Βελιγράδι, Απρίλιος 2010: ο Βλάντε ασπάζεται τη μητέρα του αδικοχαμένου Ντράζεν- αμήχανα, θλιμμένα υπομειδιάματα. Έπειτα, πλησιάζει τον τάφο του «Πέτρο»- η αίθουσα γεμίζει με δακρυόεντα πρόσωπα. Σκύβει και κάτι ψιθυρίζει- ένα χέρι καμωμένο από σαρκικό τίποτα αρπάζει την καρδιά μας και την πατάει μέχρι το άλγος να σκεπάσει τα πάντα.

Οι τίτλοι τέλους πέφτουν, μια περίεργη μεταλλική γεύση μένει στο στόμα των θεατών, συνοδευόμενη από ένα μη ειπωμένο, αλλά κρυστάλλινα καθαρό, «γιατί;». Γιατί, αφού οι δυο τους ήταν «Κάποτε αδέρφια»…

Αν, παρά το βάδισμα στις σκληρόπετσες ατραπούς της ζωής, διατηρείτε έστω και μια ικμάδα ανθρωπιάς μέσα σας, τότε είναι σχεδόν αδύνατο να μην συγκινηθείτε με το “Once Brothers”: το υπέροχο ντοκιμαντέρ του ESPN (2010) αναφέρεται στη φιλία δύο εκ των κορυφαίων Ευρωπαίων μπασκετμπολιστών στα χρονικά- του Ντράζεν Πέτροβιτς και του Βλάντε Ντίβατς- και αποτελεί ενδεχομένως το κορυφαίο επεισόδιο της μνημειώδους σειράς “30 for 30”.

Η ταινία, λειτουργώντας σαν ενδοφλέβια ένεση, περνά υποσυνείδητα στον οργανισμό μας το μήνυμα για την αναντίρρητη αξία της σύμπνοιας. Λαμβάνοντας υπόψη μας το κοινωνικό της μήνυμα, ας τη μιμηθούμε: οι νεότεροι ηλικιακά ρωτήστε τους μεγαλύτερους (που σίγουρα θα τα θυμούνται) να σας εξιστορήσουν εν συντομία τα γεγονότα του εμφυλίου πολέμου στη Γιουγκοσλαβία.

Σε αντάλλαγμα, μεταδώστε ψήγματα ηλεκτρονικής σοφίας στους υπέργηρους, διαδικτυακά, γονείς και παππούδες σας, που νομίζουν ότι το youtube είναι το νέο χάπι για την υπέρταση, και πατήστε το play για χάρη τους.

Ο ίδιος ο Ντίβατς αναλαμβάνει το ρόλο του αφηγητή: ξεκινά από το πρώτο επαγγελματικό συμβόλαιο που υπέγραψε στα 18 του χρόνια και μιλάει για τη διαρκώς αυξανόμενη λάμψη του Ντράζεν (που στα 15 του ήταν ήδη βασικό στέλεχος της αντρικής ομάδας της Sibenka).

Στη συνέχεια το φιλμ επικεντρώνεται στην κοινή πορεία των δύο τους στην εθνική ομάδα της Γιουγκοσλαβίας, η οποία- για τους μη γνωρίζοντες- στα μέσα της δεκαετίας του ογδόντα κόντευε να γκρεμίσει τη βιομηχανία του πορνό, μιας και τα παιχνίδια της μετά τα πρώτα δέκα λεπτά, εξελίσσονταν, συνήθως, σε τσόντα.

Με τα χρώματα της πατρίδας τους ήρθαν 3οι στο παγκόσμιο του 1986, ξανά 3οι (λόγω… Γκάλη) το 1987 στο Ευρωμπάσκετ, 2οι στους Ολυμπιακούς αγώνες του 1988,  και πρώτοι στο Ευρωμπάσκετ του Ζάγκρεμπ το 1989 και στο Παγκόσμιο της Αργεντινής το 1990.

Με την πάροδο των ετών, η μεταξύ τους φιλία ολοένα και δυνάμωνε, αγγίζοντας τα όρια της αδελφοποίησης. Μάλιστα, το 1989 και ο Ντίβατς και ο Πέτροβιτς μετακόμισαν στο NBA (σε Lakers και Blazers αντίστοιχα), πράγμα που τους έφερε ακόμα πιο κοντά.

Σε μία από τις συγκλονιστικότερες στιγμές της ταινίας- όσοι έχουν πατήσει έστω και μία φορά στη ζωή τους παρκέ το καταλαβαίνουν καλύτερα- ο Ντίβατς εξομολογείται πως θλιβόταν όταν άκουγε στο τηλέφωνο τον «αδερφό» του να τού λέει «Βλάντε, είμαι πολύ χαρούμενος: έβαλα δύο πόντους σήμερα».

Βλέπετε, ο Πέτροβιτς την πρώτη του χρονιά στο NBA είχε μπροστά του τον Drexler και τον Porter, οπότε αγωνιζόταν από καθόλου έως είναι-άραγε-ο-Πέτρο-στην-αποστολή;

Η αιφνίδια ρήξη στις σχέσεις τους ήλθε στο Παγκόσμιο του 1990 στο Μπουένος Άιρες: μετά τη λήξη του τελικού- που βρήκε τη Γιουγκοσλαβία θριαμβεύτρια- ένας οπαδός μπήκε στο γήπεδο κρατώντας μια σημαία της Κροατίας (η οποία από τότε επιθυμούσε την απόσχισή της από την ενωμένη Γιουγκοσλαβία).

Ο Ντίβατς την άρπαξε και την πέταξε μακριά, λέγοντας «Αυτή είναι μια νίκη της Γιουγκοσλαβίας». Αυτομάτως έγινε εθνικός ήρωας στη Σερβία, ενώ στην Κροατία μετετράπη σε εθνικό εχθρό.

Η κατάσταση επιδεινώθηκε στις αρχές του 1991, όταν οι Κροάτες με τους Σλοβένους αρνήθηκαν να αφοπλίσουν τις παραστρατιωτικές τους οργανώσεις (που ήταν η διαταγή της ομοσπονδιακής προεδρίας) και ο καταραμένος εμφύλιος ξεκίνησε.

Ο Κροάτης Κούκοτς θυμάται πως «Ο Βλάντε μας είχε δώσει το τηλέφωνό του και μας είχε πει να επικοινωνήσουμε μαζί του όταν θελήσουμε να βρεθούμε. Αλλά η κατάσταση ήταν περίεργη- οι οικογένειές μας και οι φίλοι μας που ήταν στο στρατό μας έλεγαν πως αν το κάνουμε, έχουμε τελειώσει γι’ αυτούς».

Ο, επίσης Κροάτης, Ράτζα (που οι τρίχες του κεφαλιού του διεξάγουν το δικό τους εμφύλιο, με μηδενικές πιθανότητες να επέλθει εκεχειρία και να πλησιάσουν οι δεξιές τρεις τις αριστερές δύο) θυμάται ότι «Οφείλαμε να διαλέξουμε πλευρές» και ο Ντράζεν, φύσει αποφασιστικότερος και ηγέτης, δήλωνε υπερήφανα το 1992 «Είμαι από την Κροατία!», διαφοροποιώντας τη θέση του από τον πιο ενωτικό Ντίβατς, στον οποίον ποτέ δε συγχώρεσε τη σκηνή με τη σημαία.

Με τον πόλεμο να συνεχίζεται και χιλιάδες αθώους να πεθαίνουν, ο συναισθηματικός (μόλις δείτε τα μάτια του, θα πειστείτε) Ντίβατς έκανε προσπάθειες να ρίξει γέφυρες με τον Πέτροβιτς, αλλά το μόνο που κατάφερνε ήταν να διαπιστώνει πως δε διέθετε τα κατάλληλα υλικά. Η φιλία τους ολοένα έχανε το χρώμα της, μέχρι που έφτασε να θυμίζει παλιά, κιτρινισμένη φωτογραφία. Και τότε…

Τότε ήρθε η ώρα για τα προκριματικά του Ευρωμπάσκετ του 1993. Ο Πέτροβιτς, αν και θα μπορούσε κάλλιστα να αρνηθεί, αποφάσισε να συμμετάσχει. Έπειτα από έναν αγώνα και λίγο πριν απογειωθεί το αεροπλάνο που θα μετέφερε την αποστολή, επικοινώνησε με την κοπέλα του.

Εκείνη του πρότεινε να γυρίσουν σπίτι με το αυτοκίνητο, ο Ντράζεν (τρελά ερωτευμένος, σύμφωνα με το μηδενικής σημασίας ρεπορτάζ της εποχής) δε θέλησε να της χαλάσει χατίρι κι έτσι επιβιβάστηκε στο Golf. Μάταια πίσω του ο Βράνκοβιτς τού έλεγε να γυρίσει στο αεροπλάνο, επειδή είχε, λέει, κακό προαίσθημα.

Έβρεχε. Η κοπέλα ήταν άπειρη οδηγός. Και ο Ντράζεν δε φορούσε ζώνη. Τουλάχιστον κοιμότανε και δεν κατάλαβε τίποτα όταν χώθηκαν κάτω από τις πίσω ρόδες της νταλίκας…

Ύστερα, οι σκηνές των δακρυσμένων συμπαικτών του στην κηδεία του μεγάλου Πέτροβιτς, ο Βράνκοβιτς με το Ράτζα που αδυνατούσαν να σταθούν όρθιοι, η μητέρα του («Ούρλιαζε για μισή ώρα ασταμάτητα. Σκεφτείτε αυτό…», θα πει εκ των υστέρων ο Ντίνο). Και κάπου εκεί, δίπλα στο φέρετρο, ένα μεγάλο κενό: αυτό που θα κάλυπτε ο γιγαντόσωμος Βλάντε: «Φοβήθηκα να πάω…»

Σχεδόν 20 χρόνια μετά: ο Ντίβατς επισκέπτεται τη μητέρα του Πέτροβιτς και τον αδερφό του Άζα. Στους δρόμους της Κροατίας όλοι τον κοιτούν, ακόμη, με μίσος. Ένας τον βρίζει. Η μητέρα, όμως, του επισημαίνει πως «Τότε, την πρώτη του χρονιά στο NBA, του στάθηκες καλύτερα απ’ ό,τι εγώ. Ήσασταν τόσο δεμένοι…».

Ο Βλάντε απλά νεύει. Ψελλίζει, κοιτώντας ένα πορτραίτο του Ντράζεν, «Για σας θα είναι πάντα νέος και όμορφος». Η μητέρα δακρύζει και φιλά απαλά το φυλαχτό στο λαιμό της- έχει το πρόσωπο του γιου της επάνω.

Έπειτα, το χιονισμένο τοπίο του νεκροταφείου. Ο Βλάντε προχωρά και στέκεται για πρώτη φορά πάνω από τον τάφο του άλλοτε αδερφού του. Αφήνει στο μάρμαρο μια φωτογραφία που δείχνει τους δυο τους, χαμογελαστούς, να πανηγυρίζουν την κατάκτηση του χρυσού μεταλλίου.

Και μετά, 7 λέξεις. Μια ετεροχρονισμένη, συμβολική νίκη της φιλίας απέναντι στα εμφύλια πυρά:

«Χαίρομαι που σε βλέπω ξανά, φίλε μου».

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

12 − three =