Η ιστορία της Κ.Π. είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση ενδοοικογενειακής και ψυχοσωματικής βίας. Αποδέκτης αυτής της βίας, δεν υπήρξε μόνο η ίδια αλλά και ο γιος της, ο οποίος μια μέρα και αφότου η ίδια είχε αποφασίσει να εγκαταλείψει τον κακοποιητικό σύντροφο της, της εκμυστηρεύτηκε πως υπήρχε και άλλου είδους κακοποίηση, περιγράφοντας διάφορα «παιχνίδια» που ο πατέρας του, του ζητούσε να παίζουν. Είναι όμως και μια περίπτωση που αποδεικνύει πως οι γυναίκες που αποφασίζουν να κάνουν το μεγάλο άλμα, και από θύματα να μετατραπούν σε επιζώσες, έχουν σαν πρώτο τροχοπέδη τη Δικαιοσύνη. Στην περίπτωση της Κ.Π. η Δικαιοσύνη όχι μόνο έμεινε άπραγη επι δυο χρόνια, αφήνοντας το παιδί χωρίς την απαραίτητη έγκαιρη εξέταση από πραγματογνώμονα, αλλά εξέδωσε και απαλλακτικό βούλευμα για τον μεγαλογιατρό της Κέρκυρας, χωρίς καν να ακούσει τη δική της πλευρά ή να εξετάσει τα στοιχεία που είχε να προσκομίσει.
«Ήταν μια καθημερινότητα που εναλλασσόταν με καλές στιγμές και βία. Σωματική, συναισθηματική, λεκτική. Μπορεί για παράδειγμα να πηγαίναμε ένα ταξίδι και να συνοδευόταν από υποβιβασμό και ύβρεις. Τη μια στιγμή περνούσαμε ωραία και την επόμενη στιγμή υπήρχε κάποιο επεισόδιο βίας. Πάντα εγώ έφταιγα για όλα. Πάντα υπήρχε μια αιτία. Πολλές φορές σκεφτόμουν «μήπως δεν είναι αυτό η πραγματικότητα που ζω; Μήπως όντως κάνω κάτι λάθος εγώ;». Είχα μπει σε μια τέτοια διαδικασία και παράλληλα είχα αποκοπεί από όλο μου το περιβάλλον και κυρίως είχα απομακρυνθεί απ’ αυτό που ήμουν στην πραγματικότητα».
Οι περιγραφές της Κ.Π. και τα περιστατικά που εξιστορεί, είναι ένας αντικατοπτρισμός του κύκλου της βίας που υπάρχει σε μια κακοποιητική σχέση. Η ψυχοσωματική βία, έχει συνήθως ένα παρόμοιο μοτίβο, στο οποίο ο θύτης από την απουσία της κακοποίησης, περνάει στην ανάπτυξη της έντασης δημιουργώντας μια αφορμή και στη συνέχεια κλιμακώνει την ένταση με αποτέλεσμα να καταλήξει σε κάποιο βίαιο επεισόδιο που έχει σαν αποδέκτη το σώμα ή την ψυχολογία του θύματος. Κι αυτός ο κύκλος επαναλαμβάνεται έως ότου το θύμα αποφασίσει να φύγει. Ή μέχρι να υπάρξει κάποια τραγική κατάληξη όπως στην περίπτωση της Κωνσταντίνας από τη Μακρινίτσα ή εκείνη της Καρολάιν από τα Γλυκά Νερά.
«Μια μέρα, για ασήμαντη αφορμή, με έπιασε από το λαιμό και άρχισε να με σπρώχνει μέσα στο σπίτι. Φοβήθηκα γιατί σαν γιατρός ήξερε σε ποια σημεία του λαιμού μου να πιέσει, και ένιωθα να πνίγομαι», λέει η καταγγέλλουσα αναφερόμενη σε ένα μόνο από τα περιστατικά που είχαν συμβεί στο σπίτι που διέμεναν.
Η περίπτωση της Κ.Π είναι χαρακτηριστική του τρόπου με τον οποίο ένας κακοποιητής καλλιεργεί καθημερινά το φόβο και το άγχος στο θύμα του. Η ίδια γινόταν χρόνια αποδέκτης της ψυχοσωματικής βίας του συζύγου της από το 2011 στην αρχή της σχέσης τους. Αργότερα, και ενώ δημιούργησαν σύμφωνο συμβίωσης όταν έμεινε έγκυος το 2013, τίποτα δεν άλλαξε. Αντίθετα, τα ξεσπάσματα άρχισαν να αυξάνονται και ξεκίνησε να συνειδητοποιεί περισσότερο την κακοποιητική συνθήκη στην οποία βρισκόταν, όταν άρχισε να στρέφεται περισσότερο επάνω στο παιδί τους.
Όπως λέει, «Κάποια στιγμή άρχισε να ξεσπάει λεκτικά και επάνω στο παιδί. Και με καθημερινές φωνές και τραβήγματα, και μια φορά που ήταν εκτός εαυτού πήγε να τον χαστουκίσει. Πάντα έβλεπα τον εαυτό μου όταν ήμασταν όλοι μαζί να τρέχω πίσω από το παιδί για να προλάβω κάτι, γιατί ήταν μικρός και δεν ήθελα να μεγαλώνει σε ένα τέτοιο περιβάλλον. Μέχρι τα δυο του ήταν όλα εντάξει γιατί δεν καταλάβαινε και δεν μιλούσε, οπότε δεν εξέφραζε γνώμη. Μετά που άρχισε να μιλάει και έφτασε στην ηλικία που όλα τα παιδιά κάνουν τα πείσματά τους, δεν υπήρχε πια καμία ηρεμία και υπομονή. Το παιδί ήταν τριών ετών και τσακωνόταν μαζί του σαν να ήταν ενήλικος για ασήμαντα πράγματα».
Η Κ.Π. επί ενάμιση χρόνο προσπαθούσε να βρει τρόπο να φύγει. Παρά το γεγονός πως στο σύμφωνο συμβίωσης υπήρχε σαν όρος το να κρατήσει την επιμέλεια του παιδιού τους σε περίπτωση λύσης του συμφώνου, η δύναμη, τα χρήματα και η κοινωνική θέση του πρώην συζύγου της, σε συνδυασμό με την ψυχολογική και κάποιες φορές σωματική κακοποίηση που δεχόταν, την έκαναν να σκέφτεται πως δεν μπορεί να προβλέψει τις αντιδράσεις του σε ό,τι αφορά το παιδί και την ίδια. Παράλληλα, το ότι έμεναν στην Κέρκυρα, σε μια μικρή τοπική κοινωνία, δυσκόλευε την κατάσταση ακόμη περισσότερο.
Παρόλα αυτά, μην αντέχοντας στη σκέψη πως το παιδί της θα μεγαλώσει σε ένα τέτοιο περιβάλλον, αποφάσισε να καταθέσει εξώδικο ώστε να πραγματοποιηθεί η λύση του συμφώνου και να μετακομίσει μαζί με τον γιο της. Οι βίαιες αντιδράσεις του όμως δεν σταμάτησαν, και υπήρξε ακόμη και περιστατικό στο οποίο χτύπαγε το αυτοκίνητο της με το δικό του και ενώ το παιδί βρισκόταν μέσα. Ακόμη και την ημέρα που επρόκειτο να πάρει τα πράγματα της από το σπίτι, ο πρώην σύζυγος της, είχε φροντίσει να αλλάξει τις κλειδαριές και να αφήσει τη μεταφορική απ’ έξω.
Παρά τη λύση του συμφώνου και τη βίαιη συμπεριφορά που είχε δεχτεί, δεν επεδίωξε να στερήσει από τον πατέρα την επικοινωνία με το παιδί. «Πραγματικά ήθελα όλα να κυλήσουν ήρεμα, για το παιδί. Ήθελα να είμαστε πολιτισμένοι, να μένει κάπου κοντά κι εκείνος για να τον βλέπει, να μπορεί να περνάει χρόνο μαζί του, να τον παίρνει από το σχολείο. Και σκεφτόμουν πως επειδή ο χρόνος θα μοιραζόταν στους δυο μας και θα ήταν λίγο πιο περιορισμένος, πως θα φρόντιζε να είναι και πιο ποιοτικός», εξηγεί. Έτσι για ένα διάστημα και όσο προσπαθούσε η Κ.Π. να συμφωνήσουν εξωδικαστικά την επικοινωνία, ο πατέρας έπαιρνε το παιδί και από το σχολείο, έμενε μαζί του κάποιες ημέρες και είχαν τακτική επικοινωνία και στο τηλέφωνο.
Ωστόσο, το τελειωτικό χτύπημα ήρθε όταν ούσα χωρισμένη, ένα βράδυ διάβαζε στο γιο της ένα παραμύθι και εκείνος άρχισε να αγγίζει τα γεννητικά της όργανα. Όταν του είπε πως δεν τα κάνουμε αυτά τα πράγματα, το παιδί είπε πως θέλει να παίξει «το παιχνίδι που έπαιζε με τον μπαμπά», ενώ ακολούθησαν και περιγραφές άλλων παρόμοιων «παιχνιδιών». Την επόμενη κιόλας ημέρα, πήγε στην Εισαγγελία της Κέρκυρας προκειμένου να καταθέσει όσα της είπε ο γιος της.
Την υπόθεση ανέλαβε η εισαγγελέας Μαρία Τατάκη, διότι η Κέρκυρα δεν διαθέτει Εισαγγελέα ανηλίκων. Η υπόθεση όμως λίμνασε στην ανάκριση και θα λίμναζε ακόμη περισσότερο όσο θα περνούσαν οι μήνες. Έφτασε στον ανακριτή ένα μήνα μετά, χωρίς να διαταχθεί επειγόντως πραγματογνωμοσύνη, παρά το ότι υπήρχαν καταγγελίες για σεξουαλική κακοποίηση, ενώ η ανάκριση που διατάχθηκε πέντε μήνες μετά, παρέπεμπε το παιδί να εξεταστεί από την ανακρίτρια παρουσία παιδοψυχολόγου και πάλι χωρίς να διαταχθεί επειγόντως πραγματογνωμοσύνη (η οποία τελικά πραγματοποιήθηκε 2 χρόνια μετά).
Παράλληλα, η Κ.Π. στις αρχές του 2019 μετακόμισε μαζί με το γιο της μόνη στην Αθήνα, αφήνοντας πίσω της την οικογένεια και το ιατρείο της -είναι και η ίδια γιατρός- προσπαθώντας να το γλιτώσει από μια δεύτερη κακοποίηση. Δεν ήθελε, μεγαλώνοντας να ακούσει ο γιος της από σε μια μικρή κοινωνία όπου όλοι γνωρίζονται, πως είναι «το κακοποιημένο παιδί». Τελικώς, το παιδί κατέληξε να εξεταστεί από πραγματογνώμονα στο Παίδων τον Σεπτέμβριο του 2020, για περιστατικά που συνέβησαν το 2018, όταν ήταν τεσσάρων ετών. Σε ποιο σώμα όμως μένουν τα σημάδια της κακοποίησης όταν περνάνε δυο χρόνια; Σαν να μην έφτανε η παράλογη καθυστέρηση της εξέτασης, παρών στην πραγματογνωμοσύνη ήταν και ο πατέρας. Φυσικά ο καιρός που πέρασε, έπαιξε το ρόλο του, όπως και η παρουσία του πατέρα, κι έτσι το παιδί αποφάσισε να μείνει σιωπηλό.
Από τον πραγματογνώμονα του Παίδων διαπιστώθηκε πως αφού το παιδί δεν μίλησε, δεν κακοποιήθηκε. Υπάρχει ωστόσο η έκθεση εξέτασης της παιδοψυχιάτρου, στην οποία απευθύνθηκε η μητέρα αμέσως μόλις ο γιος της της ανέφερε τα συγκεκριμένα «παιχνίδια», στην οποία αναφέρεται πως όντως υπήρξαν θωπείες από πλευράς του πατέρα. Η συγκεκριμένη εμπειρογνωμοσύνη, παρά το ότι είναι η πιο έγκαιρη, αφού η παιδοψυχίατρος εξέτασε το παιδί αμέσως μετά τα καταγγελλόμενα περιστατικά, δεν θεωρείται έγκυρη γιατί δεν προέρχεται από πραγματογνώμονα που έχει ορίσει το δικαστήριο.
Και η δυστοπία συνεχίστηκε. Πρόσφατα, και ενώ η υπόθεση είχε παραπεμφθεί σε Δικαστικό Συμβούλιο, εκδόθηκε βούλευμα με το οποίο απαλλάσσεται ο πατέρας από την Ποινική Δίωξη. Η Κ.Π. όμως δεν είχε την ευκαιρία να ακουστεί σε αυτό το Δικαστικό Συμβούλιο που εξέδωσε την απαλλακτική απόφαση. Εκείνο το διάστημα, ο ένας δικηγόρος της Κ.Π. απεβίωσε από κορονοϊό και ο άλλος δεν παρακολουθούσε την υπόθεση διότι ήταν σοβαρά άρρωστος. Έτσι, πίσω από κλειστές πόρτες, ο πατέρας απαλλάχθηκε και το Δικαστικό Συμβούλιο έκρινε πως χειραγώγησε το παιδί της και συκοφάντησε τον πρώην σύζυγο της χωρίς να ακούσει την Κ.Π., χωρίς να έχει την ευκαιρία να προσκομίσει όλα τα στοιχεία που έχει η ίδια, χωρίς να μπορέσει να αξιολογηθεί η προσωπικότητα της,
Πρόσφατα, η Αντωνία Λεγάκη, η δικηγόρος που έχει αναλάβει να εκπροσωπήσει εκ νέου την Κ.Π., έχει υποβάλει αίτημα στον Εισαγγελέα Εφετών προκειμένου να ασκηθεί έφεση στο απαλλακτικό βούλευμα. Όπως λέει η καταγγέλλουσα και η δικηγόρος της, ζητούν μόνο ένα πράγμα : να έχει την ευκαιρία να ακουστεί η Κ.Π.
Όπως αναφέρει η Αντωνία Λεγάκη, «αυτή η γυναίκα τώρα είναι στο χείλος του γκρεμού με ευθύνη της Δικαιοσύνης, διότι μόλις το παιδί της, της περιέγραψε τι έχει συμβεί, έκανε αυτό που ο νόμος λέει ότι πρέπει να κάνει: πήγε στον εισαγγελέα. Και η Δικαιοσύνη έμεινε βουβή και άπραγη για δυο χρόνια, μέχρι που βγήκε απαλλακτική απόφαση χωρίς να ακουστεί καν η καταγγέλλουσσα. Οι ευθύνες της Πολιτείας και της Δικαιοσύνης είναι ισάξιες με τις ευθύνες του κακοποιητή όμως. Γιατί κακοποίησαν με τη σειρά τους, εγκαταλείποντας αυτό το παιδί. Και συνεχίζουν να το εγκαταλείπουν, γιατί δεν μπορεί μια τέτοια υπόθεση να τελειώνει αμετάκλητα απαλλάσσοντας τον κατηγορούμενο πίσω από κλειστές πόρτες χωρίς να έχει δει το δικαστικό συμβούλιο τη μητέρα και χωρίς να έχει αυτή τη δυνατότητα να μιλήσει. Παράλληλα, η ίδια Δικαιοσύνη που άργησε να κινηθεί αμφισβητεί την μοναδική έγκαιρη εξέταση της παιδοψυχιάτρου».
Και τονίζει πως «Η Πολιτεία γυρίζει από την άλλη πλευρά, και αυτό το γύρισμα του βλέμματος από την άλλη πλευρά, δεν είναι καθόλου αθώο. Ποιoς έχει την ευθύνη για όλη αυτή την εξέλιξη, όταν η μητέρα ευθύς αμέσως κατήγγειλε; Ποιος ευθύνεται για την τουλάχιστον βαριά αμέλεια και τις καθυστερήσεις των δυο ετών που καταλήγουν να απαλλάσσουν τον πατέρα και μετατρέπουν τη μητέρα χωρίς καν να την έχουν ακούσει, σε κατηγορουμένη δίνοντας επιχειρήματα στον κακοποιητή πατέρα να ζητήσει την επιμέλεια του παιδιού; Το μόνο που επιδιώκουμε είναι να επανεξεταστεί η υπόθεση, να υπάρξει ακροατήριο, να εξεταστεί και η ίδια η μητέρα που δεν είχε ποτέ της την ευκαιρία να ακουστεί. Να απαντηθεί, αν αύριο συμβεί κάτι σε αυτό το παιδί, ποιος τελικά θα έχει την ευθύνη;»
Της Άννας Νίνη