στον Σερεσλή. Τον ήξερα σαν την παλάμη μου. Μία νοσοκόμα, η Δώρα Κωνσταντινίδου, μου είπε: «Πήγε να με πνίξει, αλλά εγώ τον δάγκωσα στον αντίχειρα και φώναξα βοήθεια. Ένας γιατρός έτρεξε στον θάλαμο και ο δράστης πήδηξε από τον φράχτη κι εξαφανίστηκε». Στον φράχτη παρατήρησα ότι υπήρχαν ίνες από το παντελόνι του στο σημείο που πήδηξε, καθώς και ένα αποτσίγαρο «Άρωμα» άφιλτρο. Στην Υπόθεση Παγκρατίδη βρίσκαμε στο δάσος αποτσίγαρα μάρκας «Άρωμα» άφιλτρο. Διέταξα να προσαγάγουν τον Σερεσλή. Γνωρίζαμε πού εργαζόταν. Ήταν αρτεργάτης. Μόλις έφτασε διαπίστωσα το σημάδι στο χέρι και στο σημείο του παντελονιού. Αμέσως του είπα: «Σε κρατάω στο χέρι. Ομολόγησε».
Στην ανάκριση ήταν και ο Δακουράς, μετέπειτα αστυνομικός διευθυντής Θεσσαλονίκης. Ο Σερεσλής ομολόγησε τις πράξεις του. Τον ρωτήσαμε: «Έχεις να προσθέσεις κάτι άλλο;», μας απάντησε, «Καθίστε τώρα να σας πω για τα εγκλήματα που φόρτωσαν στον Παγκρατίδη», υπονοώντας, βέβαια, «εγώ τα ξέρω αυτά γιατί εγώ τα έκανα». Πάγωσα. Τους είπα ότι αυτός είναι ο πραγματικός δράκος. Τον άρπαξαν και τον εξαφάνισαν. Ο Δακουράς μού είπε ότι συνεννοήθηκαν με τους από πάνω να «πνίξουμε» το θέμα, γιατί θα ήταν τόσο μεγάλη η κατακραυγή μετά την εκτέλεση του Παγκρατίδη που δεν θα μας ξέπλενε τίποτα. Ο Σερεσλής καταδικάστηκε σε ισόβια κι έμεινε 17 χρόνια στη φυλακή.
Το 1963 η εντολή ήταν ρητή: «Καταδικάστε τον Παγκρατίδη εις θάνατον». Το 1971. Η εντολή ήταν ρητή: «Μην ανακρίνετε τον πραγματικό δράκο που συλλάβατε». Όσα χρόνια κι αν περάσουν η κραυγή του Παγκρατίδη: «Μανούλα μου γλυκιά είμαι αθώος, αθώος, αθώος…» θα την ακούνε ζωντανοί και πεθαμένοι που τον οδήγησαν στο εκτελεστικό απόσπασμα!