Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μάνης κ. Χρυσόστομος πρότεινε την απαλλαγή των δύο Μητροπολιτών Κυθήρων και Αντικυθήρων κ. Σεραφείμ και Αιτωλίας και Ακαρνανίας κ. Κοσμά στην εισήγησή του με θέμα «Η αξία, η σημασία και η υπακοή εις το Συνοδικόν Πολίτευμα της Εκκλησίας» κατά τη συνεδρίαση (για 4η ημέρα) της Ιεραρχίας της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Ο Σεβασμιώτατος Εισηγητής, στα τέσσερα μέρη της εμπεριστατωμένης Εισηγήσεώς του, χρησιμοποιώντας πολλά αγιογραφικά και πατερικά χωρία, απάντησε στα εξής καίρια ερωτήματα: α) τι είναι Συνοδικό Πολίτευμα, Ιερό Συνοδικό Πολίτευμα και της Εκκλησίας Πολίτευμα; β) σε τι συνίσταται η αξία του Συνοδικού Πολιτεύματος; γ) ποιο είναι το περιεχόμενο της σημασίας του Συνοδικού Πολιτεύματος; και δ) ποια είναι η έννοια και το περιεχόμενο της υπακοής στο Συνοδικό Πολίτευμα;
Κλείνοντας την εισήγησή του, ο Μητροπολίτης Μάνης έθεσε υπό την κρίση της σεπτής Ιεραρχίας προτάσεις όπως «να θεωρηθεί λήξαν το εγερθέν γνωστό ζήτημα των δύο αδελφών Ιεραρχών και να τεθεί στο αρχείο για το μείζον όφελος και συμφέρον της Εκκλησίας», αλλά και να συνταχθεί και αποσταλεί, όπου πρέπει, Ειδική Συνοδική Εγκύκλιος της ΙΣΙ «περί τῆς ἀξίας, ἰσχύος καί πιστῆς ὑπακοῆς στίς ἀποφάσεις τῆς Ἱ. Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας ὑπό πάντων, κλήρου καί λαοῦ».
Μάλιστα, στο ανακοινωθέν της 4ης ημέρας, ο εκπρόσωπος Τύπου της Ιεραρχίας, Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Δημητριάδος και Αλμυρού κ. Ιγνάτιος ανέφερε ότι στο εξής με το θέμα αυτό θα ασχοληθεί η Διαρκής Ιερά Σύνοδος.
Η εισήγηση του Χρυσοστόμου Μάνης
Εν πρώτοις, εκφράζω τίς θερμότατες ευχαριστίες μου εις Υμάς Μακαριώτατε, ως καί σ όλα τά μέλη τής προλαβούσης υπό ημερομηνία 23 Ιουνίου 2021, Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, γιά τήν τιμή τής αναθέσεως καί παρουσιάσεως στήν ελαχιστότητά μου τού ύπερθεν σπουδαίου θέματος.
Όθεν, εντολήν ιεράν καί υψηλήν φέροντες, εισηγούμεθα, όλως ευλαβώς, ενώπιον τής σεπτής Ιεράς Συνόδου τής Ιεραρχίας, τό ανατεθέν στήν ταπεινότητά μου θέμα: «Η αξία, η σημασία καί η υπακοή εις τό Συνοδικόν Πολίτευμα τής Εκκλησίας».
ΣΥΝΟΔΙΚΟΝ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ
Κατ’ αρχήν, ως διφυής υπόσταση, νομικώς ο όρος «Πολίτευμα» έχει σχέση μέ μία κοινότητα δικαίου, μ’ ένα σύστημα νομικού σχηματισμού, τό οποίο οργανώνεται σέ ωρισμένο χώρο καί χρόνο, ως μέτρο διακυβέρνησης τών πολιτών, ως κρατική εξουσία. Τό σύνολο δέ αυτών τών κανόνων δικαίου, προβλέπει αφ’ ενός μέν τή μορφή, ήτοι τόν τύπο, αφ’ ετέρου δέ, θέτει τίς βάσεις τού Πολιτεύματος καί καθορίζει καί τήν αρμοδιότητα τών οργάνων μιάς πολιτείας. Εδώ όμως, συγκεκριμένα, γίνεται λόγος γιά Συνοδικό Πολίτευμα. Όχι απλώς γιά συνέδριο ή συνέλευση ή συνεδρίαση, αλλά γιά μία έννοια πλέον ισχυρή, γι’ αξίωμα: Σύνοδος καί Πολίτευμα Συνοδικό, άλλως γιά Συνοδικότητα.
Τί είναι, λοιπόν, Συνοδικό Πολίτευμα, Ιερό Συνοδικό Πολίτευμα καί προφανώς τής Εκκλησίας Πολίτευμα;
Πρός απάντησιν επί τού ανωτέρω ερωτήματος, θά πρέπει αναντίρρητα νά προσφύγουμε στό Ιερό Ευαγγέλιο, τόν αιώνιο λόγο τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Εκεί ευρίσκεται, άλλωστε, η βασική δομή αυτής τής θείας οικοδομής, τουτέστιν τής Εκκλησίας.
Τό θεμελιώδες καί πρωταρχικό βιβλικό χωρίο, στό οποίο ερείδεται τό Συνοδικό Πολίτευμα είναι τούτο: «Ού γάρ εισι δύο ή τρείς συνηγμένοι εις τό εμόν όνομα, εκεί ειμι εν μέσω αυτών» (Ματθ. 18,20). Δηλαδή, «όπου είναι δύο ή τρείς συνηγμένοι δι’ εμέ καί διά σκοπούς συμφώνους πρός τό θέλημά μου, εκεί είμαι καί εγώ μεταξύ τους διά νά εισακούω, εμπνέω, οδηγώ καί φυλάττω αυτούς» (Π.Ν. Τρεμπέλα, Υπόμνημα εις τό Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, Αθήναι 1958, σελ. 336 επ.). Πρόκειται γιά τήν «μυστική» παρουσία τού Χριστού, μέ όλη τήν θεία Χάρι Του καί μάλιστα, ως ερμηνεύει ο Ζιγαβηνός, «ουκ είπε ότι έσομαι, αλλ’ ότι ειμί αυτίκα» (όπ. παρ.) καί βέβαια η φράση «εν μέσω » δηλώνει τήν θέση Του στό κέντρο αυτής τής εν Χριστώ συνάξεως. Τοιουτοτρόπως, η Σύνοδος, εν τώ ονόματι τού Χριστού καί μόνον εν τώ ονόματι Αυτού, φανερώνει τήν ζώσα παρουσία Του καί τυγχάνει Σύνοδος Ιερά καί συγκροτεί Πολίτευμα Συνοδικό. Η πραγμάτωση βέβαια αυτή τής Συνόδου, προϋποθέτει σαφώς τήν συνέργεια τής θείας Χάριτος καί τήν ελεύθερη βούληση πάντων τών Επισκόπων, οι οποίοι κατά τόν θεοφόρον Ιγνάτιον αποτελούν «τύπον» καί εικόνα τού Χριστού ή καί αυτού τού Πατρός (Επιστ. Μαγν. 3,2).
Περαιτέρω, «Εκκλησία, συστήματος καί συνόδου εστίν όνομα», θά γράψει ο Ι. Χρυσόστομος (Εις τόν 149ο Ψαλμό, PG 55, 493). Δηλαδή, «τό Συνοδικόν Πολίτευμα ανήκει εις τήν ουσία τής Εκκλησίας» (Ιω. Καρμίρη, Ορθόδοξος Εκκλησιολογία Αθηνών, 1973, σελ. 521 επ.) καί ουσία τής Εκκλησίας, αποκάλυψη αυτής είναι η ευχαριστιακή σύναξη, η Θεία Ευχαριστία καί όχι βέβαια οιαδήποτε σύναξη, αλλ’ η Ευχαριστία ως « η υψίστη έκφραση τής Εκκλησίας ως σώματος τού Χριστού» (Ιω. Ζηζιούλα, Η ενότης τής Εκκλησίας εν τή Θεία Ευχαριστία καί τώ Επισκόπω κατά τούς τρείς πρώτους αιώνας, Εν Αθήναις 1990, σελ. 9 καί 59). Τήν μία δέ αυτή Θεία Ευχαριστία, προσφέρει, ο προεστώς αυτής, ο Επίσκοπος, στό πρόσωπο τού οποίου, ως «εικόνα τού Χριστού» έχουμε τήν ενότητα τής «καθολικής Εκκλησίας».
Αφετηρία, λοιπόν, καί κέντρο ο θεσμός αυτός, τό Συνοδικό Πολίτευμα, έχει τήν ενότητα τού πληρώματος στήν Θεία Ευχαριστία μέ προεστώτα τόν Επίσκοπο.
*
Συνέπεια τής ιδιότητος τού Επισκόπου ως προεστώτος τής ευχαριστιακής συνάξεως, είναι καί η δυνατότητα τής μετοχής του στή Σύνοδο. Αυτό συνιστά τό καλούμενο Συνοδικό Πολίτευμα. Έτσι, η Σύνοδος, είναι βασικός εκκλησιολογικός θεσμός καί αποτελεί τό ανώτατο όργανο διοικήσεως τής Εκκλησίας (ο όρος «όργανο διοικήσεως» υπό τήν νομική αλλά κυρίως υπό πνευματική έννοια) καί κατ’ ακολουθίαν έχουμε τήν δυνατότητα καί ορίζουμε ότι τό πολίτευμα τής Ορθοδόξου Εκκλησίας τυγχάνει συνοδικό καί ειδικότερα επισκοπο συνοδικό. Ο 5ος κανών τής Α’ Οικουμενικής Συνόδου διακελεύει, εν προκειμένω, πολύ χαρακτηριστικά: «Κοινή πάντων τών επισκόπων επί τό αυτό συναγομένων τά εκκλησιαστικά ζητήματα εξετάζηται» (Γ. Ράλλη Μ. Ποτλή, Σύνταγμα τών θείων καί ιερών Κανόνων, τόμ. Β’, Αθήνησιν, 1852, σελ. 124 επ.).
Η Εκκλησία, συνεπώς, λειτουργεί συνοδικώς καί μέ τό Συνοδικό της Πολίτευμα επιτυγχάνεται η αυθεντική διακυβέρνησή της.
*
Αβιάστως εξάγεται καί τό συμπέρασμα ότι άλλο τό πολίτευμα ενός κράτους καί άλλο τής Εκκλησίας. Υφίσταται μία σαφής διάκριση. Ως επίσης άλλοι είναι οι σκοποί τού Κράτους καί άλλοι, τελείως διαφορετικοί, τής Εκκλησίας. Η Εκκλησία, ως Σώμα Χριστού, ως θεοσύστατος οργανισμός έχει σκοπόν τήν «οικοδομήν τού σώματος τού Χριστού» (Εφεσ. 4,12), τόν «καταρτισμόν τών αγίων» (όπ. παρ.), καί γιά τούς λόγους αυτούς «εξυπηρετεί», διακονεί, έχει ως αποστολή της, τήν «μέλλουσαν πόλιν», όχι τήν «ώδε μένουσαν» (Εφεσ. 2,19) καθώς θά πεί ο Απόστολος τών Εθνών Παύλος, «ημών γάρ τό πολίτευμα εν ουρανοίς υπάρχει» (Φιλιππ. 3,20).
Η πνευματική αυτή εξουσία τών Επισκόπων, τών συγκροτούντων τό Συνοδικό Πολίτευμα δέν πηγάζει από κάποια αρχή τού κράτους, αλλά από τόν Ίδιο τό Θεό. Καί όταν αναφέρουμε πνευματική εξουσία, αυτή έχει τήν έννοια τής διακονίας, ως είπεν ο Ίδιος ο Κύριος πρός τούς μαθητές Του: «Οι βασιλείς τών εθνών κυριεύουσιν αυτών καί οι εξουσιάζοντες αυτών ευεργέται καλούνται υμείς δέ ουχ ούτως, αλλ’ ο μείζων εν υμίν γενέσθω ως ο νεώτερος καί ο ηγούμενος ως ο διακονών» (Λουκ. κβ’, 25-26). Έπειτα, Εκείνος είναι τό αιώνιο πρότυπο, ο Οποίος «ουκ ήλθε διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι, καί δούναι τήν ψυχήν αυτού λύτρον αντί πολλών» (Μάρκ. ι’, 45).
Πάντοτε δέ υπό τό φώς τής θείας Αποκαλύψεως φωτίζεται καί διαφωτίζεται τό ζήτημα τών σχέσεων Εκκλησίας καί Κράτους. Καί τούτο, διότι από τήν μία πλευρά υπάρχει τό θεανθρώπινο καί αιώνιο, ενώ από τήν άλλη μόνον τό ανθρώπινο καί παροδικό. Από τήν μία πλευρά η υπερφυσική, η τής ψυχής πραγματικότητα καί από τήν άλλη η φυσική εξωτερική τάξη. Η ουσιώδης διαφορά μεταξύ Εκκλησίας καί Κράτους, ως πρός τήν προέλευση, τήν ουσία καί τόν σκοπό πού αποτελεί τόν κύριο άξονα τού Συνοδικού Πολιτεύματος εδράζεται στήν τού Κυρίου διακήρυξη «η βασιλεία η εμή ουκ εστιν εκ τού κόσμου τούτου (Ιω. ιη’, 36). Αυτή η αρχή είναι η προμετωπίδα τής λειτουργίας τής Εκκλησίας.
Βασικό εξ άλλου αξίωμα τού Συνοδικού Πολιτεύματος τυγχάνει, εκτός από τήν ισότητα τών μελών, καί τό πνεύμα τής ενότητας. Έτσι έχουμε τήν ύπαρξη τής αρχής τής ομοφωνίας ή τής πλειοψηφίας. Ο 6ος κανών τής Α’ Οικουμενικής Συνόδου διακελεύει συγκεκριμένα: «Εάν μέντοι τή κοινή πάντων ψήφω, ευλόγω ούση καί κατά κανόνα εκκλησιαστικόν, δύο ή τρείς δι’ οικείαν φιλονεικίαν αντιλέγωσι, κρατείτω η τών πλειόνων ψήφος» (Γ. Ράλλη Μ. Ποτλή, Σύνταγμα, τόμ. Β’, σελ. 128. Επίσης τά ίδια διακελεύει καί ο 19ος κανών τής εν Αντιοχεία Συνόδου. (όπ. παρ. τόμ. Γ’, σελ. 460-461). Ωστόσο, είναι απαραίτητο, η Σύνοδος νά εκφράζει τήν κοινή εκκλησιαστική συνείδηση – συναίνεση από τό πλήρωμα τής Εκκλησίας. Τούτο καταφαίνεται εναργέστερα στίς Οικουμενικές Συνόδους, όπου εκφράζεται η Εκκλησία «εν συνόλω», η όλη Εκκλησία, καί γι αυτό αποκαλείται αλάθητη καί βέβαια η Σύνοδος αυτή δέον όπως αναγνωρισθεί ως Οικουμενική, πάντοτε δέ, συμφωνούσα καί μέ τίς προγενέστερες (Οικουμενικές Συνόδους). Είναι πολύ χαρακτηριστικές οι πατερικές διακηρύξεις Οικουμενικών Συνόδων ως: «Τούτων τοίνυν ούτως ομολογηθέντων, ά καί παρελάβομεν εκ τής θείας Γραφής καί τής τών Αγίων Πατέρων διδασκαλίας» (Απόφασις Ε’ Οικ. Συνόδου ιδ’, Βλ. Ιω. Καρμίρη, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεία τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, εν Αθήναις 1960, σελ. 197). «Επόμενοί τε ταίς αγίαις καί οικουμενικαίς πέντε Συνόδοις…» (Στ’ Οικ. Σύνοδος, όπ. παρ. σελ. 223).
Είναι, επίσης, χαρακτηριστικό ότι: «Υπέρ τήν οργανικήν βαθμίδα καί ανωτάτην αρχήν τής διοικήσεως τής Ορθοδόξου Εκκλησίας, ήτις είναι η Οικουμενική Σύνοδος, η γνησία εκκλησιαστική συνείδησις έχει τήν δύναμιν τής οριστικής αποφάσεως επί τού οικουμενικού κύρους εκείνης, χωρίς αύτη νά αποτελή οργανικήν τινα ανωτέραν τής Οικουμενικής Συνόδου αρχήν» (Αμ. Αλιβιζάτου, Η συνείδησις τής Εκκλησίας, Επιστημονική Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, τόμ. Θ’, 1953 1954, σελ. 58-59).
Γι’ αυτό καί είναι πασιφανής η απόρριψη καί αποδοκιμασία Συνόδων, όταν καταστρατηγείται η συνοδική συνείδηση τής Εκκλησίας, τό όλον Συνοδικόν Πολίτευμα, ως οι γνωστές από τήν εκκλησιαστική ιστορία Σύνοδοι, ήτοι: η «επί Δρύν» (403), η επωνομασθείσα «Ληστρική» (Έφεσος 479) καί η τής Φερράρας (1438) Φλωρεντίας (1439).
Καί βέβαια, ειρήσθω εν παρόδω, ότι καί τό Κράτος πρέπει αρκούντως νά πεισθεί καί ο λαός νά κατηχηθεί, ότι αυτό τό Συνοδικό Πολίτευμα, άλλως η Ιερά Σύνοδος τής Εκκλησίας, τυγχάνει αρχαιότατος ιερός θεσμός καί κατά συνέπειαν, δέν θά πρέπει νά λησμονείται, ότι η Εκκλησία υπάρχει πρό τής συστάσεως τού Ελληνικού Κράτους, μ’ ό,τι αυτό σημαίνει στή βαθύτερη έννοιά του, ως επί παραδείγματι, μηδαμώς έχει θέση τό κράτος, επί αποκλειστικώς πνευματικού χαρακτήρος ζητημάτων, δηλαδή είσοδο στά «interna corporis» τής Εκκλησίας (τά είσω, sacra interna). Ενδεικτικά δέ αναφέρουμε τό προσφάτως ανακύψαν ζήτημα περί τού τρόπου μεταδόσεως τής Θείας Κοινωνίας στούς πιστούς, τό οποίο είναι αμιγώς λατρευτικό θέμα τής Εκκλησίας.
Υφίστανται όρια καί αυτά, η δεοντολογία επιτάσσει, όπως τηρούνται. Ο Ι. Χρυσόστομος εξόχως τό υπογραμμίζει φέροντας τό παράδειγμα τού Οζία: «Ούτος ο Οζίας βασιλεύς ήν, καί ανήρ δίκαιος, καί πολλοίς κομών τοίς κατορθώμασιν αλλ’ ύστερόν ποτε εις απόνοιαν ήλθεν, εις απόνοιαν, τήν μητέρα τών κακών, εις αλαζονείαν, τήν θορύβων γέμουσαν, εις υπερηφανίαν, τήν απώλειαν τού διαβόλου. Ουδέν γάρ απονοίας χείρον… Αλλ’ ο Οζίας ούτος βασιλεύς ών καί τό διάδημα περικείμενος….εισήλθεν εις τό ιερόν. Καί τί φησιν; Εισήλθεν εις τά άγια τών αγίων, καί λέγει, βούλομαι θυμιάσαι. Βασιλεύς ών ιερωσύνης αρχήν αρπάζει. Βούλομαι, φησί, θυμιάσαι, επειδή δίκαιός ειμι. Αλλά μένε έσω τών οικείων όρων άλλοι όροι βασιλείας, καί άλλοι όροι ιερωσύνης» (Εις τό ρητόν τού προφήτου Ησαίου τό λέγον «Εγένετο τού ενιαυτού», P.G. 56, 124-126).
Άλλωστε ιστορικώς είναι αποδεδειγμένο ότι τά πολιτειακά συστήματα μέ τά οποία διακυβερνώνται τά διάφορα κράτη, μεταβάλλονται. Εξακολουθεί νά υφίσταται «η ανακύκλωσις τών πολιτειών» γιά τήν οποία γράφει, ο ιστορικός τής αρχαιότητος Πολύβιος. Η Εκκλησία όμως εκ τής συστάσεώς της καί ως Θεόδμητον Καθίδρυμα μένει στόν αιώνα καί «πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής» (Ματθ. 16,18). Καί ως λέγει ο Ι. Χρυσόστομος «πέτραν τήν Εκκλησίαν εκάλεσε δεχομένην κύματα καί μή σαλευομένην» (P.G. 52, 807).
Εννοείται βέβαια, ότι η θεοίδρυτος Εκκλησία καί στή συνέχεια τό Συνοδικό της Πολίτευμα ουδαμώς έχει ανάγκη προστασίας ή συμμαχίας τών ισχυρών τής γής προκειμένου νά λειτουργήσει ως τό ζωντανό Σώμα τού Χριστού καί πραγματώσει τήν σωτήρια θεία αποστολή, τήν «καινήν καί τελείαν» κοινωνία τού Θεού μετά τών ανθρώπων.
Η Εκκλησία δέν παύει νά επαναλαμβάνει τό «Κύριε ελέησον», ενώ τό κράτος επαναλαμβάνει τό «ό,τι επιτάσσει ο νόμος». Η Εκκλησία βλέπει τά πράγματα «θεολογικώς», τό κράτος τά βλέπει «ενδοκοσμικώς».
*
Περαιτέρω, ως αρχή τού Συνοδικού Πολιτεύματος ή συστήματος διοικήσεως τής Εκκλησίας θεωρούνται καί η εκλογή τού Ματθίου (Πράξ. 1,15 επ.) καί η εκλογή τών επτά διακόνων (Πράξ. 6,2 επ.) (Ιω. Καρμίρη, Ορθόδοξος Εκκλησιολογία, Αθήναι 1973, σελ. 653). Ωστόσο, πρότυπον καί υπόδειγμα πάσης Συνόδου στάθηκε η συγκληθείσα εν Ιεροσολύμοις Σύνοδος, η αποκαλουμένη «Αποστολική Σύνοδος». Ως είναι γνωστόν, τό ζήτημα, τό οποίο προκάλεσε τήν σύγκληση τής Συνόδου αυτής, ήταν ο τρόπος υποδοχής τών εκ τού εθνικού κόσμου ερχομένων στήν Εκκλησία, αναφορικώς μέ τήν τήρηση τού Μωσαϊκού νόμου καί ειδικότερα τό έθος τής περιτομής. Αξίζει, όμως, στό θέμα αυτό, νά επιμείνουμε περισσότερον, ειδικότερα στά τής συγκλήσεως τής Αποστολικής αυτής Συνόδου, σέ μερικά δηλαδή σημεία, εξόχως χαρακτηριστικά γιά τήν όλη εισήγησή μας, ως αναφέρει τό βιβλίο τών «Πράξεων τών Αποστόλων» (Πράξ. ιε’, 1-32).
Πρώτον, τό θέμα τής αποδοχής τών εξ εθνών είχε δημιουργήσει πρόβλημα μεταξύ τών χριστιανών καί μάλιστα έφερε διάσταση απόψεων, φιλονικία καί μεγάλη συζήτηση. Οι μέν έλεγον ότι οι εξ εθνών χριστιανοί άνευ τής τηρήσεως, εν προκειμένω, τού Μωσαϊκού νόμου, δέν δύνανται νά σωθούν καί είναι αληθές ότι οι Απόστολοι Βαρνάβας καί Παύλος δίδασκαν τήν απαλλαγή. Απεφασίσθη όμως η σύγκληση τής Συνόδου πρός επίλυσιν τού προβλήματος (Πράξ. ιε’, 2). Κατ’ ακολουθίαν, καταδεικνύεται ότι καί στόν εκκλησιαστικό χώρο, γιά τό υπάρχον ανθρώπινο στοιχείο, πάντοτε αναφύονται ζητήματα, τίθενται ερωτήματα καί υπάρχουν διχογνωμίες.
Δεύτερον, «συνήχθησαν οι απόστολοι καί οι πρεσβύτεροι ιδείν περί τού λόγου τούτου» (στίχ. 6). Δηλαδή, δέν αδιαφόρησαν γιά τό πρόβλημα, αλλά πραγματοποίησαν σύνοδο, «ιδείν περί τού λόγου τούτου», μέ σκοπό τήν σύσκεψη καί εξέταση τού αναφανέντος ζητήματος.
Τρίτον, «πολλής δέ συζητήσεως γενομένης αναστάς Πέτρος είπε πρός αυτούς» (στίχ. 7). Δηλ. διεξήχθη πολλή συζήτηση. Ακούσθηκαν πολλές απόψεις καί γνώμες. Εδώ διαφαίνεται τό δημοκρατικόν πνεύμα τής όλης Συνόδου. Καί βεβαίως λόγο σημαντικό είχε ο πρωτοκορυφαίος Απ. Πέτρος. Μετά από αυτόν, προσέτι, μίλησαν οι Βαρνάβας καί Παύλος (στίχ. 12).
Τέταρτον, στόν στίχο 13, αναφέρουν οι «Πράξεις» ότι: «Μετά δέ τό σιγήσαι αυτούς απεκρίθη Ιάκωβος λέγων». Αφού έγινε μακρά συζήτηση, τελευταίος, έλαβε τόν λόγο καί ο Απόστολος Ιάκωβος, ο καί Επίσκοπος τής εν Ιεροσολύμοις Εκκλησίας καί κατά πάσαν πιθανότητα καί πρόεδρος τής Συνόδου, ο καί αδελφόθεος τού Κυρίου, ο οποίος καί συνήγαγε τό τελικό συμπέρασμα. Ο λόγος του είναι στούς στίχους 14 21.
Πέμπτον, στόν στίχο 22 τό ιερό κείμενο αναφέρει: «Τότε έδοξε τοίς αποστόλοις καί τοίς πρεσβυτέροις σύν όλη τή εκκλησία εκλεξαμένους άνδρας εξ αυτών πέμψαι εις Αντιόχειαν…». Στό σημείο αυτό, αξίζει νά επισημάνουμε τήν φράση «σύν όλη τή εκκλησία». Έχουμε δηλαδή στήν Αποστολική Σύνοδο συμμετοχή τών αποστόλων καί τών πρεσβυτέρων αλλά καί παρουσία τών χριστιανών. Μέ άλλους λόγους θά λέγαμε ότι έχουμε μία συμπορεία εν Κυρίω, αποστόλων, πρεσβυτέρων καί λαϊκών στήν Σύνοδο αυτή, όπου παρουσιάζεται μία εναρμόνιση αλλά καί διάκριση θέσεων, λειτουργημάτων καί διακονημάτων. Εδώ, στό ρήμα «έδοξε», διαπιστώνουμε τήν υπευθυνότητα τής αποφάσεως τών αποστόλων καί τών πρεσβυτέρων καί στήν φράση «σύν όλη τή εκκλησία» τήν συνένωση τού λαού, έτσι ώστε νά είναι απόφαση – απόφανση τής Εκκλησίας τών Ιεροσολύμων. Αυτή η θέση καθίσταται εναργέστερη αργότερα, όταν θαυμάσια διατυπώνεται στίς «Διαταγές τών Αποστόλων» διά Κλήμεντος, σέ χρόνους όπου έχει πλέον διαμορφωθεί ο όρος «Επίσκοπος». Γράφουν οι «Διαταγές τών Αποστόλων»: «Ο επίσκοπος, ως τέκνα τούς λαϊκούς αγαπάτω, θέλγων καί θερμαίνων τή σπουδή τής αγάπης ως ωά εις περιποίησιν νοσσίων ή ως νοσσία αγκαλιζόμενος εις περιποίησιν ορνίθων, πάντας νουθετών, πάσι τοίς πληκτισμού επιδεομένοις επιπλήσσων, αλλά μή πλήσσων υποπιέζων εις εντροπήν, αλλά μή εις ανατροπήν, νουθετών εις επιστροφήν, επιτιμών εις διόρθωσιν καί ευθύτητα πορείας» (ΒΕΠ, τόμ. 2, σελ. 25). Καί ο άγιος Ιγνάτιος γιά τόν λαό, τό πλήρωμα τής Εκκλησίας, θά γράψει: «Υμάς μακαρίζω, τούς εγκεκραμένους αυτώ (τώ επισκόπω), ως η Εκκλησία Ιησού Χριστού καί ως Ιησούς Χριστός τώ πατρί, ίνα πάντα εν ενότητι σύμφωνα ή» (Επιστ. Εφεσ. 5,1).
Αργότερα, μετά απ αυτή τήν Αποστολική Σύνοδο, ένεκεν τών κατά καιρούς αναφυομένων αιρέσεων καί γενικότερα πεπλανημένων διδασκαλιών, θεωρήθηκε αναγκαία, η σύγκληση πολλών συνόδων επισκόπων, προκειμένου νά υπάρξει ομοφωνία τής διδασκαλίας τής Εκκλησίας. Προσέτι, κατά τήν μεταποστολική εποχή έχουμε καί Συνόδους τών πλησιοχώρων επισκοπών είτε γιά χειροτονίες νέων επισκόπων είτε γιά επίλυση άλλων πρακτικών θεμάτων. Τόν 3ο πλέον αιώνα έχει επικρατήσει ο θεσμός τών τοπικών συνόδων, από δέ τού 4ου αιώνος συγκαλούνται καί Οικουμενικές Σύνοδοι (Βλ. Στυλ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία Β, Αθήνα 1990, σελ. 38-39). Όσον αφορά δέ, τήν συμμετοχή στίς Συνόδους πλήν τών Επισκόπων καί άλλων κληρικών ή λαϊκών ως έχει καταγραφεί, η συμμετοχή τών τελευταίων (πρεσβυτέρων διακόνων λαϊκών) είχε σχέση μόνον μέ τίς προσυνοδικές καί εξωσυνοδικές διασκέψεις ή διεργασίες. Τό δικαίωμα τής αποφασιστικής γνώμης καί ψήφου τό είχαν μόνον οι Επίσκοποι. (Βλ. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, Αθήναι 1992 τόμ. Α’, σελ. 452-456).
Ως είναι δέ γνωστόν, στό διάβα τών αιώνων τής εκκλησιαστικής ιστορίας, διεμορφώθησαν διάφορες κατηγορίες Συνόδων, είτε εξ επόψεως συμμετοχής τών Επισκόπων, ήτοι: Οικουμενικές, Τοπικές, Πανορθόδοξες, Μητροπολιτικές ή Επαρχιακές, είτε εξ’ επόψεως συγκλήσεως καί χρονικής διαρκείας σέ διαρκείς καί περιοδικές, ήτοι: Τακτικές καί έκτακτες. Δέν χρειάζεται εν προκειμένω, νά αναφέρουμε καί άλλες μορφές Συνόδων, οι οποίες εμφανίστηκαν στό προσκήνιο τής ζωής τής Εκκλησίας. (Βλ. Βασ. Στεφανίδου, Εκκλησιαστική Ιστορία, Αθήναι 1990, σελ. 98 επ. – Σπ. Τρωϊάνου, Παραδόσεις Εκκλησιαστικού Δικαίου, Αθήνα 1984, σ. 181 186, – Παν. Μπούμη, Κανονικόν Δίκαιον, Αθήνα 1988, σελ. 200-218, – Βλ. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, Αθήναι 1992, σελ. 190 194).
*
Στό σημείο όμως αυτό θεωρούμε σκόπιμο ν’ αναφέρουμε ότι γιά τό Συνοδικό Πολίτευμα, τήν Σύνοδο τής Εκκλησίας τής Ελλάδος, γίνεται λόγος αφ’ ενός μέν στόν υπέρτατο νόμο, τό Σύνταγμα (ισχύον Σύνταγμα 1975/1986/2001), αφ’ ετέρου δέ στόν Νόμο τού Κράτους, τόν Καταστατικό Χάρτη τής Εκκλησίας. Ως είναι γνωστόν, στό Σύνταγμα καί ειδικότερα, στό άρθρο 3, όπου ρυθμίζονται οι σχέσεις μεταξύ Εκκλησίας καί Πολιτείας, μεταξύ τών άλλων, αναφέρεται ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία τής Ελλάδος «…είναι αυτοκέφαλη, διοικείται από τήν Ιερά Σύνοδο τών εν ενεργεία Αρχιερέων καί από τήν Διαρκή Ιερά Σύνοδο πού προέρχεται από αυτή καί συγκροτείται όπως ορίζει ο Καταστατικός Χάρτης τής Εκκλησίας, μέ τήρηση τών διατάξεων τού Πατριαρχικού Τόμου τής κθ’ (29) Ιουνίου 1850 καί τής Συνοδικής Πράξης τής 4ης Σεπτεμβρίου 1928».
Περαιτέρω, μέ τό υπ’ αριθμ. 146 τής 31ης Μαΐου 1977, Φύλλον τής Εφημερίδος τής Κυβερνήσεως δημοσιεύθηκε ο Νόμος 590/1977 «Περί τού Καταστατικού Χάρτου τής Εκκλησίας τής Ελλάδος». Ο Νόμος αυτός είναι πολύ σημαντικός καί θεσμοθετεί τήν όλη κανονική τάξη στήν Εκκλησία, καί, κατά τήν ταπεινή μας άποψη, τυγχάνει, αρκούντως ικανοποιητικά διατυπωμένος (Βλ. Αν. Μαρίνου, Εκκλησία καί Δίκαιον, Αθήναι 2000, σελ. 203 215) καί κατοχυρώνει τό Συνοδικό Πολίτευμα (άρθρο 3 Ν. 590/1977).
Έτσι, στό σύγχρονο κρατικό status, αλλά καί στόν νομικό πολιτισμό έχουμε τήν ύπαρξη καί τής νομικής προσωπικότητος τής Εκκλησίας (ως ΝΠΔΔ), η οποία υφίσταται «κατά πλάσμα δικαίου», τό οποίο δημιουργήθηκε από τό κοσμικό δίκαιο καί συγκεκριμένα από τό κράτος, πρός εξυπηρέτησιν τών διαφόρων πρακτικών δραστηριοτήτων τής Εκκλησίας στό κοινωνικώς γίγνεσθαι. Αυτό δέν είναι απαραιτήτως κακό, εφ’ όσον η Εκκλησία δρά καί κινείται στόν κόσμο καί στόν δημόσιο βίο. Καθίσταται, κατά συνέπειαν, υποκείμενο δικαιωμάτων καί υποχρεώσεων καί έτσι πρέπει νά δούμε τήν Εκκλησία, ως πρός αυτή τήν πλευρά της, ως ένα ίδιο, ιδιότυπο καί ιδιόμορφο ΝΠΔΔ, ως πρός τίς νομικές σχέσεις της μέ τήν Πολιτεία. Ασφαλώς καί γεννάται καί υπάρχει μία διαφορά αντιλήψεως μεταξύ νόμου καί ιερού κανόνος, ήτοι νομιμότητος καί κανονικότητος, άλλως εννόμου τάξεως τής Πολιτείας καί «εννόμου» τάξεως τής Εκκλησίας, καί ασφαλώς θά πρέπει νά υπάρχουν περιθώρια συνεργασίας, χωρίς απαραιτήτως νά δημιουργείται σύγκρουση, μέ θεμελιώδη βάση τίς βιβλικές ρήσεις: «Απόδοτε τά Καίσαρος Καίσαρι καί τά τού Θεού τώ Θεώ» (Ματθ. κβ, 21) καί «πειθαρχείν δεί Θεώ μάλλον ή ανθρώποις» (Πράξ. ε, 29).
Πάντα ταύτα, αποτελούν μέγιστα ευεργετήματα, τόσον γιά τήν Εκκλησία, όσο καί πολύ περισσότερο γιά τό Κράτος. Τοιουτοτρόπως έχουμε νομιμότητα καί κανονικότητα, δύο παράλληλους δρόμους πρός τήν επίτευξη τής ευταξίας τών δύο αυτών μεγεθών. (Αν. Μαρίνου, Εκκλησία καί Δίκαιον, όπ. παρ., σελ. 216 επ.).
Ημείς, στέργομεν εκθύμως τά ισχύοντα αυτά νομοθετήματα τόσον τά άρθρα τού Ελληνικού Συντάγματος όσον καί τού Καταστατικού Χάρτου τής Εκκλησίας τής Ελλάδος καί οφείλουμε, κατά τήν ταπεινή μου άποψη, νά τά διαφυλάξουμε στούς χαλεπούς, ασταθείς καί αβεβαίους τούτους καιρούς, τούς οποίους διερχόμεθα.
*
Συνελόντ’ ειπείν, ουσιώδες εκκλησιολογικό γνώρισμα τής Εκκλησίας είναι τό αρχαιοπαράδοτο Συνοδικό Πολίτευμα. Φωνή δέ τού σώματος τής Εκκλησίας είναι η Ιεραρχία. Η δέ τοπική Εκκλησία, ως Καθολική Εκκλησία, ομιλεί πάντοτε επίσημα καί εκασταχού μέσω τής Ιεράς Συνόδου καί μόνο.
Εκ πάντων τών ανωτέρω, καταδεικνύεται η βιβλική, πατερική (θεολογική καί εκκλησιολογική), ιστορική καί νομική κατοχύρωση τού Συνοδικού Πολιτεύματος.
Η ΑΞΙΑ
Καί ερχόμεθα νά εξετάσουμε τήν λέξη «αξία», η οποία συνοδεύει τό Συνοδικό Πολίτευμα τής Εκκλησίας. Δηλ. πόθεν η αξία του; Σέ τί συνίσταται η αξία τού Συνοδικού Πολιτεύματος; Πρόκειται γιά ένα εύλογο ερώτημα. Ποίος δίδει αξία στό Συνοδικό Πολίτευμα; Εμείς, οι συγκροτούντες τήν Ι. Σύνοδο Ιεράρχες; Ο νόμος; Η ιστορία; Άλλοι εξωγενείς παράγοντες; Όχι βέβαια. Άλλο είναι τό πρόσωπο, τό οποίο δίδει τήν πλήρη, τήν ολοκληρωμένη έννοια τής αξίας τής Συνόδου. Καί τό πρόσωπο αυτό, είναι τό τρίτο Πρόσωπο τής Αγίας Τριάδος. Είναι τό Άγιον Πνεύμα.
Ίσως ακούγεται παράδοξο. Ωστόσο, εδώ κρύπτεται η αλήθεια. Καί τούτο, καθ’ ότι η Εκκλησία εκφράζει τήν συνεχή Πεντηκοστή. Γράφει ο Ι. Χρυσόστομος: «Ει μή Πνεύμα παρήν, ουκ άν συνέστη η Εκκλησία ει δέ συνίσταται η Εκκλησία, εύδηλον ότι τό Πνεύμα πάρεστι» (Εις τήν αγίαν Πεντηκοστήν, P.G.50, 459). Έτσι η Έκκλησία καθίσταται ταμειούχος τής θείας χάριτος. Τό δοθέν Πνεύμα ενοικεί διηνεκώς σ’ αυτή καί Αυτό διδάσκει στήν Εκκλησία «πάσαν τήν αλήθειαν» (Ιω. 16, 13). Αυτό τήν κυβερνά «διαιρούν τά χαρίσματα» (Α’ Κορ. 12, 4.11) καί Αυτό, τήν ζωοποιεί (Γ. Γαλίτη, Ερμηνευτικά τής Καινής Διαθήκης, Θεσσαλονίκη 1984, σελ. 428).
Ωραιότατα τονίζει τήν επιστασία καί επιχορηγία τού Αγίου Πνεύματος ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής καί γράφει: «Τή Εκκλησία δεδώρηται ο κατά φύσιν έχων τό Πνεύμα (ο Χριστός) τάς ενεργείας τού Πνεύματος ως Θεός… Τό γάρ Πνεύμα τό άγιον… τή λυχνία τουτέστι τή Εκκλησία καθάπερ λύχνος τάς οικείας ενεργείας δωρούμενον, λύχνου γάρ τρόπον τό σκότος λύοντος, πάσα τού Πνεύματος ενέργεια τήν πολύτροπον γένεσιν τής αμαρτίας εξωθείσθαι τής Εκκλησίας καί επελαύνειν πέφυκε»(Πρός Θαλάσσιον, Ερωτ. ΝΓ’, ΕΠΕ 14Γ, σελ. 268). Καί ειδικότερα αναφέρει: «Ποιείται γάρ η μέν σοφία τής ανοίας αναίρεσιν, η δέ σύνεσις τής ανεπιγνωμοσύνης αφαίρεσιν, η δέ βουλή τής αδιακρισίας κατάργησιν, η δέ ισχύς τής ασθενείας εξήλωσιν, η δέ γνώσις τής αγνωσίας αφανισμόν, η δέ ευσέβεια τής ασεβείας καί τής επ’ αυτή τών ενεργειών φαυλότητος διωγμόν, ο δέ φόβος τής καταφρονήσεως απελαύνει τήν πώρωσιν. Φώς γάρ ου μόνον τά προστάγματα, αλλά καί τά ενεργήματα τυγχάνει τού Πνεύματος» (όπ. παρ.). Τό Πνεύμα ενεργεί τά πάντα, ως πνεύμα ανακαινίσεως, ζωής, ελευθερίας, ελπίδος, αγάπης, θείας χάριτος.
Η ενέργεια τού Αγίου Πνεύματος είναι όρος «εκ τών ών ουκ άνευ» γιά τήν ιστορική πραγμάτωση καί συνέχεια τής μαρτυρίας τού Χριστού στόν κόσμο. Τό Άγιο Πνεύμα εγκαθιστά τήν Εκκλησία καί συγχρόνως κινεί καί οδηγεί καί τήν ανοίγει πρός πάντα άνθρωπον. Συγκροτεί όλον τόν θεσμό τής Εκκλησίας. Συγκροτεί σέ σώμα τού Χριστού τήν Εκκλησία μέ συγκεκριμένα πρόσωπα καί συγχρόνως «όπου θέλει πνεί καί τήν φωνήν αυτού ακούεις, αλλ’ ουκ οίδας πόθεν έρχεται καί πού υπάγει» (Ιω. 3,8). Τό Άγιο Πνεύμα δημιουργεί τήν ιστορία τής Εκκλησίας, προσωποποιεί τήν μαρτυρία τού Χριστού καί καλεί τούς πάντες στή σωτηρία. Τό βιβλίο τών «Πράξεων τών Αποστόλων» αναγράφει πολύ χαρακτηριστικές περιπτώσεις ενεργείας τού Αγίου Πνεύματος, όπου αποκαλύπτεται Αυτό, ως εντολεύς τής Εκκλησίας. Ως παράδειγμα αναφέρουμε τίς περιπτώσεις: τού Φιλίππου, όπου τό Άγιον Πνεύμα τού λέγει: «Πρόσελθε καί κολλήθητι τώ άρματι τούτω» (Πράξ. 8,29), τού Απ. Πέτρου: «Είπεν αυτώ τό Πνεύμα ιδού άνδρες τρείς ζητούσί σε αλλά αναστάς κατάβηθι καί πορεύου σύν αυτοίς μηδέν διακρινόμενος, διότι εγώ απέσταλκα αυτούς» (Πράξ. 10, 19-20) ή πρός τήν Εκκλησία τής Αντιόχειας: «Είπε τό Πνεύμα τό Άγιον αφορίσατε δή μοι τόν Βαρνάβαν καί τόν Σαύλον εις τό έργον, ό προσκέκλημαι αυτούς» (Πράξ. 13,2) καί ακόμη η περίπτωση «Διελθόντες δέ τήν Φρυγίαν καί Γαλατικήν χώραν, κωλυθέντες υπό τού Αγίου Πνεύματος λαλήσαι τόν λόγον εν τή Ασία, ελθόντες δέ κατά τήν Μυσίαν επείραζον κατά τήν Βιθυνίαν πορεύεσθαι καί ουκ είασεν αυτούς τό Πνεύμα» (Πράξ. 16, 6-7).
Πάλιν θά ανατρέξουμε στήν Αγία Γραφή καί δή στό βιβλίο τών «Πράξεων», τό οποίον παραμένει εισέτι ανοικτό. Καί συγκεκριμένα εκεί, όπου γίνεται λόγος γιά τήν Αποστολική Σύνοδο, όπως προαναφέραμε, ακριβώς, διότι στόν στίχο ιε 28, καταγράφεται μία εξόχως βιβλική θεολογική φράση. Γράφουν οι «Πράξεις»: «Έδοξε τώ Αγίω Πνεύματι καί ημίν». Δηλ. εκρίθη καί απεφασίσθη, γιά τήν αποδοχή τών μεταστρεφομένων στήν Εκκλησία εκ τών εθνών, ως ορθό καί αληθές, από τό Άγιον Πνεύμα καί από τούς Αποστόλους, τούς πρεσβυτέρους «σύν όλη τή Εκκλησία». Δηλαδή, τό Άγιον Πνεύμα είναι τό πρώτον καί εμείς ακολουθούμε. Σχολιάζοντας τήν σπουδαιοτάτη δέ αυτή βιβλική φράση, ο Ι. Χρυσόστομος γράφει ότι: «Άρα ουδέν ανθρώπινον, ει Πνεύματι ταύτα δοκεί». Καί ερωτά ο ιερός Πατήρ: «Καί τίνος ένεκεν είπον «έδοξε τώ Αγίω Πνεύματι»; Ίνα μή νομίσωσιν (οι αποδέκτες) ανθρώπινον είναι, τό δέ «καί ημίν» ίνα διδαχθώσι ότι καί αυτοί (δηλ. οι Απόστολοι) αποδέχονται τήν απόφασιν, ώστε δύο παράγοντες διακρινόμενοι αλλήλων συγκατατίθενται καί συναποφασίζουν» (Ιω. Χρυσοστόμου, Ομιλία ΛΓ εις τάς Πράξεις, ΕΠΕ 16 Α σελ. 283 επ.).
Ως αναφέρει δέ ο πολιός, ο καί τής Συνοδικής πείρας αείφωτος λύχνος, Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Καρυστίας καί Σκύρου κ. Σεραφείμ, ο καί Αντιπρόεδρος τής Ι. Συνόδου τής Ιεραρχίας ημών: «Έκτοτε η φράσις «έδοξε τώ Αγίω Πνεύματι» αποτελεί προμετωπίδα όλων τών Συνόδων, πού δέν εκφράζει ένα τύπον διατυπώσεως κειμένου, αλλά ομολογίαν πίστεως καί διαβεβαίωσιν θεοπνευστίας τών όρων καί Κανόνων, ώστε αυτοί νά αποτελούν τήν Ιεράν Παράδοσιν, τήν οποίαν η Ορθόδοξος Εκκλησία δέχεται Ισότιμον καί Ισόκυρον τής Αγ. Γραφής» (Βλ. Αντιφώνησιν κατά τήν έναρξιν τών εργασιών τής τακτικής συνελεύσεως τής Ιεραρχίας τής Εκκλησίας τής Ελλάδος, εις «Η Τακτική Συνέλευσις τής Ιεράς Συνόδου τής Ιεραρχίας τής Εκκλησίας τής Ελλάδος (Αθήναι, 1-4 Οκτωβρίου 2008), έκδ. Κλάδου Επικοινωνιακής καί Μορφωτικής Υπηρεσίας τής Εκκλησίας τής Ελλάδος, Αθήναι 2009, σελ. 26).
Άλλωστε, η περί τού Αγίου Πνεύματος αναφορά είχε πάντοτε πρώτη θέση, μάλιστα μετά τήν κλασική πραγματεία τού Μεγ. Βασιλείου, «Περί τού Αγίου Πνεύματος». (PG τόμ. XXXII, στ. 87-218 καί έκδ. Sources Chretienne, 17). Τώ όντι, πρέπει νά εξαρθεί ο ρόλος τού Αγίου Πνεύματος στήν καθόλου ζωή τής Εκκλησίας καί στό Συνοδικό Πολίτευμα. Αυτό παρέχει τήν αξία σ’ αυτό. Χωρίς τό Άγιον Πνεύμα καί τήν αίσθηση τής παρουσίας Του, δέν κάμνουμε τίποτα τό εκκλησιολογικό, αλλά συνεδριάζουμε καί εργαζόμεθα τυπικώς, εγκοσμιοκρατικώς κοσμικώς. Μόνον η παρουσία τού Αγίου Πνεύματος μάς δικαιώνει. Δικαιολογεί τήν Σύνοδό μας, ως Σύνοδο καί όχι απλώς, ως κάποια γενική συνέλευση.
Είναι, εξάλλου, πολύ χαρακτηριστικό καί δέν θά πρέπει νά διαφεύγει τής προσοχής μας ότι καί «αυτή αύτη» η Θεία Λειτουργία τής Εκκλησίας είναι όλη πνευματική, υπό τήν έννοια, ότι κατ’ αυτήν διαρκώς επικαλούμεθα τό Πανάγιον Πνεύμα, «ίνα Tούτο έλθη εφ’ ημάς καί επί τά προκείμενα δώρα καί επί πάντα τόν λαόν τού Θεού». Καί βεβαίως, η επίκληση τού Αγίου Πνεύματος είναι καί γιά όλα τά άλλα ιερά Μυστήρια τής Εκκλησίας. Ερωτά καί απαντά ο Μέγας Βασίλειος ότι «η τής Εκκλησίας διακόσμησις ουχί σαφώς καί αναντιρρήτως διά τού Πνεύματος ενεργείται;» καί προσθέτει τήν απάντηση: «Αύτη γάρ η τάξις (εν τή Εκκλησία) κατά τήν διαίρεσιν τών εκ τού Πνεύματος δωρεών, διετάτακται» (SC 17, 254).
Είναι χαρακτηριστικό ότι τό Άγιον Πνεύμα, όταν κατήλθε κατά τήν ημέρα τής Πεντηκοστής στήν Εκκλησία, πραγματοποιήθηκε η συνένωση τών επουρανίων καί τών επιγείων, ως ερμηνεύει ο Ι. Χρυσόστομος: «Καί γάρ η φύσις η ημετέρα πρό δέκα ημερών εις τόν θρόνον ανέβη τόν βασιλικόν καί τό Πνεύμα τό άγιον κατέβη σήμερον πρός τήν φύσιν τήν ημετέραν ανήνεγκεν ο Κύριος τήν απαρχήν τήν ημετέραν καί κατήνεγκεν τό Πνεύμα τό άγιον. Έτερος Κύριος διανέμων τά δώρα ταύτα καί γάρ τό Πνεύμα Κύριός εστι καί διενείμαντο τήν υπέρ ημών οικονομίαν Πατήρ καί Υιός καί Άγιον Πνεύμα» (Εις τήν αγίαν Πεντηκοστήν, P.G. 50, 456). Διά τούτο καί ήταν καί στήν Αποστολική Σύνοδο. Καί αυτό τό Άγιον Πνεύμα «έθετο επισκόπους, ποιμαίνειν τήν Εκκλησίαν τού Κυρίου καί Θεού» (Πράξ. 20,28). Τό υπογραμμίζει ο Ι. Χρυσόστομος γράφοντας: «Ει μή Πνεύμα άγιον ήν, ποιμένες καί διδάσκαλοι εν τή Εκκλησία ουκ ήσαν καί γάρ ούτοι διά τού Πνεύματος γίνονται, καθώς καί ο Παύλός φησιν. Εν ώ έθετο υμάς τό Πνεύμα τό άγιον ποιμένας καί επισκόπους» (όπ. παρ. 458).
Κεντρική, λοιπόν, είναι η θέση τού Αγίου Πνεύματος στήν καθόλου Εκκλησία καί βέβαια στήν όλη διαδικασία τής συγκλήσεως τής Ιεράς Συνόδου. Από τόν Ιερό Αυγουστίνο προσφυώς έχει λεχθεί ότι τό Άγιο Πνεύμα είναι «η ψυχή τής Εκκλησίας» καί ενεργεί σ’ αυτήν ό,τι ενεργεί καί δρά η ψυχή σ’ όλα τά μέρη τού σώματος. Ο Ειρηναίος θά τό διατυπώσει διαφορετικά, αλλ’ έχει τό ίδιο νόημα: «Ubi Ecclesia, ibi et Spiritus Dei, et ubi Spiritus Dei, illic Ecclesia et omnis gratia» (Ειρηναίου, Έλεγχος III, 24,1. P.G. 7, 966). Χρέος καί έργο μας, επομένως, είναι νά αφήνουμε τό Άγιον Πνεύμα, Εκείνο νά οδηγεί τήν Εκκλησία καί όχι νά θέτουμε προσκόμματα ή νά επιβάλλουμε τό ίδιον θέλημα.
Κατ’ ακολουθίαν, εφ’ όσον τό Άγιον Πνεύμα παραμένει στήν Εκκλησία, είναι η «ψυχή τής Εκκλησίας» καί κατά τό υπέροχο τροπάριο τού Εσπερινού τής Πεντηκοστής ψάλλουμε: «Πάντα χορηγεί τό Πνεύμα τό Άγιον, βρύει προφητείας, ιερέας τελειοί… όλον συγκροτεί τόν θεσμόν τής Εκκλησίας» καί τώ όντι, πληροί, ενεργεί, ζωοποιεί καί τελεί τά πάντα εν τή Εκκλησία, τότε, αβιάστως, έρχεται τό ερώτημα: Δύναται μία Σύνοδος νά λειτουργεί άνευ τού Αγίου Πνεύματος; Είναι μόνον μία σύνοδος Ιεραρχών, τήν οποία καλύπτει τό άρθρον 4 επ. τού Καταστατικού Χάρτου τής Εκκλησίας; Ή έχουμε παρουσία καί ενέργεια τού Αγίου Πνεύματος καί συνάμα συνέργεια καί ιδική μας, ήτοι υφίσταται μία συνεργασία τού Αγίου Πνεύματος καί ημών;
Τυγχάνει εκκλησιολογικώς αληθές, ότι άνευ τού Αγίου Πνεύματος, δέν δυνάμεθα νά έχουμε καί αληθές Συνοδικό Πολίτευμα, όπως δέν δυνάμεθα νά έχουμε καί αληθινή πνευματικότητα καί εν Χριστώ ζωή. Ως γράφει ο Μέγας Αθανάσιος, τότε «ημείς χωρίς μέν τού Πνεύματος ξένοι καί μακράν εσμεν τού Θεού». (Κατά Αρειανών Γ’, 24 ΒΕΠ 30) καθ’ ότι καί κατά τόν Ι. Δαμασκηνό, «συνάφεια Θεού πρός ανθρώπους διά Πνεύματος Αγίου γίνεται» ( Α Λόγος εις τό Γενέθλιον τής Θεοτόκου, Ιω. Δαμασκηνού «Η Θεοτόκος» (Κείμενο Εισαγωγή Σχόλια, ιερομ. Αθ. Γιέβτιτς, έκδ. «Όσιος Ιωάννης ο Ρώσος» Αθήναι 1970, σελ. 72). Ο δέ άγ. Κύριλλος ο Ιεροσολύμων υπογραμμίζει: «Ο καλός Ούτος τής Εκκλησίας αγιοποιός καί βοηθός …καί σύμμαχος καί προστάτης καί μέγας διδάσκαλος τής Εκκλησίας, ο διοικητής τών ψυχών, ο κυβερνήτης τών χειμαζομένων, ο φωταγωγός τών πεπλανημένων καί αθλοθέτης τών αγωνιζομένων καί στεφανωτής τών νενικηκότων, τό Πνεύμα τό Άγιον». (Κατήχησις ΙΣΤ’, 14,19 καί ΙΖ’ 13, ΒΕΠ 39). Ο δέ Δίδυμος ο Τυφλός, ο Αλεξανδρεύς γράφει: «Καθά τοίνυν είωθεν βασιλεύς μέν τάς εαυτού νομοθεσίας τοίς έγγιστα μεγάλοις άρχουσι καταπέμπειν, οίς τάς ηνίας τών αρχομένων δέδωκεν εκείνους δέ, πάντων εις γνώσιν φέρειν τυπούντας, υποκύπτειν τοίς παρά βασιλέως θεσπισθείσιν, καί απειλούντας τοίς παραβαίνουσιν κίνδυνον ούτω καί οι Απόστολοι, ούς έθετο πρώτους ο Θεός, τό αυτεξούσιον τού Πνεύματος, καί τό πρός τόν Πατέρα ομοούσιον ειδότες, επέστελλον Έδοξε, φησίν, τάδε καί τάδε τώ αγίω Πνεύματι ως βασιλεί καί εξουσιαστή καί κηδεμόνι τού γένους καί ημίν δέ, ως προεστηκέναι αφορισθείσιν τής πίστεως καί τών Εκκλησιών. «Εξ ών διατηρούντες εαυτούς, εύ πράξετε » παρατρώσαντες δέ, φησίν, τό εναντίον πείσεσθε. Εμέμνηντο γάρ τού Σωτήρος αυτοίς ειρηκότος εν τώ κατά Μάρκον Ευαγγελίω «Ου γάρ εστε υμείς οι λαλούντες, αλλά τό Πνεύμα τό άγιον» (Περί τού Αγίου Πνεύματος, Βιβλ. Β, P.G. 39, 624).
Οι άγιοι Απόστολοι θά υπογραμμίσει ο Ι. Χρυσόστομος ότι είχαν πράγματι βαθυτάτη συναίσθηση τής καθοδήγησής τους από τό Άγιον Πνεύμα. Γράφει πολύ χαρακτηριστικά: «Όταν δέ Παύλον είπω, ου τούτον μόνον λέγω, αλλά καί Πέτρον, καί Ιάκωβον καί Ιωάννην καί πάντα αυτών τόν χορόν. Καθάπερ γάρ εν λύρα μιά διάφοροι μέν αι νευραί, μία δέ η συμφωνία ούτω καί εν τώ χορώ τών αποστόλων διάφορα μέν τά πρόσωπα, μία δέ η διδασκαλία, επειδή καί είς ο τεχνίτης ήν, τό Πνεύμα τό άγιον τό κινούν τάς εκείνων ψυχάς. Καί τούτο εμφαίνων ο Παύλος έλεγεν Είτε ούν εκείνοι, είτε εγώ, ούτω κηρύσσομεν» (Εις τόν άγιον ιερομάρτυρα Ιγνάτιον, P.G. 50,588).
Είναι συνεπώς, καταφανές ότι Άγιον Πνεύμα καί Συνοδικόν πολίτευμα ευρίσκονται σέ σχέση αλληλεξαρτήσεως καί συνυφάνσεως.
Πολύ χαρακτηριστικά τονίζεται τούτο στόν 1ο κανόνα τής Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου, όταν γράφεται: «Εξ’ ενός άπαντες καί τού αυτού Πνεύματος αυγασθέντες, ώρισαν τά συμφέροντα» οι Συνοδικοί Πατέρες (Γ. Ράλλη Μ. Ποτλή, Σύνταγμα, όπ. παρ. σελ. 556) καί πολύ εμφαντικά διακελεύει καί ορίζει τούτο καί ο πολύ βασικός καί σημαντικός 34ος Αποστολικός κανόνας: «Τούς επισκόπους εκάστου έθνους ειδέναι χρή τόν εν αυτοίς πρώτον, καί ηγείσθαι αυτόν ως κεφαλήν καί μηδέν τι πράττειν περιττόν άνευ τής εκείνου γνώμης εκείνα δέ μόνα πράττειν έκαστον, όσα τή αυτού παροικία επιβάλλει, καί ταίς υπ’ αυτήν χώραις. Αλλά μηδέ εκείνος άνευ τής πάντων γνώμης ποιείτω τι. Ούτω γάρ ομόνοια έσται, καί δοξασθήσεται ο Θεός, διά Κυρίου, εν αγίω Πνεύματι, ο Πατήρ, καί ο Υιός, καί τό Άγιον Πνεύμα» (όπ. παρ. σελ. 45).
*
Αλλά τό μεγάλο ερώτημα τό οποίο τίθεται καί προβληματίζει ενίοτε, εν προκειμένω, είναι τό κάτωθι: Συνεργεί πάντοτε τό Άγ. Πνεύμα;
Η απάντηση ευρίσκεται στό ότι ενέργεια τού Αγ. Πνεύματος έχουμε όταν υφίσταται καί η υποκειμενική προσοικείωση αυτού καί η καθαρά καί άδολη καρδία. Ισχύει, κατ’ αναλογίαν, τό τού Μεγ. Βασιλείου: «Οι πεφυτευμένοι ενταύθα εν τώ οίκω Κυρίου ήτις εστιν Εκκλησία Θεού ζώντος, εκεί εν ταίς αυλαίς τού Θεού ημών εξανθήσουσιν, άλλως αδύνατον εξανθήσας καί αρχήν λαβείν εις καρποφορίαν, μή εν ταίς αυλαίς γενόμενον τού Κυρίου». (Μεγ. Βασιλείου, Εις Ψαλμ. 28, 3. P.G. 29,288 καί Εις Ησαία 1,28. P.G. 30,173). Άλλως, οι πονηρευόμενοι δέν μετέχουν τής ενεργείας τού Αγ. Πνεύματος καί δρούν μόνον ανθρωπίνως. «Εάν δέν πνεύση τό Πνεύμα, η ανθρωπίνη προσπάθεια καί εργατικότης δέν δύναται νά συντελέση εις τήν προσέγγισιν τού μυστηρίου τής Αληθείας τού Θεού, όπως λέγει ο 66ος Καρθαγένης. ‘Κατά ταύτα ψηλαφηθέντων καί κατανοηθέντων πάντων τών εν τή εκκλησιαστική χρησιμότητι συντρέχειν δοκούντων, επινεύσαντος καί ενηχήσαντος τού Πνεύματος τού Θεού, επελεξάμεθα ηπίως καί ειρηνικώς διαπράξασθαι μετά τών μνημονευθέντων ανθρώπων… Τό Άγιον Πνεύμα σφραγίζει διά τής παρουσίας Του τάς συνάξεις τής Εκκλησίας είτε πρός τέλεσιν τών μυστηρίων είτε πρός συνοδικήν διάσκεψιν διά τήν προάσπισιν τής πίστεως καί καθιστά τόν Χριστόν παρόντα εν τώ λαώ Του» (Βλ. Αρχιμ. Γ. Καψάνη, Η Ποιμαντική διακονία κατά τούς Ιερούς Κανόνας, Πειραιεύς 1976, σελ. 117). Καί ασφαλώς, ο οικονόμος τών Μυστηρίων τής Εκκλησίας καί δή ο Επίσκοπος, ο οποίος ενεργεί ανθρωπίνως καί μόνον, δίχα τής τού Αγίου Πνεύματος επιστασίας, φωτίσεως καί μαρτυρίας τυγχάνει υπόλογος τών πράξεών του ενώπιον τής Παναγίας Τριάδος. Γράφει εν προκειμένω ο Ι. Χρυσόστομος: «Ουχ οι έξωθεν δέ μόνον άρχοντες, αλλά καί οι τών Εκκλησιών προεστώτες τής οικείας αρχής υφέξουσι τόν λόγον καί μάλιστα ούτοι εισιν οι επί πλέον τάς πικράς καί βαρείας ευθύνας υπέχοντες» (Εις τήν παραβολήν, Τού τά μύρια τάλαντα οφείλοντος, P.G. 51, 23). Βέβαια, τό Άγιον Πνεύμα «όπου θέλει πνεί» (Ιω. 3,8) καί δέν μπορούμε νά κατανοήσουμε πώς καί πού καί πότε δρά τό Άγιον Πνεύμα. Τούτο είναι μυστήριον.
Ο μυστηριακός δέ χαρακτήρας τού Αγίου Πνεύματος είναι ένα σημαντικόν θέμα. Καί εν προκειμένω, οφείλουμε νά προσέξουμε τήν έννοια αυτή τού «μυστηρίου», ακριβώς διότι τό μυστήριο είναι ουσιαστικό στοιχείο τής όλης εκκλησιολογίας καί δέν πρέπει νά περιορίζεται. Άλλωστε όλη η Εκκλησία είναι ένα μυστήριο, τό μυστήριο τής ενεργούς παρουσίας τού Χριστού. Τό μυστήριο δέν εξηγείται μέ ανθρώπινα κριτήρια, λογικοκρατικά, ακριβώς διότι είναι μυστήριο καί έτσι τό δεχόμαστε. Τό Άγιον Πνεύμα είναι εκείνο, τό οποίο «οικοδομεί τό σώμα τού Χριστού στήν ιστορία, τελειοί τά μυστήρια, στηρίζει τήν Εκκλησία στήν αλήθεια καί τήν διασφαλίζει στήν περαιτέρω ύπαρξη καί στό αλάθητό τους» (Βλ. J. Mejendorff, Byzantine Theologie, New York 1976, σελ. 215). Ακριβώς, διότι «η άρρηκτη σχέση τού μυστηρίου τής Εκκλησίας πρός τό όλο μυστήριο τής εν Χριστώ θείας οικονομίας καθιστά αυτονόητη τή συνεργία τού Υιού καί τού Αγίου Πνεύματος όχι μόνο στήν Ενανθρώπηση τού Λόγου τού Θεού καί στόν όλο Επίγειο Βίο τού Χριστού, ήτοι από τήν ημέρα τού Ευαγγελισμού τής Θεοτόκου μέχρι τήν Ανάληψή Του στούς ουρανούς, αλλά καί στήν ιστορική σάρκωση τής εν Χριστώ Εκκλησίας μέσα στόν κόσμο μετά τήν Επιφοίτηση τού Αγίου Πνεύματος, ήτοι από τήν ημέρα τής Πεντηκοστής μέχρι τής συντελείας τού αιώνος» (Βλ. Φειδά, Εκκλησιολογία μεταξύ Χριστολογίας καί Πνευματολογίας υπό τό φώς τής πατερικής παραδόσεως, Αθήναι 2018, σελ. 295).
Τοιουτοτρόπως, δέν είναι θεολογικώς ορθόν νά απομυστηριοποιείται τό μυστήριο ούτε νά γίνεται επιλεκτικά αποσπασματική χρήση του στό χώρο τής Εκκλησίας. Τό Άγιον Πνεύμα είναι θεϊκό μυστήριο. Αυτό είναι. «Ούτως είναι». Υπερβαίνει τήν ανθρώπινη διάνοια καί κατάληψη.
Πάντως, οι Οικουμενικές Σύνοδοι αποφαίνονται οίκοθεν τή επιστασία τού Αγίου Πνεύματος. Τούτο τεκμαίρεται. Καί τό τεκμήριον είναι αμάχητον, καθ’ ότι η σχέση τού Αγίου Πνεύματος μετά τού Συνοδικού Πολιτεύματος είναι σαφώς οντολογική καί εκεί, έγκειται η αξία τού τελευταίου καί καθιστά τούτο «θεοσυνέργητο» (Βλ. ιβ κανόνα τής Πρωτοδευτέρας Συνόδου).
Η ΣΗΜΑΣΙΑ
Ποίον όμως είναι τό περιεχόμενο τής σημασίας τού Συνοδικού Πολιτεύματος; Είναι αληθές ότι η σημασία του αντανακλάται στήν αυτοσυνειδησία τής Εκκλησίας. Πάντοτε τίθεται καί θά τίθεται τό ερώτημα: Τί είναι η Εκκλησία;
Καί τό μέγιστο αυτό ερώτημα θέτει τήν Εκκλησιολογία μετά τήν Χριστολογία καί Πνευματολογία, ως θέμα υψίστης σημασίας.
Καί κατ’ αρχήν, ως αυτοσυνειδησία τής Εκκλησίας θεωρούμε τήν επίγνωσή της ότι απ’ αρχής αδιακόπως καί αναλλοιώτως παραμένει η αυτή, ήτοι η Μία, Αγία, Καθολική καί Αποστολική Εκκλησία. Τούτο δέ, διότι πράγματι, κατέχει καί εμμένει στήν μία πίστη, τήν θεμελιωθείσαν ισοκύρως καί ισοτίμως από τήν Αγία Γραφή καί τήν Ιερά Παράδοση. Η Θεία Αποκάλυψη επακριβώς προσδιορίζει τόν μυστηριακό χαρακτήρα τής υποστάσεως τής Εκκλησίας καί μάλιστα τήν άμεσο ουσιαστική σχέση πρός ένα έκαστον τών Προσώπων τής Αγίας Τριάδος. Ειδικότερα, η Εκκλησία έχει Κεφαλήν αυτής τόν Θεάνθρωπον Ιησούν Χριστόν, συνάμα δέ αποτελείται καί εξ ανθρώπων μέ σκοπό τήν θέωση αυτών.
Ο Απ. Παύλος σαφέστατα τονίζει στήν πρός Εφεσίους επιστολή του ότι: «Αυτόν (τόν Χριστόν) έδωκε κεφαλήν υπέρ πάντα τή Εκκλησία, ήτις εστι τό σώμα Αυτού, τό πλήρωμα τού τά πάντα εν πάσι πληρουμένου» (Εφεσ. 1, 22-23). Τό ίδιο γράφει καί στήν πρός Κολασσαείς επιστολήν καί μάλιστα δύο φορές: «Καί Αυτός (ο Χριστός) εστιν η κεφαλή τού σώματος, τής Εκκλησίας» (Κολ. 1,18) καί «υπέρ τού σώματος Αυτού (τού Χριστού), ό εστιν η Εκκλησία» (Κολ. 1,24). Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης γράφει συγκεκριμένα επ’ αυτού: «Όν γάρ ουδείς εώρακε πώποτε, καθώς φησίν Ιωάννης, ουδέ ιδείν δύναται, καθώς ο Παύλος μαρτυρείται, ούτος σώμα εαυτού τήν Εκκλησίαν εποίησε, καί διά τής προσθήκης τών σωζομένων οικοδομεί αυτήν εν αγάπη, μέχρις άν καταντήσωμεν οι πάντες εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας τού πληρώματος τού Χριστού. Ει ούν σώμα τού Χριστού η Εκκλησία, κεφαλή δέ τού σώματος ο Χριστός, τώ ιδίω χαρακτήρι μορφών τής Εκκλησίας τό πρόσωπον τάχα διά τούτων πρός ταύτα βλέποντες οι φίλοι τού νυμφίου εκαρδιώθησαν ότι τρανώτερον εν αυτή τόν αόρατον βλέπουσι. Καθάπερ οι αυτόν τού ηλίου τόν κύκλον ιδείν αδυνατούντες διά δέ τής τού ύδατος αυγής εις αυτόν ορώντες ούτω κακείνοι ως εν κατόπτρω καθορώντες καθαρώ, τώ προσώπω τής Εκκλησίας, τόν τής δικαιοσύνης ήλιον βλέπουσι, τόν διά τού φαινομένου κατανοούμενον» (Γρηγορίου Νύσσης, Ομιλία 8 εις τό Άσμα τών Ασμάτων, Migne Ε.Π. 44, 949 Α-Β).
Τώ όντι, υπάρχει συνάφεια μεταξύ Χριστού καί Εκκλησίας. «Υφίσταται μία άρρηκτη οντολογική σχέση Χριστού καί Εκκλησίας στό όλο μυστήριο τής εν Χριστώ θείας οικονομίας γιά τήν σωτηρία τού ανθρωπίνου γένους» (Βλ. Φειδά, Εκκλησιολογία, όπ. παρ. σελ. 9).
Αυτή τήν φύση τής Εκκλησίας, ως τό Σώμα τού Χριστού, τό ιστορικό Σώμα τού Χριστού ως θεανθρωπίνου μυστηρίου εκφράζει καί εξωτερικεύει καί τό Συνοδικό Πολίτευμα αυτής. Έτσι σ’ όλες τίς πτυχές τού βίου της, η Εκκλησία ζεί ως Σύνοδος, ήτοι ως: «Κοινωνία προσώπων ελευθέρως συναγομένων εν Χριστώ καί υπό τού Χριστού, ίνα προσφέρουν έκαστος τό χάρισμα αυτό πρός οικοδομήν τού σώματος εν αγάπη» (Βλ. Γ. Καψάνη, αρχιμ., Η ποιμαντική διακονία, όπ. παρ. σελ. 115).
*
Ούτω, τό Συνοδικόν Πολίτευμα στήν Εκκλησία επεκτείνεται καί στή μέριμνα «περί τών ληπτέων μέτρων διά τήν πραγμάτωσιν τής κατά Χριστόν ζωής τού ιερού Κλήρου καί τού Χριστεπωνύμου λαού», ως άριστα αναφέρει καί η παράγραφος β’ τού άρθρου 4 τού Καταστατικού Χάρτου αυτής.
Στή συνέργεια βέβαια αυτή τού θείου καί ανθρωπίνου παράγοντα, η Εκκλησία χρησιμοποιεί εκτός τής Αγίας Γραφής καί τής Ιεράς Παραδόσεως καί τούς Θείους καί Ιερούς Κανόνες της μέ εφαρμογή στήν ποιμαντική τους διάσταση καί δυναμική, άλλοτε μέ τήν «ακρίβεια» καί άλλοτε μέ τήν «οικονομία» στήν πράξη (Βλ. παράγραφος δ’, άρθρο 4 τού Κατ. Χάρτου.).
Καί γιά μέν τήν ακρίβεια καί τήν τήρηση αυτής, τά πράγματα είναι ίσως ευκολότερα καθ’ ότι παρομοιάζονται κατ’ αναλογίαν μέ τήν αρχή «dura lex, sed lex». Εν προκειμένω, υπάρχει ως διάθεση «εν παντί» καί «επί πάσιν» η επιδίωξη τής σκληρότητος καί όχι η εφαρμογή τής επιεικείας, τό «κατά κρημνών ωθήσαι» καί όχι «τό πλανώμενον πρόβατον επαναγαγείν» (102ος καν. τής Πενθέκτης Οικ. Συνόδου). Όσον αφορά όμως, τό «κατ’ οικονομίαν», υπάρχει περισσότερη δυσκολία κατανοήσεως αυτής καί τούτο διότι θεωρείται ότι υπάρχει μία παρέκκλιση, ως μία καταστρατήγηση τών ιερών κανόνων καί ένα πνεύμα ελευθεριότητος.
Αλλά λησμονούμε ενίοτε, ότι ο απώτερος σκοπός είναι επακριβώς αυτός, τό οποίον άριστα διατυπώνει ο 88ος κανών τής Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου, ο οποίος διασαφηνίζει ότι: «Τό γάρ σάββατον διά τόν άνθρωπον γενέσθαι εκδιδασκόμεθα ώστε διά πάντων προτιμητέαν ηγείσθαι τήν τού ανθρώπου σωτηρίαν τε καί απάθειαν» (Γ. Ράλλη Μ. Ποτλή, Σύνταγμα, τόμ. Β, σελ. 513).
Ο θεσμός, κατά συνέπειαν, τής εκκλησιαστικής οικονομίας είναι «θεσμός ιδιόμορφος, πού δέν απαντά σέ άλλο κλάδο τού δικαίου» (βλ. Σπ. Τρωϊάνου, Παραδόσεις Εκκλησιαστικού Δικαίου, Αθήνα, 1984, σελ. 38), αλλ’ έχει ιδιαίτερη σημασία στήν καθόλου εκκλησιαστική ζωή (Βλ. Αμ. Αλιβιζάτου, Η οικονομία κατά τό κανονικόν δίκαιον τής Ορθοδόξου Εκκλησίας, Αθήνα 1949 καί Ιερωνύμου Κοτσώνη (αρχιμ.) – μετέπειτα Αρχιεπισκόπου Αθηνών, Προβλήματα τής «εκκλησιαστικής οικονομίας», εν Αθήναις 1957).
Έπειτα, η εφαρμογή τής εκκλησιαστικής οικονομίας είναι μία κατ’ αναλογίαν εν ταπεινώσει μίμηση τής θείας οικονομίας, δηλαδή τής θείας καί απείρου φιλανθρωπίας καί σαρκώσεως τού Υιού καί Λόγου τού Θεού. Όταν ο Ίδιος ο Θεός «εκένωσε εαυτόν» καί «έκλινεν ουρανούς» καί «κατήλθε» γιά τήν λύτρωση μας καί υπέστη θάνατον επί τού Σταυρού καί μέ τήν συγκατάβαση καί μακροθυμία Του καί αυτόν τόν ληστήν συγχώρησε, τότε, πώς ημείς νά μήν εφαρμόσουμε ως Σύνοδος καί ειδικότερα στήν ποιμαντική μας διακονία καί αποστολή τό «κατ οικονομίαν»; Άλλωστε καί εντολή Του τυγχάνει: «Γίνεσθε ούν οικτίρμονες, καθώς καί ο πατήρ υμών οικτίρμων εστί» (Λουκ. στ’, 36).
Αξίζει, ωστόσο, νά αναφέρουμε περισσότερα γιά τό μέτρο τής «εκκλησιαστικής οικονομίας», ούτως ώστε νά δίδουμε τήν δέουσα προσοχή σ’ αυτό καί νά μήν τυγχάνει ούτε τής επιπολαιότητας μηδέ τής περιφρονήσεως ή τής πνευματικής υποτιμήσεως αυτής.
*
Όπως ελέχθη, εκκλησιαστική οικονομία είναι η από πραγματικό ενδιαφέρον καί αγάπη συγκατάβαση καί προσωρινή επιείκεια, δηλαδή η άχρι καιρού αναστολή εφαρμογής τής ακρίβειας στήν ποιμαντική διακονία τής Εκκλησίας. Ο άγ. Θεόδωρος ο Στουδίτης γράφει συγκεκριμένα επ’ αυτού: «Σαφηνείας δέ ένεκεν έστω τά παρ ημών εχόμενα τής αυτής εννοίας ότι τών οικονομιών αι μέν πρός καιρόν γεγόνασι παρά τών Πατέρων, αι δέ τό διηνεκές έχουσιν» (Επιστολή ΜΘ’, Ναυκρατίω τέκνω, P.G. 99, 1085 D.). Τούτο πραγματώνεται πάντοτε μέ συνοδική απόφαση μέ τήν μεγίστη προσοχή, ούτως ώστε, νά μήν γίνεται μετακίνηση ή διόρθωση ή αλλαγή ή απεμπόληση τών δογματικών όρων τής πίστεως. Ως αποφαίνεται ο Ευλόγιος, Πατριάρχης Αλεξανδρείας (7ος αι.): «Τότε τάς οικονομίας ο ορθός λόγος μεταχειρίζεται, ότε τό δόγμα τής ευσεβείας ουδέν παραβλάπτεται» (Τού αυτού στηλιτευτικός λόγος, P.G. 103, 953).
Έπειτα η «εκκλησιαστική οικονομία», λειτουργεί ως λειτούργημα τής ποιμαίνουσας Εκκλησίας μέ ωρισμένες αρχές. Πρώτη αρχή είναι ότι τό δικαίωμα τής χορηγήσεως καί εφαρμογής τής «οικονομίας» λειτουργεί ιεραρχικώς. Η Ιερά Σύνοδος έχει τό δικαίωμα τής εφαρμογής τής οικονομίας, τό οποίον «περιέρχεται από τών κατωτέρω συνόδων εις τήν Οικουμενικήν» (Βλ. Αμ. Αλιβιζάτου, Η οικονομία, όπ. παρ. σελ. 68 επ.). Έπειτα έρχεται ο Επίσκοπος καί κατ’ εξουσιοδότηση αυτού, ο πνευματικός πατήρ εξομολόγος. Ειδικότερα, γιά τόν Επίσκοπο παραθέτουμε τόν σχετικό 5ο κανόνα τής εν Αγκύρα Συνόδου, ο οποίος διακελεύει: «Τούς δέ επισκόπους εξουσίαν έχειν τόν τρόπον τής επιστροφής δοκιμάσαντες φιλανθρωπεύεσθαι ή πλείονα προστιθέναι χρόνον» (Βλ. Γ.Ράλλη Μ. Ποτλή, Σύνταγμα, τόμ. Γ’, σελ. 31-32).
Έπειτα άλλη αρχή, θεμελιώδης, είναι η έκφραση τής αγάπης τής Εκκλησίας πρός τόν «κατ’ εικόνα Θεού» δημιουργηθέντα άνθρωπο. Ακόμη τά τής χορηγήσεως τής «οικονομίας» ελατήρια δέν έχουν ταπεινά, ευτελή, αναξιοπρεπή κίνητρα. Αυτά δέν είναι χρηστικά, υλόφρονα ή εκβιαστικά καί ανελεύθερα μέ επιρροή εξωγενών, μή εκκλησιαστικών παραγόντων. Κατά συνέπειαν, η ποιμαίνουσα Εκκλησία αφουγκράζεται τήν όλη κοινωνία καί αποφασίζει πάντοτε μέ βάση τήν διδασκαλία τής Αγίας Γραφής καί τήν Ι. Παράδοση πρός σωτηρίαν τού ανθρώπου. Διά τούτο καί άλλη αρχή χορηγήσεως «οικονομίας» είναι ο απώτερος σκοπός νά κατατείνει πρός τόν στηριγμό τών πιστών.
Υπάρχουν καί άλλες αρχές χορηγήσεως τής οικονομίας, όπως η τής αναλογίας, τής πρόληψης, τής θεραπείας, τής αυστηρότητος, τής επιεικείας, τής εξαγγελίας, τής σιωπηράς, τής προφορικής, τής γραπτής κά. Αλλά δέν θά τίς αναλύσουμε.
*
Είναι όμως ανάγκη, εν προκειμένω, νά γίνει καί μία άλλη διευκρίνιση. Πρόκειται γιά τήν διάκριση θείων καί ιερών κανόνων, ως καί άλλων κανονικής φύσεως διατάξεων ως καί εκκλησιαστικών εθίμων.
Όπως γνωρίζετε, θείοι καί ιεροί κανόνες τής Εκκλησίας μέ τήν κυριολεκτική σημασία τους είναι οι κανόνες τών Οικουμενικών Συνόδων καθώς καί όσοι άλλοι κανόνες επεκυρώθησαν απ’ αυτές. Αυτοί έχουν τήν θέσπιση ή επικύρωση από Οικουμενικές Συνόδους καί είναι ιεροί κανόνες (τό corpus) τής όλης Εκκλησίας, καθ’ ότι έχουν τήν επιστασία τού Αγίου Πνεύματος καί ισχύουν μέ απόλυτο κύρος. Ο β’ κανών τής Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου ορίζει επακριβώς τούς ιερούς κανόνες (Γ. Ράλλη Μ. Ποτλή, Σύνταγμα, τόμ. Β’, σελ. 308-310). Προσέτι ουδόλως υφίσταται γιά τήν Εκκλησία, τό λεγόμενον κατά καιρούς «περί διακρίσεως τών κανόνων εις δογματικούς καί διοικητικούς».
Κατά συνέπειαν, τά άλλα κείμενα κανονικού περιεχομένου, ως Κανονισμοί, Εγκύκλιοι, εκκλησιαστικά έθιμα, ερμηνευτικά σχόλια κανόνων, επιστολικές εγκύκλιοι, πατερικά έργα τά οποία δέν έχουν λάβει επικύρωση από Οικουμενική Σύνοδο, δέν αποτελούν τό corpus τών θείων καί ιερών κανόνων τής Εκκλησίας. Ωστόσο, μ’ αυτή τήν παρατήρηση καί διάκριση βέβαια, δέν σημαίνει ότι όλα τά παραπάνω τυγχάνουν άνευ υπολογισμού καί αξίας. Αποτελούν σπουδαιότατα μελετήματα καί βοηθήματα τής Ποιμαίνουσας Εκκλησίας, αλλά χαρακτηρίζονται ως δευτερεύουσες πηγές τού Ορθοδόξου Κανονικού Δικαίου.
*
Όλα αυτά συνιστούν καί διαμορφώνουν τήν σημασία καί σπουδαιότητα τής υπάρξεως καί λειτουργίας τού Συνοδικού Πολιτεύματος τής Εκκλησίας. Η Σύνοδος υπάρχει, λειτουργεί, μελετά, συσκέπτεται, συζητεί, ψηφίζει, αποφασίζει καί διακονεί τόν λαό τού Θεού. Δέν είναι εκτός πραγματικότητας, μήτε μακράν τών συγχρόνων προβλημάτων τού ανθρώπου. Αφουγκράζεται τόν πόνο καί τήν βάσανο τής κοινωνίας, δακρύζει, αγαπά, γονατίζει, επικαλείται τό Πνεύμα τό Άγιον.
Η παραγνώριση, η υποτίμηση, η παραθεώρηση, η ημιμάθεια, η αδιαφορία γιά τό Συνοδικό «είναι» καί πολίτευμα τής Εκκλησίας, δύναται νά επιφέρει βλάβη στό οικοδόμημα αυτής. «Συνιστά μεγάλην αμαρτίαν κατά τού σώματος τού Χριστού, πάσα προσπάθεια παραμερισμού τού συνοδικού τρόπου χαράξεως γραμμών καί επιλύσεως τών εκκλησιαστικών προβλημάτων, μαρτυρούσα διά τήν έλλειψιν εμπιστοσύνης εις τά χαρίσματα, τών οποίων πάντα τά ζώντα μέλη τής εκκλησίας είναι φορείς… Πρός υπέρβασιν τού αντισυνοδισμού, όστις μαρτυρεί εγωκεντρικήν καί μή μεταμορφωθείσαν εν Χριστώ ζωήν, απαιτείται μετάνοια καί κατά Θεόν αλλοίωσις τού έσω ανθρώπου, διά νά καταστή δυνατή η υπ’ αυτού βίωσις τού μυστηρίου τής Εκκλησίας εν αληθεία, ήτοι κατά τρόπον καθολικόν καί συνοδικόν. Ο αγών τών γρηγορούντων καί θεολογικώς βιούντων τό μυστήριον τής Εκκλησίας είναι πάντοτε σαφής: «Διά τής μετανοίας συνοδική ζωή καί διαχείρισις τών τής Εκκλησίας ζητημάτων» (Βλ. Γ. Καψάνη, αρχιμ., Η Ποιμαντική, όπ. παρ., σελ. 127 καί 129).
Διά τούτο, ως άφευκτη συνέπεια, έκαστος Επίσκοπος έχει ταχθεί καί είναι υπεύθυνος γιά τήν διαφύλαξη καί λειτουργία τού Συνοδικού Πολιτεύματος. Γράφοντας ο Ι. Κυπριανός (3ος αι.) πρός τόν κλήρο τής Ρώμης μετά τόν θάνατο τού πάπα Φαβιανού υπογραμμίζει τά εξής: «Οφείλομεν πάντες από κοινού, όπως μεριμνήσωμεν διά τήν καλήν διοίκησιν τής Εκκλησίας» (Επ. 35). Τό ίδιο πνεύμα τού ενδιαφέροντος γιά τήν συνοδικότητα εκφράζει καί όλη η γνωστή επιστολογραφία τού μάρτυρος πατρός, Αγίου Ιγνατίου τού Θεοφόρου, ήδη από τόν 2ο αιώνα καί η κατοπινή πατερική γραμματεία.
Η ΥΠΑΚΟΗ
Καί ερχόμεθα στήν έννοια καί τό περιεχόμενο τής υπακοής στό Συνοδικό Πολίτευμα. Αναντιρρήτως είναι τό δυσκολότερο σημείο τής όλης εισηγήσεώς μας.
Όπως, μέ τό άκουσμα τής λέξεως αγάπη, μεταβαίνει αμέσως ο νούς μας στήν αγάπη πρός τόν πλησίον, τήν φιλανθρωπία καί όχι στήν πρώτη εντολή, τήν αγάπη πρός τόν Θεό καί όπως, μέ τό άκουσμα τής λέξεως νηστεία, ο νούς μεταβαίνει στή στέρηση τών τροφών καί όχι στήν πνευματική νηστεία, έτσι καί στό πρώτο άκουσμα τής λέξεως υπακοή, ο νούς πηγαίνει αμέσως στή μοναχική πολιτεία καί όχι στή Σύνοδο. Ίσως επικρατεί καί η λανθασμένη άποψη ότι η υπακοή δέν αφορά κυρίως κλήρο καί λαό, αλλ είναι τών μοναχών ζήτημα. Αλλά καί σέ ερώτηση ενός φοιτητού πρός πολιόν αγιορείτη γέροντα «Ποία από τίς τρείς γνωστές μοναχικές υποσχέσεις είναι πιό δύσκολη;», η σοφή απάντηση τού γέροντος ήταν: «Η υπακοή»! Πράγματι, η υπακοή είναι δύσκολη υπόθεση, καθ’ ότι συντρίβει τόν εγωϊσμό αλλά καί συνάμα ελευθερώνει. Υπάρχει όμως στά εκκλησιαστικά πράγματα τό πρωτεύον καί τό έχον τήν δεύτερη θέση. Καί πρωτεύον, εν προκειμένω, είναι η υπακοή στή Σύνοδο τής Εκκλησίας. Η υπακοή στό Συνοδικόν Πολίτευμα είναι τό Α καί τό Ω μιάς αυθεντικής εκκλησιαστικής ζωής, ακριβώς διότι όλα απορρέουν από τήν Εκκλησία.
Αλλά τί είναι υπακοή;
Εάν ανοίξουμε βέβαια τήν «Κλίμακα» τού αγ. Ιωάννου τού Σιναίτου (6ος αι. μ.Χ.) από τούς 31 Λόγους του, ο 4ος Λόγος, ο αφιερωμένος στήν υπακοή, τήν «μακαρίαν καί αείμνηστον υπακοήν», ως τήν αποκαλεί, θά διαπιστώσουμε ότι είναι ο μακρύτερος λόγος έχοντας 133 παραγράφους. Αυτό δεικνύει τήν μεγάλη αξία τού κατορθώματος αυτού στήν καθόλου εκκλησιαστική ζωή.
Αλλ’, ου τής παρούσης Εισηγήσεως περισσότερον αναλύειν τήν αρετή.
Γεννάται ωστόσο τό εύλογο ερώτημα: Μήπως η υπακοή αντιστρατεύεται τήν ελευθερία τού λόγου;
Εκ πρώτης όψεως φαίνεται νά είναι ένας περιορισμός τής προσωπικής ελευθερίας καί δή τής εκφράσεως τού ανθρώπου καί μάλιστα έχουμε ίσως καί παραβίαση τών άρθρων 4, 5 καί 13 τού Συντάγματος (ισότητος, ελευθερίας καί θρησκευτικής ελευθερίας αντίστοιχα).
Όμως ειδικότερα, όσον αφορά στήν ελευθερία εκφράσεως, αυτή έχει δύο όψεις. Είναι ως ένα νόμισμα. Από τή μία όψη υπάρχει τό δικαίωμα κάθε ανθρώπου νά ομιλεί καί νά εκδηλώνει τίς ενδόμυχες σκέψεις του, είτε γραπτώς είτε προφορικώς, από τήν άλλη όμως, υπάρχει η υποχρέωση πού δημιουργεί η ιδιότητά του καί εν προκειμένω ως μοναχού ή κληρικού. Αυτή δέ η ιδιότητα έχει μία αναφορά. Η αναφορά παρουσιάζεται πρός τήν ανωτέρα του αρχή, τήν προϊσταμένη του αρχή, τήν οποία απεδέχθη οικειοθελώς.
Κατά συνέπειαν, τό δικαίωμα τής ελευθερίας αυτής τού λόγου ούτε απερίοριστο είναι ούτε ανέλεγκτο, αλλά τελεί υπό τούς περιορισμούς τούς οποίους γνωρίζει εκ τών προτέρων. Τοιουτοτρόπως, τό δικαίωμα αυτό, χάριν τού μείζονος πνευματικού συμφέροντος τής μοναστικής πολιτείας ή τού Συνοδικού Πολιτεύματος ή γενικότερα τής Εκκλησίας, κάμπτεται, υποχωρεί, «ευλογείται» κατά τήν εκκλησιαστική ορολογία.
Η υπακοή δέν σημαίνει άρνηση τής προσωπικής ελευθερίας ούτε έχει τήν έννοια μιάς εξωτερικής, τυπικής, αναγκαστικής πειθαρχίας.
Η υπακοή είναι απάρνηση τής ανυπακοής στό Συνοδικό Πολίτευμα, πού είναι τής Εκκλησίας αυθεντικό καί ουσιαστικό δεδομένο. Αλλά γιά νά γίνει κατανοητή η υπακοή στό Συνοδικό Πολίτευμα τής Εκκλησίας χρειάζονται ωρισμένες προϋποθέσεις.
Από τήν αποφατική τους θεώρηση, οι προϋποθέσεις ανάγονται: Πρώτον, στή παραδοχή ότι έχουμε ανεπάρκεια θεολογικών γνώσεων, δεύτερον, ότι υφίσταται έλλειμμα εμπιστοσύνης στό Συνοδικό Πολίτευμα καί τρίτον υπάρχει έντονος επηρεασμός από τήν «κοσμική» λογική. Εάν, η αληθής θεολογία, ως γνώση καί βίωμα δέν διαποτίσει τό είναι τών πιστών, εάν δέν θεμελιωθεί επαρκής εμπιστοσύνη στή συνοδική διάσταση τής Εκκλησίας καί εάν δέν υιοθετηθεί η αποδοχή «ρημάτων αρρήτων ουρανίων», τότε η υπακοή δέν επιτυγχάνεται, δέν πραγματώνεται, αλλά φαίνεται στυγνή υποχρέωση, περιττή, ψευδώνυμη καί χωρίς αξία, ακόμη παρουσιάζεται καί ως απειλή τής ελευθερίας μας. Τό ζήτημα βέβαια κάθε φορά, μεταξύ υπακοής ή ανυπακοής, κρίνεται στήν επιλογή τής δικαίωσης. Δικαίωση κοσμική ή εκκλησιαστική; Τελικά, η υπακοή είναι εκκλησιολογική αρετή. Είναι υπόθεση αγιοπνευματική. Αυτή άλλωστε είναι καί η ειδοποιός διαφορά μεταξύ κοσμικού φρονήματος καί εκκλησιαστικού ήθους.
Άλλωστε η ίδια η ζωή τού Χριστού από τήν ενανθρώπησή Του μέχρι τήν Ανάληψή Του στούς ουρανούς υπήρξε πορεία υπακοής. Υπακοή στόν Ουράνιο Πατέρα διά μέσου προσώπων, θεσμών, γεγονότων, εξουσιών καί αυτού τού Σταυρού καί τού θανάτου. «Κατέβη εκ τού ουρανού ουχ ίνα ποιή τό θέλημα (αυτού), αλλά τό θέλημα τού πέμψαντος (αυτόν)» (Ιω. 6,38). Ο άγιος Μάξιμος, εν προκειμένω, διατυπώνει τό ερώτημα γιά τόν Χριστό, όταν αναφέρεται στό άγιο Πάθος Του: «Θέλων ούν άρα υπήκουσεν ή μή θέλων; Αλλ’ ει μέν μή θέλων, τυραννίς δέ ευλόγως καί ουχ υπακοή λεχθείη. Ει δέ θέλων υπήκοος δέ ου καθ’ ό Θεός, αλλά καθ’ ό άνθρωπος γέγονε καθ’ ό γάρ Θεός, ούτε υπήκοος, κατά τούς Πατέρας, ούτε ανήκοος» (Μαξίμου, Disputatio cum Pyrrho, P.G. 91, 324 B). Έτσι, η υπακοή κατανοείται στό πλαίσιο μιάς θεοκεντρικής ανθρωπολογίας.
Ο αυθεντικός, παντός βαθμού, κληρικός, είναι εκείνος, ο οποίος εν ταπεινώσει, διακατέχεται υπό τής εσωτερικής πληροφορίας, ότι αποστολή του είναι νά διαφυλάξει ό,τι τού εδόθη υπό τής Εκκλησίας καί ότι επί πλέον αποτελεί μία μαρτυρία τής πίστεως καί τής διδασκαλίας τής Εκκλησίας καί όχι οιανδήποτε προβολή προσωπικών του αντιλήψεων καί παρερμηνειών τών θείων Γραφών. Ως γράφει ο Μ. Βασίλειος, δέον νά έχει ο αληθής μοναχός ή κληρικός παντός βαθμού, πλήρη συνείδηση ότι «ουχ ως ιδίαν τινά επιστήμην εξ αυθεντίας οικονομεί» (Όροι κατ επιτομήν, Ερωτ. 184, P.G. 31, 1205) αλλ’ ενεργεί «ως υπηρέτης Χριστού καί οικονόμος μυστηρίων Θεού» (Ερωτ. 98, όπ. παρ. 1149).
*
Περαιτέρω, εις τί όμως συνίσταται η υπακοή στό Συνοδικό Πολίτευμα;
Απώτερος σκοπός, εν προκειμένω, τής υπακοής αυτής, είναι η ενότητα τής Εκκλησίας καί η ενότητα κρύπτει θεολογικό περιεχόμενο, καθ’ ότι αποτελεί αξίωμα, τουτέστιν αρχήν πίστεως.
Συγκεκριμένα, ο μέγας Απόστολος τών Εθνών Παύλος έρχεται καί ομιλεί γιά τήν αυθεντικότητα καί τήν γνησιότητα τής ενότητας καί γράφει καί παραγγέλλει: «Τούτο δέ παραγγέλλων ουκ επαινώ, ότι ουκ εις τό κρείττον αλλ’ εις τό ήττον συνέρχεσθε πρώτον μέν γάρ συνερχομένων υμών εν τή εκκλησία ακούω σχίσματα εν υμίν υπάρχειν καί μέρος τι πιστεύω δεί γάρ καί αιρέσεις εν υμίν είναι, ίνα οι δόκιμοι φανεροί γένωνται εν υμίν» (Α’ Κορ. 11, 17-20). Καί ο Θεός δέν επιθυμεί τήν διαίρεση καί τό σχίσμα. Γράφει πάλιν ο θείος Παύλος, φέρνοντας ως παράδειγμα τό ανθρώπινο σώμα καί υπογραμμίζει: «Ο Θεός συνεκέρασε τό σώμα, τώ υστερούντι περισσοτέραν δούς τιμήν, ίνα μή ή σχίσμα εν τώ σώματι» (Α’ Κορ. 12,24). Είναι σαφής ο Απόστολος καταδικάζοντας τήν διχόνοια, τήν διαίρεση καί περαιτέρω τό σχίσμα: «Παρακαλώ δέ υμάς, αδελφοί, διά τού ονόματος τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ίνα τό αυτό λέγητε πάντες, καί μή ή εν υμίν σχίσματα» (Α’ Κορ. 1,10).
Όταν μάλιστα αργότερα εμφανίστηκαν, τόν 2ο αιώνα, στήν Εκκλησία τής Κορίνθου έρεις, θυμοί, διχοστασίες, σχίσματα, ο Κλήμης Ρώμης απευθυνόμενος πρός τήν τοπική Εκκλησία τής Κορίνθου, ζητεί βίωση τής ενότητας μέ τήν κοινή πίστη τους καί τήν ένταξή τους στό σώμα τού Χριστού. Γράφει συγκεκριμένα: «Ή ουχί ένα Θεόν έχομεν καί ένα Χριστόν καί έν Πνεύμα τής χάριτος, τό εκχυθέν εφ’ ημάς καί μία κλήσις εν Χριστώ; Ινατί διέλκομεν καί διασπώμεν τά μέλη τού Χριστού καί στασιάζομεν πρός τό σώμα τό ίδιον, καί εις τοσαύτην απόνοιαν ερχόμεθα, ώστε επιλαθέσθαι ημάς ότι μέλη εσμέν αλλήλων»; (Κορινθ. 46, 6-7).
Τό ίδιο πνεύμα τής ενότητος καί μάλιστα κατά ιεραρχική τάξη παρουσιάζει καί ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος. Μακαρίζει τούς Χριστιανούς τής Εκκλησίας τής Εφέσου, διότι παρουσιάζονται «εγκεκραμένοι τώ επισκόπω» (Επιστ. Εφεσ. 5,1). Καί μάλιστα ιεραρχικά, όταν συμπληρώνει, «ως η Εκκλησία Ιησού Χριστώ καί ως Ιησούς Χριστός τώ Πατρί» (όπ. παρ.). Η υποταγή στόν Επίσκοπο είναι υποταγή στόν Θεό Πατέρα. Καί βέβαια όπως ο Χριστός «άνευ τού Πατρός ουδέν εποίησεν», ούτως ούτε οι χριστιανοί πρέπει νά πράττουν κάτι «άνευ τού επισκόπου» ούτε ο επίσκοπος άνευ τού Θεού. Όσοι γάρ Θεού εισι καί Ιησού Χριστού, ούτοι μετά τού επισκόπου εισί (Επιστ. Φιλαδ. 3,2). Μάλιστα προχωρεί ακόμη περισσότερο, ο άγιος Ιγνάτιος καί τονίζει ότι η υπακοή στόν Επίσκοπο είναι μία συγκατάθεση στό πάθος τού Χριστού. Γράφει: «Μή πλανάσθε, αδελφοί μου εί τις σχίζοντι ακολουθεί, βασιλείαν Θεού ου κληρονομεί εί τις εν αλλοτρία γνώμη περιπατεί, ούτος τώ πάθει ου συγκατατίθεται, (εννοεί εδώ τό πάθος τού Χριστού). (Επιστ. Φιλαδ. 3,3).
Καί άλλα κείμενα τών πρώτων χριστιανικών αιώνων αναφέρουν μέ πολύ έντονο καί χαρακτηριστικό τόνο τήν έννοια αυτή, τήν τόσο σπουδαία τής ενότητας τής Εκκλησίας: η επιστολή Βαρνάβα, ο «Ποιμήν» τού Ερμά, «Η Διδαχή τών Δώδεκα Αποστόλων», ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς κά. Ιδιαίτερα ο άγιος Κυπριανός θεολογεί καί γράφει: «Ο μή τηρών τήν εκκλησιαστικήν ενότητα δέν τηρεί τόν νόμον τού Θεού, δέν τηρεί τήν πίστιν τού Πατρός καί τού Υιού, δέν κρατεί τήν ζωήν καί τήν σωτηρίαν» (De catholicae Ecclesiae unitate, Επιστολή 66,8).
Καί οι άλλοι θεοφόροι άγιοι Πατέρες τής Εκκλησίας διά πολλών συγγραμμάτων καί ομιλιών τους τόνισαν τήν σπουδαιότητα τής ενότητας. Χαρακτηριστική είναι η ρήση τού Μεγάλου Βασιλείου στό ασκητικό του σύγγραμμα «Όροι κατά πλάτος»: «Πάντες, οι εν μιά ελπίδι τής κλήσεως προσληφθέντες, έν σώμά εσμεν, κεφαλήν έχοντες τόν Χριστόν, ο δέ καθείς αλλήλων μέλη» (Όροι κατά πλάτος, Ερωτ. 7, P.G. 31, 929).
*
Κατ’ ακολουθίαν, η υπακοή στό Συνοδικό Πολίτευμα, ουδέν έχει τό δουλικόν, ουδέν τό εστερημένον τής προσωπικής ελευθερίας, αλλ υποτασσώμεθα μόνον γιά τόν αδιάρρηκτο πνευματικό δεσμό στό σώμα τής Εκκλησίας, ως μείζον αγαθόν. Καί η υποταγή αυτή είναι ελευθερία, ως η ταπείνωση στήν εκκλησιαστική ζωή δουλεύει ως δύναμη. Καί βέβαια, η θέση αυτή φέρει πολλάκις ανεξίτηλα τά ίχνη τής θείας επιρρώσεως.
Δέν είμαστε εμείς «απόστολοι» καλύτεροι ή μεγαλύτεροι ή υψηλότεροι τού πέμψαντος, δηλαδή, τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. «Ουκ εστιν … απόστολος μείζων τού πέμψαντος αυτόν. Ει ταύτα οίδατε, μακάριοί εστε εάν ποιήτε αυτά» (Ιω. 13, 16-17).
Συνεπώς, η Εκκλησία επ’ ουδενί είναι δυνατόν νά διασπασθεί εκ τών ανθρωπίνων αδυναμιών καί αντιθέσεων. Ουδείς εντός τής Εκκλησίας δικαιούται τήν διάσπαση τής ενότητας. Καί ουδείς λειτουργεί ως ανεξάρτητος καί αυθαίρετος. Είμεθα κεκλημένοι σέ ένταξη καί υπακοή στά κελεύσματα τής Εκκλησίας, η οποία εκφράζεται διά τής Ιεράς Συνόδου.
Τήν ενότητα αυτή τής πίστεως, τήν ενότητα τής Εκκλησίας καλούμεθα καί νά τήν επιστηρίξουμε καί νά τήν προαγάγουμε, καθ’ ότι μία τυγχάνει η Ποίμνη υπό τόν Αρχιποίμενα Ιησούν Χριστόν. Καθ’ ότι: «Ο μή συνάγων μετ’ εμού, σκορπίζει» (Ματθ. 12,30), λέγει Κύριος.
Καί μάλιστα, όταν ελλείπει η ενότητα, η σύμπνοια καί η ομοφροσύνη, τότε έρχεται καί κατακυριεύει η σύγχυση τήν δήθεν συμφωνία η οποία δέν είναι τίποτα άλλο παρά κακή βουλή καί κακή συμφωνία. Η εκκλησιαστική ιστορία καί εμπειρία καταδεικνύει ότι μέ τήν αταξία καί μέ τήν εωσφορική αυτάρκεια τίποτα δέν κατορθώνεται, ως έγινε καί μέ τόν πύργο τής Βαβέλ, μέ τούς ασεβείς εκείνους ανθρώπους, οι οποίοι τελικά «επαύσαντο οικοδομούντες τήν πόλιν καί τόν πύργον» (Γεν. ια’, 8).
Πράγματι, η διαίρεση, η διχόνοια, τό σχίσμα τραυματίζουν τήν αγάπη καί τήν οικοδομή τού σώματος, δηλαδή τήν Εκκλησία. Άλλωστε, τί είναι η Εκκλησία; μαρτυρία αγάπης καί τά μέλη της, οι χριστιανοί, αναγνωρίζονται ως χριστιανοί, όταν υπάρχει η αμοιβαία αγάπη μεταξύ τους, κατά τόν τού Ιωάννου λόγο, ότι: «Εν τούτω γνώσονται πάντες ότι εμοί μαθηταί εστε, εάν αγάπην έχητε εν αλλήλοις» (Ιω. 13,35). Έπειτα, ο «άρραφος» καί «άσχιστος» χιτώνας τού Χριστού (Ιω. 19,23) αυτό ακριβώς δηλώνει, ότι ο Χριστός είναι ο Μέγας Αρχιερεύς τής θυσιαστικής αγάπης τής αδιαίρετης Εκκλησίας Του. Γράφει ο Ι. Χρυσόστομος; «Ουδέν χείρον φιλονεικίας καί μάχης καί τού τήν Εκκλησίαν διασπάν καί τόν χιτώνα, όν ουκ ετόλμησαν οι λησταί διαρρήξαι, τούτον εις πολλά κατατεμείν μέρη» (Κατά Ιουδαίων, Λόγος Γ’, ΕΠΕ 34, σελ. 162 επ.). Καί προσθέτει: «Καταγέλαστοι γεγόναμεν (οι χριστιανοί) καί Ιουδαίοις καί Έλλησιν, εις μυρία τής Εκκλησίας σχιζομένης» (P.G. 61, 623) καθ ότι «Εκκλησία γάρ γέγονεν, ουχ ίνα διηρημένοι ώμεν οι συνελθόντες, αλλ ίνα οι διηρημένοι συνημμένοι καί τούτο η σύνοδος δείκνυσι» (P.G. 61, 228).
Μή λησμονούμε ότι η ασέβεια, η απειθαρχία, η αυθαιρεσία πρός τίς αποφάσεις τού Συνοδικού Πολιτεύματος διαταράσσουν τήν ευστάθεια τού πλοίου τής Εκκλησίας καί καθίστανται οι ανυπάκουοι πρόξενοι διχασμού καί διασπάσεως τής ενότητας. Έτσι διαμορφώνεται η αρχή τών σχισμάτων. Από τήν ανυπακοή καί τήν αυτοποίμανση ξεκινούν οι διαιρέσεις, οι φατρίες, τά σχίσματα καί περαιτέρω οι αιρέσεις. Καί η εκκλησιαστική ιστορία γνωρίζει πολλά σχίσματα πώς ξεκίνησαν καί πού κατέληξαν. Γι’ αυτό καί θεωρούμε ότι είναι αμάρτημα η ανυπακοή στίς αποφάσεις τής Ι. Συνόδου. Εξ αντιθέτου, ο βιβλικός λόγος είναι σαφής: «Ακοή (=υπακοή) υπέρ θυσίαν αγαθήν» (Γ Βασιλ. ιε,22).
Ουδείς έχει τό αδόκιμο δικαίωμα νά περιφρονεί, νά υποτιμά καί νά κατακρίνει τήν Εκκλησία ότι έχει εκπέσει τού θείου προορισμού της καί λαλεί «οθνεία», καθ’ ότι αείποτε η Εκκλησία είναι «στύλος καί εδραίωμα τής αληθείας» (Α’ Τιμ. 3, 15) καί η αποστολική εντολή είναι: «Πείθεσθε τοίς ηγουμένοις υμών καί υπείκετε αυτοί γάρ αγρυπνούσιν υπέρ τών ψυχών υμών ως λόγον αποδώσοντες ίνα μετά χαράς τούτο ποιώσι καί μή στενάζοντες αλυσιτελές γάρ υμίν τούτο» (Εβρ. ιγ’,17). Δηλ. «Πείθεσθε εις τούς πνευματικούς προϊσταμένους σας καί υποτάσσεσθε τελείως εις αυτούς. Διότι αυτοί αγρυπνούν διά τήν σωτηρίαν τών ψυχών σας, επειδή θά δώσουν λόγον εις τόν Χριστόν δι’ αυτάς. Υπακούετέ τους, διά νά ενθαρρύνωνται μέ τήν υπακοήν σας, ώστε νά εκτελούν τό έργον αυτό μέ χαράν καί όχι μέ στεναγμούς. Διότι τό νά στενάζουν εξ αιτίας σας οι πνευματικοί προεστοί είναι ασύμφορον εις σάς, επειδή ο Θεός θά σάς τιμωρήση δι’ αυτό» (Π. Τρεμπέλα, Υπόμνημα εις τάς επιστολάς τής Κ. Διαθήκης, τόμ. Γ’, Αθήναι 1956, σελ. 208-209). Καί ο Ι. Χρυσόστομος, εν προκειμένω, ερμηνεύει: «Κακόν μέν η αναρχία πανταχού καί πολλών υπόθεσις συμφορών, καί αρχή αταξίας καί συγχύσεως μάλιστα δέ εν Εκκλησία τοσούτον επισφαλεστέρα εστίν, όσον καί τό τής αρχής μείζον καί υψηλότερον» (Ομιλία ΛΔ’, ΕΠΕ 25, σελ. 370) καί προσθέτει, απαντώντας στό εύλογο ερώτημα γιά ύπαρξη κακού ποιμένος σέ σχέση μέ τήν υπακοή: «Πώς ούν ο Παύλός φησι «πείθεσθε τοίς ηγουμένοις υμών καί υπείκετε»; Ανωτέρω ειπών, «ών αναθεωρούντες τήν έκβασιν τής αναστροφής μιμείσθαι τήν πίστιν», τότε είπε, «πείθεσθε τοίς ηγουμένοις υμών καί υπείκετε». Τί ούν, φησίν, όταν πονηρός ή, καί μή πειθώμεθα; Πονηρός, πώς λέγεις; ει μέν πίστεως ένεκεν, φεύγε αυτόν καί παραίτησαι, μή μόνον άν άνθρωπος ή, αλλά κάν άγγελος εξ’ ουρανού κατιών ει δέ βίου ένεκεν, μή περιεργάζου» (όπ. παρ. σελ. 372). Καί βέβαια η Εκκλησία θ αποφανθεί γιά τήν «αγρύπνια ή μή τού πνεύματος» τού ποιμένος, εάν αυτός έχει γρηγορούσα καί νήφουσα καρδία, ως καί αυτή, ως ποιμαίνουσα Εκκλησία, έχει αείποτε τήν εμπειρία καί γνωρίζει οίκοθεν νά επιφέρει τήν διόρθωση, άν χρειαστεί. Η Εκκλησία δέν σπεύδει. Γνωρίζει νά περιμένει. Θέλει τήν ωρίμανση. Τό γεώργιον τής Εκκλησίας περιμένει έως ότου φέρει καρπόν. Πίστωση χρόνου χορηγεί ο Θεός, καθ ότι «ο χρόνος είναι ιατρός» καί «αι δεύτεραι πως φροντίδες σοφώτεραι» (Ευριπίδης).
Πάλιν, ο Ι. Χρυσόστομος θά γράψει κατ αναλογίαν: «Τί ούν; φησί πάντας ο Θεός χειροτονεί, καί τούς αναξίους; Πάντας μέν ο Θεός ου χειροτονεί, διά πάντων δέ αυτός ενεργεί, ει καί αυτοί είεν ανάξιοι, διά τό σωθήναι τόν λαόν. Ει γάρ δι όνου καί διά Βαλαάμ, διά μιαρού ανθρώπου, τού λαού ένεκεν ελάλησε πολλώ μάλλον διά τού ιερέως» (ΕΠΕ, 23, σελ. 422). Γι αυτό, καταλήγει στήν ίδια συνάφεια ο ιερός πατήρ, «ανάμενε τόν κριτήν μή προαρπάσης τού Χριστού τήν τάξιν εκείνου ταύτά εστιν εξετάζειν» (όπ. παρ.). Καί ισχύει βέβαια ο βιβλικός λόγος, εν προκειμένω, γιά τόν κακό ποιμένα οιουδήποτε βαθμού, ότι θά έχει τιμωρία, ήτοι: «δαρήσεται πολλάς» (Λουκ. ιβ 47) σύμφωνα καί μέ τό: «Ιδού, συνετέλεσε Κύριος θυμόν αυτού, εξέχεε θυμόν οργής αυτού… εξ αμαρτιών προφητών, αδικιών ιερέων, τών εκχεόντων αίμα δίκαιον» (Θρ. Ιερεμίου, δ’, 11, 13).
*
Αλλά υπάρχει καί ένα άλλο σημείο, τό οποίο οφείλουμε ν αναφέρουμε, καθ ότι γεννά δυσφορία καί δημιουργεί ανησυχία. Πρόκειται γιά τήν εμφάνιση ποικίλων ψευδοδιδασκαλιών καί ψευδοπροφητειών, αυτόκλητων ερμηνευτών τών θείων Γραφών, κληρικών τε καί λαϊκών, στήν κοινωνία γενικότερα. Ο ίδιος ο Κύριος όμως έδωκε τήν συμβουλή: «Προσέχετε δέ από τών ψευδοπροφητών, οίτινες έρχονται πρός υμάς εν ενδύμασι προβάτων, έσωθεν δέ εισι λύκοι άρπαγες» (Ματθ. 7, 15) καί «πολλοί ψευδοπροφήται εγερθήσονται καί πλανήσουσι πολλούς» (Ματθ. 24, 11). Ειδικότερα, τό θέμα αυτό είναι πολύ σοβαρό, καθ’ ότι τό ορθόδοξο χριστιανικό πλήρωμα έχει ανάγκη προφυλάξεως από τούς ψευδοδιδασκάλους καί ψευδοπροφήτες. Αυτό επιτυγχάνεται μέ τήν «διάκριση τών πνευμάτων», ως αναφέρει ο Απ. Παύλος, τονίζοντας «τό Πνεύμα μή σβέννυτε, προφητείας μή εξουθενείτε πάντα δέ δοκιμάζετε, τό καλόν κατέχετε από παντός είδους πονηρού απέχεσθε» (Α’ Θεσσ. ε’, 19-22). Ακριβώς «επειδή δέν είναι πάν τό ως πνεύμα Θεού εμφανιζόμενον γνήσιον, πάντα (τά πνεύματα) δοκιμάζετε» (Βλ. Γ. Γαλίτη, Ερμηνευτικά σελ. 569). Έπειτα καί ο ιερός Ευαγγελιστής Ιωάννης θά γράψει: «Αγαπητοί, μή παντί πνεύματι πιστεύετε, αλλά δοκιμάζετε τά πνεύματα ει εκ τού Θεού εστίν, ότι πολλοί ψευδοπροφήται εξεληλύθασιν εις τόν κόσμον» (Α’ Ιω. 4, 1). Συνεπώς, τυγχάνει αναγκαία η «δοκιμή τών πνευμάτων» αγιογραφικώς καί πατερικώς.
Τό απόλυτα δέ εγγυημένο τής αυθεντικής ορθοδόξου χριστιανικής διδασκαλίας δέν είναι η πρόχειρη καί έμμονη προβολή μιάς προσωπικής άποψης ή η φλυαρία ή ο φενακισμός λόγου ή η διατύπωση γνώμης, κατά τήν παράδοση τών ανθρώπων «κατά τά στοιχεία τού κόσμου καί ου κατά Χριστόν» (Κολ. β’,8), αλλ’ η άμεση εξάρτηση από τόν ανόθευτο απλανή λόγο τής Εκκλησίας. Εδώ έγκειται ακριβώς καί η υιοθέτηση τής γνωστής φράσης «επόμενοι τοίς αγίοις πατράσι». Ωραιότατα, ο άγ. Γρηγόριος Νύσσης υπογραμμίζει: «Καί μοι μηδείς υποκρουέτω καί τό παρ’ ημών δρομολογούμενον διά κατασκευής κυρωθήναι, αρκεί γάρ εις απόδειξιν τού ημετέρου λόγου τό πατρόθεν ήκειν πρός ημάς τήν παράδοσιν, οίόν τινα κλήρον δι’ ακολουθίας εκ τών αποστόλων διά τών εφεξής αγίων παραπεμφθέντα» (Κατά Ευνομίου, 3,2, έκδ. Jaeger, σελ. 84).
Η ανωτέρω σπουδαία πατερική φράση «τό πατρόθεν ήκειν πρός ημάς τήν παράδοσιν» στοιχεί επακριβώς μ’ όσα διατυπώνονται στήν δ’ συνεδρία τής Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου, ήτοι: «Ημείς δέ κατά πάντα τών αυτών θεοφόρων Πατέρων ημών τά δόγματα καί πράγματα κρατούντες, κηρύσσομεν εν ενί στόματι καί μιά καρδία, μηδέν προστιθέντες, μηδέν αφαιρούντες τών εξ αυτών παραδοθέντων ημίν αλλά τούτοις βεβαιούμεθα, τούτοις στηριζόμεθα ούτως ομολογούμεν, ούτως διδάσκομεν καθώς αι άγιαι καί οικουμενικαί έξ Σύνοδοι ώρισαν καί εβεβαίωσαν» (Ιω. Καρμίρη, όπ. παρ. 242).
Ωστόσο, η Ι. Σύνοδος τής Εκκλησίας οφείλει νά απομονώσει αυτούς τούς μή ορθώς έχοντας περί τήν ορθόδοξη διδασκαλία ή καί «ναυαγήσαντας περί τήν πίστιν» καί νά διαφωτίσει σχετικά τό χριστεπώνυμο πλήρωμα καί νά τό απομακρύνει, όσο γίνεται μακρύτερα από τό πάθος τής αγύμναστης ακοής, γιά νά μή επιβαρύνεται μετά τών ψυχωλέθρων πλανών, αλλά, εν προκειμένω, η άγνοια ή η ημιμάθεια ή οι πολυειδείς καί πολυποίκιλες κενοφωνίες νά εξαλείφονται. Άλλωστε κατά τήν παύλειο προτροπή: «Πάντα ευσχημόνως καί κατά τάξιν γινέσθω» (Α’ Κορ. ιδ’, 40). Καί ο Ι. Χρυσόστομος θά προτρέψει: «Φυλάττετε τήν εκκλησιαστικήν ευταξίαν» (Εις τό Πάν αμάρτημα, P.G. 64, 472).
*
Άγρυπνος φύλακας τών θείων δογμάτων τής αμωμήτου πίστεως καί τών ιερών παραδόσεων τυγχάνει η Ι. Σύνοδος. Καί έχει ιερό χρέος νά μή δέχεται τήν παραμικρή προσβολή καί βλάβη οποθενδήποτε γενομένη, ώστε νά διατηρούνται τά δομικά στοιχεία, η εκκλησιαστική πειθαρχία καί η ενότητά της.
Πρέπει νά επικρατεί στήν Εκκλησία τό εύτακτο, τό εύκοσμο καί τό εναρμόνιο. Ως λέγει ο Ι. Χρυσόστομος: «Ουδείς τύφος εν τή Εκκλησία, αλλά πολλή η ευταξία» (Εις τάς Πράξεις, Ομιλία ΛΓ’, ΕΠΕ 16Α, σελ. 274). Ποιμένες καί ποιμαινόμενοι, τό αυτό φρόνημα πρέπει νά έχουμε. Αυτό τό «εμόν» πρέπει νά αντικατασταθεί μέ τό «ημών», μέ τό «εν Συνόδω». Τελικά τό «υπακούειν» στό Συνοδικό Πολίτευμα, τό θεωρούμε, «ως απαράβατον όρον τής Επισκοπικής μας ταυτότητος καί συνειδήσεως, κάν πρότερον ήθελεν αντιλέγειν, κάν αδικείσθαι». Τότε ακριβώς, ως γνήσιοι μαθητές αποτελούμε «έν όλον» συγκεντρούμενον περί τόν Θεάνθρωπον καί Διδάσκαλον καί Σωτήρα Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. Η μέριμνα πρός τήρησιν τού ανοθεύτου τής θείας τού Κυρίου διδασκαλίας αλλά καί τής υψίστης ποιμαντικής αποστολής μας είναι εμπεπιστευμένη στήν επισκοπική μας διακονία καί στήν «προϊσταμένη μας Αρχή», τήν Ι. Σύνοδο. Τό κάλλιστον τούτο Πολίτευμα τό εμπιστευόμεθα, καί αυτό εν Αγίω Πνεύματι τό πιστεύουμε, ότι φωτίζει «τούς συντελούντας εις αγαθόν», καθ ότι: «Εάν τε ούν ζώμεν, εάν τε αποθνήσκωμεν τού Κυρίου εσμέν» (Ρωμ. 14,8). Καί τούτο είναι τό μέγιστο αγαθό, τό οποίο μόνο στή Μία, Αγία, Καθολική καί Αποστολική Εκκλησία έχουμε τήν δυναμική ως καρποφορία νά κατέχουμε.
Είναι φυσικό βέβαια νά υπάρχουν τραύματα, πληγές καί αιμορραγίες εντός τής Εκκλησίας. Έχει προσφυώς λεχθεί ότι η επίγειος Εκκλησία είναι «αιμόφυρτος». Σ’ αυτό τό γεγονός ευρίσκεται η γενεσιουργός αιτία τών πολωτικών καί διαλεκτικών αντιθέσεων. Ωστόσο, η Εκκλησία γνωρίζει νά επιχέει «έλαιον καί οίνον» καί νά επουλώνει πληγές. Γνωρίζει τί πρέπει καί πώς πρέπει νά διορθώσει «ίνα μή τό χωλόν εκτραπή, ιαθή δέ μάλλον» (Εβρ. 12,13). Ενεργεί σοφά καί κατορθώνει νά πραγματοποιεί εναρμόνιση τών αντιθέτων, νά φέρει συνδυασμό τής ατομικότητας καί τής κοινωνικότητας, τού φυσικού καί τού υπερφυσικού, τής ζωής τής εγκοσμίου καί τής ζωής τής επουρανίου, τού τύπου καί τής ουσίας, τής διδασκαλίας καί τού βιώματος. Γνωρίζουμε άλλωστε ότι: «Τοίς πάσι χρόνος καί καιρός τώ παντί πράγματι υπό τόν ουρανόν… Καιρός τού σιγάν καί καιρός τού λαλείν» (Εκκλησιαστής 3.1, 7). Η βασιλική οδός τής μεγάλης αρετής τής διακρίσεως ευρίσκεται, εν προκειμένω, ενώπιόν μας. Αναλόγως τών ανθρώπων, τών καταστάσεων, τών περιπτώσεων, τών περιστάσεων θά αποφανθούμε καί θά πράξουμε. Στήν εκκλησία υπάρχει μία ιεραρχική τάξη στήν κορυφή τής οποίας βρίσκεται ως Κεφαλή, ο Χριστός καί ο καθένας είναι στή θέση του, στήν διακονία καί αποστολή του καί επιπλέον σύμπασα η Ιεραρχία καί έκαστος εξ’ ημών γνωρίζει επισταμένως τήν ιερή υψηλή καί ευθυνοφόρο ποιμαντορία, τήν οποία ο Ίδιος ο Κύριος, ο Αρχιποίμην τής Εκκλησίας, ανέθεσε. Γράφει εν προκειμένω ο λόγιος καί κανονολόγος αείμνηστος αρχιμανδρίτης Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος (1989): «Ως ευπειθές τέκνον τής Ορθοδόξου Εκκλησίας οφείλω νά έπωμαι τή διδασκαλία αυτής καί νά μή αμφισβητώ ή πολλώ μάλλον, νά επικρίνω ό,τι Εκείνη «υπό Πνεύματος Αγίου φερομένη, επεκρότησε καί ενηγκαλίσθη… (καθ’ ότι) δέν είμεθα ημείς θεολογικώτατοι καί σοφώτεροι τής Εκκλησίας» (Άρθρο στή Κεντρική Ιστοσελίδα τής Συνοδικής Επιτροπής επί τού Μοναχικού βίου). Τό πηδάλιον τής «νοητής νηός» τής Εκκλησίας, τό κρατά η Ιερά Σύνοδος. Καρπός δέ τής θεαρέστου υπακοής στό Συνοδικό Πολίτευμα δέν είναι μόνον η διασφάλιση τής ενότητος τής Εκκλησίας αλλά καί η ειρήνη. Ο δέ Απ. Παύλος θά τονίσει ότι: «Τά τής ειρήνης διώκομεν καί τά τής οικοδομής τής εις αλλήλους» (Ρωμ. 14,19). Άλλωστε κεφάλαιο τών «εύ φρονούντων η ειρήνη εστί». Ο δέ Ι. Χρυσόστομος θά υπογραμμίσει ότι: «Ουδέν γάρ ούτως ασθένειαν εργάζεσθαι πέφυκεν, ως φιλονεικία καί έρις ώσπερ ουδέν ούτως ισχύν καί δύναμιν, ως αγάπη καί ομόνοια» (Εις τό Κατά Ιουδαίων, Λόγος Γ’, όπ. παρ. σελ. 162).
Η ενότητα, η ειρήνη καί ομόνοια στήν πίστη, στό ήθος, στό βίο μας πρέπει νά είναι η βάση τής δόξας τής Εκκλησίας. Καί αυτό όλοι θέλουμε. Κατ’ αναλογίαν, ο βιβλικός λόγος: «Λάλει (Κύριε) ότι ακούει ο δούλος σου» (Α Βασιλ. γ,10) αφορά ποιμαινόμενους καί ποιμένες. Δέν είναι μόνον γιά τό «παιδάριον» Σαμουήλ, αλλά γιά όλους, καθ’ ότι πέραν τού «παιδαρίου», «δούλοι αχρείοί εσμεν» (Λουκ. ιζ 10) Κυρίου καί Θεού ημών.
Μακαριώτατε καί
Σεβαστοί μου
Πατέρες καί αδελφοί,
Ως είναι γνωστόν, ζούμε σέ μία εποχή πνευματικής παρακμής. Είμεθα μάρτυρες, μιάς εποχής σύγχυσης καί ασύνετης αδολεσχίας, παραβατικών συμπεριφορών ανομίας, τής θύραθεν καί τής χριστιανικής, μιάς πράγματι εποχής ισχυρών αμφισβητήσεων καί ραγδαίων αλλαγών σέ όλους τούς τομείς. Δέν προλαβαίνουμε τά γεγονότα σέ παγκόσμιο αλλά καί εθνικό επίπεδο καί όταν τά πληροφορούμεθα μένουμε ενεοί. Καί ακριβώς, διαπιστώνουμε μία προσπάθεια νά επικρατήσει η παγκοσμιοποίηση, ο εξορθολογισμός καί η μετανεωτερικότητα. Νέες νοοτροπίες καί ήθη, νέα αρχέτυπα, νέο λεξιλόγιο. Η κοινωνία μας πλέον συνεχώς δηλητηριάζεται από μηδενιστικές αντιλήψεις, από αντιεκκλησιαστικό πνεύμα καί προχωρεί ερήμην τού Θεού σέ μία εντελώς κοσμική ανθρωπολογία σέ μία τελικά απανθρωπία. Καί ειδικότερα, αυτή η κατάσταση συνιστά μία πρόκληση, ένα εξαναγκασμό τών χριστιανών νά παύσουν νά είναι χριστιανοί ή νά γίνουν πραγματικά χριστιανοί.
Κατά συνέπειαν, ναυαγούμε σέ μία θάλασσα ασέβειας καί ζούμε σ’ ένα απαράκλητο κόσμο. Καί τούτο, διότι απουσιάζει ο Παράκλητος. Απουσιάζει τό Πνεύμα τό Άγιον από τήν ζωή τού συγχρόνου ανθρώπου καί στήν ψυχή του, τελικώς, κυριαρχεί η πνευματική κρίση. Καθίστανται κατ αυτόν τόν τρόπο οι σύγχρονοι άνθρωποι «υιοί απωλείας» μέ έντονη τήν ψυχική ερήμωση καί τό εσωτερικό κενό, μέ αθέμιτους συμβιβασμούς καί μέ δουλικά καί ψυχολογικά συμπλέγματα.
Ωστόσο, σ αυτήν ακριβώς τήν εποχή, είμεθα «κεκλημένοι» νά φανερώσουμε τήν αλήθεια τού Χριστού. Νά θέσουμε τό «φώς επί τήν λυχνίαν». Νά γίνουμε μάρτυρες τής ορθής πίστεως σέ μία ευρύτερη μετα-χριστιανική κοινωνία στό καθόλου ευρωπαϊκό καί παγκόσμιο γίγνεσθαι. Γι αυτό καί οφείλουμε, ως Σύνοδος, νά είμεθα συγκυρηναίοι, συναντιλήπτορες καί φιλάδελφοι, ενωμένοι «συναγωνισταί έργω τε καί λόγω». Καί βεβαίως, έχουμε ιερότατο χρέος ν’ αποφεύγουμε κάθε τι, τό οποίο μπορεί νά βλάψει τήν Εκκλησία καί νά φέρει τό σκάνδαλο γιά τό οποίο μίλησε ο Αιώνιος Διδάσκαλος καί τό διατύπωσε: «Ουαί τώ ανθρώπω εκείνω δι ού τό σκάνδαλον έρχεται» (Ματθ. 18,7). Καί όταν ο Κύριος απευθύνει αυτό τό «ουαί» είναι φοβερό, γιατί «φοβερόν τό εμπεσείν εις χείρας Θεού ζώντος» (Εβρ. 10,31).
Έπειτα, οι λόγοι τού χρυσορρήμονος Ιωάννου, τού σοφού τούτου καί θεοφόρου πατρός τής Εκκλησίας, στήν περίφημη ομιλία του «Ότε τής Εκκλησίας έξω ευρεθείς Ευτρόπιος απεσπάσθη…» κατ’ αναλογίαν, ηχούν μ’ απόλυτη προτεραιότητα καί στούς καιρούς μας. Οι χρυσοστομικοί λόγοι: «Μένε εις Εκκλησίαν καί ου προδίδοσαι από τής Εκκλησίας» καί «Μή απέχου Εκκλησίας Η ελπίς σου η Εκκλησία, η σωτηρία σου η Εκκλησία, η καταφυγή σου η Εκκλησία. Τού ουρανού υψηλοτέρα εστί, τής γής πλατυτέρα εστίν» (P.G., 52, στ. 397 επ.) είναι διατυπώσεις καί αποδείξεις τής μακραίωνης ιστορίας καί παράδοσης τής Ορθοδόξου Εκκλησίας, ήτοι λόγοι καθοριστικοί σωτήριοι.
Επί πλέον, διαπιστώνουμε καθημερινά, ότι στήν κοινωνία μας, στό δημόσιο βίο, μέγιστον θέμα τυγχάνει τό αθεολόγητο τής γνώσεως, τό αβασάνιστο τής γνώμης καί τό υπερβολικό τής πράξεως.
Ωστόσο, γνωρίζουμε καλώς, ότι ο ελληνικός λαός, μπορεί ενίοτε ν’ ακολουθεί κακές συνήθειες, ένεκεν τής μή επαρκούς θρησκευτικής του παιδείας, αλλά στό βάθος τού είναι του, είναι ευγενής, φιλότιμος, ευσεβής, πιστός καί αγαπά τήν Εκκλησία καί ενδιαφέρεται γι’ αυτή. Οι κατά καιρούς διατυπώσεις ασεβών εκφράσεων, άδικων καί συκοφαντικών ενεργειών δέν απηχούν τό σύνολον τής ελληνικής κοινωνίας, ακριβώς διότι ο λαός μας αισθάνεται, τελικά, τήν ορθόδοξη Εκκλησία, ως πνευματικό καταφύγιο. Τούτο βέβαια από τήν άλλη όψη δέν σημαίνει ότι η ανομία καί η αμαρτία δέν υπεισέρχονται καί σ’ αυτόν τούτο τόν ιερό χώρο τής Εκκλησίας. Τά ασθενούντα μέλη της, ως καί «τά ζιζάνια ανά μέσον τού σίτου», η σαγήνη μέ τά σαπρά καί οι Γραμματείς καί Φαρισαίοι, πάντοτε υπήρχαν καί θά υπάρχουν. Εν προκειμένω τά λόγια τού Απ. Παύλου είναι επίκαιρα: «Θύρα γάρ μοι ανέωγεν μεγάλη καί ενεργής καί αντικείμενοι πολλοί» (Α Κορ. 16,9). Έτσι τό μέγα ζήτημα κάθε φορά, τό οποίο χρειάζεται τήν δέουσα προσοχή, είναι η μή αυτονόμηση από τήν Άμπελο καί η μή απομάκρυνση από τήν Εκκλησία, μέ αφορμή τήν ύπαρξη τών ανθρωπίνων λαθών καί ασφαλώς καί οι όποιες εσφαλμένες ενέργειες, όπως καταδεικνύεται εν τέλει, δέν είναι καρπός κακής προθέσεως ή ευτελούς ιδιοτέλειας.
Διά τούτο, «νήφωμεν» καί «γρηγορώμεν» κατά τήν Γραφήν.
Ο προφητικός λόγος, εν προκειμένω, είναι εξόχως επίκαιρος.
Από τό ένα μέρος, έρχεται ο Ιερεμίας καί λέγει: «Ποιμένες πολλοί διέφθειραν τόν αμπελώνα μου, εμόλυναν τήν μερίδα μου, έδωκαν τήν μερίδα τήν επιθυμητήν μου εις έρημον άβατον…» (Ιερ. ιβ’,10) καί από τό άλλο, ο μεγαλοφωνότατος προφήτης Ησαίας λέγει: «Ιδού Κύριος καταφθείρει τήν οικουμένην καί ερημώσει αυτήν καί ανακαλύψει τό πρόσωπον αυτής καί διασπερεί τούς ενοικούντας εν αυτή… φθορά φθαρήσεται η γή… πτωχοί έσονται οι ενοικούντες εν τή γή καί καταλειφθήσονται άνθρωποι ολίγοι… καί πέπαυται ευφροσύνη… καθ’ ότι η γή ηνόμησε διά τούς κατοικούντας αυτήν διότι παρήλθοσαν τόν νόμον καί ήλλαξαν τά προστάγματα» (Ησ. κδ’, 1-8).
Ωστόσο, καί οι δύο προφήτες ίστανται ελπιδοφόροι καί στηρικτικοί υπογραμμίζοντας μέ εξαιρετική εμφαντικότητα: «Ελπίς τώ ευσεβεί… παρακαλείτε παρακαλείτε τόν λαόν μου, ιερείς λαλήσατε εις τήν καρδίαν Ιερουσαλήμ… ετοιμάσατε τήν οδόν Κυρίου, ευθείας ποιείτε τάς τρίβους τού Θεού ημών… επ’ όρος υψηλόν ανάβηθι ο ευαγγελιζόμενος Σιών ύψωσον εν ισχύ τήν φωνήν σου ο ευαγγελιζόμενος Ιερουσαλήμ υψώσατε, μή φοβείσθε…» (Ησ. κδ’, 16 καί μ’, 1-9). Καί ο έτερος μεταδίδει καί σέ μάς τήν φωνή πού ακούει: «Ιδού δέδωκα τούς λόγους μου εις τό στόμα σου ιδού καθέστηκά σε σήμερον επί έθνη καί επί βασιλείας εκριζούν καί κατασκάπτειν καί απολύειν καί ανοικοδομείν καί καταφυτεύειν» (Ιερ. α’, 9-10).
Τά παραπάνω βιβλικά χωρία θέτουν ίσως σέ κατάσταση προβληματισμού καί τά οικεία. Είναι προφητικοί λόγοι καί ως εκ τούτου έχουν τήν αξία τους.
Δέν μένει παρά ν’ αναθέτουμε καί τά πλέον δυσεπίλυτα προβλήματα στάς πανσθενουργούς χείρας τού Κυρίου καί Θεού ημών, καθ’ ότι Αυτός Ούτος, τυγχάνει ο Κυβερνήτης τής «νοητής νηός» τής Εκκλησίας.
*
Συνοψίζοντας, πιστεύουμε, ότι τό Συνοδικόν Πολίτευμα είναι ουσία καί θεσμός τής Εκκλησίας υψίστης αξίας, τήν οποία λαμβάνει εκ τής παρουσίας, δράσεως καί καθοδηγήσεως τού Αγίου Πνεύματος, έχει δέ εξαιρετική σημασία γιά τήν αποστολή, προαγωγή καί δόξα τής μητρός ημών Εκκλησίας, η δέ υπακοή σ αυτό τό Πολίτευμα καθίσταται αναμφισβήτητα αναγκαία, χάριν τής αρραγούς ενότητος, τής ειρήνης καί τής ομόνοιας τού χριστιανικού ορθοδόξου πληρώματος (Βλ. καί 34ο Αποστ. Κανόνα). Γι αυτό ευχή καί προσευχή πάντοτε παραμένει καί εκπέμπεται «εν ενί στόματι καί μιά καρδία»: «Στερέωσον, Κύριε, τήν Εκκλησία Σου, ήν εκτήσω τώ Τιμίω Σου αίματι»._
*
Κατόπιν δέ τών ανωτέρω, ευλαβώς θέτω υπό τήν κρίσιν τής σεπτής Ιεραρχίας καί πέντε προτάσεις μου, τάς κάτωθι:
1ον. Νά συνταχθεί καί αποσταλεί, όπου δεί, Ειδική Συνοδική Εγκύκλιος τής ΙΣΙ περί τής αξίας, ισχύος καί πιστής υπακοής στίς αποφάσεις τής Ι. Συνόδου τής Εκκλησίας υπό πάντων, κλήρου καί λαού.
2ον. Νά θεωρηθεί λήξαν τό εγερθέν γνωστόν ζήτημα τών δύο αδελφών Ιεραρχών καί νά τεθεί στό αρχείον γιά τό μείζον όφελος καί συμφέρον τής Εκκλησίας.
3ον. Νά τυγχάνουν τής αρμοδιότητος τής ΙΣΙ καί όχι τής ΔΙΣ καί μέ βάση τήν όλη κανονική παράδοση τής Εκκλησίας, μείζονος σημασίας θέματα.
4ον. Νά εξαρθεί καί τονισθεί δεόντως τό κύρος τής Ι.Σ. πρός τήν Πολιτεία καί ειδικότερα νά καταστεί σαφές ότι ενέργεια απορρέουσα εκ τών κρατικών οργάνων, πού έχει σχέση μέ εκκλησιαστικά θέματα, δέον όπως τυγχάνει προηγουμένως τής εγγράφου συνεργασίας μετά τής Ι. Συνόδου, άλλως νά θεωρείται άκυρος ή ακυρώσιμος στά πλαίσια τών διακριτών ρόλων Εκκλησίας καί Πολιτείας.
5ον. Γιά τήν θέση, τό λειτούργημα καί τό κύρος τού Αρχιερέως τής Εκκλησίας δέον όπως αποσταλεί υπηρεσιακό συνοδικό έγγραφο πρός τό Υπουργείο Δικαιοσύνης περί επαναφοράς τής διατάξης τής ιδιάζουσας δωσιδικίας τών Αρχιερέων, ως ίσχυε βάσει τών άρθρων 111§7 καί 112§2 τού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, αναφορικά μέ τήν εκδίκαση τών ποινικών υποθέσεων (πλημμελημάτων καί πταισμάτων) Αρχιερέων στό αρμόδιο Εφετείο ή Πλημμελειοδικείο αντίστοιχα. Ως είναι γνωστόν, η ως άνω διάταξη καταργήθηκε μέ τόν Ν. 4620/2019.
6ον. Νά τύχουν κωδικοποιήσεως οι αποφάσεις τής ΙΣΙ καί τής ΔΙΣ σχετικώς μέ τελετουργικά καί ποιμαντικά θέματα γιά τήν ακρίβεια, ευταξία καί τό ενιαίον τής όλης εκκλησιαστικής διακονίας.
Ταύτα πάντα, καταθέτω στό Σεπτόν Σώμα τής Ιεραρχίας καί παρακαλώ ταπεινώς καί όλως ευσεβάστως γιά τά κατ’ Αυτό αρμοδίως καί ως δεί. Θερμώς δέ ευχαριστώ γιά τήν όλη υπομονή σας, τής ακροάσεως τής παρούσης εισηγήσεώς μου._
[1]Εισήγηση στήν Τακτική Σύνοδο τής Ιεραρχίας τής Εκκλησίας τής Ελλάδος, Αθήνα,