Η συνέντευξη που παραχώρησε η Άλις Βάιντελ, πρόεδρος του εθνικιστικού κόμματος Εναλλακτική για τη Γερμανία, το οποίο κερδίζει συνεχώς έδαφος στις δημοσκοπήσεις, στον Ίλον Μασκ, χαρακτηρίστηκε από πολλούς δημοσιογράφους ως παιδαριώδης, αποτυχημένη και χωρίς αντιπαράθεση. Είναι όμως έτσι;
Το κοινό της Βάιντελ και όλων των ακροδεξιών πολιτικών, εντός και εκτός Ευρώπης, σίγουρα δεν είναι οι δημοσιογράφοι, ούτε οι ιστοριοδίφες ή οι βαθιά σκεπτόμενοι πολίτες. Τα ευήκοα ώτα της ακροδεξιάς – κάτι που γνωρίζει πολύ καλά η Βάιντελ και οι ομοϊδεάτες της, ακόμα και εντός των συνόρων – είναι άνθρωποι που έχουν κουραστεί, εκείνοι που έχουν εξαθλιωθεί ή εκείνοι που φοβούνται να μην χάσουν τα κεκτημένα τους καθώς βλέπουν τον κόσμο να αλλάζει γύρω τους. Αυτοί οι άνθρωποι, δικαιολογημένα ή αδικαιολόγητα, νιώθουν ότι η ασφάλειά τους απειλείται. Σε αυτούς βρίσκει πρόσφορο έδαφος η ιστορία που «δεν μας κάνει» και που, σύμφωνα με την ακροδεξιά αφήγηση, πρέπει να ξεγραφτεί, να ξεχαστεί και να ξαναγραφτεί κατά το δοκούν.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περίφημη ρήση της Βάιντελ ότι ο Χίτλερ ήταν… κομμουνιστής. Σε εμάς ίσως ακούγεται αθλιότητα και γκροτέσκο, όμως σκεφτείτε μια στιγμή πώς ακούγεται σε έναν μέσο άνθρωπο που βιώνει τα «καλά» σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων για χρόνια; Με μια Αριστερά που είτε δεν έχει τι να του πει, είτε τον κοιτάζει αφ’ υψηλού, είτε απλά δεν έχει μάθει τη γλώσσα του, ένα απλό λογικό άλμα που προσθέτει δίπλα στη λέξη «σοσιαλισμός», που άλλωστε εξαρχής χρησιμοποιήθηκε εσκεμμένα για να επηρεάσει τα λαϊκά στρώματα, τη λέξη «έθνικό» γίνεται εύκολα πιστευτό.
Η ακροδεξιά εδώ και χρόνια επιχειρεί με μεγάλη επιτυχία να αλλάξει το αφήγημα και να αποσυνδεθεί, τουλάχιστον επιφανειακά, από τη συνειδησιακή της σύνδεση με τον ναζισμό. Ήδη, σε εργασία του 2004 των διακεκριμένων πολιτικών επιστημόνων Betz και Jonshon, επισημαίνεται πως οι ακροδεξιοί σχηματισμοί στην Ευρώπη προσαρμόζουν τις στρατηγικές τους για να αποφύγουν την άμεση σύνδεση με το παρελθόν του ναζισμού και να αποστασιοποιηθούν από τις πιο ακραίες εικόνες.
Πολυάριθμες μελέτες δείχνουν ότι η ακροδεξιά επιλέγει θεματολογία που στοχεύει τις ζωτικές ανάγκες του ανθρώπου, υποδεικνύοντας ως βασικούς υπεύθυνους για την εξαθλίωσή του όχι τους πολιτικούς της αντιπάλους ή τους έχοντες και κατέχοντες, αλλά τους μετανάστες, τις μειονότητες και κάθε τι διαφορετικό, το οποίο παρουσιάζεται ως απειλητικό για τη φιλήσυχη ζωή.
Και όλα αυτά γίνονται μέσα σε ένα περιβάλλον ασθμαίνοντος και νοσηρού καπιταλισμού, που ήδη κατασπαράζει ολοένα και περισσότερους ανθρώπους. Η δαμόκλειος σπάθη του πολέμου κρέμεται πάνω από τα κεφάλια μας, οι φωνές για αξιοπρεπή διαβίωση και δικαιοσύνη ακούγονται παντού, ενώ η Αριστερά παραμένει ανήμπορη να δώσει λύσεις. Αντί να μιλήσει λαϊκά και να δράσει, συνεχίζει να φιλοσοφεί και να νουθετεί. Σε αυτό το σκηνικό, η ακροδεξιά εκμεταλλεύεται την ανάγκη, την αποχαύνωση και την αμάθεια των πολιτών, καθώς και τους φόβους τους.
Δεν είναι τυχαίο ότι πριν από λίγα χρόνια, ο Μπάμπης Παπαδημητρίου από τον ΣΚΑΪ μιλούσε για την ανάγκη ύπαρξης μιας «σοβαρής» Χρυσής Αυγής. Το λες και βουλωμένο γράμμα…
Την ίδια στιγμή, όμως, οι μπίζνες συνεχίζονται. Με μια γρήγορη αναζήτηση στο διαδίκτυο, εκτός από τα πογκρόμ εναντίον μεταναστών, τις ρατσιστικές δηλώσεις και τις συνωμοσιολογίες, θα διαπιστώσει κανείς ότι η Ευρωπαϊκή ακροδεξιά βρίθει από σκάνδαλα με τους «φίλους» της. Από τα Panama Papers μέχρι το σκάνδαλο Μπερλουσκόνι, από τον Σαλβίνι στην Ιταλία και το σκάνδαλο της φιλοφρανκικής οργάνωσης Fundación Franco στην Ισπανία, μέχρι τη χρηματοδότηση του Εθνικού Μετώπου στη Γαλλία και του AfD στη Γερμανία από βιομήχανους και επιχειρηματίες, όλα αυτά καταδεικνύουν το πασιφανές: η ακροδεξιά δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα εργαλείο κατευνασμού των μαζών και συγκέντρωσης ακόμα περισσότερου πλούτου στα χέρια των ολίγων. Άλλωστε, η ακροδεξιά έχει πλέον τη δική της πλατφόρμα στα social media, προσφερόμενη σχεδόν από τον πλουσιότερο άνθρωπο του κόσμου.
Η ακροδεξιά στην Ευρώπη δεν είναι απλώς μια τυχαία αντίδραση των λαϊκών μαζών, αλλά μια οργανωμένη προσπάθεια επανασχεδιασμού της ιστορικής της εικόνας, προσαρμοσμένη για να απαντά στις ανάγκες και τους φόβους των σύγχρονων κοινωνιών. Από την ανασύνταξη της πολιτικής της ρητορικής μέχρι την αποστασιοποίηση από τον ναζισμό, η ακροδεξιά χρησιμοποιεί αποτελεσματικά τις κοινωνικές ανησυχίες για να προωθήσει την ατζέντα της. Η ιστορική αυτή αναπροσαρμογή, ο στοχευμένος αναθεωρητισμός δεν είναι τυχαία, αλλά αντανακλά μια στρατηγική πολιτική κίνηση. Η έκφραση «σοσιαλισμός» στην ονομασία του Εθνικοσοσιαλισμού, αν και ασύμβατη με την ιστορική πραγματικότητα του Χίτλερ, χρησιμοποιείται τώρα από την ακροδεξιά ως όπλο ενάντια στον σοσιαλισμό. Πρόκειται για μια τακτική που εκμεταλλεύεται την έλλειψη πολιτικής παιδείας και τον συναισθηματικό φόβο για το διαφορετικό.
Η ακροδεξιά έχει καταφέρει να μεταμορφωθεί από ένα κίνημα αποκλειστικά συνδεδεμένο με τη ναζιστική βία, σε ένα κίνημα που ενσωματώνει παρελκυστικά και ψηφοθηρικά πατριωτικά και εθνικιστικά ιδεώδη, ενισχύοντας τις φοβίες γύρω από τη μετανάστευση και την οικονομική ανασφάλεια. Από το AfD στη Γερμανία μέχρι το Εθνικό Μέτωπο στη Γαλλία, αυτή η προσαρμοστική ακροδεξιά χρησιμοποιεί σκάνδαλα και χρηματοδοτήσεις για να δημιουργήσει μια νέα «σοβαρή» πρόσοψη, προσεγγίζοντας ένα ευρύτερο κοινό.
Στο πλαίσιο ενός παραπαίοντος καπιταλισμού και κοινωνικών ανισοτήτων, η ακροδεξιά παραμένει ένα όπλο για τη διατήρηση του status quo, προσφέροντας ένα πλασματικό αίσθημα ασφάλειας στους πολίτες. Το κλειδί για το μέλλον έγκειται στην ικανότητά μας να αναγνωρίσουμε την ανάγκη δράσης, να σταματήσουμε τη σιωπή της ιστορίας και να αντισταθούμε στη διαστρέβλωση της αλήθειας. Όπως γράφει και ο μεγάλος Άλκης Αλκαίος, «πως η ανάγκη γίνεται ιστορία… πως η ιστορία γίνεται σιωπή». Το μέλλον της κοινωνίας μας εξαρτάται από τη δική μας απόφαση να μην επιτρέψουμε την ιστορία να γίνει σιωπή.
Δημιουργός του άρθρου:
Bsc ψυχολογίας
Msc νευροεπιστημών και γνωστικής επιστήμης