person wearing red and white coat

Μια φορά ένας γλυκούλης μπούλης, είχε ψυχολογικά.
Ονειρευόταν πριγκίπισσες και βασιλιάδες με στέμματα και μακρυά φορέματα.
Μα στον τόπο που ζούσε, βασιλιάς δεν κυβερνούσε.
Αφού, πριν χρόνια πολλά, οι άνθρωποι έδιωξαν το βασιλιά.
Και μαζί τα στέμματα και τα μακρυά φορέματα.
Κι από τότε ο γλυκούλης μπούλης, μίσησε τους ανθρώπους.
Τους μίσησε θανάσιμα, που του πήραν τον βασιλιά και τις πριγκίπισσες.
Ορκίστηκε να φέρει πίσω το στέμμα και τον βασιλιά.
Κι αν δεν μπορεί ο βασιλιάς να επιστρέψει, δεν πειράζει∙ ο μπούλης, ίσως, θα μπορούσε να το φορέσει.
Και έβαλε μπρος όλα τα σχέδια που είχε στο κεφάλι του.
Και έβγαλε την οργή του και φώναξε άγρια και δυνατά.
Και έδιωξε αμέσως όλα τα μικρά παιδιά.
Και όσοι τόλμησαν να βγουν μπροστά του, τους πάτησε και λύγισαν απ’ τα κιλά του.
Και όσοι από μακρυά του φώναξαν να σταματήσει, έλαβαν γράμμα από τη αστυνομία πως κανείς τους δεν πρέπει να ξαναμιλήσει. Να μη ξανατολμήσει.
Και;
Και τελικά, τους έδιωξε όλους και ο τόπος είχε μόνο άδεια σπίτια.
Και γυρνούσε από σπίτι σε σπίτι, να βρει ζωές άλλων.
Έβρισκε τις πόρτες ανοιχτές και τα φαγητά πάνω στα τραπέζια.
Έτρωγε ότι έβρισκε. Έπαιρνε ότι ήθελε. Χωρίς να ρωτήσει.
Δεν υπήρχε ψυχή να ρωτήσει.
Δεν ήταν κλεψιά, αφού δεν υπήρχε ιδιοκτήτης.
Ήταν όλα δικά του. Τα είχε καταφέρει.
Ήταν αυτός ο βασιλιάς, μπούλης ο γλυκούλης.
Τι κι αν δεν είχε στέμμα, τι κι αν δεν είχε υπηκόους να τον χειροκροτούν.
Έκανε ότι κάνουν όλοι οι βασιλιάδες που αρπάζουν και κανέναν δεν ρωτούν.

Κώστας Παλιολόγου

blank

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

seventeen + twelve =