Πάντα είχα την ικανότητα να εισπράττω. Να νιώθω τους κραδασμούς ενός χώρου, να ρουφώ το θυμίαμα που αναβλύζει στο χρόνο. Δεν ξέρω ακριβώς αν μπορώ να το ταξινομήσω ως «ικανότητα». Σωστότερα θα περιέγραφε αυτήν μου την ιδιότητα, η έκφραση «οργανική αισθαντικότητα». Είμαι άνθρωπος της γης. Και η γη είναι εμποτισμένη με «στιγμιότυπα ζωής». Στιγμιότυπα που μένουν εσαεί αποθανατισμένα. Και κοινωνούν την ανάμνηση στιγμών.

Δεν είναι πάντα ευχάριστο το συναίσθημα. Δεν είναι πάντα ελαφρύ, δεν είναι πάντα ηλιόλουστο. Είναι φορές που κουβαλά ένα παχύ νέφος που σε βαραίνει μόλις εισέλθεις στην περίμετρό του. Το έχω νιώσει αυτό. Κάθε που περπατούσα κάποτε στην παλιά Λευκωσία, πέριξ της Αρχιεπισκοπής, στο «Άγαλμα της Ελευθερίας», στα «Φυλακισμένα Μνήματα». Εκεί, ένιωθα την ατμόσφαιρα να βογκά από μια απροσδιόριστη αχλή που είχε κατακαθίσει σε κάθε μόριό της. Δεν ήξερα στην αρχή. Απλά είχα νιώσει ένα μουρμουρητό. Ύστερα έμαθα. Πως ήταν οι σκιές που αναμοχλεύονταν στη μηχανή του χρόνου.

Και τότε ήρθε στην οθόνη του νου, ένα συναίσθημα ανάλογο που είχα βιώσει χρόνια πριν, όταν ένα παγωμένο πρωινό του Νιόβρη, κινήσαμε με παππού, πατέρα κι αδελφό για το Πολυτεχνείο. Παιδιά εμείς, άβγαλτα, ανήσυχα, αναιμικά από παραστάσεις ζωής. Μα σφουγγάρια που οι πόροι τους στάζαν αισθαντικότητα. Τότε ήταν που το είχα πρωτονιώσει. Το σκούντημα των σκιών. Με τον ίδιο τρόπο όπως χρόνια μετά στη Λευκωσία.

Είναι από τις λίγες φορές που είχα χωριστεί από το σώμα μου, από τη διάνοια που το περιβάλλει. Ήμουν εγώ και μια υπόσχεση μετέωρη που έψαχνε ξενιστή. Σαν τον ιό, που γυρεύει κύτταρα να συνεχίσει να γράφει ιστορία. Δεν έχει σημασία να την γνωρίζεις την ιστορία. Αρκεί μονάχα να την ψυχανεμιστείς. Ξέρω, δεν ταιριάζει το ρήμα για κάτι που αναφέρεται στα παλιά. Συνήθως, ψυχανεμιζόμαστε αυτό που έρχεται. Η ιστορία όμως δεν έρχεται. Ανακυκλώνεται. Γι αυτό και δεν παρέρχεται. Είναι εκεί, για να ψάχνει ξενιστές να μιλήσει στα μελλούμενα με τη γλώσσα, με την κραυγή που κάποτε ειπώθηκε. Σαν την ερπύστρια ενός τανκ που αναμοχλεύει τα ίδια της τα ίχνη. Σαν την έλικα του DNA που αναδιπλώνεται στο αποτύπωμά της.

Το αποτύπωμα της ιστορίας του DNA της φυλής μας, φωνάζει για ανάμνηση, για ανάπλαση, για ανάταση. Δεν φωνάζει με κραυγές μα με ψιθύρους που κουβαλούν οι αγέρηδες του χρόνου, σαν πραμάτεια από ένα παζάρι μυστικό που στήνεται σε Λευκωσίες και Πολυτεχνεία.

«Εδώ Πολυτεχνείο». Εδώ και τώρα και πάντα, καλούμαστε να γίνουμε ξενιστές του ιού που φυσά εντός μας ο ψίθυρος μιας σκιάς. Που σέρνεται γυρεύοντας αποδοχή. Για να γίνει παραδοχή. Και δίδαγμα ζωής για τα μελλούμενα, που θα ορίσουμε σαν μάθουμε να βαδίζουμε και πάλι σαν παιδιά.

Δημιουργός του άρθρου:

blank

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

five + six =