Ακόμη και σήμερα, αν κάποιος θέλει να… την πει σε κάποιο φίλο που έχει πιει λιγάκι (ή και πολύ περισσότερο) παραπάνω, είναι πιθανό να τον αποκαλέσει Ορέστη Μακρή, συνεχίζοντας να συντηρεί εκείνο το κλασικό στερεότυπο που εισήγαγε πριν από ολόκληρες δεκαετίες εκείνος ο σπουδαίος ηθοποιός.

Βέβαια, αυτό που ίσως να μην γνωρίζουν πολλοί είναι ότι ο άνθρωπος το όνομα του οποίου είναι τόσο συνδεδεμένο με την κατανάλωση αλκοόλ περισσότερο από κάθε άλλο (και σε σημείο να θεωρείται κάτι σαν… εθνικός μεθύστακας), δεν έβαζε ποτέ ούτε γουλιά οινοπνεύματος στο στόμα του. Ακόμη και το ένα ποτηράκι κρασί, έτσι για το τσούγκρισμα σε ένα τραπέζι με φίλους, συνιστούσε για εκείνον υπέρβαση.

Πώς, όμως, φτάσαμε εκεί; Μα, όπως πολύ συχνά συμβαίνει, μέσα από μια σειρά συμπτώσεων και παραγόντων που κανείς δεν είχε προσχεδιάσει. Έτσι κι αλλιώς ο ίδιος ο Μακρής δεν έβλεπε μέλλον για τον ίδιο στην ηθοποιία. Τα όνειρά του ήταν μεν στον χώρο του θεάματος, αλλά σε διαφορετικό πεδίο. Ιδιαίτερα καλλίφωνος, ήταν απόφοιτος του Εθνικού Ωδείου από το 1925 κιόλας και όταν άνοιξε στην Ελλάδα μερικά χρόνια αργότερα η δισκογραφική εταιρεία Columbia, έσπευσε να δοκιμάσει την τύχη του με ηχογραφήσεις, ενώ αργότερα ως τενόρος συμμετείχε στον θίασο της Ροζαλίας Νίκα και μέσα από την ερμηνεία του στο «Τανγκό της Λεϊλά» συστήθηκε στο αθηναϊκό κοινό το οποίο τον λάτρεψε.

Σε κάποια από τις περιοδείες ενός άλλο θιάσου, εκείνον του αξεπέραστου Αιμίλιου Βεάκη, συνέβη το περιστατικό που άλλαξε την καριέρα αλλά και την ζωή του. Ένα από τα κρυφά –ως τότε= ταλέντα του ήταν και οι μιμήσεις. Όχι μόνο άλλων γνωστών προσωπικοτήτων από το θέατρο ή την πολιτική αλλά και οποιουδήποτε του έκανε εντύπωση. Καθώς, λοιπόν, η παρέα καθόταν σε κάποιο διάλλειμα της περιοδείας, ο Ορέστης Μακρής έφερε στον νου του μια φιγούρα που είχε παρατηρήσει στα στενά και στα σοκάκια της Πλάκας. Την εικόνα ενός ταλαίπωρου που γυρνούσε και περιδιάβαινε σε κατάσταση ευθυμίας, αφού πρώτα είχε περάσει από τα ταβερνάκια και τα καπηλειά της περιοχής.

Μιμούμενος αυτή την συμπεριφορά και τις κινήσεις του, κρατώντας ένα ποτηράκι, προχώρησε τρεκλίζοντας και μιλώντας με εκείνον τον τρόπο που στη συνέχεια έγινε σήμα κατατεθέν του Ορέστη Μακρή. Όλοι, φυσικά, ξέσπασαν στα γέλια, όπως άλλωστε και ο Βεάκης, ο οποίος όμως προχώρησε ένα βήμα παραπάνω και φαντάστηκε τον Μακρή να επαναλαμβάνει την ίδια παράσταση είτε στο σανίδι είτε (αργότερα) στο νέο μέσο. Τον κινηματογράφο. «Πρέπει να δοκιμάσεις την επιθεώρηση. Μην το σκέφτεσαι καν. Μόνο και μόνο με αυτό του νούμερο θα χαλάσεις κόσμο» του είπε. Κι έτσι έγινε!

Το 1932 στο Ρεξ δοκίμασε για πρώτη φορά ενώπιον κοινού το οποίο ξέσπαγε σε τρανταχτά γέλια κάθε φορά που εκείνος ο νεαρός με το εντυπωσιακό παρουσιαστικό ανέβαινε στην σκηνή για να ενσαρκώσει τον καλοκάγαθο μπεκρή, με την ατάκα του «Τους μπεκρήδες και αν δικάσουνε, άδικα θα τους κρεμάσουνε» να τον ακολουθεί πλέον για πάντα.

Μερικά χρόνια πιο μετά και συγκεκριμένα το 1950, η Φίνος Φιλμς ετοιμαζόταν για την ταινία «Ο Μεθύστακας» την οποία θα σκηνοθετούσε ο Γιώργος Τζαβέλλας που ήθελε να δώσει τον ρόλο στον Μακρή καθώς τον είχε παρακολουθήσει στο θέατρο και τον θεωρούσε ιδανικό. Όμως ο ίδιος ο Φιλοποίμην Φίνος δεν έδειχνε να ενθουσιάζεται. Σύμφωνα με τον αστικό μύθο, μάλιστα, κατά την διάρκεια ενός δοκιμαστικού, ο Τζαβέλλας εξηγεί στον Μακρή τι θέλει να δει και στη συνέχεια κάθεται δίπλα στον Φίνο για να παρακολουθήσουν μαζί την προσπάθειά του. «Τι κουράζεστε; Δεν τον βλέπεις ότι είναι κάφρος;» λέει ο Φίνος στον Τζαβέλλα… Ένα υποτιμητικό σχόλιο που όμως έφτασε στα αυτιά του Μακρή που όχι μόνο δίνει τον καλύτερο εαυτό του και εντυπωσιάζει τον δύσκολο ιδιοκτήτη της εταιρείας παραγωγής, αλλά τολμά να γυρίσει και να του πει «εμένα είπες κάφρο, ρε», αδιαφορώντας για το γεγονός ότι αυτή η στάση του απέναντι στο μελλοντικό «αφεντικό» του θα μπορούσε να του στερήσει την δουλειά.

Τελικά η ιστορία έγραψε ότι ο Φίνος εκτίμησε και το θάρρος και την υποκριτική ικανότητα του Ορέστη Μακρή και του έδωσε την ευκαιρία να πρωταγωνιστήσει στην ταινία, στο πλευρό του Δημήτρη Χορν. Έτσι ο Ορέστης Μακρής ενσάρκωσε στην μεγάλη οθόνη τον Χαράλαμπο Λαρδή. Τον φτωχό τσαγκάρη που δεν ξεπέρασε τον διπλό χαμό της γυναίκας του αλλά και του γιου του στο μέτωπο της Αλβανίας και έπνιγε τον πόνο του στο κρασί. Πλέον η εικόνα του αρχετυπικού «μεθύστακα» είχε καθιερωθεί, ενώ η επιτυχία δεν ήρθε μόνο για τον Ορέστη Μακρή, αλλά και για την Φίνος Φιλμς, αφού με 304.438 εισιτήρια στην πρώτη προβολή της έκανε ρεκόρ για την εποχή. Και όλα αυτά χάρις σε έναν μπεκρή που δεν έβαζε ποτέ ούτε γουλιά στο στόμα του!

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

nine − 5 =