Τα δυτικά ΜΜΕ συνεχίζουν να καλλιεργούν ένα κλίμα πολεμικής υστερίας αραδιάζοντας «αναλύσεις και ειδήσεις» που διαστρεβλώνουν κατάφωρα πολλά – όχι μόνο τα όσα συνέβησαν και συμβαίνουν στην Ουκρανία. Είναι πολλοί εκείνοι που έχουν κάνει σημαία το «δικαίωμα των λαών να επιλέγουν συμμαχία» ως αναπόσπαστο κομμάτι της «ανθρώπινης ελευθερίας». Επιλεκτικά βέβαια: το δικαίωμα ισχύει μόνο για όσους επιλέγουν τη «σωστή» συμμαχία. Δείτε τι υφίσταται η Συρία, που είχε και έχει επίσημη οικονομική και στρατιωτική συνεργασία με τη Ρωσία: κυλίστηκε για χρόνια σε έναν αιματηρό εμφύλιο χωρίς τέλος…
Σήμερα, ο δυτικός κόσμος «αναπνέει» και «υπάρχει» με την πεποίθηση ότι η Ρωσία είναι έτοιμη να εισβάλλει στην Ουκρανία. Το επαναλαμβάνει σε ημερήσια βάση ο Μπάιντεν, το «στοιχειοθετεί» ο μεγαλύτερος εμπρηστής του πολέμου, η Βρετανία, το αναμασούν τα καλοταϊσμένα από τις κυβερνήσεις Δυτικά ΜΜΕ. Όλοι μαζί, σκόπιμα «ξεχνούν» μια λεπτομέρεια: ότι οι ρωσικές δυνάμεις βρίσκονται αναπτυγμένες στο έδαφος της Ρωσίας. Που περικυκλώνεται από χιλιάδες στρατιώτες και οπλικά συστήματα ικανά να καταστρέψουν την Ευρώπη πολλές φορές, τα οποία συρρέουν στα σύνορά της από τη Βαλτική μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα.
Αντιφάσεις εκδήλωσης αδυναμίας
Οι πολεμικές ιαχές των χωρών της Δύσης, δεν είναι δευτερεύουσας σημασίας. Πολύ περισσότερο όταν συνυπάρχουν με ανεξέλεγκτες οικονομικές και πολιτικές δυνάμεις, που δεν θα διστάσουν να προκαλέσουν προβοκάτσια μεγάλης κλίμακας για να πετύχουν τους στόχους τους. Έχει σημασία, όμως, να δούμε ότι η πολεμική υστερία σε βάρος της Ρωσίας εκδηλώνεται τη στιγμή που η παντοδυναμία των ΗΠΑ έχει υποχωρήσει σημαντικά, ενώ την ίδια στιγμή οι ευρωπαϊκές χώρες είναι βαθύτατα διχασμένες όσο αφορά τη συμμετοχή τους σε έναν πόλεμο στο έδαφός τους. Από την πλευρά της, η Ρωσία απορρίπτει κατηγορηματικά κάθε πρόθεση εισβολής στην Ουκρανία και δηλώνει αποφασισμένη να μην κάνει ούτε βήμα πίσω σε όσα θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλειά της. Μάλιστα, έχει αποδείξει (Συρία, Γεωργία, Καζακστάν) αυτήν την αποφασιστικότητα, γεγονός που όλοι παίρνουν σοβαρά υπόψη τους.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι αντιφατικές δηλώσεις Μπάιντεν μαρτυρούν την αμηχανία των ΗΠΑ μπροστά στο ενδεχόμενο θερμής σύρραξης. Απορρίπτει, λοιπόν, τις προτάσεις της Μόσχας (μη ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, αποχώρηση των ΝΑΤΟϊκών δυνάμεων από τα σύνορά της κ.λπ.), αλλά δηλώνει έτοιμος να συζητήσει θέματα περιορισμού οπλικών συστημάτων στην Ευρώπη. Δηλώνει βέβαιος ότι επίκειται ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, αλλά αναφέρεται και σε δυσκολίες συνεννόησης μεταξύ των χωρών του ΝΑΤΟ σχετικά με τη δυτική αντίδραση. Στην πραγματικότητα, η αμερικανική πολιτική στην Ουκρανία έχει εγκλωβιστεί στις αντιφάσεις της εποχής μας: οι ΗΠΑ οφείλουν να επιδείξουν πυγμή για να ανακτήσουν την υστεροφημία τους και το χαμένο έδαφος, ταυτόχρονα όμως αντιλαμβάνονται ότι η έκβαση μιας ανοικτής σύγκρουσης με τη Ρωσία όχι μόνο δεν είναι δεδομένη, αλλά πιθανότητα να οδηγήσει τη Μόσχα σε στενότερη συνεργασία με το Πεκίνο – που αποτελεί και τον μεγάλο στρατηγικό αντίπαλο των ΗΠΑ.
Μπροστά σε αυτά τα αδιέξοδα, καθίσταται πιο πιθανό το πολεμοκάπηλο κλίμα των ημερών να αποτελεί ένα προπέτασμα καπνού για επιβολή σοβαρότατων οικονομικών κυρώσεων σε βάρος της Ρωσίας. Τα σχετικά νομοθετήματα της αμερικάνικης Γερουσίας και η συζήτηση περί αποβολής της Ρωσίας από το παγκόσμιο σύστημα πληρωμών (Swift), θα σημάνουν οδυνηρές ζημιές πολλών δισεκατομμυρίων για τη ρωσική οικονομία. Αλλά ούτε αυτά είναι εύκολα και δεδομένα.
Βαθιά διχασμένη η Ε.Ε.
Δύο αντιφατικά γεγονότα αποτελούν την κορυφή του παγόβουνου του διχασμού της Ευρώπης. Το πρώτο είναι η επίσημη δήλωση της Κροατίας: «Σε περίπτωση που υπάρξει κλιμάκωση, θα αποσύρουμε μέχρι και τον τελευταίο Κροάτη από τις δυνάμεις του ΝΑΤΟ». Το δεύτερο είναι η αποπομπή του αρχηγού του γερμανικού Γενικού Επιτελείου Ναυτικού, ο οποίος δήλωσε ότι η Ρωσία χρειάζεται το σεβασμό της Δύσης.
Ο νέος Γερμανός καγκελάριος Σολτς, ετοιμάζει ταξίδι στις ΗΠΑ στις αρχές Γενάρη, αφού πρώτα επισκεφθεί τη Μόσχα, καθιστώντας σαφές ότι η Γερμανία διαφοροποιείται από τις ΗΠΑ στο ουκρανικό πρόβλημα. Μεγάλο μέρος του γερμανικού πολιτικού και οικονομικού κατεστημένου αντιλαμβάνεται ότι ένας πόλεμος στην καρδιά της Ευρώπης θα είναι καταστροφικός για τους σχεδιασμούς του. Ταυτόχρονα, και οι οικονομικές κυρώσεις, πέραν κάποιων ορίων, δεν μπορεί να είναι αποδεκτές. Οι ευρωπαϊκές χώρες έχουν ισχυρότατες οικονομικές σχέσεις με τη Ρωσία, και θα πληγούν σοβαρότατα από ένα αποκλεισμό της Ρωσίας από το παγκόσμιο σύστημα πληρωμών. Ταυτόχρονα, η βιομηχανία της κεντρικής Ευρώπης (και η θέρμανση των πολιτών της) κτυπά στο ρυθμό του ρωσικού φυσικού αερίου και η απειλή της Ρωσίας για πλήρη διακοπή της τροφοδοσίας της Ευρώπης δεν παίρνεται αψήφιστα. Από την πλευρά της, και η Γαλλία κάνει λόγο για αναζήτηση μιας διευθέτησης στην ουκρανική κρίση, δείχνοντας απροθυμία για κλιμάκωση της έντασης. Μένουν έτσι οι Βαλτικές χώρες και ορισμένοι εξωνημένοι πολιτικοί των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης που πρωταγωνιστούν στην πολεμική υστερία.
Όλα αυτά μαρτυρούν ότι το κλίμα έντασης θα συνεχιστεί, και θα επηρεάζεται καθοριστικά από τους οικονομικούς και γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς των δυτικών «υπέρμαχων των ελεύθερων επιλογών των λαών».
Του Σπύρου Παναγιώτου