Εκτός της πρώτης δεκάδας των κορυφαίων προορισμών πολιτιστικού και θρησκευτικού τουρισμού παγκοσμίως βρίσκεται η Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι αναγνωρίζεται διεθνώς ως κοιτίδα του δυτικού πολιτισμού, ενώ δημοφιλέστερη αγορά ανά την υφήλιο είναι η Ιταλία, ακολουθούμενη κατά σειρά από τη Γαλλία, την Ισπανία, την Κίνα και τις ΗΠΑ.
Το παραπάνω προκύπτει από στοιχεία που συγκεντρώθηκαν στο πλαίσιο μελέτης της κοινοπραξίας εταιρειών Deloitte – Remaco, για λογαριασμό του Ινστιτούτου του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΙΝΣΕΤΕ), με τίτλο «Ελληνικός Τουρισμός 2030 | Σχέδια Δράσης».
Κάποια από τα βασικά συμπεράσματα της μεγάλης μελέτης του 2021, η οποία περιλαμβάνει σχέδια δράσης για 36 ελληνικούς προορισμούς, υπενθύμισε σήμερα ο senior partner της Deloitte, Στέφανος Παπανίκος, κατά τη διάρκεια εκδήλωσης, που διοργάνωσαν ο Σύνδεσμος Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ), το ΙΝΣΕΤΕ και η Marketing Greece, με την ευκαιρία της 37ης Philoxenia στη Θεσσαλονίκη, παρουσία του υπουργού Τουρισμού, Βασίλη Κικίλια.
«Δυστυχώς η Ελλάδα (σ.σ. το 2019 προσέλκυσε μόνο 2,4 εκατ. ταξίδια του είδους, έναντι 7,2 εκατ. για την Ιταλία), παρά το πλούσιο πολιτιστικό και θρησκευτικό της απόθεμα, δεν συγκαταλέγεται ανάμεσα στους βασικούς προορισμούς για αυτή τη μορφή τουρισμού. Κι αυτό, τη στιγμή που ώριμες αγορές της Ευρώπης, όπως η Ιταλία, η Γαλλία και η Ισπανία, στοχεύουν πάρα πολύ και εμπλουτίζουν τα προϊόντα τους με επίκεντρο τον πολιτισμό» σημείωσε και πρόσθεσε ότι στις αδυναμίες του ελληνικού προϊόντος περιλαμβάνονται η μονοδιάστατη εστίαση στην κλασική αρχαιότητα, οι χαμηλού επιπέδου υποδομές, η έλλειψη τουριστικών εμπειριών υψηλού επιπέδου ως προς το πολιτιστικό προϊόν και η περιορισμένη χρήση νέων τεχνολογιών.
Η μεγαλύτερη παρεξήγηση του ελληνικού τουρισμού
Το γεγονός ότι οι εμπειρίες -και το τουριστικό προϊόν που προκύπτει μέσα από αυτές- λείπουν σε πολλές περιπτώσεις στην Ελλάδα, τη στιγμή που η συζήτηση στρέφεται σχεδόν μονοδιάστατα γύρω από την ανάγκη της προβολής και της προώθησης, επισήμανε και η CEO της Marketing Greece, Ιωάννα Δρέττα.
«Στα ταξίδια που κάνουμε μέσω του Marketing Greece σε όλη την Ελλάδα, αυτό που ακούμε συχνά σε προορισμούς δεύτερης ή τρίτης ταχύτητας, είναι “χρειαζόμαστε προβολή, για να έρθουν τουρίστες”. Η πραγματικότητα είναι όμως ότι σε εννιά στις δέκα περιπτώσεις (ανθρώπων που μας λένε κάτι τέτοιο) η ανάγκη δεν είναι αυτή, αλλά να υπάρξει προϊόν. Κι αυτό, κατά τη γνώμη μου, είναι η μεγαλύτερη παρεξήγηση του ελληνικού τουρισμού. Αν καταφέρουμε συλλογικά να αντιληφθούμε τη διαφορά μεταξύ πόρου και προϊόντος, τότε θα δώσουμε μια πολύ μεγάλη προστιθέμενη αξία στον ελληνικό τουρισμό», σημείωσε η κα Δρέττα, αναφέροντας ενδεικτικά και το παράδειγμα του πολιτιστικού τουρισμού, όπως αυτό παρουσιάστηκε από τον κ.Παπανίκο: «Αντίθετα με αυτό που νομίζουμε, στον πολιτιστικό τουρισμό δεν είμαστε τόσο δυνατοί. Κι αυτό γιατί άλλο είναι ο πόρος και άλλο είναι το προϊόν».
Εξήγησε πως το να μπαίνει ένα καρτελάκι τεκμηρίωσης στη βάση ενός αγάλματος, το οποίο ενημερώνει ότι πρόκειται για έναν κούρο, που βρέθηκε στο τάδε μέρος και έχει το δείνα ύψος, δεν προσφέρει κάποιο αφήγημα, ούτε κάποια εμπειρία μέσα στο μουσείο -αντίθετα, τα audio tours (ηχητικές ξεναγήσεις), οι εκδηλώσεις μέσα στα μουσεία και τα όμορφα καταστήματα με σουβενίρ, προσφέρουν αυτή την εμπειρία.
Αντίστοιχα, τα ωραία βουνά και η φυσική ομορφιά της Ελλάδας είναι απλά ένας πόρος. «Το προϊόν στα ωραία βουνά είναι τα καλά χαραγμένα, σωστά συντηρημένα και σηματοδοτημένα μονοπάτια, που έχουν μια ιστορία να διηγηθούν (…) Αυτό (η ύπαρξη προϊόντος), για εμάς που ασχολούμαστε με την προβολή, είναι η μεγαλύτερη πρόκληση για τον ελληνικό τουρισμό και εκεί θέλουμε να δώσουμε τη μεγαλύτερη βάση, προκειμένου να πραγματωθεί η ευκαιρία που έχουμε μπροστά μας» σημείωσε η κα Δρέττα.
«Σήμερα, μετά την Covid-19, η Ελλάδα έχει μπροστά της ένα τεράστιο πλεονέκτημα, δεδομένου ότι όλες οι μεγάλες τάσεις στον τομέα του τουρισμού είναι εδώ (μπορούμε να τις αξιοποιήσουμε στη χώρα)» επισήμανε και πρόσθεσε ότι στο σκηνικό αυτό χρειάζονται μεγάλες αλλαγές, και στις περισσότερες περιπτώσεις η πρόκληση δεν έγκειται στην προβολή και την προώθηση, αλλά στο ίδιο το προϊόν.
Η στρατηγική είναι ένας από τους κακοποιημένους όρους στην Ελλάδα
Αντίστοιχα οι συνέργειες -π.χ., μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα- είναι μεν απαραίτητες, αλλά και αυτονόητες κι αυτό για το οποίο χρειάζεται πλέον να μιλάμε είναι η ποιότητα της συνεργασίας. «Το να βγάζουμε απλά ένα κοινό δελτίο τύπου και να αποτυπώνουμε μια photo opportunity δεν είναι συνεργασία», είπε χαρακτηριστικά.
Ιδιαίτερη μνεία έκανε και στην έννοια της στρατηγικής στον τομέα του τουρισμού στην Ελλάδα: «Η στρατηγική είναι από τους κακοποιημένους όρους στη χώρα μας. Στρατηγική δεν είναι να προβάλλω παντού και πάντα …τα πάντα. Αυτό είναι πολιτική ισορροπία και εξίσωση. Η στόχευση της στρατηγικής είναι ένα από τα πολύ κεντρικά ζητήματα όταν μιλάμε για τουρισμό» επισήμανε.
Πρόσθεσε ότι όταν το ελληνικό brand κατατάσσεται στην πρώτη πεντάδα παγκοσμίως και η Ελλάδα βρίσκεται στην κορυφή της λίστας όλων των τουριστικών αγορών, δεν μπορούμε να υποδεχόμαστε τους τουρίστες στο αεροδρόμιο με μπάνερς τύπου «no receipt, no pay»: «Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε πως είμαστε leaders (ηγέτες) στην αγορά και ότι οι leaders μιλούν ως leaders», κατέληξε._
Αλεξάνδρα Γούτα