jesus-nazareth

Οι τηλεοπτικές σειρές είναι από την ίδια τους τη φύση δημιουργίες πιο ευαίσθητες απέναντι στο πέρασμα του χρόνου. Ολόκληρες δεκαετίες τηλεοπτικής ιστορίας μοιάζουν σχεδόν ολοκληρωτικά σβησμένες σήμερα. Ποιος βλέπει πλέον δεκάδες ή εκατοντάδες επεισοδίων από αστυνομικές σειρές των ‘80s; Ποιος βλέπει εκατοντάδες ώρες από σίτκομ των ‘60s;

Αυτό ακριβώς που κάνει τις σειρές πιο κυρίαρχες κατά την κυκλοφορία τους (το εύρος διάδοσης, το μέγεθος, η χρονική αμεσότητα), είναι και που τις στέλνει πιο γρήγορα –σε σχέση με το σινεμά, ας πούμε– στο καλάθι της Ιστορίας. Με ελάχιστες, πολύ συγκεκριμένες εξαιρέσεις, πολύ πιο δύσκολα θα πιάσει κανείς να ξεκινήσει σήμερα μια σειρά του 2003 από ό,τι μια ταινία. Υπάρχει πάντα μια αίσθηση του «αν δεν το έζησες όταν Συνέβαινε, τότε απλά το έχασες» με τις σειρές.

Και μετά, υπάρχει ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ. Η επική μίνι σειρά του Φράνκο Τζεφιρέλι που γυρίστηκε ως βρετανο-ιταλική συμπαραγωγή το 1977, όχι απλά είχε σαρώσει στην εποχή της αλλά παραμένει αγέραστη και ανέγγιχτη, σαν τα ίδια τα κείμενα που διασκευάζει. Πάσχα βγαίνει, Πάσχα μπαίνει, στην Ελλάδα (αλλά και σε πολλές ακόμα χώρες του κόσμου) η μία αληθινή σταθερά είναι η μετάδοση της σειράς, ξανά και ξανά.

Η επίδρασή της στην κουλτούρα είναι τέτοια που, κατά κοινή παραδοχή, έχει ουσιαστικά αντικαταστήσει τα ίδια τα Ευαγγέλια στην κοινή συνείδηση, ως το βασικό κείμενο που φέρνει κανείς στο μυαλό του όταν μιλά για την Καινή Διαθήκη. Όταν μιλάμε για τον Χριστό, στο νου έρχεται ακαριαία η φιγούρα του Ρόμπερτ Πάουελ. Οι 12 Απόστολοι αποκτούν βαθύτερη υπόσταση σε αυτή τη μεταφορά.

«Πραγματικά συνειδητοποιείς τη δύναμη ενός πράγματος σαν αυτό, είναι φαινομενικό», λέει πριν λίγα χρόνια ο Ρόμπερτ Πάουελ στο Sky History. «Πάντα προσπαθώ να μην το κάνω θέμα, αλλά έχω σοκαριστεί στη διάρκεια των χρόνων. Με σταματάνε ακόμα και σήμερα στην Ελλάδα, ακόμα και με κοντά μαλλιά, με γυαλιά και χωρίς γενειάδα».

Δεν είναι καθόλου δεδομένο πως ένα οποιοδήποτε τέτοιο θρησκευτικό θέαμα θα γνώριζε την επιτυχία, πόσο μάλλον τέτοιου μεγέθους. Εκατοντάδες σειρές και ταινίες έχουν διασκευάσει κομμάτια της Βίβλου, όμως τι παραπάνω είχε αυτή, στο σημείο που 45 χρόνια μετά συνεχίζει να προβάλλεται και να παρακολουθείται από το κοινό;

Είχε οπωσδήποτε να κάνει με τον ίδιο τον Τζεφιρέλι, έναν σκηνοθέτη με εξαιρετική αίσθηση επικότητας στην εικόνα, σε ένα βαθμό που χρειάστηκαν δεκαετίες για να θεωρηθεί ως δεδομένο σε τηλεοπτικές παραγωγές. Ακόμα και μερικές από τις πιο διάσημες πρεστίζ τηλεοπτικές παραγωγές της περιόδου, όπως το Roots, δεν συγκρίνονται με τα κάδρα και την παλέτα του Τζεφιρέλι. Οι βαθιές τσέπες που είχε πίσω του το πρότζεκτ σίγουρα βοήθησαν: Ο ίδιος ο Πάπας Παύλος ο 6ος πρότεινε την ιδέα, που ήρθε όχι μόνο ως συμπαραγωγή της RAI με την βρετανική ITC, αλλά προφανώς λόγω του θέματος συγκεντρώθηκαν από πίσω χορηγοί της εμβέλειας μιας General Motors (που συμμετείχε με 3 εκατομμύρια δολάρια στο μπάτζετ– το συνολικό παραμένει άγνωστο αλλά βρίσκεται κάπου ανάμεσα στα 20 με 45 εκατομμύρια).

Η παραγωγή μπόρεσε έτσι να κάνει γυρίσματα σε μέρη, στο Μαρόκο και την Τυνησία για μήνες, κάτι που σε συνδυασμό με την οπτική αίσθηση του Τζεφιρέλι, προσδίδουν στο έργο μια αίσθηση τόπου που σχεδόν πάντα απουσιάζει από αντίστοιχες δουλειές. Σε αυτή τη μίνι σειρά νιώθεις τη σκόνη των φτωχόσπιτων να γεμίζει τους πνεύμονές σου, νιώθεις τον ιδρώτα της αυτοκρατορικής παρακμής, ακολουθείς μεστούς χαρακτήρες να μετακινούνται ανάμεσα σε υπαρκτές τοποθεσίες δίνοντας στο έργο μια αληθινή αίσθηση αφήγησης και μετατόπισης– τα όσα διαδραματίζονται σχηματίζουν λοιπόν μια ιστορία κι όχι μια ακολουθία από εδάφια.

Και, μετά, έχουμε το καστ. Ένα θρυλικό καστ που αριθμεί 8 κατόχους Όσκαρ συγκεντρώνεται και, το απίθανο της υπόθεσης; Για τους περισσότερους εξ αυτών, ακόμα κι οι σύντομες εμφανίσεις τους εδώ, αποτελούν εκ των εμβληματικότερων ρόλων τους. Κρίστοφερ Πλάμερ; Θρυλική καριέρα αλλά ο τυφλωμένος από τον πόθο Ηρώδης Αντύπας είναι για πάντα χαρακτηριστικός. Μάικλ Γιορκ; Έξαλλος και καθηλωτικά αφοσιωμένος ως Ιωάννης Βαπτιστής. Ολίβια Χάσεϊ ως Παναγία, προφανώς ένα από τα κορυφαία κάστινγκ όλων των εποχών. Και όσο για τον Ίαν ΜακΣέιν ως Ιούδα, εδώ έχουμε τον αληθινό θρίαμβο, με τη σειρά να καταφέρνει να πλάσει αυτό τον χαρακτήρα ως συναρπαστικό, παραπλανημένο αντι-ήρωα.

Το οποίο μας φέρνει και στο ζουμί: Το όλο έργο έχει γραφτεί όχι με τη λογική της τυφλής, στείρα αναπαραγωγικής μεταφοράς, αλλά με αληθινές επιλογές προς το συμφέρον της δραματουργίας. Μαζί με τον Τζεφιρέλι, το σενάριο γράφει κι ο Άντονι Μπέρτζες, 4 χρόνια μετά το Κουρδιστό Πορτοκάλι(!). Ο Μπέρτζες προσέγγισε τη δουλειά έχοντας κατά νου μια πολύ πιο γήινη εκδοχή του Ιησού από την όποια σύνηθη απεικόνιση είχαμε προηγουμένως. Γύρω του, πήρε ελευθερίες σε σχέση με την πηγή, προκειμένου οι χαρακτήρες να είναι πιο ολοκληρωμένοι και τα κίνητρά τους να βγάζουν νόημα.

Αυτή του η προσέγγιση ίσως είχε ως αποτέλεσμα και ένα γεγονός που παραμένει περιέργως λιγοστά γνωστό σήμερα: Κατά την πρεμιέρα του, ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ αποτέλεσε απρόσμενα διχαστικό έργο χάρη σε αυτή την πιο προσγειωμένη προσέγγιση, ξεσηκώνοντας αντιδράσεις από χριστιανικά γκρουπ (οποία ειρωνεία) χωρίς φυσικά να το έχουν δει, με αποτέλεσμα ακόμα και την αποχώρηση της General Motors ως διαφημιζόμενη– η εταιρεία προτίμησε να φάει μια οικονομική απώλεια 3 εκατομμυρίων παρά να διαφημιστεί σε μια τηλεοπτική παραγωγή που ξεσήκωσε τόσες αντιδράσεις. Φυσικά ξέρουμε πώς εξελίχθηκε αυτό.

Ακόμα και κατά τη διάρκεια της συγγραφής, ο Μπέρτζες λέει (σε ένα απολαυστικό κείμενό του στους Times κατά την πρεμιέρα της σειράς στις ΗΠΑ) πως δεν έπρεπε να ικανοποιεί –ως είθισται– μόνο τον σκηνοθέτη, τον παραγωγό και όσους πλήρωναν τον λογαριασμό, αλλά και τους διάφορους θεολόγους («επαγγελματίες και ερασιτέχνες») αλλά και το να συμβιβάσει μεταξύ τους μυριάδες διαφορετικές απεικονίσεις του Χριστού. «Με κυνηγούσαν οι θρησκευτικοί ειδήμονες της RAI με εκκλήσεις, διαταγές και τελεσίγραφα», θυμάται. «Με καταδίωκαν από τη Ρώμα στην Σιένα στο Μπρατσιάνο στη Ρώμη, λέγοντάς μου τι να γράψω. “Γράψτε το εσείς, για το Θεό!”, τους είπα ευλαβικά. “Όχι, όχι, εσύ είσαι ο συγγραφέας. Τώρα γράψε αυτό”».

Στο κείμενο του Μπέρτζες, η δική του τάση για ρεαλισμό συγκρούεται με την πιο ονειρική διάθεση του Τζεφιρέλι, κι αυτή η ένταση είναι που δημιουργεί αυτό το κάπως μοναδικό αποτέλεσμα. Γράφοντας στους Times για την πηγή της ιστορίας, ο Μπέρτζες λέει πως: «Υπάρχει το ρομαντικό παραμύθι του Ιωάννη, γραμμένο υπερβολικά πιο μετά από τα ιστορικά γεγονότα, και το οποίο περιλαμβάνει τον γάμο της Κανά και την ανάσταση του Λαζάρου. Οι ιστορίες του Ματθαίου, του Μάρκου και του Λουκά, που δεν είναι καθόλου σαν του Ιωάννη, αλλά είναι παρόμοιες μεταξύ τους. Τον Τζεφιρέλι, ως ρομαντικό, τον έλκυε ο Ιωάννης, αλλά εγώ επέμενα στους πιο απερίττους ευαγγελιστές. Το αποτέλεσμα, όπως θα δείτε, ήταν ένας συμβιβασμός: δεν υπάρχει ο γάμος της Κανά, αλλά υπάρχει μια θεαματική ανάσταση του Λαζάρου».

Όχι πως οι ευαγγελιστές που ταίριαζαν στην οπτική του Μπέρτζες του έδωσαν μια αφηγηματικά ικανοποιητική ιστορία. «Όσο περισσότερο διάβαζα τον Ματθαίο, τον Μάρκο και τον Λουκά, τόσο πιο ανικανοποίητος γινόμουν από το πώς έλεγαν την ιστορία. Είναι καλοί προπαγανδιστές αλλά κακοί ιστορικοί, και δεν θα κατάφερναν ποτέ να γίνουν μέλη του σωματείου σεναριογράφων», γράφει. «“Και τώρα ο Ιούδας ήταν κλέφτης”. Πόσο ανόητα ανεπαρκές. Ό,τι κι αν ήταν ο Ιούδας, δεν ήταν κλέφτης».

Ο Ιούδας, μια από τις πιο συναρπαστικές φιγούρες της μίνι σειράς (παιγμένος φανταστικά κι από τον Ίαν ΜακΣέιν, που βρήκε πολύ ζουμερό υλικό στη διάθεσή του), υπογραμμίζει την προσέγγιση της παραγωγής στο πώς πήρε μεν τη Βίβλο ως βασικό υλικό, αλλά έπαιξε με όρους τηλεοπτικά δημιουργικούς κι όχι ασφυκτικά πιστούς στο κείμενο. Ο Μπέρτζες έγραψε τον Ιούδα εκ του μηδενός, ως πολιτικά αθώο, άβγαλτο άντρα που πιστεύει τους λάθους ανθρώπους και κάνεις τις λάθος επιλογές, κι αυτό βαραίνει τη συνείδησή του την ώρα της συνειδητοποίησης– περνώντας από διάφορα στάδια σε μετέπειτα drafts του σεναρίου. (Γι’αυτό το σκοπό δημιουργήθηκαν και χαρακτήρες που δεν υπάρχουν στην Καινή Διαθήκη, όπως ο Ζέρα του Ίαν Χολμ, ώστε να έχει πιο στιβαρό δραματουργικό πάτημα η πορεία του Ιούδα.)

«Ο τελικός μου Ιούδας είναι ένα παλίμψηστο του Ιούδα ως γλυκό αθώο, ως Ζηλωτή, ως αδιάκριτο πολυλογά, ως απογοητευμένο άντρα», λέει ο Μπέρτζες, «αλλά ποτέ ως εύκολο, μελοδραματικό villain».

Αντίστοιχα δούλεψε και τους υπόλοιπους Αποστόλους που, λέει, «δεν είχαν καλή ανάπτυξη χαρακτήρα στα Ευαγγέλια». Έπρεπε να δημιουργήσει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και αξίες για τον καθένα, που θα τους έκανε εύκολα αναγνωρίσιμους– πράγματι, στην τελική εκδοχή του έργου, οι περισσότεροι εκ των Αποστόλων έχουν διακριτή προσωπικότητα, ακόμα και μικρά ή μεγάλα arcs που κορυφώνονται καθώς οδεύουμε προς τη σταύρωση.

Το αποτέλεσμα αυτής της όλης προσέγγισης ήταν μια σειρά που άμεσα κιόλας ήταν εμφανές πόσο ξεχώριζε στο τηλεοπτικό τοπίο. «Το έργο είναι, παρά τα ελαττώματά του, ένα πραγματικά εντυπωσιακό επίτευγμα, περισσότερο για τις παγίδες που αποφεύγει, και συγκινητό χάρη σε μια αύρα πνευματικότητας που μοιάζει ολοκληρωτικά εγκάρδια», γράφει η Washington Post κατά την πρεμιέρα της σειράς στις ΗΠΑ. «Η αληθινή του ομορφιά είναι η αληθινή του ομορφιά», καταλήγει εκείνο το κείμενο.

Σήμερα, η σειρά του Τζεφιρέλι έχει πάρει τη θέση της, περίπου ως κανόνας. Κάτι σαν το βασικό διδακτικό κείμενο, μια αίσθηση που εκ των πραγμάτων κάνει τα πάντα να μοιάζουν λιγότερο ενδιαφέροντα. Κανείς δεν βρίσκει κουλ μια εγκυκλοπαίδεια ή ένα βιβλίο φυσικής. Αλλά, ίσως θα έπρεπε; Για να φτάσει ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ να γίνει κλασική σειρά ως του σημείου του να αποτελεί κάτι σαν πασχαλινή ταπετσαρία, σημαίνει πως κατάφερε να εκτελέσει μια απίστευτη άσκηση δημιουργικής ισορροπίας. Να συνδυάσει την ρομαντική πιστότητα με μια μικρή, απαραίτητη δόση ιεροσυλίας.

 

blank

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

eight + sixteen =