Simone Perotti

Πολλά από τα πιο όμορφα μέρη της Μεσογείου βρίσκονται σήμερα σε κρίση λόγω του υπερτουρισμού και αυτό συμβαίνει επειδή αναπτύχθηκαν χωρίς “όραμα”. Για τα  Κύθηρα όμως υπάρχει ακόμη χρόνος για την επεξεργασία ενός οράματος που θα στρέφεται προς την σωστή πορεία. Τα Κύθηρα σήμερα έχουν μια εξαιρετική ευκαιρία ανάπτυξης και ταυτόχρονης προστασίας του χαρακτήρα τους.

Κύθηρα – Ανοιχτή Επιστολή

Γνώρισα για πρώτη φορά τα Κύθηρα κατά τη διάρκεια της μεταφοράς  ενός σκάφους. Πολλές φορές τα είχα δει να περνούν από μπροστά μου καθώς έπλεα από την Ιταλία προς τις Κυκλάδες ή επιστρέφοντας στο τέλος της σεζόν. Κάθε φορά, παρόλο που δεν έπρεπε να αλλάξω τη πορεία μου έδινα υπόσχεση στον εαυτό μου να σταματήσω στα Κύθηρα, χωρίς να το κάνω ποτέ. Έως ότου ένας κύριος από το Μιλάνο μου ζήτησε να φέρω πίσω στη Γένοβα από τη Σαντορίνη το σκάφος που είχε αφήσει εκεί εξαιτίας μιας αναποδιάς. Ήταν μια καλή συμφωνία και την αποδέχτηκα άμεσα.

Πλέοντας μόνος μου, λίγο πριν προσπεράσω το νησί των Κυθήρων, μια  καταιγίδα πιο δυνατή από ότι περίμενα με ανάγκασε να βρω καταφύγιο στο Καψάλι. Πέρασα μια νύχτα ρίχνοντας και ξαναρίχνοντας τις δύο άγκυρες, χωρίς να κλείσω μάτι. Γύρω όλα ήταν σκοτεινά, πριν από είκοσι οκτώ χρόνια ο κόλπος ήταν έρημος, χωρις μαγαζιά. Ένιωσα μια παράξενη ενέργεια, αισθάνθηκα ότι αυτό το νησί είχε κάτι ιδιαίτερο και όταν το πρωί έπεσε ο άνεμος και έβαλα ξανά πορεία για τη Γένοβα υποσχέθηκα στον εαυτό μου να επιστρέψω για να ανακαλύψω τι ήταν αυτό. Έτσι και έκανα, πρώτα μόνος και μετά με τη Φεντερίκα, το κορίτσι που γνώρισα πολλά χρόνια αργότερα στη Μήλο, και που σήμερα είναι η γυναίκα μου. Είκοσι τέσσερα χρόνια μετά από εκείνη την πρώτη νυχτερινή επαφή με τα Κύθηρα, ήρθαμε να ζήσουμε εδώ.

Έχω περάσει όλη μου τη ζωή στη θάλασσα. Στη διάρκεια σαράντα χρόνων έχω με το σκάφος σχεδόν εκατό χιλιάδες μίλια, μεταξύ Καραϊβικής, Ατλαντικού Ωκεανού, Ινδικού Ωκεανού, Μεσογείου, πρώτα σαν λάτρης, μετά σαν  εκπαιδευτής, δουλεύοντας με τα σκάφη μεταξύ ναυλώσεων και μεταφορών, μέχρι την ίδρυση του Progetto Mediterranea, μιας ναυτικής, πολιτιστικής και επιστημονικής αποστολής με την οποία, τα τελευταία δώδεκα χρόνια, έχω διανύσει σχεδόν 26.000 μίλια σε όλη τη Μεσόγειο, τη Θάλασσα του Μαρμαρά, τη Μαύρη Θάλασσα και τον Ατλαντικό της Πορτογαλίας, της Ισπανίας και του Μαρόκου. Έχω επισκεφτεί και έχω επιστρέψει από εκατοντάδες νησιά και παραθαλάσσιες τοποθεσίες, περνώντας χρόνια στην Ελλάδα, την Τουρκία, την Ιταλία, παντού, μεταξύ Βηρυτού, Μπατούμ, Τύνιδας, Μασσαλίας, Λισαβόνας, Μελίγιας. Ταξιδεύοντας από την ηλικία των πέντε χρόνων με την οικογένειά μου και ένα τροχόσπιτο, είχα ήδη πάει σε πολλά μέρη. Έχω μνήμες της Μεσογείου από τότε που ήμουν παιδί.

Όπως μερικοί από εσάς, είμαι μάρτυρας του τι έχει συμβεί τα τελευταία πενήντα χρόνια στη Μεσόγειο. Έχω δει με τα μάτια μου όλη τη διαδικασία αλλαγής αυτής της περιοχής της γης. Θυμάμαι, για παράδειγμα, το παλιό λιμάνι της Κω, όταν στην Ακτή Κουντουριώτου δεν υπήρχε καν δημόσιος φωτισμός, και στην Πλατεία των Δελφινιών μόνο δύο ή τρεις ταβέρνες. Ήταν ένας γοητευτικός τόπος. Όπως ήταν και ο άδειος και σιωπηλός κόλπος της Σύμης, με στοίβες σφουγγαριών που στέγνωναν στον ήλιο, και υπέροχες κυρίες, που ασχολούνταν με τις δουλειές του σπιτιού. Υπήρχε ακόμα κάποιος που μάζευε σφουγγάρια με ελεύθερη κατάδυση στα τριάντα μέτρα, αναβιώνοντας μια αρχαία πρακτική που οι Ιταλοί στρατιωτικοί είχαν απαγορεύσει κατά την διάρκεια της ιταλικής κατοχής στα Δωδεκάνησα.  Θυμάμαι πολύ καλά το μικροσκοπικό Καστελλόριζο πριν και μετά την παγκόσμια επιτυχία της ταινίας “Μεσόγειος”, τόσο απλό και ανέγγιχτο από το χρόνο, σήμερα τόσο διαφορετικό. Θυμάμαι καλά τα νησιά των

Αιολίδων και των Αιγάδων, ακόμα αυθεντικά, μακρινά, χωρίς συνωστισμό ή μοντέρνα καταστήματα. Θυμάμαι τα ξεχασμένα νησιά Τρέμιτι, τα μυστηριώδη Διαπόντια, όπου έμοιαζε ότι ο χρόνος δεν είχε φτάσει ποτέ. Θυμάμαι τα Ιόνια, που ακόμα τότε λίγοι επισκέπτονταν. Από τα

Τριζόνια ως τη Σαπιέντζα, από τον Άγιο Ευστράτιο ως τους Φούρνους και τη Λέρο, από τη

Νάξο ως τα Κουφονήσια, από τα νησιά Γκαλίτε ως το Ντόγκι Ότοκ, από την Κύπρο ως τη

Σαρδηνία, από τις Βαλεαρίδες ως τη Θάσο, ως την Ίμβρο (ένα από τα λίγα τουρκικά νησιά στο Αιγαίο), θυμάμαι όλη τη Μεσόγειο δεκάδες χρόνια πριν, δεκαπέντε χρόνια πριν, τρία χρόνια πριν. Τα είδα όπως ήταν τότε, και μετά είδα πολλά από αυτά να αλλάζουν για πάντα. Στο λιμάνι πολλών από αυτά τα μέρη ορκίστηκα να  μη δέσω το σκάφος μου ξανά. Με πονάει πολύ να τα βλέπω έτσι σήμερα.

Αυτός είναι ο λόγος που με έκανε να αποφασίσω να γράψω μια ανοιχτή επιστολή που να απευθύνεται σε όλους μας, του εαυτού μου συμπεριλαμβανομένου, για να διηγηθώ δημόσια μερικά πράγματα που ίσως ξέρουν πολλοί, αλλά έχω την αίσθηση ότι οι περισσότεροι δεν έχουν παρακολουθήσει, δεν έχουν δει, δεν γνωρίζουν. Αυτή η ιστορία θα μπορούσε να έχει τον τίτλο: “Τι συμβαίνει σε ένα νησί όταν παίρνει λανθασμένη πορεία”. Τα νησιά κινούνται, όπως “Η πέτρινη σχεδία” του Σαραμάγκου. Είδα λίγα νησιά να κατευθύνονται προς τη σωτηρία. Τα περισσότερα ωστόσο έχουν χαθεί.

Αυτό το κείμενο αποτελεί την ειλικρινή συμβολή μου στο να μην συμβεί κάτι ανάλογο στα Κύθηρα.  Σκοπός μου δεν είναι να υποδείξω  κάτι ή να ισχυριστώ ότι κατέχω την αλήθεια, αλλά να ενθαρρύνω μια διευρυμένη συζήτηση, όσο το δυνατόν πιο πλατιά, χωρίς αποκλεισμούς, ανάμεσα σε όλους εμάς που ζούμε εδώ, αλλά και σε όλους αυτούς που ζουν αλλού και που αγαπούν αυτό το κομμάτι γης που παραμένει “ανθρώπινο”.

Το πρώτο νησί που άλλαξε ήταν το Κάπρι, ήδη πολλές δεκαετίες πριν το δω για πρώτη φορά. Είχε κατακλειστεί από ανθρώπους που αγαπούσαν να ζουν απομονωμένοι, εκεί που επιτρεπόταν ότι ήταν αντικείμενο διακρίσεων στην ηπειρωτική χώρα. Ακολούθησε ο κόσμος της κουλτούρας, από τον Νόρμαν Ντάγκλας ως τον Όσκαρ Ουάιλντ και τον Ζαν Κοκτώ. Μετά ήρθε ο κινηματογράφος, η “Dolce Vita” και ο κόσμος του θεάματος. Στο πρώτο μέρος του 20ού αιώνα έγινε το νησί των διασημοτήτων, με τις ιδιοτροπίες και τις υπερβολές τους και την εκμετάλλευση της φτώχειας του γηγενούς πληθυσμού, που ήταν πολύ φτωχός και χωρίς μέσα για να αμυνθεί. Σήμερα το Κάπρι είναι αυτό που θα αποκαλούσα χωρίς αμφιβολία μια κόλαση. Το αντίθετο του μεσογειακού νησιού που έχω στο νου και την καρδιά μου. Ένα μέρος όπου ποτέ δεν θα ζούσα. Καλύτερα λοιπόν στο Μιλάνο.

Αυτά που κατέρρευσαν πρώτα στη Μεσόγειο ήταν τα ιταλικά νησιά μαζί και οι Βαλεαρίδες. Πρώτα το “εναλλακτικό” κύμα των δεκαετιών ’50-’70, και μετά ο μαζικός τουρισμός. Τα απομακρυσμένα νησιά που φάνταζαν καταφύγιο για μια ελίτ, τόποι ελευθεριών που αλλού ήταν απαγορευμένες, έξω από τον συντριπτικό μηχανισμό της κατανάλωσης και του χρήματος, ιδανικά για διανοούμενους και καλλιτέχνες που αναζητούσαν μια απλή και δημιουργική ζωή, έγιναν διάδρομοι προσγείωσης και μαρίνες για τους νεόπλουτους που διψούσαν για αποκλειστικότητα. Το αρπαχτικό όραμα της γης ελεύθερης από κάθε έλεγχο, το χρήμα, η έμφυτη τάση κάποιων για κερδοσκοπία, αλλάζουν σταδιακά ακόμη και τα ελληνικά νησιά. Η δικτατορία της στρατιωτικής χούντας καθυστερεί την εξέλιξη αυτή. Αναπόφευκτα όμως, από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 και του ’80, έρχεται η σειρά της Μυκόνου και της Σαντορίνης, της Ρόδου και της Σύμης.

Και φτάνουμε στην πιο πρόσφατη εποχή, με την έκρηξη του μαζικού τουρισμού. Μέχρι τη δεκαετία του ’70, θυμάμαι ότι το ταξίδι στα Βαλκάνια, ή στην Ανατολία, και ακόμα περισσότερο στα μεσογειακά νησιά, ήταν πάντα μια εμπειρία περίσκεψης και σιωπής. Συναντούσες Ευρωπαίους ταξιδιώτες, κυρίως Γερμανούς, Σκανδιναβούς, Άγγλους, και ήταν σαν όλοι να ένιωθαν προνομιούχοι που βρίσκονταν  εκεί. Υπήρχε μια άγραφη συμφωνία (τουλάχιστον έτσι μου φαινόταν…) σεβασμού του τόπου και του περιβάλλοντος. Το 1980 ήμουν έφηβος, 15 ετών, ήμουν όμως ήδη αυτό που είμαι σήμερα: παρατηρούσα τα πάντα, άκουγα τις συζητήσεις των μεγάλων και ήδη έγραφα. Τα νησιά του γιουγκοσλαβικού αρχιπελάγους ήταν άγρια και απομονωμένα. Οι άνθρωποι που ζούσαν εκεί ήταν καχύποπτοι, φοβισμένοι,  και γι’ αυτό όλοι νιώθαμε ότι έπρεπε να έχουμε ακόμη μεγαλύτερο, από το οφειλόμενο σεβασμό, για τα παρθένα αυτά μέρη. Ο αριθμός των ανθρώπων που ταξίδευαν κατά την διάρκεια της καλοκαιρινής περιόδου είχε ήδη αυξηθεί, αλλά καθώς απομακρυνόσουν από την Ιταλία ήταν ακόμα πολύ εύκολο να βρεις μέρη που κυριαρχούσε ακόμα ο τρόπος ζωής των ντόπιων, έθιμα και συνήθειες που σου έδειχναν τουλάχιστον ένα κομμάτι της ψυχής της Μεσογείου.

Έμοιαζε ότι οι τόποι αυτοί, όμορφοι γιατί ήταν αυθεντικοί, με τον δικό τους χαρακτήρα, δεν θα επηρεάζονταν ποτέ από τον αχαλίνωτο εκμοντερνισμό. Θυμάμαι πώς άλλαξε η Ίμπιζα και μαζί της το βορειοανατολικό τμήμα της Σαρδηνίας, η Κόστα Σμεράλντα. Θυμάμαι πώς είδα να αλλάζουν, στις δεκαετίες του ’80 και του ’90, η Ταορμίνα, η Ίσκια, τα Τρέμιτι, η Ζάκυνθος, η Αίγινα, οι Σπέτσες και η Ύδρα. Αλλά όλα άλλαζαν σταδιακά, όχι μόνο τα νησιά. Η Βενετία γινόταν ένα εφιαλτικό υπαίθριο μουσείο, στερημένη από τις μελαγχολίες της, η Φλωρεντία πλημμύριζε από κόσμο, η Νάπολη γινόταν χαοτική και βίαιη.

Καθώς περνάει ο χρόνος τα πράγματα αλλάζουν, και αυτό δεν πρέπει να μας ξαφνιάζει ούτε να μας κάνει να μορφάζουμε με αποδοκιμασία. Άλλωστε εμείς δημιουργούμε την Ιστορία, όχι ένας εξωτερικός παράγοντας που πέφτει στη γη σαν μετεωρίτης. Οι αλλαγές ήταν έντονες, απαιτούσαν χρόνο, μερικές φορές ο αντίκτυπος τους ήταν σημαντικός, αλλά γίνονταν σταδιακά.  Η σταδιακή αλλαγή είναι καθοριστική όταν συμβαίνουν μεγάλες μεταλλάξεις γιατί προσφέρει χώρο και ευκαιρία για σκέψη, διαφωνία, διάλογο, επιτρέπει σε κάποιον να επιλέξει τουλάχιστον κάτι από το πεπρωμένο του.

Όμως εμφανίστηκε πραγματικά ένας μετεωρίτης, αλλάζοντας όλα τα δεδομένα στη Μεσόγειο (και όχι μόνο): ιδρύθηκε στην Ιρλανδία η Ryanair (1984), και την ίδρυση της ακολούθησε ένας μεγάλος αριθμός αεροπορικών εταιρειών χαμηλού κόστους: σήμερα υπάρχουν περίπου 250 στην Ευρώπη, που μεταφέρουν περίπου ένα δισεκατομμύριο επιβάτες/έτος. Από τη δεκαετία του ’90, και μαζικά μετά το 2000, ένας ολόκληρος στρατός άρχισε να μετακινείται διευκολυνόμενος από δεκάδες νέα σημεία αναχώρησης και άφιξης. Θυμάμαι ότι για δύο χρόνια προσγειωνόμουν με τη Ryanair σε ένα μικρό πρώην στρατιωτικό αεροδρόμιο κοντά στην Πάτρα. Όταν έφτανε το αεροπλάνο, στους μικρούς δρόμους εκείνης της εύφορης αγροτικής περιοχής, η κυκλοφορία μπλόκαρε τα πάντα.

Είναι κακό να μπορείς να ταξιδέψεις με αεροπλάνο με χαμηλό κόστος; Φυσικά και όχι! Μόνο που έχει σημαντικές κοινωνιολογικές, ακόμη και ανθρωπολογικές συνέπειες. Παραλείπω πολλές, αλλά τουλάχιστον μία πρέπει να αναφερθεί. Έχω δει την Κω να αναστατώνεται από πλήθη τουριστών που κατέβαιναν από το αεροπλάνο χωρίς να καταλαβαίνουν καν πού βρίσκονταν. Τι σχέση είχαν αυτοί οι άνθρωποι με αυτόν τον τόπο; Καμία. Είχαν αγοράσει ένα αεροπορικό εισιτήριο μόνο επειδή ήταν φθηνό. Σε μερικούς χρειάστηκε να δείξω το νησί στον χάρτη, επειδή δεν ήταν σε θέση να το εντοπίσουν μόνοι τους.

Το αν αυτός ο τόπος ήταν η Κως ή η Κεφαλονιά, αν ήταν στα νότια ή στα βόρεια, στα ανατολικά ή στα δυτικά, στο λεβάντε ή στον πουνέντε ήταν εντελώς αδιάφορο γι’ αυτούς. Δεν τους ενδιέφερε καθόλου να γνωρίσουν το συγκεκριμένο νησί, μια μοναδική, αυθεντική κοινότητα. Και έτσι η Κως διαλύθηκε. Κανένας τουρίστας δεν ήταν διατεθειμένος να την γνωρίσει, και όλοι μαζί απλώς συνωστίζονταν, χειροτερεύοντας τις τουριστικές υπηρεσίες. Την τελευταία φορά που βρέθηκα εκεί, το 2015, ορκίστηκα ότι δεν θα επέστρεφα ποτέ ξανά. Αλλά αν απαριθμούσα όλα τα υπέροχα μέρη που έχω βάλει στη μαύρη μου λίστα, δεν θα το πιστεύατε. Μέρη που γνώρισα πραγματικά, όπου έζησα για μεγάλα χρονικά διαστήματα και για τα οποία μιλώ έχοντας αυτή τη γνώση και όχι επειδή κάπου έχω ακούσει να μιλούν για αυτά.

Ο τουρισμός χαμηλού κόστους κατέστρεψε αρχικά την ίδια την έννοια του ταξιδιού. Άλλαξε τον ταξιδιώτη. Ο κύριος ή η κυρία από το Μάντσεστερ, το Μπέργκαμο, το Έσσεν ή τη Χάγη, που είχαν γοητευτεί κατά τη διάρκεια του χειμώνα παρακολουθώντας ένα ντοκιμαντέρ ή που είχαν διαβάσει ένα βιβλίο, και αισθάνθηκαν στην καρδιά τους το κάλεσμα για έναν συγκεκριμένο τόπο και άρχισαν να τον ονειρεύονται, να ενδιαφέρονται, ίσως και να μελετούν κάτι γι’ αυτόν μέχρι του σημείου που να αποφασίσουν σιγά-σιγά ότι θα ήθελαν να τον επισκεφτούν, να τον γνωρίσουν, να ζήσουν εκεί για λίγο, αναζητώντας αυτόν ακριβώς τον τόπο, βιώνοντας το γνήσιο ενδιαφέρον τους… σχεδόν δεν υπάρχει πια.

Ο ταξιδιώτης χαμηλού κόστους πηγαίνει στην Κω ή στη Μύκονο, στη Ρόδο ή στη Φορμεντέρα ή στην Παντελλερία μόνο για έναν λόγο: ένα αεροπορικό εισιτήριο σε συμφέρουσα τιμή. Και φυσικά σχεδόν πάντα θα απογοητευτεί, γιατί όταν δεν έχεις την παραμικρή ιδέα για ποιο λόγο ξεκινάς δεν έχεις καμία πιθανότητα να “δεις”, να συναντήσεις, να “νιώσεις”. Όπως ακριβώς στα πολυκαταστήματα, όπου μπαίνει κανείς από πλήξη, αγοράζει προϊόντα που δεν χρειάζεται και ξοδεύει χρήματα που δεν έχει, προκειμένου να υλοποιήσει μια εντελώς παράλογη παγανιστική τελετουργία,  έτσι σήμερα ταξιδεύεις με χαμηλό κόστος, μεταφέροντας το τελετουργικό του πιο απεχθούς καταναλωτισμού στο ταξίδι, που έχει γίνει μόνο τουρισμός, και μάλιστα του χειρότερου είδους.

Αυτά όλα συμβαίνουν, όταν ένα νησί γίνεται πιο προσιτό χάρη σε ένα αεροδρόμιο που μπορεί να φιλοξενήσει time slots αεροπορικών εταιρειών χαμηλού κόστους. Όσο η μετάβαση σε αυτό το νησί απαιτεί χρόνο και λίγα χρήματα παραπάνω, τόσο το νησί παραμένει προστατευμένο. Για να φτάσεις στα Κύθηρα από οποιαδήποτε ευρωπαϊκή πόλη χρειάζονται δύο πτήσεις. Ακόμη και όταν το άθροισμα των δύο αεροπορικών εισιτηρίων δεν διαφέρει από το κόστος ενός απευθείας εισιτηρίου χαμηλού κόστους, ο περιστασιακός ταξιδιώτης, ο μαζικός τουρίστας, οποιοσδήποτε δεν διαθέτει ισχυρό κίνητρο για να έρθει εδώ, αποθαρρύνεται. Ο μαζικός τουρίστας έχει συχνά μόνο την αίσθηση ότι με την απευθείας πτήση, εξοικονομεί χρήματα, ότι χρησιμοποιεί καλύτερα τον χρόνο του, επειδή λαχταρά μόνο να φτάσει και να αναχωρήσει, όχι να περιηγηθεί, και για ένα μέρος που δεν τον ενδιαφέρει ιδιαίτερα δεν θέλει να ξοδέψει τίποτα παραπάνω από το ελάχιστο. Ο κανόνας αυτής της εποχής είναι ότι σώζονται μόνο τα μέρη όπου είναι λίγο πιο δύσκολο να πας, όπου δεν πας αστραπιαία, ή όπου η ετικέτα χαμηλού κόστους, αληθινή ή απλώς επειδή έτσι την αντιλαμβάνεται κανείς, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί.  Είναι αυτοί οι τουρίστες που θα θέλαμε να έρθουν στα Κύθηρα;

Φυσικά υπάρχει η άλλη πλευρά του νομίσματος. Ολόκληρες κοινότητες έχουν πλουτίσει χάρη σε αυτόν τον τουρισμό. Απομακρυσμένα, μικρά, καταθλιπτικά μέρη, ταλαιπωρημένα ίσως από κάποια αρχική φτώχεια, έχουν γίνει μέρη όπου ένα σπίτι κοστίζει δέκα φορές την αξία του, όπου η πώληση αναμνηστικών επιτρέπει σε ένα παιδί να πάει στο πανεπιστήμιο και όπου μια ταβέρνα που δυσκολευόταν να τα βγάλει πέρα έχει γίνει ένα κομψό και ακριβό εστιατόριο. αυτό Είναι αυτό κακό; Όχι εξ ορισμού. Αλλά είναι απαραίτητο να καταλάβουμε με ποιο τίμημα συμβαίνει όλο αυτό.

Έχω ακούσει δεκάδες ιστορίες για ελληνικές κοινότητες που κάποτε ήταν ειρηνικές και αρμονικές και που διαλύθηκαν από τον τουρισμό. Μικροϊδιοκτήτες χωραφιών, ερειπίων, ή παλιών ψαράδικων στην παραλία, συγκρούστηκαν, πάλεψαν, μερικές φορές ακόμη και βίαια, για να βάλουν χέρι στον τουριστικό χρυσό.

Θα μπορούσα να σας δώσω ονόματα και επώνυμα που αφορούν πολλές από αυτές τις ιστορίες σε δεκάδες νησιά, που έχουν γίνει απλά εμπορικά εργαλεία, όπου δεν έχει κανένα νόημα να ζεις εκτός σεζόν, τόσο που αν τύχει να πας εκεί τον χειμώνα βρίσκεις μόνο ερημιά. Όσοι ζούσαν σε αυτά τα νησιά τώρα ζουν σε κάποια μεγάλη πόλη, επιστρέφουν μόνο το καλοκαίρι, δεν είναι πια νησιώτες, έχουν γίνει απλώς έμποροι, προσεκτικοί και οξυδερκείς τουριστικοί πράκτορες, που βλέπουν τα πάντα μόνο μέσα από την προοπτική του κέρδους. Η κοινότητά τους έχει διαλυθεί, δεν υπάρχει πια. Είναι αυτό καλό;

Για να μη μιλήσουμε για το πώς έχει αλλάξει η όψη της Ίου, της Νάξου, της Πάρου, της Σάμου, και της Πύλου στην ηπειρωτική χώρα, και σύντομα, φαντάζομαι, της Καλαμάτας. Στην Πύλο χαιρόσουν να βλέπεις την όμορφη μικρή πλατεία δίπλα στη θάλασσα, κάτω από τους τεράστιους σκιερούς πλάτανους όπου έπαιζαν τα παιδιά και ο ταξιδιώτης χαιρόταν να κάθεται σε μια από τις παραδοσιακές ταβέρνες. Σήμερα ολόκληρη η περιοχή είναι γεμάτη από μικρά εστιατόρια πολύ τυποποιημένα για να είναι αληθινά, και στο δυτικό μέρος του κόλπου αφθονούν lounge bars, κοκτέιλ bars, εστιατόρια πανομοιότυπα με αυτά που θα έβρισκε κανείς οπουδήποτε αλλού. Το μικρό οικογενειακό εστιατόριο στην κατηφόρα προς τη θάλασσα εκεί όπου ένας κύριος που έμοιαζε πολύ με τον απολαυστικό Πιέρρο σε πήγαινε στην κουζίνα του περήφανος για τις γαστρονομικές του δημιουργίες, πουλήθηκε για να δώσει τη θέση του σε ένα κατάστημα με απαίσια πλαστικά σουβενίρ. Είναι αυτό το μεγάλο κεκτημένο του μαζικού τουρισμού;

Εκεί το Costa Navarino έχει ένα μεγάλο οικοδομικό πρόγραμμα και θα διπλασιάσει την μαρίνα σε μέγεθος. Με αυτό το τρόπο η Πύλος θα εξαφανιστεί.

Στα χωριά των νησιών που ανέφερα δεν μένει πια κανείς γιατί πλέον νοικιάζουν τα σπίτια τους σε τουρίστες. Έχουν ξεφυτρώσει δεκάδες μαρίνες, οι οποίες ήδη διπλασιάζονται σε μέγεθος και διαθεσιμότητα θέσεων, και μαζί τους, φυσικά, τα μεγάλα ξενοδοχεία, το ίδιο τα σούπερ μάρκετ και οι μεγάλες βίλες, που η αρχιτεκτονική τους θυμίζει περισσότερο την Κυανή Ακτή παρά την Ελλάδα, εξοπλισμένες με χιλιάδες κλιματιστικά πολύ μεγάλης ισχύος που προκαλούν το ερώτημα: “αφού σας ενοχλεί τόσο πολύ η ζέστη, γιατί δεν μείνατε στο βορρά και ήρθατε εδώ κάτω;”. Ζητώ συγγνώμη για την πρόκληση, αλλά ακόμη και ο παρατηρητής υποφέρει μερικές φορές από αυτά που βλέπει… Για να μην αναφέρω τις πισίνες, οι οποίες σε ένα φυσιολογικό κόσμο, με γνώμονα την κοινή λογική, θα ήταν απαγορευμένες.

Είναι γεγονός ότι σήμερα, δεν είναι δυνατόν να επισκεφθεί κανείς μερικά από τα πιο όμορφα μέρη στη Μεσόγειο αναζητώντας αυτό που τα έκανε τόσο όμορφα. Έτσι, ο λόγος για τον οποίο κατακλύστηκαν από τουρίστες έχει εξαφανιστεί. Και αυτό θα γίνει ακόμη χειρότερο, γιατί ενώ παλαιότερα η Μεσόγειος μοιραζόταν τον τουρισμό λίγο πολύ ισότιμα, σήμερα οι γεωπολιτικές αναταραχές καθιστούν εχθρική πάνω από τη μισή, οπότε η ανθρωπογενής επίδραση των τουριστών επικεντρώνεται όλο και περισσότερο στην Ισπανία, την Ιταλία, την Κροατία, την Αλβανία και την Ελλάδα. Φανταστείτε με ποιες συνέπειες.

Και προσέξτε, αυτό που σας λέω δεν είναι αποτέλεσμα μιας συντηρητικής ή νοσταλγικής θεώρησης. Οι τόποι μπορούν να αλλάξουν με την πάροδο του χρόνου, ίσως και να πρέπει να αλλάξουν. Αλλά εξαρτάται από το πώς. Εξαρτάται κάτω από ποια επιρροή. Εξαρτάται αν οι αλλαγές είναι αποτέλεσμα επιλογών ή όχι. Εξαρτάται αν πίσω από αυτές υπάρχει μια κοινή ιδέα, ένα όραμα σύγχρονο, που να ανταποκρίνεται στο παρόν και που επομένως αυτό που αλλάζει δεν αποσυνθέτει, δεν διαταράσσει ισορροπίες, δεν ανατρέπει το ανθρώπινο και φυσικό οικοσύστημα.

Όταν τη διαχείριση της ανάπτυξης δεν αναλαμβάνουν οι άνθρωποι που ζουν σε ένα νησί, με γνώμονα την έμφυτή κλίση τους, την εξέλιξη και ίσως κάποια ευρύτερη, σύγχρονη ιδέα, αλλά αντίθετα η ανάπτυξη ακολουθεί ξένα πρότυπα, ικανά να αλλοιώσουν την ισορροπία του νησιού από έξω, τότε ξεκινά η μη αναστρέψιμη διαδικασία παρακμής, απαξίωσης των ανθρώπων και καταστροφής. Η θετική εξέλιξη απαιτεί ένα αυθεντικό όραμα.

Οι καλές διαδρομές απαιτούν καλούς προορισμούς. Για να αλλάξεις στη ζωή χρειάζεται ένας καλός λόγος. Τα χρήματα, η κερδοσκοπία, ο πλουτισμός των λίγων σε βάρος των πολλών με έλλειψη φροντίδας για την προστασία του περιβάλλοντος και της κοινότητας, δεν είναι ποτέ ένας καλός λόγος.

Χωρίς να υποκύψει κανείς στον mainstream τουρισμό, σήμερα, η δυνατότητα οικονομικής ανάπτυξης είναι μεγαλύτερη από ποτέ και προορίζεται μόνο σε ορισμένους. Παρακολουθήστε με για μια στιγμή. Αν σήμερα ένα νησί όπως τα Κύθηρα ήθελε να αποκτήσει πρόσβαση στα μεγάλα ποσά χρημάτων που προέρχονται από τον μαζικό τουρισμό, θα έπρεπε να αντιμετωπίσει ένα σωρό προβλήματα. Το πρώτο θα ήταν η βλάβη που θα προκαλούσε στον εαυτό του ο ανταγωνισμός με τη Μύκονο, το Κάπρι ή έστω μόνο με τα νησιά του Ιονίου. Αυτές και πολλές άλλες περιοχές μαζικού τουρισμού έχουν εμπειρία δεκαετιών, έχουν ήδη κάνει λάθη, έχουν μάθει, είναι καλοί σε αυτό που κάνουν, έχουν αεροδρόμια και συγκοινωνίες που λειτουργούν άψογα, συχνά χρειάστηκε να αναβαθμίσουν τα δίκτυα ύδρευσης και ηλεκτροδότησης, έχουν υπηρεσίες, ξέρουν πώς να συμπεριφέρονται στον πελάτη για επιστρέψει παρόλο που θα τον έχουν ξεπουπουλιάσει, διαθέτουν εκατοντάδες ξενοδοχεία σε όλα τα επίπεδα τιμών, κάνουν σωστό μάρκετινγκ, χρησιμοποιούν επαγγελματικά πρακτορεία, διαθέτουν πόρους και ικανούς φορείς. Όποιος θα ήθελε να τους ανταγωνιστεί θα έπρεπε να αντιμετωπίσει μερικές δεκαετίες έλλειψης εμπειρίας και δεν θα τα κατάφερνε ποτέ. Το να κάνει το αντίθετο, ωστόσο, είναι μια πολύτιμη ευκαιρία.

Έχω ένα κατάλογο με νησιά τόσο στη θάλασσα της Ελλάδας όσο και σε όλη τη Μεσόγειο που έχουν παραμείνει αυθεντικά, όμορφα και στα οποία δεν υπάρχει ακόμη εκμετάλλευση.  Δυστυχώς, δεν είναι μακρύς ο κατάλογος, αλλά τον έχω. Και δεν θα σας τον κοινοποιήσω, φυσικά, γιατί στην εποχή των κοινωνικών δικτύων οι πληροφορίες κυκλοφορούν υπερβολικά γρήγορα. Δεν θα ήθελα να βλάψω κάποιον. Αλλά παραμένει το γεγονός ότι ποτέ άλλοτε δεν υπήρχε μια μειονότητα της τουριστικής πελατείας που να αναζητά αγωνιωδώς ένα

“διαφορετικό ” τόπο. Μου γράφουν εκατοντάδες αναγνώστες, και πολλοί με ρωτούν αν μπορώ να τους υποδείξω ένα μέρος – που να μην είναι η Μύκονος – όπου θα μπορούσαν να ζήσουν τη Μεσόγειο που εξαφανίζεται. Μια μειονότητα του τουρισμού, που όμως σημαίνει έναν σημαντικό αριθμό ανθρώπων, έχει ανάγκη από κάτι “που να μην είναι η Μύκονος “.  Τα πράγματα αλλάζουν, με τις εποχές, και οι μειονότητες είναι πάντα η εμπροσθοφυλακή των μαζικών αλλαγών που θα ακολουθήσουν. Η ζωή στις πόλεις, ειδικά μετά την πανδημία, έχει γίνει τρομερή. Η πίεση στην ψυχή πολλών ανθρώπων, ανάμεσα σε εργασία, χρέη, υποχρεώσεις, συνωστισμό, υπηρεσίες, αυξάνεται.

Η ανάγκη φυγής σε ήσυχα μέρη, όπου δεν υπάρχει τίποτα από ότι συνήθως τροφοδοτεί τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων, είναι τεράστια. Βέβαια, η πλειονότητα εξακολουθεί να θέλει να “φτιαχτεί “, να βρίσκει ντίσκο ανοιχτή μέχρι το ξημέρωμα, να τρώει σούσι ακόμα και στην Ελλάδα, να γεμίζει το κενό κάνοντας κανό, ιστιοπλοΐα, ράφτινγκ, αναρρίχηση, αλεξίπτωτο πλαγιάς, bungee-jumping, μαθήματα κεραμικής, να συμμετέχει σε οργανωμένες ξεναγήσεις, σε θεματικά δείπνα, να πηγαίνει σε μπαρ για απεριτίφ όπως στο Μιλάνο, σε συναυλίες μεγάλων καλλιτεχνών… γιατί έχουν άγχος και πρέπει να κάνουν συνεχώς κάτι για να μην τρελαθούν. Μια σημαντική μειονότητα όμως, εκατομμύρια άνθρωποι στην Ευρώπη και σε όλο τον κόσμο, δεν θέλουν τίποτα από όλα αυτά. Αντίθετα, επιδιώκουν με κάθε τρόπο να περάσουν χρόνο στους «τελευταίους παραδείσους» όπου κανείς μπορεί να έχει πρόσβαση, όπου η φύση και οι άνθρωποι ευνοούν την ανάπαυση, τη γαλήνη, την ησυχία, την απλή ζωή. Αυτό που αναζητούν αυτοί οι τουρίστες, που συνήθως είναι και οικονομικά εύρωστοι, είναι ο «μεσογειακός χρόνος», αργός στο ρυθμό τη φύσης, τη θάλασσα, τη ζεστασιά. Ένας χρόνος που στην καθημερινότητά τους έχει γίνει φρενήρης, αβίωτος. Αναζητούν μέρη όπου ο τουρίστας θεωρείται «φίλος για μια ώρα» και όχι κοτόπουλο για να τον μαδήσουν. Αναζητούν να ζήσουν για ένα διάστημα σε έναν τόπο που εξακολουθεί να είναι αυθεντικός, παραδοσιακός, που δεν μοιάζει με εκατομμύρια άλλους, αλλά έχει τη δική του προσωπικότητα, τη δική του ταυτότητα. Αναζητούν ένα μέρος που δεν είναι γεμάτο κόσμο, όπου η φύση και το περιβάλλον διατηρούνται και προστατεύονται, όπου μπορούν να πάρουν μέρος σε υπαίθριες δραστηριότητες. Το να προσφέρουμε το μοντέλο του μαζικού τουρισμού σε αυτούς τους κυρίους θα σήμαινε ότι θα τους χάναμε για πάντα.

Μόνο που υπάρχει ένα σημαντικό πρόβλημα: για τους πρώτους, τους μαζικούς τουρίστες, η προσφορά είναι τεράστια και προβάλλεται δώδεκα μήνες το χρόνο μέσα από χιλιάδες ιστοσελίδες, πρακτορεία και αεροπορικές εταιρείες. Ενώ για τους δεύτερους, οι οποίοι αναζητούν ξεχωριστά μέρη, οι  «παράδεισοι» εξαντλούνται. Υπάρχουν ελάχιστοι.

Επαναλαμβάνω, επειδή γνωρίζω τη Μεσόγειο απ’ άκρη σ’ άκρη έχω ένα κατάλογο που θεωρώ ότι είναι πλήρης. Πιστέψτε με, είναι πραγματικά πολύ λίγοι και θα γίνονται όλο και λιγότερα στο μέλλον. Ήδη τείνουν να εξαφανιστούν. Τα Κύθηρα είναι ένας από τους τελευταίους παράδεισους.

Είναι έτσι επειδή το φαινόμενο της μετανάστευσης απέτρεψε το να γίνουν τα Κύθηρα παιδική χαρά του μαζικού καταναλωτισμού όταν όλος ο κόσμος αναπτυσσόταν. Είναι έτσι επειδή η κοινότητα των κατοίκων τους είναι εξελιγμένη, όχι αδηφάγος, με επίγνωση της διαφορετικότητάς της. Είναι έτσι επειδή δεν υπάρχει πρόβλημα δημόσιας τάξης, επειδή εξακολουθεί να υπάρχει μια κοινότητα που αντιμετωπίζει αποτελεσματικά τα κοινωνικά προβλήματα που την αφορούν. Δόξα τω Θεώ, στα Κύθηρα οι άνθρωποι μετράνε περισσότερο από τους αστυνομικούς. Αυτό συμβαίνει επειδή τα Κύθηρα, για κάποιο λόγο, δεν είναι ένα «τυπικό» τουριστικό μέρος, αν μη τι άλλο, είναι ένα αυθεντικό μέρος. Το «τυπικό» χαρακτηριστικό ενός τόπου (από το φαγητό, το κρασί, τη χειροτεχνία, τη λαογραφία) το έχει υφαρπάξει το παγκόσμιο μάρκετινγκ, το έχει επεκτείνει προς όλες τις κατευθύνσεις, το τονίζει όσο μπορεί κάνοντας το brand, ένα εμπορικό είδωλο από πλαστικό που έχει χάσει την αυθεντικότητά του.

Αφήστε έναν Ιταλό που έχει δει κάθε τραγική συνέπεια της ανεξέλεγκτης εκμετάλλευσης του «τυπικού» να σας το πει.  Τα Κύθηρα επέλεξαν την αντίθετη διαδικασία. Δούλευαν πάντα σύμφωνα με τις αυθεντικές τους αξίες, παραμένοντας συνδεδεμένα με αυτό που είχε αξία χωρίς όμως να το μετατρέπουν απαραίτητα σε βιομηχανικό προϊόν, χωρίς να εκμεταλλευτούν τίποτα «τυπικό» και να το μετατρέψουν σε κακόγουστο φθηνό εμπόρευμα καταστήματος σουβενίρ. (Γενικεύω στις κρίσεις μου, θα έπρεπε να είμαι πιο ακριβής, αλλά θα κινδύνευα να γράψω ένα βιβλίο. Ελπίζω λοιπόν να καταλαβαίνετε τι εννοώ).

Τα Κύθηρα είναι ένα μέρος όπου στις 15 Αυγούστου μπορείς να βρεθείς σε μια παραλία χωρίς πολύ κόσμο, ή μερικές φορές ακόμη και μόνος σου. Για εκείνους που ζουν εδώ από πάντα ίσως αυτό δεν είναι τόσο ασυνήθιστο , αλλά σας διαβεβαιώνω ότι ο κόσμος αυτό το θεωρεί χρυσάφι! Και σημαίνει επίσης ότι το νησί έχει τεράστια περιθώρια ανάπτυξης πριν κινδυνεύσει να γίνει ένα πολυσύχναστο μέρος.

Εδώ είναι που η ανάγκη ενός νησιού για αυθεντικότητα, η επιθυμία του να μη χάσει τον εαυτό του, να μη ναρκωθεί από τη σύγχρονη εποχή, γίνεται ευκαιρία για πρόοδο και ανάπτυξη. Να που βρίσκεται ο χρυσός που πρέπει να αναζητήσει κανείς.

Θα μπορούσε η Νάξος να ανταγωνιστεί τα Κύθηρα στην αγορά των τελευταίων ήρεμων και σιωπηλών «παραδείσων»;  Όχι πια. Γιατί για έναν «παράδεισο» χρειάζονται σωστοί άνθρωποι, που εδώ υπάρχουν, και που αλλού σχεδόν έχουν εξαφανιστεί. Επομένως, τα Κύθηρα, και ελάχιστα άλλα μέρη της πιο όμορφης περιοχής του κόσμου (450 εκατομμύρια τουρίστες το χρόνο), δηλαδή της Μεσογείου, έχουν αυτό που στο μάρκετινγκ λέγεται «ανταγωνιστικό πλεονέκτημα».  Μπορεί να είναι αυτό που οι αγγλοσάξονες αποκαλούν “USP – Unique Selling Proposition”, η χίμαιρα όλων των πωλητών: η Μοναδική Πρόταση Πώλησης. Κάτι που μπορείς να πουλήσεις και που μόνο εσύ και λίγοι άλλοι έχουν. Ποιος μπορεί να σε νικήσει στην αγορά αν έχεις μια Μοναδική Πρόταση Πώλησης;

Αλλά τι επενδύσεις πρέπει να κάνουν τα Κύθηρα για να αξιοποιήσουν αυτό το πλεονέκτημα; Πόσα χρήματα χρειάζονται για να μπουν σε αυτήν την επιχείρηση;  Χρειάζεται να κατασκευάσουν ξενοδοχεία, δρόμους, υποδομές, υπηρεσίες; Απολύτως όχι, το αντίθετο μάλιστα! Για να έχουν πρόσβαση σε μια αποκλειστική αγορά, έχοντας ελάχιστους ανταγωνιστές, και επομένως να βάλουν υποψηφιότητα για μια εξαιρετική επιτυχία σχεδόν χωρίς αβεβαιότητες, τα Κύθηρα πρέπει να κάνουν μόνο ό,τι είναι αναγκαίο για τα ίδια, για την κοινότητά τους, ότι θα έκαναν ανεξάρτητα από τον τουρισμό και την ανάπτυξη, για να ζήσουν καλύτερα. Τίποτα άλλο. Δηλαδή πρέπει να φροντίσουν η συμπεριφορά τους να παραμείνει αυθεντική, να μην υποκύψουν σε κανέναν εκβιασμό της τουριστικής βιομηχανίας, αναζητώντας ποιος ξέρει ποιες μάζες τουριστών. Όταν αυτό που εξυπηρετεί τις επιχειρήσεις συμπίπτει με αυτό που εξυπηρετεί τους κατοίκους ενός τόπου, σημαίνει ότι είναι ασφαλείς, ότι δεν αλλοτριώνονται αλλά ότι διατηρούν την ταυτότητά τους.

Επιχειρώ να απαριθμήσω τι χρειάζονται τα Κύθηρα:

  • Να γίνει αναβάθμιση του ηλεκτρικού δικτυού , που φαίνεται να λειτουργεί πραγματικά άσχημα. Οι πολίτες υφίστανται τις συνέπειες, θα τις υποστούν και οι τουρίστες.
  • Να αναδιαρθρωθεί και να ενισχυθεί το δίκτυο ύδρευσης, αποφεύγοντας σπατάλες, απώλειες, συλλέγοντας νερό από παντού όταν βρέχει, από σπίτι σε σπίτι, από ξενοδοχείο σε ξενοδοχείο και κατασκευάζοντας φράγματα.
  • Να δημιουργηθεί ένα ηλεκτρικό σύστημα μεταφορών που να φορτίζεται με φωτοβολταϊκά και να εξασφαλίζει τις μετακινήσεις σε όσους δεν έχουν αυτοκίνητο.
  • Να προωθηθεί τη τοπική γεωργία, ώστε να προσφέρονται στους πολίτες και τους τουρίστες υγιεινά προϊόντα, καλλιεργημένα ή μεταποιημένα εδώ, προϊόντα με κυθηραϊκή ταυτότητα
  • Να προωθηθεί ένα μη επιβαρυντικό, προηγμένο, γρήγορο, υγιές και ευρύ σύστημα σύνδεσης στο διαδίκτυο
  • Να θεσπιστεί μια πολύ καλή υπηρεσία καθαρισμού και διαχείρισης απορριμμάτων. Χρειάζονται άνθρωποι που να περπατούν στο νησί μαζεύοντας πλαστικές σακούλες και χαρτιά.
  • Να αποφευχθεί οποιαδήποτε προσπάθεια κατασκευής μαρίνας για σκάφη αναψυχής.
  • Να αποτραπούν περαιτέρω κατασκευές στην ακτή.
  • Να γίνει αναδάσωση, να υπάρξει επιμελείς φροντίδα της πανίδας και της χλωρίδας, να αναγνωριστεί η αξία της και να γίνει ένα από τα ποιοτικά στοιχεία του νησιού.
  • Να προστατευθεί το νησί από τις πυρκαγιές με τη δημιουργία συγχρόνων, προηγμένων υποδομών και την εφαρμογή πρακτικών πρόληψης.
  • Να καταστούν όσο το δυνατόν περισσότερο ενεργειακά αυτόνομα με την χρήση ηλιακών και αιολικών τεχνολογιών κατάλληλης κλίμακας (δηλαδή το αντίθετο της βιομηχανικής αιολικής ενέργειας).
  • Να γίνουν επενδύσεις στο περιβάλλον, ώστε να γίνουν τα Κύθηρα προορισμός επιλογής για τους οικοτουρίστες, οι οποίοι είναι διατεθειμένοι να πάρουν δύο αεροπλάνα, που δεν αναζητούν πεντάστερα ξενοδοχεία, που αντίθετα σπεύδουν εδώ γνωρίζοντας ότι υπάρχει ακόμα ένα νησί στα μέτρα του ανθρώπου, όπου μπορούν να κάνουν εκδρομές για να δουν μια πλούσια σε βιοποικιλότητα χλωρίδα, μεταναστευτικά πουλιά, μια θάλασσα ακόμα υπέροχη.
  • Να αναστηλωθούν όλα τα ερειπωμένα κτίσματα του νησιού, με την εφαρμογή ενός κατασκευαστικού σχεδίου, που θα δημιουργήσει θέσεις εργασίας. Ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός να ανταποκρίνεται στην ιστορική και πολεοδομική κληρονομιά του νησιού. Στα Κύθηρα υπάρχει η δυναμική για ένα από τα πιο περιζήτητα πράγματα σήμερα: τα διασκορπισμένα τουριστικά καταλύματα, που έχουν κτιστεί με πέτρα σύμφωνα με τις παραδοσιακές τεχνικές .
  • Να θεσπιστεί έναν ετήσιο όριο επισκεπτών για να αποφευχθεί οποιοσδήποτε κίνδυνος αρνητικών συνεπειών.
  • Να δημιουργηθεί ένα μηχανογραφημένο και αποτελεσματικό κέντρο για το τουρισμό ικανό να διαχειριστεί τις ανάγκες και τα προβλήματα που θα προκύψουν .

Σχετικά με τα υπόλοιπα, πρέπει να διατηρηθεί το μικρό αεροδρόμιο και να αποκρουστεί οποιαδήποτε ιδέα επέκτασής του για την υποδοχή πτήσεων μεσαίων και μεγάλων αποστάσεων.

Αυτό το ενδεχόμενο πρέπει να θεωρηθεί ως ο διάβολος, ο υπ’ αριθμόν ένα εχθρός που απειλεί όλους εμάς που ζούμε εδώ. Πρέπει να αποτραπεί με κάθε τρόπο η δυσανάλογη τουριστική οικοδόμηση (να μην κτίζονται τουριστικά καταλύματα αδιάκριτα), γιατί ένα από τα βασικά στοιχεία ενός «παραδείσου» είναι η διατήρηση επαρκούς αριθμού κλινών για να φιλοξενηθούν οι  τουρίστες που θέλει, και όχι οποιουδήποτε αριθμού τουριστών. Επίσης, δουλεύοντας σωστά, χρησιμοποιώντας το μοχλό του οικοτουρισμού, της παρατήρησης πουλιών την άνοιξη και το φθινόπωρο, του νησιού της ησυχίας και της ειρήνης, και με δεδομένο το ευνοϊκό κλίμα του νησιού, η τουριστική περίοδος των Κυθήρων θα μπορούσε να είναι τουλάχιστον επτά ή οκτώ μήνες το χρόνο. Αυτό που χρειάζεται είναι να επεκταθεί η περίοδος και όχι να αυξηθεί ποσοτικά η διαθεσιμότητα.

Τα Κύθηρα πρέπει επίσης να αποτρέψουν την επέκταση των μεγάλων καταστημάτων λιανικής πώλησης ενθαρρύνοντας την αναβίωση των μικρών συχνά εγκαταλελειμμένων χωριών και το άνοιγμα μικρών καταστημάτων τροφίμων και εργαλείων. Πρέπει να γίνει όσο το δυνατόν πιο αποδοτική η διαδικασία εφοδιασμού του νησιού από την ενδοχώρα με σκοπό να μην διαταράσσεται η κυκλοφορία των αυτοκινήτων. Και πρέπει να γίνει κατανοητό στους επιχειρηματίες ότι οι τουρίστες που θα μπορούσαν να έρθουν στα Κύθηρα, έλκονται από αυτό το είδος νησιού, από αυτό το είδος προσφοράς, δηλαδή είναι αυτοί που αναζητούν τα πάντα εκτός από τον μαζικό τουρισμό, ενδιαφέρονται για τη φύση, για τη σιωπή, για τον αργό ρυθμό ενός νησιού στο νότο, δεν ενδιαφέρονται να βρεθούν εδώ μπροστά σε ένα κοκτέιλ μπαρ ή ένα εστιατόριο παρόμοιο με εκείνα που έχουν στις πόλεις τους στην Ευρώπη. Αντίθετα! Το να δουν ένα τέτοιο μέρος θα τους έκανε πολύ κακή εντύπωση.

Ούτε αξίζει τον κόπο να επενδύσει κανείς σε τεράστιους ασφαλτοστρωμένους δρόμους που φτάνουν μέχρι τη θάλασσα, όπως στο Μελιδόνι. Αυτό που πολλοί δεν καταλαβαίνουν είναι ότι η «ταλαιπωρία» του να κινηθεί κανείς αργά σε έναν χωματόδρομο είναι στην πραγματικότητα, σήμερα, ένα στοιχείο αυθεντικότητας του τόπου, βιώνεται δηλαδή περισσότερο σαν αξία παρά σαν πρόβλημα. Αρκεί να τους ξαναστρώσουμε αν η βροχή τους χαλάσει κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Ενώ η άσφαλτος, όπως και η υπερβολική χρήση τσιμέντου, είναι στοιχεία που έρχονται σε πλήρη αντίθεση με το όραμα του τουρίστα που όλοι εδώ θα ήθελαν να καλωσορίσουν, και που ανυπομονεί να έρθει σε ένα νησί όπως αυτό.

Μόνο με αυτόν τον τρόπο, που υπερβαίνει κατά πολύ την «απλή» έννοια του νησιού της Τήλου με μηδενικό ενεργειακό αποτύπωμα (που επίσης θαυμάζουμε), είναι δυνατόν να έχουμε μια αυθεντική ιστορία να διηγηθούμε. Και μόνο με αυτόν τον τρόπο θα γίνει χρήσιμο, όμορφο, να βάλουμε στα χέρια οποιουδήποτε έρχεται στο νησί ένα μικρό σημείωμα που θα του ζητά να μην κάνει δέκα ντους την ημέρα και να σέβεται το νησί. Το να δώσουμε αυτό το σημείωμα χωρίς να έχουμε επιλέξει αυτό τον τρόπο θεώρησης των πραγμάτων, χωρίς να έχουμε πάρει στα χέρια μας με ώριμο, σύγχρονο, αποτελεσματικό τρόπο, το πεπρωμένο και την ταυτότητά μας σε έναν κόσμο που αλλάζει, δεν θα χρησίμευε σε τίποτα.

Όταν έγραψα το βιβλίο «L’altra via», το 2021, δημοσιεύτηκε ένα ολοσέλιδο άρθρο στην Corriere della sera, την πιο σημαντική ημερήσια εφημερίδα της Ιταλίας. Ξέρω ότι κάποιος στο νησί, κάποιος Ιταλός, κατσούφιασε επειδή είχα γράψει ένα βιβλίο μιλώντας για τα Κύθηρα (που για να παίξω με τον αναγνώστη του βιβλίου, δεν τα αναφέρω ποτέ): «δεν πρέπει να μιλάς! Αλλιώς θα έρθουν όλοι εδώ και τα Κύθηρα θα τελειώσουν!». Να, αυτή η αντίληψη του θαμμένου Παραδείσου, της χαμένης και απρόσιτης πόλης, όπου λίγοι προνομιούχοι  παριστάνουν τους αόρατους για να μην γίνουν αντιληπτοί από το τέρας που καταβροχθίζει τα πάντα, με έκανε να χαμογελάσω. Αυτό το τέρας υπάρχει, καθώς και ο Παράδεισος των Κυθήρων, αλλά δεν τον υπερασπίζεσαι με το να μην μιλάς γι’ αυτόν. Αυτοί που διαβάζουν τα βιβλία μου είναι ακριβώς ο τύπος του επισκέπτη που αναζητά αυτό που είπα, ένας μη μαζικός τουρίστας, δηλαδή το αντίθετο του «εχθρού», και ο χώρος που καταλαμβάνει εδώ κάποιος από αυτούς, αφαιρείται από κάποιον άλλον που πραγματικά δεν θα έπρεπε να έρθει εδώ. Το ίδιο θα πρέπει να κάνουμε κι εμείς.

Με τις λίγες δυνάμεις που διαθέτω προσπαθώ να κάνω το ίδιο, διηγούμενος μια ιστορία για το νησί που διώχνει τον μαζικό τουρίστα και προσελκύει τον τουρίστα που θα θέλαμε. Προτείνω αυτό τον τόπο μόνο σε εκείνους που ξέρω ότι θα προσθέσουν αξία στο νησί, δεν θα αφαιρέσουν. Ποιος ξέρει αν κάνουν όλοι το ίδιο ή ελπίζουν μόνο ότι κανείς δεν θα αντιληφθεί την ύπαρξη μας. Αναρωτιέμαι αν εκείνος που τσαλακώνει τη μύτη του κάνει το ίδιο ή απλά ελπίζει να μην πέσουμε στην αντίληψη κανενός.

Δύο Ιταλοί στην Ελαφόνησο, πριν από τριάντα χρόνια, αγόραζαν γη εδώ και εκεί, μελετώντας την τοπογραφία του νησιού. Το έκαναν αυτό για να εμποδίσουν κάποιον, αύριο, να χτίσει ένα τεράστιο θέρετρο, ένα τερατώδες ξενοδοχείο σε μια από τις πιο όμορφες γωνιές της Μεσογείου. Με αυτό τον τρόπο έσωσαν την Ελαφόνησο από την κερδοσκοπία. Αυτός που σουφρώνει τη μύτη του θα ήταν διατεθειμένος να βάλει το χέρι στη τσέπη όπως έκαναν εκείνοι;

Εν ολίγοις, υπάρχουν πολλά ακόμη που θα μπορούσαν να ειπωθούν. Αξίζει να το συζητάμε ακριβώς γι’ αυτό. Σίγουρα τα Κύθηρα, ένας τόπος ευλογημένος από τη μοίρα, την ιστορία, την τύχη, σήμερα έχουν ένα τεράστιο προνόμιο: να διαθέτουν ακόμα χρόνο. Δεν είναι πολύ αργά. Ξέρετε τι σημαίνει αυτό; Ότι εμείς που ζούμε εδώ έχουμε ακόμα τη δυνατότητα που συνήθως κανείς δεν έχει: να μπορούμε να επιλέξουμε σαν ελεύθεροι άνθρωποι, αυτό που δώσει στο κοινό μας πεπρωμένο την κατεύθυνση, που θα προστατεύει και θα διαφυλάττει τον τόπο. «Αν θέλουμε να μείνουν όλα όπως είναι, τότε πρέπει όλα να αλλάξουν», (για να παραθέσω τη φράση από το αριστούργημα του Λουκίνο Βισκόντι «Ο Γατόπαρδος»), αλλά να το κάνουμε με έξυπνο τρόπο . Όχι απλώς να ελπίζουμε έξω από κάθε λογική ότι η ιστορία θα μας ξεχάσει.

Να μπορούμε μια μέρα, με υπερηφάνεια να πούμε όπως ο Περικλής για την Αθήνα: «Εμείς στα Κύθηρα έτσι κάνουμε…».

Simone Perotti

Το κείμενο στα αγγλικά:

Το κείμενο στα ιταλικά:

blank

4 ΣΧΟΛΙΑ

  1. Μεγάλο το κείμενο και πρέπει να το ξαναμελετήσω . . .
    Μεγάλη και η πείρα σου, αγαπητέ Σιμόνε, τέτοια που δεν μπορεί να κρυφτεί.
    Χαίρομαι που αναφέρεις στις προτάσεις σου τη δημόσια συγκοινωνία, ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΤΟ ΧΡΕΙΑΖΟΝΤΑΙ ΚΑΙ ΟΙ ΝΤΟΠΙΟΙ αλλά διαρκώς η απάντηση ( πάντα από στόματα πλουσιότερων ) στο σχετικό αίτημα είναι “αδύνατον!”
    Πολύ ενδιαφέρουσες όλες οι προτάσεις σου, ωστόσο ορισμένα σημεία με προκαλούν να απαντήσω :
    Η έννοια της πρόσβασης στις παραλίες είναι πολύ ευρύτερη από την ήδη ευρεία σχετική αντίληψή σου : το νησί έχει τουλάχιστον 40 υπέροχες παραλίες, για όλα τα γούστα και όλους τους καιρούς. Καταλαβαίνω πως μερικοί με δυνατά και ακριβά αυτοκίνητα έχουν ανάγκη την ρομαντική περιπέτεια του χωματόδρομου, ωστόσο
    Υπάρχουμε κι εμείς οι μόνιμοι κάτοικοι του νησιού, ερωτευμένοι με τη θάλασσά μας, που φυσικά στη διάρκεια της τουριστικής σαιζόν δεν προλαβαίνουμε και πολύ να τη δούμε αλλά:
    1. χάρις στο ήπιο κλίμα του νησιού μας λαχταράμε να την επισκεπτόμαστε όλο το χρόνο,
    2. να βλέπουμε τη φύση γύρω από το δρόμο πράσινη και όχι γεμάτη σκόνη από το δρόμο,
    3. να ξέρουμε πως σε περίπτωση ανάγκης θα μπορούμε γρήγορα να φτάσουμε σε βοήθεια ( πώς να ξεχάσουμε το παλληκάρι που πέθανε από αλλεργικό σοκ όταν τον τσίμπησε σφήγκα γυρίζοντας με τη μηχανή του από τη Φυρή Άμμο του Καλάμου ; )
    4. να φυτεύουμε και να ποτίζουμε μέχρι να δυναμώσουν αρκετά λίγα δέντρα σε κατάλληλα σημεία της διαδρομής
    5. να περιποιούμαστε εξωραϊστικά την παραλία ( καθαρισμοί, κλαδέματα )
    6. να είναι αρκετές από τις τόσες παραλίες μας προσβάσιμες σε άτομα με κινητικές/αισθητηριακές αναπηρίες, σε οικογένειες με μικρά παιδιά, σε ηλικιωμένους και άλλους ευάλωτους ( στην εξυπηρέτηση των οποίων, όπως θα γνωρίζεις κι εσύ, άλλοι τόποι έχουν χτίσει σημαντικό κομμάτι του τουρισμού τους ! ).
    7. τελευταίο και κυριότερο, κι εγώ ενοχλούμαι από τα κτίσματα στις ακτές, ωστόσο δεν πιστεύω πως είναι τόοσο δύσκολο πια όσο το παρουσιάζουν οι αρμόδιοι να γίνουν επιτέλους
    ΣΩΣΤΕΣ ΤΟΥΑΛΕΤΕΣ ΣΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΠΑΡΑΛΙΕΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΠΡΟΣΒΑΣΗ, ΚΑΙ ΜΑΛΙΣΤΑ ΓΙΑ ΤΡΕΙΣ ΜΗΝΕΣ ΝΑ ΔΟΥΛΕΥΟΥΝ ΜΕ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΚΑΘΑΡΙΟΤΗΤΑΣ .
    Αυτά από μας τους παλαβούς που δεν μας νοιάζει η τσέπη του τουρίστα, μιας και καθημερινά όσο πιο ογκώδεις είναι οι πανάκριβες αμαξάρες τους τόσο και λιγότερη η ευγένειά τους στους δρόμους μας . . .

  2. Σιμόνε όλα σχεδόν με βρίσκουν σύμφωνο,
    ένα σου ξέφυγε,
    το θέμα παροχών Υγείας. Είτε είσαι πλούσιος ή είσαι μπατίρης ή κάτι ενδιάμεσο, ένα γιατρό και κάτι παραπάνω στην ανάγκη θα τον χρειαστείς. Κι επειδή προβάλλεται (όχι μόνο εδώ στο νησί) αλλά πανελλαδικά ο τουρισμός ως βαριά βιομηχανία, αυτή χρειάζεται στο πλάϊ της κι άλλες υπηρεσίες, βασικές, όπως άρτιο νοσοκομείο. Κι αυτό είναι πρωτίστως απαιτητό για τον μόνιμο κάτοικο, πολύ δε περισσότερο για όποιον φιλοξενεί το νησί.

  3. Η κόλαση των ζωντανών δεν είναι κάτι που αφορά το μέλλον. Αν υπάρχει μια κόλαση, είναι αυτή που υπάρχει ήδη εδώ, η κόλαση που κατοικούμε καθημερινά, που διαμορφώνουμε με τη συμβίωσή μας. Δυο τρόποι υπάρχουν για να μην υποφέρουμε. Ο πρώτος είναι για πολλούς εύκολος: να αποδεχθούν την κόλαση και να γίνουν τμήμα της μέχρι να καταλήξουν να μην την βλέπουν πια. Ο δεύτερος είναι επικίνδυνος και απαιτεί συνεχή προσοχή και διάθεση για μάθηση: να προσπαθήσουμε και να μάθουμε να αναγνωρίζουμε ποιος και τι, μέσα στην κόλαση, δεν είναι κόλαση, και να του δώσουμε διάρκεια, να του δώσουμε χώρο. [σελ. 198]
    Ιτάλο Καλβίνο, Οι Αόρατες πόλεις, εκδ. Καστανιώτη, 1971

    Αγαπητε Simone μεγαλη η συγκινηση!! Θες λιγο τα αποκαιδια των ημερων που προσγειωνονται στην ψυχη μας θες λιγο το ξυπνημα των δικων μου αναμνησεων (πριν 35? Χρονια συναντησα την μετεπειτα γυναικα μου στο παλιο ξενοδοχειο του Φωτη κ της Παρι στην Αγια Πελαγια,χειμωνας με τα αγρια κυματα να είναι θυμωμενα μαζι μου) θες λιγο οι σχεδιαζομενες γεωτρησεις-βιασμοι στο σωμα της Αφροδιτης, μεγαλη η εκπληξη κ η χαρα όταν καποιος ανελαβε την ευθυνη να ονοματισει το αισχος, να σπασει την σιωπη αλλα πανω απ όλα να προτεινει με μεγαλη ακριβεια κ οξυδερκεια πιθανες λυσεις που ανεξαρτητα αν συμφωνει καποιος μαζι τους είναι μια αρχη. Γιατι μπροστα σ αυτή την ΕΠΕΛΑΣΗ ΤΗΣ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗΣ Κ ΤΟΥ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΣΜΟΥ ειχες το θαρρος την τιμιοτητα,την τρελα αν θες να πεις ΟΧΙ σ αυτην την παραφρων πορεια της εποχης μας!!
    Αποφασισαμε στα λεγομενα σου να «δωσουμε διαρκεια, να δωσουμε χωρο».Με μια παρατηρηση : ”Το να αλλάξει κανείς αυτό-που-τον-κάνει-να-είναι-αυτό-που-είναι, αποτελεί ίσως το δυσκολότερο πράγμα στον κόσμο• και θέλει, οπωσδήποτε, τον χρόνο του, τον τρόπο του και τον τόπο του”
    Θέλει πάνω απ’ όλα, ΝΑ ΑΠΟΚΤΗΣΟΥΜΕ ΞΑΝΑ ΤΗΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ, ένα μεστο από νοηματα τροπο σκεψης,χωρις εγωισμους, κτητικοτητες,χωρις το κερδος πανω απ όλα,που να σεβεται όχι τις αγορες αλλα το ταπεινο αερακι κ την σιωπη του δειλινου,που να βαζει την αξιοπρεπεια πανω απ όλα κ «να θεριζει αγαπη ετσι για να μοσχοβολαει ο τοπος».
    Χωρις αυτή την ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ κ ο ασφαλτοδρομος στο Μελιδονι κ οι ανεμογεννητριες κ οι εξορυξεις κ οι γεωτρησεις κ τα αποτεφρωμενα δαση κ τα πλαστικα κ ενας στρατος αφιονισμενων καταναλωτων τουριστων ξενων κ μη που αφοδευει πανω στην φυση κ στην ιστορια θα κυριευσουν τον κοσμο.. κ τοτε αυτοι θα αντιτεινουν « Εμεις στα Κυθηρα ετσι κανουμε…»

    ΣΩΤΗΡΗΣ ΜΑΝΘΟΠΟΥΛΟΣ «φιλοξενουμενος» ΚΑΡΑΒΑ ΚΥΘΗΡΩΝ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

5 × two =