costas-lapavitsas

Του Κώστα Λαπαβίτσα*

Το Σχέδιο Πισσαρίδη ξεκινάει με την παρατήρηση ότι οι αναπτυξιακές επιδόσεις της χώρας μας την περίοδο 1981-2019 ήταν πολύ απογοητευτικές, περίπου 0,9% ετησίως. Η σύγκριση με την περίοδο 1961-1980, όταν η ανάπτυξη ήταν 6,5% ετησίως, είναι καταλυτική. Η Επιτροπή αντιλαμβάνεται την τεράστια αυτή διαφορά ως μια απόδειξη της αδυναμίας της Ελλάδας να αξιοποιήσει τις ευκαιρίες που πρόσφερε η ένταξη στην ΕΕ το 1981.

Η πιθανότητα να συμβαίνει το αντίθετο δεν απασχολεί καθόλου την Επιτροπή. Οποιοσδήποτε καλόπιστος οικονομολόγος βλέποντας τη σύγκριση θα σκεφτόταν ότι το θεσμικό πλαίσιο της ΕΕ και ΟΝΕ, αντί να προσφέρει ευκαιρίες, ίσως να συνέβαλε στην αντιστροφή της προηγούμενης αναπτυξιακής δυναμικής. Η ένταξη σηματοδότησε την απαρχή μιας αποτυχίας ιστορικού μεγέθους που θα καθορίσει την πορεία της Ελλάδας τις επόμενες δεκαετίες. Θα περίμενε κανείς ότι μια τόσο «βαριά» Επιτροπή θα είχε σημαντικά πράγματα να πει για το κεντρικό αυτό ζήτημα.

Το Σχέδιο Πισσαρίδη δεν κάνει τίποτε τέτοιο. Στην ουσία παραβλέπει τους διεθνείς περιορισμούς μέσα στους οποίους κινείται μια οικονομία μεσαίου μεγέθους, όπως η ελληνική. Θεωρεί ότι το πρόβλημα της χώρας μας είναι κατά κύριο λόγο εγχώριο και στρέφει την προσοχή του γνωστές «ελληνικές» αδυναμίες.

Μας πληροφορεί, λοιπόν, ότι η χαμηλή ανάπτυξη οφείλεται κυρίως στην χαμηλή συμμετοχή των παραγωγικών συντελεστών, δηλαδή της εργασίας και του κεφαλαίου, στην χαμηλή παραγωγικότητα, στην έλλειψη καινοτομίας, στην εσωστρέφεια, στο αναποτελεσματικό κοινωνικό κράτος και στις φτωχές περιβαλλοντολογικές επιδόσεις. Σε αυτά έγκειται το ελληνικό αναπτυξιακό πρόβλημα.

Πρόκειται για μνημείο προχειρότητας. Αλλά η προχειρότητα χαρακτηρίζει ολόκληρο το Σχέδιο και δεν χρειάζεται να πάει κανείς μακριά για να το διαπιστώσει. Μας λέει, για παράδειγμα, ότι η χώρα είχε επανέλθει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης το 2014, οι οποίοι όμως αντιστράφηκαν το 2015, καθώς επίσης ότι η πανδημία του κορωνοϊού ανέστρεψε βίαια την αναπτυξιακή δυναμική που εμφανίστηκε ξανά το 2019. Από πουθενά δεν προκύπτει ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Στο τέλος του 2019, πολύ πριν την εμφάνιση της πανδημίας, βασικοί μακροοικονομικοί δείκτες, όπως οι επενδύσεις και οι ροές κεφαλαίων, έδειχναν ότι η χώρα ετοιμαζόταν να μπει σε τεχνική ύφεση το 2020.

Με τέτοιου είδους ανάλυση, είναι πολύ φυσιολογικό οι θεραπείες που προτείνει το Σχέδιο να είναι απολύτως κοινότοπες. Η κεντρική ιδέα, αν μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει αυτόν τον όρο, είναι ότι η Ελλάδα έχει την δυνατότητα να ανεβάσει τον μέσο ρυθμό ανάπτυξης στο 3,5% ετησίως τα επόμενα χρόνια. Για να πετύχει αυτό το μεγάλο άλμα υπάρχουν δύο προϋποθέσεις. Πρώτον, να αυξηθεί η συμμετοχή της εργασίας, διευρύνοντας την απασχόληση ιδίως των γυναικών και των νέων. Για το σκοπό αυτό πρέπει να ελαφρυνθεί η επιβάρυνση της μισθωτής εργασίας, με μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, απάλειψη της εισφοράς αλληλεγγύης και μείωση του ανώτατου ορίου ασφαλιστέου εισοδήματος. Πρέπει επίσης υπάρξει μετάβαση από διανεμητικό σε κεφαλαιοποιητικό σύστημα επικουρικής σύνταξης.

Δεύτερον, να βελτιωθεί η παραγωγικότητα της εργασίας. Απαιτείται αύξηση των επενδύσεων σε πάγιο κεφάλαιο, ιδίως των ιδιωτικών, από τα σημερινά πολύ χαμηλά επίπεδα που μετά βίας ξεπερνούν το 10% του ΑΕΠ συνολικά. Η Επιτροπή προτείνει ευνοϊκή φορολογία των ιδιωτικών αποσβέσεων, αλλά και ενίσχυση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων. Εννοείται, βεβαίως, ότι η χώρα θα πρέπει να αξιοποιήσει τα περίφημα κονδύλια που ασμένως αναμένονται από την ΕΕ το 2021-23 και φυσικά να προσελκύσει Άμεσες Ξένες Επενδύσεις. Όλα αυτά θα γίνουν ενώ η χώρα θα τηρεί δημοσιονομική πειθαρχία, κρατώντας τα δημόσια έσοδα και δαπάνες σε ισορροπία με την προσδοκώμενη αύξηση του ΑΕΠ.

Παράλληλα η Ελλάδα θα πρέπει να γίνει περισσότερο «εξωστρεφής» αυξάνοντας τα ποσοστά εξαγωγών και εισαγωγών στο ΑΕΠ. Ενδεικτικό της ποιότητας της Έκθεσης είναι ότι η ίδια αναφέρει ότι τα κύρια εξαγωγικά προϊόντα της χώρας μας είναι τα πετρελαιοειδή, τα φάρμακα και πλακέτες αλουμινίου, δηλαδή βιομηχανικά προϊόντα. Όταν όμως προσπαθεί να εντοπίσει κλάδους και προϊόντα στα οποία η Ελλάδα θα μπορούσε να έχει συγκριτικό πλεονέκτημα, τότε καταλήγει στον ήλιο, στη θάλασσα, στον πολιτισμό και σε επιλεγμένα αγροτικά προϊόντα πολυτελείας. Η περιλάλητη «εξωστρέφεια» μεταφράζεται σε μια σειρά από κοινοτοπίες που ακούει κανείς σε πολλά καφενεία.

Παρόμοιες κοινοτοπίες, τέλος, κυριαρχούν στο μεγαλύτερο μέρος της Έκθεσης αφιερωμένο στις «μεταρρυθμίσεις», οι οποίες υποτίθεται ότι απαιτούνται στο θεσμικό πλαίσιο της χώρας, ώστε να επιτευχθεί το πολυπόθητο 3,5%. Ο κατάλογος είναι μακροσκελέστατος: να ολοκληρωθεί το κτηματολόγιο, να υπάρξει μεταβίβαση εξουσιών σε τοπικό επίπεδο, να υπάρξει βελτίωση του συστήματος δικαιοσύνης, να γίνει αναμόρφωση του συστήματος παιδείας, να προχωρήσει, η αναδιάρθρωση του συστήματος υγείας, κ.λπ., κ.λπ.

Ποιος θα μπορούσε ποτέ να διαφωνήσει ότι η χώρα μας (ή οποιαδήποτε άλλη χώρα) θα είχε όφελος από ένα πιο αποτελεσματικό σύστημα δικαιοσύνης, παιδείας και υγείας; Συνιστά «Σχέδιο Ανάπτυξης» μια τέτοια διαπίστωση που ακολουθείται από ατελείωτες εκθέσεις ιδεών; Έχουν οι συντάκτες της Επιτροπής συναίσθηση της διαφοράς ανάμεσα στο «πως θα μας άρεσε να είμαστε» και στο «πως θα φτάσουμε εκεί που μπορούμε»; Ένα πραγματικό σχέδιο ανάπτυξης δεν απεραντολογεί για το πρώτο ζήτημα. Απαντάει στο δεύτερο.

Ακόμη και μια γρήγορη ματιά αρκεί για να δείξει ότι το Σχέδιο Πισσαρίδη στον πυρήνα του είναι μια επανάληψη της ιδεοληπτικής προσέγγισης των «μεταρρυθμίσεων» κατά τη δεκαετία των μνημονίων. Όπως όλοι γνωρίζουμε πλέον, η προσέγγιση αυτή απέτυχε παταγωδώς να δημιουργήσει συνθήκες ταχύρρυθμης ανάπτυξης. Από δω θα έπρεπε να ξεκινήσει η Επιτροπή, αν ήθελε να πει κάτι πραγματικά χρήσιμο για τη χώρα.

Για να το κάνει όμως θα έπρεπε καταρχάς να προσφέρει εποπτεία του διεθνούς θεσμικού πλαισίου μέσα στο οποίο είναι υποχρεωμένη να κινείται η χώρα μας, ιδίως μετά την κρίση του 2007-9. Θα έπρεπε επίσης να πάει πολύ πιο πέρα από τα νεοκλασικά οικονομικά της προσφοράς, καθώς και τις ανώδυνες μορφές των θεσμικών οικονομικών, τα οποία έχει πλήρως υιοθετήσει. Η αναπτυξιακή στασιμότητα της χώρας μας μετά την κρίση της Ευρωζώνης έχει να κάνει κυρίως με τα οικονομικά της ζήτησης. Η ζήτηση βρίσκεται επίσης στον πυρήνα της γενικότερης «δομικής στασιμότητας» του σημερινού καπιταλισμού, όπως προκύπτει από τη σύγχρονη βιβλιογραφία.

Το προβληματικό διεθνές πλαίσιο

Η πορεία της ελληνικής οικονομίας καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από το περιβάλλον της ΕΕ και ειδικότερα της Ευρωζώνης. Η κανονικότητα της ΕΕ είναι πλέον τα μηδενικά (και αρνητικά) επιτόκια, οι αναιμικοί ρυθμοί ανάπτυξης, ο πληθωρισμός κάτω από τον στόχο και οι ασφυκτικοί περιορισμοί οικονομικής πολιτικής που ασκεί το μηδενικό επιτόκιο. Η ίδια κανονικότητα υπάρχει και στις ΗΠΑ, αλλά με κάποιες διαφορές λόγω της μοναδικής θέσης του δολαρίου στην παγκόσμια οικονομία. Ο κορωνοϊός επέφερε μεγάλο πλήγμα σε αυτή την κανονικότητα, αλλά για την ώρα τα μακροχρόνια αποτελέσματα δεν είναι ξεκάθαρα.

Στην ουσία βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την «ιαπωνοποίηση» των ώριμων καπιταλιστικών οικονομιών του πυρήνα της παγκόσμιας οικονομίας. Το αποτέλεσμα είναι ότι η νομισματική πολιτική αναγκαστικά υποχωρεί μπροστά στη δημοσιονομική πολιτική, γεγονός που έχει μεγάλη σημασία για την αναπτυξιακή δυναμική. Πρόκειται για ιστορική εξέλιξη που επιταχύνθηκε ραγδαία από την κρίση της πανδημίας. Το Σχέδιο Πισσαρίδη ούτε είδε, ούτε άκουσε τίποτε γι’ αυτές τις εξελίξεις.

Για να γίνω πιο συγκεκριμένος, η αναπτυξιακή πορεία μιας οικονομίας εξαρτάται από τις σύνθετες σχέσεις ανάμεσα στον ιδιωτικό τομέα και τη δημοσιονομική πολιτική της κυβέρνησης. Οι επενδυτικές αποφάσεις των εταιρειών συναρτώνται άμεσα με την ύπαρξη επαρκούς ζήτησης για τα προϊόντα τους, πράγμα που επίσης συναρτάται με το επίπεδο απασχόλησης. Αν η απασχόληση είναι χαμηλή, τότε και η επένδυση θα είναι χαμηλή γιατί λείπει η ζήτηση. Στον σημερινό καπιταλισμό η δημοσιονομική πολιτική είναι καθοριστική για την απασχόληση και το επίπεδο της ζήτησης, άρα και για τις ιδιωτικές επενδύσεις. Το αποτέλεσμα της λιτότητας και της «δημοσιονομικής πειθαρχίας» είναι μακροχρόνια υποχώρηση της αναπτυξιακής δυναμικής, παρά την ύπαρξη κερδοφορίας για το ιδιωτικό κεφάλαιο.

Την προηγούμενη δεκαετία η ΕΕ πλήρωσε πανάκριβα την περιοριστική δημοσιονομική πολιτική με καταβύθιση των ιδιωτικών επενδύσεων. Η Ελλάδα χτυπήθηκε βαρύτερα από κάθε άλλη χώρα με πλήρη επενδυτική κατάρρευση. Η εκτίμηση της Επιτροπής ότι η δημοσιονομική προσαρμογή της Ελλάδας ήταν επιτυχημένη είναι εκτός τόπου και χρόνου. Η αρνητική επίδραση της βίαιης δημοσιονομικής προσαρμογής θα είναι πολύ μεγάλη σε βάθος χρόνου γιατί έπληξε το δυνητικό ΑΕΠ της Ελλάδας. Πρόκειται για ιστορική καθίζηση, πανωλεθρία ορατή δια του γυμνού οφθαλμού, η οποία όφειλε να είναι το πρώτο ζητούμενο της Επιτροπής Πισσαρίδη.

Το πρόβλημα της χαμηλής παραγωγικότητας που τόσο απασχολεί τους συντάκτες της Έκθεσης, οι οποίοι αναζητούν τις αιτίες του στις γνωστές «ελληνικές» αδυναμίες της πλευράς της προσφοράς, σχετίζεται άμεσα με την πλευρά της ζήτησης. Το φαινόμενο είναι παγκόσμιο. Μετά το 2007-9, οι οικονομίες της ΕΕ και των ΗΠΑ σφραγίστηκαν από χαμηλή παραγωγικότητα, σε μεγάλο βαθμό λόγω της χαμηλής ζήτησης από την περιστολή των πραγματικών μισθών, ενώ τα κέρδη των επιχειρήσεων αυξήθηκαν κατακόρυφα. Κυριάρχησε ένας άρρωστος χρηματιστικοποιημένος καπιταλισμός με χαμηλά επιτόκια, δημοσιονομική πειθαρχία, χαμηλούς μισθούς, χαμηλή παραγωγικότητα, χαμηλό πληθωρισμό και χαμηλή ανάπτυξη, αλλά παράλληλα με υψηλή κερδοφορία. Τα φαινόμενα ήταν έντονα στις χώρες της ΟΝΕ και ιδιαίτερα στην Ελλάδα, που αποτελεί μια ολόκληρη κατηγορία αποτυχίας από μόνη της.

Στα χρόνια που ακολούθησαν την υιοθέτηση του κοινού νομίσματος, η χώρα έχασε τεράστιο μέρος της ανταγωνιστικότητάς της. Αδυνατώντας να προχωρήσει σε υποτίμηση του νομίσματος για να αντιμετωπίσει τις εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες που προκάλεσε η κρίση του 2007-9 και η κρίση της Ευρωζώνης που ακολούθησε το 2010-13, η Ελλάδα προχώρησε σε βαθύτατη εσωτερική υποτίμηση. Το αποτέλεσμα ήταν δραματική συστολή της ζήτησης και τεράστια ανεργία. Η κερδοφορία ανέκαμψε, αλλά το πλήγμα στο δυνητικό ΑΕΠ και στον μηχανισμό συσσώρευσης και ανάπτυξης ήταν τεράστιο. Τα μνημόνια όχι μόνο δεν βελτίωσαν τις αναπτυξιακές δυνατότητες της Ελλάδας, όπως φαντάζονταν οι υπερασπιστές τους, αλλά τις καταβαράθρωσαν.

Τι απαιτείται;

Μόνο με θαύμα θα πετύχει η Ελλάδα ρυθμούς ανάπτυξης 3,5% ετησίως με βάση το Σχέδιο Πισσαρίδη. Η οικονομία της χώρας βρίσκεται σε τέλμα μέσα σε ένα πολύ δύσκολο διεθνές πλαίσιο. Για να υπάρξει ανάπτυξη απαιτούνται θαρραλέες τομές στην εγχώρια κοινωνική ισορροπία, αλλά και τις διεθνείς σχέσεις της χώρας.

Μετά την είσοδο στην ΕΕ, η Ελλάδα μπήκε σε διαδικασία χαμηλής και στρεβλής ανάπτυξης. Η υιοθέτηση του ευρώ το 2001 οδήγησε σε έντονα φαινόμενα «υποδεέστερης χρηματιστικοποίησης» της Ελλάδας, παρόμοια με άλλες χώρες της Νότιας Περιφέρειας. Η ελληνική οικονομία πάσχει από υπερδιόγκωση του τομέα των υπηρεσιών, αδυναμία του δευτερογενούς τομέα, καθώς και έλλειμμα παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας στη γεωργία. Για τους ίδιους λόγους δεν μπορεί να ανταγωνιστεί διεθνώς και έχει μεγάλη εξάρτηση από τις εισαγωγές, ιδίως στα κεφαλαιουχικά αγαθά. Η εκτόξευση του δημόσιου χρέους ήταν απόρροια αυτών των μακροοικονομικών εξελίξεων.

Η Ελλάδα αντιμετωπίζει επίσης συστηματικό κενό αποταμιεύσεων, το οποίο πήρε ακραίες μορφές μετά την είσοδο στην ΟΝΕ. Υπάρχει αρνητική καθαρή αποταμίευση μετά το 2005, δηλαδή στην ουσία η χώρα δεν αναπληρώνει καν το κεφαλαιουχικό της δυναμικό. Το επενδυτικό κενό είναι γιγαντιαίο, τουλάχιστον 20 δις το χρόνο. Μόνο κάποιος που δεν έχει καμία συναίσθηση της παγκόσμιας αγοράς μπορεί να πιστεύει ότι το κενό αυτό θα μπορούσε πότε να καλυφθεί από Άμεσες Ξένες Επενδύσεις, ή από τα περιλάλητα κονδύλια της ΕΕ. Χωρίς συστηματική και δυναμική κινητοποίηση των εγχώριων πόρων δεν θα μπορέσει η Ελλάδα να μπει στην επενδυτική πορεία που απαιτείται για ταχύρρυθμη ανάπτυξη.

Τα χρόνια των μνημονίων επέφεραν βαριά επιδείνωση. Καμία δομική αδυναμία δεν θεραπεύθηκε. Αντίθετα, όπως ειπώθηκε παραπάνω, η βάρβαρη περιστολή της ζήτησης έπληξε δομικά την αναπτυξιακή δυναμική της χώρας. Το χρέος και η ανάγκη εξυπηρέτησής του έδεσαν χειροπόδαρα τη δημοσιονομική πολιτική. Αν προσθέσουμε και την καταστροφή του τραπεζικού συστήματος, το οποίο είναι πλέον απολύτως ανίκανο να στηρίξει τις επενδύσεις και την ανάπτυξη, το αναπτυξιακό πρόβλημα της χώρας γίνεται ακόμη μεγαλύτερο.

Το χειρότερο από όλα είναι φυσικά η μαζική μετανάστευση του καλά εκπαιδευμένου εργατικού δυναμικού σε μια χώρα που γερνάει χρόνο με το χρόνο. Η Ελλάδα έχει βρεθεί για τα καλά στην περιφέρεια της ΕΕ, με μια οικονομία που στηρίζεται στον τουρισμό, με ολόκληρες περιοχές να ερημώνονται πληθυσμιακά και χωρίς να μπορεί ο δημόσιος τομέας να απορροφήσει τις πιέσεις στην αγορά εργασίας, όπως έκανε στο παρελθόν. Ο κορωνοϊός είναι η χαριστική βολή. Αναπόφευκτα το πλήγμα στην οικονομία θα είναι πολύ χειρότερο στη χώρα μας από την υπόλοιπη Ευρώπη, με βαρύτατες επιπτώσεις στη φτώχεια και την ανεργία.

Για να σταθεί ξανά η Ελλάδα στα πόδια της χρειάζεται ένα πραγματικό ανάπτυξης που θα αναγνωρίζει το διεθνές πλαίσιο και θα βασίζεται στη σύγχρονη οικονομική θεωρία και βιβλιογραφία. Η παραγωγικότητα και η ανάπτυξη εξαρτώνται από τις συνθήκες ζήτησης, όπως και από τους μηχανισμούς χρηματοδότησης/πίστωσης. Η αύξηση της παραγωγικότητας έρχεται μέσα από τεχνολογική αλλαγή που προκύπτει από αλλαγές στα μερίδια κόστους εργασίας και κεφαλαίου. Όταν πιέζεται το κεφάλαιο, τότε καινοτομεί. Το ζήτημα είναι να προσδιοριστεί η πορεία των πραγματικών μισθών και το κόστος μετάβασης των νέων τεχνολογιών ώστε να επιτευχθεί η άνοδος της παραγωγικότητας.

Όσο για τις εξαγωγές, ο ήλιος, η θάλασσα και ο πολιτισμός, όχι μόνο είναι χαμηλής προστιθέμενης αξίας, αλλά συνεισφέρουν ελάχιστα στις δυνατότητες της Ελλάδας να αυξήσει την πολυπλοκότητα των εξαγωγών της. Η χώρα εξάγει ένα πλέγμα αγαθών κυρίως μεσαίας τεχνολογίας και εισάγει το σύνολο σχεδόν των κεφαλαιουχικών αγαθών υψηλότερης τεχνολογίας. Για να υπάρξει εξισορρόπηση αυτής της κατάστασης απαιτείται δημόσια παρέμβαση με στοχευμένες επενδύσεις και στήριξη συγκεκριμένων κλάδων. Απαιτούνται επίσης διαμεσολαβητικοί θεσμοί, για παράδειγμα, μια σειρά ινστιτούτα (όσα δεν κατέστρεψε η Τρόικα), όπως γίνεται σε τόσες άλλες χώρες του κόσμου. Αυτή θα ήταν όντως στήριξη της «εξωστρέφειας». Τα υπόλοιπα είναι ευχολόγια κι ελαφρές κουβέντες.

Μέσα στο ζοφερό αυτό πλαίσιο και κατά παράδοξο τρόπο, ο κορωνοϊός προσφέρει μια νέα ευκαιρία στην Ελλάδα γιατί άλλαξε βίαια το ευρύτερο θεσμικό πλαίσιο της ΕΕ. Οι αλλαγές είναι εντυπωσιακές και δημιουργούν δυνατότητα για διαφορετική πορεία και για τη χώρα μας.

Συγκεκριμένα, η ΕΚΤ έχει σταδιακά μετεξελιχθεί σε μια αναγνωρίσιμη εκδοχή της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ και της Ιαπωνικής Κεντρικής Τράπεζας, απορροφώντας τεράστιο όγκο κρατικών χρεογράφων. Στην ουσία η ΕΚΤ έχει εκμηδενίσει τα σπρεντ στα επιτόκια κρατικού δανεισμού. Ξαφνικά βρέθηκε ακόμη και η Ελλάδα να δανείζεται με αρνητικά επιτόκια. Ταυτόχρονα υπήρξε άρση του Συμφώνου Σταθερότητας επιτρέποντας πρωτοφανή χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής σε ολόκληρη την ΕΕ. Η ελληνική κυβέρνηση θα μπορέσει να διατηρήσει μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα το 2020-21.

Υπήρξε επίσης άρση των ελέγχων στον ανταγωνισμό και στην κρατική βοήθεια προς τις επιχειρήσεις, με άμεση δυνατότητα συστηματικής στήριξης της βιομηχανίας, πράγμα που έχει εκμεταλλευτεί κυρίως η Γερμανία. Τέλος, υιοθετήθηκε το Σχέδιο «Ευρώπη – Νέα Γενιά» παρέχοντας δημοσιονομικές μεταβιβάσεις χρηματοδοτημένες με από κοινού δανεισμό. Δεν πρόκειται επ’ ουδενί για βροχή δισεκατομμυρίων, όπως και εσκεμμένα και αφελώς λέγεται στη χώρα μας, αλλά σίγουρα είναι ένα σημαντικό βήμα που δείχνει τις αλλαγές που επιτελούνται στη ΕΕ.

Το ευρύτερο περιοριστικό πλαίσιο της ΕΕ και της ΟΝΕ δεν έχει φυσικά εκλείψει. Θα υπάρξει έντονη διαπάλη όταν περάσει η υγειονομική κρίση και τεθεί θέμα θεσμικής ανασύνταξης της νομισματικής ένωσης. Αλλά δεν θα είναι εύκολο για τους υποστηρικτές της λιτότητας να επιβάλλουν επιστροφή στους σκληρούς κανόνες της προηγούμενης δεκαετίας. Στο πλαίσιο αυτό το αναπτυξιακό πρόβλημα της Ελλάδας απαιτεί νέους χειρισμούς. Η χώρα πρέπει να δράσει κυρίαρχα παίρνοντας πρωτοβουλίες για να προστατεύσει την οικονομία της, τον λαό της και τη νεολαία της.

Χρειάζεται πραγματικό σχέδιο ανάπτυξης που θα αρχίσει να απαντάει στα προβλήματα που αναφέρθηκαν παραπάνω. Σχέδιο που θα βασίζεται σε μια νέα σχέση δημόσιου και ιδιωτικού τομέα προωθώντας θεσμούς που θα αλλάξουν την κοινωνική ισορροπία υπέρ του λαϊκού και εργατικού στοιχείου. Έχει καίρια σημασία το επόμενο διάστημα να υπάρξει ουσιαστική δημόσια συζήτηση για το πως θα πρέπει η χώρα μας να διαμορφώσει πολιτική τομών ώστε να μπει σε τροχιά ανάπτυξης. Η κυβέρνηση της ΝΔ δυστυχώς δεν έχει τίποτε να προσφέρει, όπως δείχνει και η Έκθεση Πισσαρίδη που παράγγειλε. Το πεδίο είναι ανοιχτό για νέες και ριζοσπαστικές προτάσεις.

*Ο Κώστας Λαπαβίτσας είναι Έλληνας οικονομολόγος, καθηγητής της Σχολής Ανατολικών και Αφρικανικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Λονδίνου και πολιτικός.

blank

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

7 − 4 =