Στην Ελλάδα, η συγκοµιδή πάγωσε λόγω εξαιρετικών βροχών (>100 χιλιοστά), οι οποίες όµως περισσότερο ευνόησαν την υγεία του φυτικού κεφαλαίου, παρά την ελαιοπεριεκτικότητα της υπόλοιπης µισής σοδειάς που µένει ακόµη στα δέντρα. Μαζί µε την συγκοµιδή πάγωσε και η αγορά, αν και οι όποιες λίγες προσφορές του εµπορίου βελτιώθηκαν κατά 10 µε 30 λεπτά σε µέσους όρους συγκριτικά µε την περασµένη βδοµάδα, βοηθώντας κυρίως τα χαµηλά του εύρους παρά το χτίσιµο νέων κορυφών πάνω από τα 6 ευρώ για τα άριστα συµβατικά έξτρα. Ρεαλιστικά, η απόσταση στα θέλω παραγωγών και αγοραστών υπολογίζεται σε 1 με 1,5 ευρώ.
Όσον αφορά την ισπανική αγορά, είναι ευρέως αποδεκτό πως την αµέσως επόµενη περίοδο θα δούµε τα χαµηλά της σεζόν σε ένα πλήρως αντίστροφο σενάριο µε τη σεζόν 2023-2024. Φέτος, τα αποθέµατα έφτασαν οριακά µέχρι τέλος Οκτωβρίου, ενώ µε κάθε τρόπο (και έχει αξία να τονιστεί αυτό) η βιοµηχανία αρνήθηκε να δεσµευτεί σε µαζικές αγορές, προσφεύγοντας σε ευκαιριακές προµήθειες, αγοράζοντας λίγο-λίγο µήνα Νοέµβριο το φρέσκο ελαιόλαδο από παραγωγούς που καλλιεργούν µε εντατικές φυτεύσεις, σε τιµές που της επιτρέπουν να πλασάρει σήµερα ελαιόλαδο στα ράφια της λιανικής µε 7 και 8 ευρώ το λίτρο ή ακόµη και χαµηλότερα ενόψει Χριστουγέννων. Στις 11 ∆εκεµβρίου αναµένεται µε ενδιαφέρον το ισπανικό ισοζύγιο Νοεµβρίου, που θα ρίξει άπλετο φως για φρέσκα αποθέµατα και κατανάλωση. Η πρωτοπόρος του κλάδου Ισπανία, πάλι με επίσημα στοιχεία, αναμένει 17% αύξηση εγχώριας κατανάλωσης και 32% μεγέθυνση τονάζ την 2024/2025.
Από κει και πέρα, μετά τις πρώτες 10 μέρες έναρξης της μαζικής συγκομιδής, τα πρώτα στοιχεία αποδόσεων είναι μέτρια, με τις ελαιοπεριεκτικότητες σε μέσο όρο στο 16-17% έναντι 19% που υπολογίζει το ισπανικό υπουργείο Γεωργίας για να ικανοποιηθεί το σενάριο των 1,3 εκατ. τόνων και στην πράξη δεν αποκλείεται να παραχθούν τελικά κάτω από 1,2 εκατ. τόνοι. Βέβαια, σε παγκόσμιο επίπεδο, έστω και με την ευρωπαϊκή παραγωγή στο όριο των 2 εκατ. τόνων, η υποτιθέμενη εξωκοινοβουλευτική παραγωγή 650.000-700.000 τόνων έρχεται να θολώσει τα νερά στην αγορά, φέρνοντας την παγκόσμια σοδειά μάλλον κοντά στους 3,1 εκατ. τόνους.
Μακροοικονοµικά, η παραγωγή συνδέεται γραµµικά και θετικά µε την κατανάλωση, κάτι που όσοι έχουν χαρτοφυλάκιο και ευθύνες, το αναγνωρίζουν. Η καθαρή µείωση της κατανάλωσης την τελευταία διετία ίσα που άγγιξε το 12,5%, παρά τις ιστορικά υψηλές τιµές, όταν η παραγωγή την τελευταία διετία περιορίστηκε κατά 25%. Κοινώς, ο καταναλωτής αποδεικνύει συνεχώς ότι θέλει και µπορεί να πληρώσει ακριβότερα το ελαιόλαδο συγκριτικά με παλαιότερα χρόνια ώστε να ικανοποιηθούν όλοι οι κρίκοι της αλυσίδας αξίας, το θέµα είναι ποιος θα καρπωθεί αυτή την πρόθεση πληρωµής.
O διττός ρόλος του φορολογικού έτους για το ελαιόλαδο
Σύνδεση της σοδειάς µε το ανάλογο φορολογικό έτος, µε δυνατότητα τροποποιητικής δήλωσης δίχως πρόστιµο, ζητούν εδώ και αρκετά χρόνια οι παραγωγοί ελαιολάδου, µε το πρόβληµα των συντελεστών φορολόγησης να έρχεται ξανά στο προσκήνιο µετά από την περασµένη σεζόν µε τις υψηλές τιµές. Αγρότες που πούλησαν µήνα ∆εκέµβριο το 2023 στα υψηλά, είναι τώρα ουσιαστικά υποχρεωµένοι να πουλήσουν µέχρι τέλος του έτους σε ό,τι τιµή κι αν βρουν, ώστε να δείξουν έσοδα το 2024. «∆εν θέλουµε να πουλήσουµε στα 5 ή τα 5,5 ευρώ, δεν έχουµε το κόστος παραγωγής και πάνω απ’ όλα το κόστος ζωής των Ισπανών ή των Τυνήσιων. Ο κόσµος πλέον ξέρει ότι η αγορά µπορεί να πληρώσει τα 6-6,5 ευρώ στον αγρότη για καλό ελαιόλαδο» εξηγεί παραγωγός από τα Χανιά.