Ζήσιμος  Χ.  Συνοδινός, Ιστορικός – Αρχειονόμος
Ιστορικό Αρχείο Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος

Οικονομία και στρατηγικές του τραπεζικού κεφαλαίου στα Ιόνια Νησιά.
Η΄ ΔΙΕΘΝΕΣ ΠΑΝΙΟΝΙΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ,  Κύθηρα, 21-25 Μαΐου 2006

Εισαγωγή

Από τα μέσα του 19ου αιώνα ο χώρος των Επτανήσων αποτέλεσε πεδίο έντονου ανταγωνισμού μεταξύ των μεγαλύτερων τότε τραπεζών, της Εθνικής και της Ιονικής, λόγω του εκχρηματισμένης οικονομίας των νησιών, που οφειλόταν κυρίως στις εξαγωγές, στα μεγάλα οικονομικά κέντρα της Ανατολής και της Δύσης, των εμπορευματικών προϊόντων τους, της σταφίδας, του λαδιού και του κρασιού, και στη συγκέντρωση κεφαλαίων από τη ναυτιλία[1]. Λίγο αργότερα, με τη συγκυριακή ακμή της αμπελουργίας, την ποσοτική αύξηση του εξαγωγικού εμπορίου των Ιόνιων νησιών και την περαιτέρω ανάπτυξη των οικονομιών τους[2], θα εκδηλωθεί επίσης ενδιαφέρον από διάφορους κύκλους κεφαλαιούχων-τραπεζιτών της ομογένειας. Κανείς όμως δεν θα μπορέσει τότε να πλήξει την κυρίαρχη θέση της Ιονικής στην περιοχή, η οποία, εξοπλισμένη από την εποχή της Αγγλοκρατίας με το εκδοτικό προνόμιο, είχε συστήσει υποκαταστήματα στα τρία μεγαλύτερα προσοδοφόρα νησιά, κέντρα εξαγωγικού και διαμετακομιστικού εμπορίου, αναπτύσσοντας επιτυχώς την εμπορική και αγροτική πίστη, παρεμβαίνοντας δυναμικά στα αναπτυγμένα δίκτυα των εμπόρων-τοκιστών και διαμορφώνοντας τα επιτόκια σε λογικό όριο.

Φυσικά το ενδιαφέρον και οι βλέψεις των τραπεζών εστιάζονταν στην εκμετάλλευση των αγορών των τριών ή τεσσάρων μεγαλύτερων νησιών, όπου η αξιόλογη γεωργική παραγωγή τους και η συνακόλουθη εμπορική τους κίνηση μπορούσε να δικαιολογήσει ανάλογες επενδύσεις του τραπεζικού κεφαλαίου. Ούτε λόγος όμως να γίνεται για τις μικρές, ασήμαντες σχεδόν, αγορές των μικρότερων ή άγονων νησιών, όπως της Ιθάκης των Παξών και των Κυθήρων. Εδώ συνέχισαν να υφίστανται οι γνωστές παραδοσιακές σχέσεις δανεισμού και υπαγωγής-εξάρτησης του αγροτικού πληθυσμού στους εύπορους κτηματίες και εμπόρους.

«Μετά την Ένωσιν… τα εισοδήματα των κατοίκων της νήσου -γράφει ένας Κυθήριος μελετητής- ήσαν πάντοτε περιορισμένα, ώστε δεν ηδύναντο οι κάτοικοι να ανταποκρίνονται εις τας δαπάνας ταύτας και ως εκ τούτου οι πλείστοι τούτων ηναγκάζοντο να συνάπτουν δάνεια παρά των τοπικών χρηματιστών με βαρείς σχετικώς τόκους. Υποκαταστήματα τραπεζών δεν ελειτούργουν ακόμη εις την νήσον. Η τοιαύτη επιβάρυνσις επέφερεν οικονομικήν δυσπραγίαν, το Κράτος πτωχόν και με επιβεβαρυμένα τα δημόσια οικονομικά δεν ηδύνατο ν’ ανακουφίση οικονομικώς τον λαόν διά γεωργικής πολιτικής και δημοσίων έργων…»[3]

Στις αρχές όμως του 20ού αιώνα, με την ανακίνηση του ζητήματος λειτουργίας τραπεζών στα Επτάνησα, η Εθνική Τράπεζα θα καταφέρει, μετά από πολύχρονες επίμονες προσπάθειες,  να εδραιώσει την παρουσία της στην περιοχή, ιδρύοντας υποκαταστήματα στις πρωτεύουσες των επτά νησιών, θέτοντας σταδιακά την Ιονική στο περιθώριο.

Κατά τον μεσοπόλεμο και άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα θα διεισδύσουν στην επτανησιακή αγορά κυρίως για να επωφεληθούν από τη συσσώρευση αδρανών μεταναστευτικών κεφαλαίων και ξένου συναλλάγματος, χωρίς όμως οι περισσότερες να διαθέσουν πόρους για να ενισχύσουν τον παραγωγικό αγροτικό τομέα.

Θα επιχειρήσουμε παρακάτω να παρουσιάσουμε την τραπεζική δραστηριότητα στα Κύθηρα και τις επιδράσεις της στην τοπική οικονομία από τις αρχές του 20ού αιώνα μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, εστιάζοντας κυρίως στη δράση της Εθνικής Τράπεζας μέσα από πρωτογενή στοιχεία που απόκεινται στο Ιστορικό Αρχείο της, το σημαντικότερο οικονομικό αρχείο στην Ελλάδα που τεκμηριώνει όλη τη μακρόχρονη ιστορία του πρώτου πιστωτικού ιδρύματος της χώρας από την ίδρυσή του, το 1841, μέχρι σήμερα. Ως επί το πλείστον, το κρίσιμο υλικό επικεντρώνεται στους ετήσιους απολογισμούς της Τράπεζας και στις επίσημες εκθέσεις των επιθεωρητών του τοπικού υποκαταστήματος Κυθήρων της περιόδου 1905-1939[4].

Η επέκταση της Εθνικής Τράπεζας στα Επτάνησα

Στις αρχές του 20ού αιώνα, σε μια ευνοϊκή συγκυρία για τον χρηματοπιστωτικό τομέα, η Εθνική Τράπεζα εξέρχεται ενισχυμένη μέσω των διαδικασιών του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου, συγκροτώντας έναν πανίσχυρο θεσμό στο οικονομικό και πολιτικό σύστημα της χώρας, ο οποίος μετασχηματίζεται για να ανταποκριθεί αποτελεσματικά στις νέες πραγματικότητες της ελληνικής οικονομίας. Με περιορισμένο σημαντικά το βάρος του δημοσίου χρέους στο ενεργητικό της και με αυξημένη πλέον ρευστότητα είναι σε θέση να διαθέσει περισσότερους πόρους για τη χρηματοδότηση της οικονομίας, να ολοκληρώσει την επέκτασή της στον ελληνική περιφέρεια, να παρέμβει δυναμικά στην αγορά εξωτερικού συναλλάγματος, να επιβάλει το τραπεζογραμμάτιό της και να ανταγωνιστεί σε όλους τους τομείς τις άλλες εμπορικές τράπεζες[5].

Στο πλαίσιο αυτό, το 1905, μετά από σαράντα πέντε χρόνων προσπάθειες, θα επιτύχει να εγκατασταθεί στον Επτανησιακό χώρο[6]. Με αντάλλαγμα όμως την απόκτηση, από το 1920, του αποκλειστικού προνομίου κυκλοφορίας του τραπεζογραμματίου της σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια, θα υποχρεωθεί να συστήσει υποκαταστήματα σε όλα τα νησιά, ακόμη και στα λιγότερο προσοδοφόρα. Σύμφωνα λοιπόν με το νόμο ΒΩΞ΄/17.3.1903[7], που απορρέει από τη σύμβαση μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και Ε.Τ.Ε. της 28.2.1903, ιδρύονται το 1905 υποκαταστήματα στα έξι νησιά, αφού στη Λευκάδα λειτουργούσε ήδη μονάδα της Τράπεζας από τον Απρίλιο του 1900[8].

Την 1.7.1905 εγκαινιάζουν τις εργασίες τους τα υποκατάστημα Κέρκυρας, Κεφαλονιάς, Ζακύνθου και Κυθήρων, ενώ από τις 22.10.1905 θα λειτουργήσουν τα υποκαταστήματα Ιθάκης και Παξών[9].

Η εγκαθίδρυση μονάδων στις πρωτεύουσες όλων των νησιών αποτελεί σημαντικό βήμα επέκτασης της Εθνικής στη συγκεκριμένη αγροτική περιφέρεια, σε μια περίοδο γενικευμένης κρίσης όπου η γεωργική παραγωγή, η βιοτεχνία και το εμπόριο των Επτανήσων  δοκιμάζονται σκληρά λόγω της μεγάλης πτώσης των τιμών των αγροτικών προϊόντων. Η Τράπεζα θα ενισχύσει την τοπική οικονομία, επεκτείνοντας τις βασικές εργασίες της: εμπορική και αγροτική πίστη, τοκοχρεολυτικά δάνεια, χορηγήσεις σε δημόσιους και δημοτικούς φορείς. Αυτή όμως η επέκταση διαφέρει από νησί σε νησί και έχει να κάνει με την υιοθέτηση συγκεκριμένων κριτηρίων, που συνδέονται με τις τοπικές οικονομικές, εμπορικές και αγροτικές ιδιομορφίες και τη συμπεριφορά των επιμέρους πελατών. Η παρουσία της θα συνδεθεί αναπόφευκτα με την αύξηση των εισροών χρήματος στην περιοχή, την ενίσχυση της αγροτικής πίστης καθώς και τη στήριξη κάποιων αναπτυξιακών έργων που έχουν αναλάβει αυτήν την εποχή οι δήμοι και τα λιμενικά ταμεία των μεγαλύτερων νησιών (στρώση οδικών δικτύων, κατασκευή νέων λιμανιών ή διεύρυνση των παλαιών), αν και τα στοιχεία αποδεικνύουν ότι η Εθνική προσβλέπει όχι τόσο στον αγροτικό δανεισμό και την ενίσχυση εμπόρων και παραγωγών, όσο στην αξιοποίηση του εκχρηματισμένου οικονομικού περιβάλλοντος (εμπορική-ναυτιλιακή κίνηση, εισροή στα νησιά μεγάλων ποσών μεταναστευτικών εμβασμάτων, υψηλές σχετικά καταθέσεις, αφθονία ξένου συναλλάγματος κλπ.) στη διακίνηση του τραπεζογραμματίου της και στον εκσυγχρονισμό των πιστωτικών σχέσεων.

Από την άλλη μεριά η ανταγωνίστρια Ιονική δεν είχε πλέον καμία διάθεση επέκτασης στην περιοχή, αφού έβλεπε τα κέρδη της να μειώνονται και οι μεγάλες προοπτικές της να ανοίγονται ανατολικότερα, στην υπό βρετανική κατοχή  Αίγυπτο.

Παραγωγική δραστηριότητα και κοινωνικοοικονομική δομή στα Κύθηρα

Μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η γεωργία συνεχίζει να αποτελεί τον βασικότερο τομέα της επτανησιακής οικονομίας, με την ανάπτυξη της οποίας είναι συνδεδεμένη η εμπορική δραστηριότητα τόσο στο εσωτερικό του κάθε νησιού ή μεταξύ των νησιών, όσο και με την πλησιέστερη ηπειρωτική Ελλάδα αλλά και με τα μεγάλα οικονομικά κέντρα του εξωτερικού.

Τα Κύθηρα, πετρώδες και ορεινό νησί με πολλές κοιλάδες, περιορισμένο και κατακερματισμένο καλλιεργήσιμο χώρο, δεν διέθεταν παραγωγή ευγενών εξαγώγιμων προϊόντων, σταφίδας και κρασιού, των οποίων η αυξημένη εξωτερική ζήτηση έδινε τον ιδιαίτερο τόνο ανάπτυξης στα μεγαλύτερα νησιά. Με χαμηλή στρεμματική απόδοση και  μικρή παραγωγή αγροτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων (λαδιού, κρασιού, δημητριακών, οπωροκηπευτικών, καρπών, αιγοπροβάτων κ.ά.), χωρίς ναυτιλία, κάπως απομονωμένα, τοποθετημένα στο περιθώριο ουσιαστικά του Ιόνιου νησιωτικού χώρου, ήταν μακριά από τους καθιερωμένους θαλάσσιους δρόμους και τα βασικά κέντρα εμπορίας του Ιονίου∙ χωρίς μάλιστα αξιόλογο λιμένα ήταν δυσπρόσιτα όχι μόνον για τα μεγάλα ευρωπαϊκά εμπορικά πλοία αλλά σχεδόν και για τα εγχώρια ιστιοφόρα και ατμόπλοια.

Μέχρι τα τέλη σχεδόν του 19ου αιώνα η συνολική γεωργική παραγωγή με την εποχική εργασία των κατοίκων εκτός του νησιού έτεινε προς την αυτάρκεια, ενώ η μικρή εμπορική του κίνηση σχετιζόταν με την εισαγωγή ή τη διάθεση ειδών πρώτης ανάγκης και ιματισμού καθώς και με την εξαγωγή κυρίως του πλεονάσματος του λαδιού, ορισμένων καρπών (αμυγδάλων, σύκων), και λίγων χιλιάδων μικρών και μεγάλων ζώων. Όμως αυτή ακριβώς την εποχή η εξάντληση των περιθωρίων επέκτασης του καλλιεργημένου χώρου, η πτώση των τιμών των αγροτικών προϊόντων, η αύξηση του πληθυσμού και η μεγάλη υπερπόντια έξοδος οδήγησαν, συνδυαστικά ή μεμονωμένα, σε κάθετη πτώση όλη την πρωτογενή παραγωγική δραστηριότητα του νησιού. Τον 20ό αιώνα το μόνο προϊόν που σχετικά αφθονούσε ήταν το καλής ποιότητας λάδι (γύρω στις 350.000-400.000 οκάδες ετήσια παραγωγή κατά μέσον όρο), το πλεόνασμα του οποίου (το 1/3 της παραγωγής) προωθούνταν στην αγορά του Πειραιά[10], αφού τις μεγάλες αγορές του εξωτερικού εξασφάλιζαν μόνον η Κέρκυρα, η Κεφαλονιά και η Ζάκυνθος που είχαν σημαντική παραγωγή, μεγάλα λιμάνια και μόνιμες εμπορικές συναλλαγές. Υποτυπώδης  χαρακτηρίζεται και η βιοτεχνική-βιομηχανική υποδομή του νησιού που μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο περιελάμβανε δύο δεκάδες ελαιοτριβεία και αλευρόμυλους, σαπωνοποιείο και κεραμοποιείο.

Ως προς την επιβίωση των κατοίκων ο παραγόμενος σμιγός (αναμιγμένο σιτάρι και κριθάρι) και τα υπόλοιπα δημητριακά δεν επαρκούσαν πλέον για τη διατροφή. Έτσι κάθε χρόνο γινόταν εισαγωγή αλεύρων περί τις 450.000 οκάδες. Εισάγονταν ακόμη αποικιακά, όσπρια, ρύζι, υφάσματα και άλλα είδη πρώτης ανάγκης, διατροφής και ιματισμού.

Το 1930 ο διακεκριμένος λόγιος, εκδότης της Κυθηραϊκής Επιθεωρήσεως και Γυμνασιάρχης  στο Γυμνάσιο Κυθήρων, Σπυρίδων Στάθης επεσήμαινε χαρακτηριστικά στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια ότι «η νήσος κατήντησε να μη είναι αυτάρκης εις ουδέν γεωργικόν προϊόν, πλην του ελαίου και του αμυγδάλου, μετά δυσκολίας δε και του οίνου…»[11].

Επίσης η εξεύρεση εποχικής εργασίας των κατοίκων στις πλησιέστερες ακτές της Πελοποννήσου, την Κρήτη ή στα παράλια της Μικράς Ασίας ήταν συνηθισμένο φαινόμενο. Το ίδιο και η μετανάστευση και η σημαντική υπερπόντια έξοδος, που σημάδεψαν καθοριστικά την οικονομικοκοινωνική δομή και τη γενικότερη εξέλιξη των Κυθήρων ίσως περισσότερο από τα υπόλοιπα Επτάνησα. Είναι γνωστές οι πάλαι ποτέ ακμάζουσες παροικίες των Κυθηρίων στη Σμύρνη και στην Αίγυπτο, όπως και εκείνες που συνεχίζουν την παράδοση τις Η.Π.Α. και την Αυστραλία, ενώ από τα τέλη του 19ου αι. αρκετοί Κυθήριοι είχαν εγκατασταθεί μόνιμα στην Αθήνα και τον Πειραιά[12]. Και ενώ στα άλλα νησιά μετά το 1922 σημειώνεται μια πληθυσμιακή ανάκαμψη μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, τα Κύθηρα συνεχίζουν να έχουν αρνητικούς ρυθμούς. Μάλιστα η πληθυσμιακή αφαίμαξη του νησιού συνεχίστηκε έντονα μέχρι και τις μέρες μας[13], ενώ το 1940 οι μόνιμοι κάτοικοί του είχαν ήδη μειωθεί 40% περίπου από τις αρχές του αιώνα. (Συνολικός πληθυσμός των Κυθήρων με βάση τις επίσημες απογραφές του ελληνικού κράτους, 1896: 12.306 κάτοικοι, 1907: 13.112, 1920: 9.702, 1928: 9.092, 1940: 8.178 κάτοικοι).

Ως προς την κοινωνικοοικονομική του δομή, το νησί χαρακτηρίζεται από τον κατακερματισμό της ιδιοκτησίας (μικροί αγροτικοί κλήροι) και τα συστήματα ποικίλης καλλιέργειας της γης για περισσότερη αυτάρκεια. Παρά την επιβίωση ως ένα βαθμό ορισμένων στοιχείων του παρελθόντος, όπως το σύστημα των αγροληπτικών συμβάσεων, το οποίο διαμορφώνει ένα μοντέλο σχέσεων εξάρτησης-υπαγωγής των καλλιεργητών στους πλούσιους κτηματίες[14], το επικλινές, ανώμαλο και πετρώδες έδαφος του νησιού γενικά δεν ευνόησε τη μεγάλη ιδιοκτησία, ενώ οι νέες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες μετά την Ένωση, οι πληθυσμιακές έξοδοι, οι πόροι του μεταναστευτικού συναλλάγματος που εισέρεαν από τις αρχές του 20ού αιώνα, σε συνδυασμό με τις αδήριτες ανάγκες της αυτοκατανάλωσης και τον παραδοσιακό, «αρχέγονο» τρόπο εκμετάλλευσης της γης, συνέτειναν στην ανάπτυξη και επέκταση της μικροϊδιοκτησίας.

«Το έδαφος των νήσων τούτων –γράφει στην έκθεσή του για τα Κύθηρα και Αντικύθηρα, το 1923, ο επιθεωρητής της Εθνικής Τράπεζας Ν. Δρεπανόπουλος- είναι μάλλον πετρώδες και ξηρόν πλην του Κέντρου της νήσου των Κυθήρων όπου τα υπάρχοντα σχετικώς εκτεταμένα οροπέδια και κοιλάδες καλλιεργούνται. Η καλλιεργουμένη αύτη έκτασις ανέρχεται εις 35.000 έως 40.000 περίπου στρέμματα, άπαντα ιδιόκτητα κατά τμήματα 3-30 στρεμμάτων… Περιθώρια χέρσων εκτάσεων δεν υπάρχουσι διότι χάρις εις την φιλαργίαν των Κυθηρίων εχρησιμοποιήθη πάσα καλλιεργήσιμος έκτασις…»[15]

Επικαλούμαστε επίσης την έγκυρη γνώμη του Σπυρίδωνος Στάθη, ο οποίος επεσήμαινε στις αρχές της δεκαετίας του 1930:

«…Η μεγάλη πλειοψηφία των κατοίκων αποτελεί πληθυσμόν μικροαστικόν, έχοντα ιδιοκτησίαν τινά. Διά του εισοδήματος της ιδιοκτησίας ταύτης και διά της προσωπικής του εργασίας, συνισταμένης εις την καλλιέργειαν των κτημάτων ή την εξάσκησιν τέχνης τινός ή επαγγέλματος, συντηρείται ο πληθυσμός ούτος κατά το μάλλον ή ήττον ανέτως. Πολλαί οικογένειαι, αντί διά της εργασίας των να συμπληρούν το εκ της ιδιοκτησίας των εισόδημα, δέχονται παρά των μεταναστευσάντων μελών των χρηματικά εκ του εξωτερικού εμβάσματα, με τα οποία συντηρούνται χωρίς να εργάζωνται. Μέσοι αστοί δυνάμενοι να ζήσουν ανέτως εκ του εισοδήματος της περιουσίας των υπάρχουν ολίγοι, αποκτήσαντες τας περιουσίας των εις το εξωτερικόν ως επί το πολύ. Μεγαλοαστός ουδείς εν τη νήσω υπάρχει. Ακτήμονες (προλετάριοι), αποζώντες μόνον εκ της εργασίας των δύο των χειρών ή της πνευματικής των τοιαύτης, ολίγοι επίσης υπάρχουν. Εκ των 2.000 οικογενειών της νήσου αι 1.700 περίπου ανήκουν εις μικροαστούς, αι 200 εις μέσους αστούς και αι 100 εις ακτήμονας…»[16]

Γενικά η οικονομική ανάπτυξη του νησιού τον 20ό αιώνα συνδέεται άρρηκτα με την υπερπόντια έξοδο, τη μετανάστευση στις Η.Π.Α. και την Αυστραλία. Τα εισερχόμενα εμβάσματα, «συντελούντος του λιτοδιαίτου των κατοίκων και του κατ’ εξοχήν αποταμιευτικού αυτών πνεύματος», έφεραν οικονομική ανακούφιση, συνέτειναν στο να εξοφληθούν παλιά χρέη, να αποδεσμευτούν ενυπόθηκες περιουσίες, να αγοραστούν αγροκτήματα από ακτήμονες χωρικούς, να αναβαθμιστεί ο κατοικημένος χώρος, ενώ μέρος της χρηματικής ρευστότητας επενδύθηκε σε κοινωφελή έργα υποδομής: κατασκευή οδικού δικτύου, ανέγερση σχολείων, δημοτικών κτιρίων κ.ά. Επήλθε έτσι μεγάλη βελτίωση στο  επίπεδο διαβίωσης των κατοίκων που, σε συνδυασμό με τις νέες ιδέες που έφερναν οι επαναπατριζόμενοι, συνέβαλε ως ένα βαθμό στον εκσυγχρονισμό της τοπικής κοινωνίας, και στη χειραφέτηση του φρονήματος των χωρικών.

Η δραστηριότητα της Εθνικής Τράπεζας στα Κύθηρα

Η μονάδα της Εθνικής Τράπεζας στα Κύθηρα ιδρύεται την εποχή ακριβώς της μεταναστευτικής άνθισης. Εδρεύει στη Χώρα του νησιού και από την αρχή διευθύνεται από τον Διονύσιο Καλούτση, μια σημαντική προσωπικότητα που επί είκοσι πέντε περίπου χρόνια σφράγισε με την παρουσία της το έργο του τοπικού υποκαταστήματος.

Καταγόμενος «εκ μιας των αρχαιοτέρων και καλλιτέρων οικογενειών της νήσου», έντιμος, ευφυής και δραστήριος, τέλειος γνώστης προσώπων και πραγμάτων της περιφέρειάς του, λόγω της προηγούμενης επιτυχημένης καριέρας του στο ιατρικό επάγγελμα, κατάφερε με την εργατικότητά του και το κύρος του να συμβάλει στην οικονομική ενίσχυση του τόπου του. Οι αυστηροί μάλιστα επιθεωρητές της Τράπεζας τού καταλογίζουν και ορισμένες υπηρεσιακές, τραπεζικές «παρεκκλίσεις»: για υπερβάσεις στις γεωργικές πιστώσεις, ανοχή στις καθυστερήσεις πληρωμής δόσεων των αγροτικών δανείων (φερέγγυων όμως πιστούχων), μη επιβάρυνσή τους με έξοδα κ.ά., συμπεριφορές που αναμφισβήτητα σχετίζονταν με τις καλές του προθέσεις, τα συναλλακτικά ήθη και την ψυχολογία των συμπατριωτών του.

Η μεγάλη οικία του Διον. Καλούτση νοικιάσθηκε από την Εθνική για να στεγάσει το υποκατάστημα, ενώ τον Διευθυντή πλαισίωνε και τριμελές Συμβούλιο αποτελούμενο από τον νομικό σύμβουλο του υποκαταστήματος, τον τοπικό συμβολαιογράφο και έναν κτηματία[17].

Οι τακτικοί διαχειριστικοί έλεγχοι των περιφερειακών μονάδων της Ε.Τ.Ε. από έμπειρα στελέχη του Τμήματος επιθεώρησης έχουν αφήσει ένα πλούσιο υλικό με πολύτιμα στοιχεία για την οικονομία και την κοινωνία της ελληνικής επαρχίας του 19ου και 20ού αιώνα, αφού οι επιθεωρητές της Τράπεζας δεν περιορίζονταν μόνο στην τυπική παράθεση των οικονομικών αποτελεσμάτων του κάθε υποκαταστήματος, αλλά κατέγραφαν την «σύνθεσιν των οικονομικών δυνάμεων της περιφερείας» και τη γενικότερη «πλουτολογική κατάσταση» του τόπου δικαιοδοσίας του. Από το 1911 και εξής μάλιστα, την εποχή της Διοίκησης του Ιωάννη Α. Βαλαωρίτη, ξεκινάει μια ενδελεχής αποτίμηση της γεωργικής παραγωγής της χώρας, με πληροφορίες που συγκεντρώνει το Τμήμα Επιθεώρησης από εκθέσεις των επιθεωρητών και των διευθυντών των μονάδων, πριν ακόμη ξεκινήσει το κράτος τις επίσημες γεωργικές απογραφές[18].

Εξετάζοντας, μέσα από τους ετήσιους Ισολογισμούς και τις επίσημες εκθέσεις των επιθεωρητών της Ε.Τ.Ε., την εξέλιξη των εργασιών του τοπικού υποκαταστήματος Κυθήρων την περίοδο 1905-1939, παρατηρούμε:

– Οι εργασίες ενεργητικού του υποκαταστήματος παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα: οι εμπορικές προεξοφλήσεις κυμαίνονται μεταξύ του 0,5-3,5% των συνολικών προεξοφλήσεων της Ε.Τ.Ε. στα Επτάνησα, ενώ οι χορηγήσεις στους γεωργοκτηματίες μεταξύ 1-15%. Γενικά οι τοποθετήσεις της Τράπεζας στο νησί δεν ξεπέρασαν ποτέ το 2,4% των συνολικών πιστώσεων που διατέθηκαν στα Επτάνησα αυτήν την περίοδο, σε έναν πληθυσμό που αντιπροσώπευε κατά μέσον όρο το 5% των Ιόνιων νησιών. Το ποσοστό αυτό μάλιστα ξεκίνησε από πολύ χαμηλότερα ποσοστά, γύρω στο 0,6% και μετά από μια περίοδο ανόδου, από το 1920 κ.ε. κατήλθε ακόμη περισσότερο, γύρω στο 0,5%, για να παραμείνει σε  «αναξίας λόγου τοποθετήσεις».

– Καμία κίνηση δεν παρατηρείται στο υποκατάστημα για δάνεια σε Δήμους, λιμενικά ταμεία, νομικά πρόσωπα κλπ., λογαριασμός που την πρώτη εικοσαετία του 20ού αιώνα παρουσιάζει στα Επτάνησα αξιοσημείωτη κίνηση (περίπου 5 εκατομμύρια δρχ.) ή χορηγήσεις προς αγροτικούς συνεταιρισμούς, μετά το 1915, αφού στα Κύθηρα, λόγω των μικρών καλλιεργητικών αναγκών των κατοίκων, δεν αναπτύχθηκε η συνεταιριστική ιδέα[19].

– Οι εργασίες παθητικού του υποκαταστήματος (καταθέσεις όψεως, ταμιευτηρίου, συναλλάγματος, άτοκες καταθέσεις σημειώνουν αύξουσα κίνηση, από 2,2% στο σύνολο των Επτανήσων το 1906, ξεπερνούν το 8% το 1927, ενώ το 1921 οι Κυθήριοι κατέχουν πάνω από το 10,3% των εντόκων γραμματίων Εθνικής Αμύνης που αγοράσθηκαν στα Ιόνια νησιά.

– Οι μεσολαβητικές εργασίες (μεταφορές κεφαλαίων, πληρωμή επιταγών συναλλάγματος, διάθεση τίτλων του δημοσίου, δραχμοποίηση ξένων νομισμάτων κ.ά.) σημειώνουν όλα αυτά τα χρόνια αξιόλογη κίνηση, αν και μετά τη μεγάλη οικονομική κρίση οι έντονοι ρυθμοί τους πέφτουν.

Οι παράγοντες που συνδέονται με τις συγκεκριμένες εξελίξεις των προηγούμενων μεγεθών είναι πολλαπλοί, ενώ για τις τοποθετήσεις του υποκαταστήματος ασήμαντο ρόλο άσκησαν οι όποιες καθυστερήσεις των εμπορικών προεξοφλήσεων και των αγροτικών χορηγήσεων καθώς και οι προβλέψεις για την επόμενη σοδειά.

Προς το τέλος της δεύτερης δεκαετίας του 20ού αιώνα αρκετές οικογένειες του νησιού, έχοντας εξασφαλίσει μια άνετη διαβίωση από τις έντοκες τοποθετήσεις και λοιπές προσόδους των χρηματικών πλεονασμάτων που απεκόμιζαν με τη σκληρή εργασία των μελών τους στις Η.Π.Α. και την Αυστραλία, με την επιθυμία «δημιουργίας ησυχωτέρας και υπό καλλιτέρους όρους ζωής», εγκαταλείπουν τη συστηματική καλλιέργεια της γης τους, προτιμώντας «ερασιτεχνικώς και μόνον διά την κατά το δυνατόν πλήρωσιν των οικογενειακών αναγκών ν’ ασχολούνται εις ταύτην»[20].

Στα αργούντα κεφάλαια και την αυξημένη ρευστότητα στο νησί οφείλεται κατά μεγάλο μέρος και η μικρή απορροφητικότητα των γεωργικών τοποθετήσεων του τοπικού υποκαταστήματος της Ε.Τ.Ε., που αντιμετωπίζει πλέον και ιδιώτες ανταγωνιστές. Αναφέρουμε χαρακτηριστικά ότι το 1921 ο εγκεκριμένος πιστωτικός κατάλογος του υποκαταστήματος, που αφορούσε τους εμπόρους των Κυθήρων, περιελάμβανε 38 πιστούχους με συνολικό περιθώριο πιστώσεων 618.000 δρχ., από το οποίο είχαν απορροφηθεί 167.000 δρχ., δηλαδή μόνον το 27%. Στον αντίστοιχο κατάλογο των γεωργοκτηματιών η κατάσταση ήταν χειρότερη: ενώ αναφέρονταν 1.136 πιστούχοι δικαιούχοι συνολικών πιστώσεων ύψους 807.700 δρχ., τα χορηγηθέντα ποσά περιορίζονταν στις  42.738 δρχ., μόλις δηλαδή στο 5,3% των προς διάθεση πιστώσεων. Το 1923 επίσης από το συνολικό εγκεκριμένο ποσό των 714.000 δρχ. για το εμπόριο είχαν διατεθεί σε εμπόρους πιστούχους 221.000 δρχ. ενώ στους γεωργοκτηματίες μόνον 24.000 δρχ. από τα περιθώρια των 730.000 δρχ.[21]

«Είναι γεγονός -γράφει στην έκθεσή του ο επιθεωρητής ης Ε.Τ.Ε. Ν. Δρεπανόπουλος-  ότι η δυσαναλογία μεταξύ των εγκεκριμένων πιστώσεων και των σημερινών χορηγήσεων δέον ν’ αποδοθή εις το ότι τόσον οι έμποροι όσον και [οι] γεωργοκτηματίαι, ιδίως ούτοι, δεν προσέρχονται ίνα δανεισθώσι λόγω της οικονομικής των ευρωστίας ήτις καλύπτει τελείως τας περιωρισμένας ανάγκας του μικρού άλλως τε κύκλου των εργασιών των. Πλην τούτου και όταν εξαιρετικαί περιπτώσεις ταμειακής δυσχερείας παρουσιασθώσιν διά τινας λόγω αγοράς κτημάτων ή εντατικωτέρας καλλιεργείας, το δεύτερον σπανίως μέχρι τούδε από του 1911 και εντεύθεν συνέβη, αύται καλύπτονται διά δανείων εκ μέρους ευπόρων χωρικών δανειζόντων εν μια υπογραφή και τόκω 5 έως 6% ετησίως…»[22]

Στις εκθέσεις των επιθεωρητών διαφαίνεται η αγωνία τους πώς η Τράπεζα θα ανταποκριθεί πληρέστερα στις πραγματικές ανάγκες της τοπικής οικονομίας και στην πιστοληπτική ικανότητα των παραγωγών της περιοχής, π.χ. με την ανανέωση των πιστωτικών καταλόγων, ώστε στη δύσκολη αυτή φάση «να μην παύσει έστω και ο σπάνιος συγχρωτισμός των αγροτών προς το Υπ/μα». Υπολογίζουν στην αναβάθμιση του πιστωτικού ρόλου της τοπικής μονάδας έστω συγκυριακά, αφού διαβλέπουν ότι ακόμη και οι εύποροι αγρότες, λόγω της επένδυσης των πλεονασμάτων τους σε προθεσμιακούς τίτλους,  θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν ευκαιριακά προβλήματα ρευστότητας[23].

Από τα παραπάνω αποδεικνύεται ότι ορισμένες φορές στο επίπεδο του μικρού γεωγραφικού χώρου δεν υπάρχει διστακτικότητα, άρνηση ή αδυναμία της Τράπεζας να διαθέσει πόρους, λόγω της μεγάλης απορρόφησής τους από το ελληνικό δημόσιο, όπως έχει γραφεί από μερικούς μελετητές[24].

Από το 1918 το τοπικό υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας σταδιακά μετατρέπεται σε μονάδα παθητικών εργασιών (καταθέσεων), αποκομίζοντας κέρδη σχεδόν αποκλειστικά από ορισμένες μεσολαβητικές εργασίες όπως πληρωμή επιταγών εξωτερικού, μεταφορές κεφαλαίων, αγορά ξένου συναλλάγματος  κλπ.

Πτώση της συνολικής αγροτικής παραγωγής του νησιού, συμπεριλαμβανομένης και της ελαιοπαραγωγής, λόγω εγκατάλειψης των καλλιεργειών. Ούτε συνεταιριστικό κίνημα.

Την πρόσκαιρη έλλειψη εργατικών χεριών κάλυψαν οι εγκατασταθέντες πρόσφυγες μετά τη Μικρασιατική καταστροφή οι οποίοι προσπάθησαν, χωρίς όμως επιτυχία, να εισαγάγουν και την καλλιέργεια του καπνού στο νησί.

Η φορολόγηση των τόκων των καταθέσεων έστρεψε τους κατοίκους σε επένδυση των διαθεσίμων τους σε έντοκα γραμμάτια του δημοσίου ή σε ομολογίες εθνικών δανείων που είχαν μεγαλύτερη τότε απόδοση. Το 1923 οι Κυθήριοι κατείχαν έντοκα γραμμάτια αξίας περίπου 5,5 εκατομμυρίων δρχ.

Η αγορά συναλλάγματος παρουσιάζει αξιόλογη κίνηση. Στην αρχή ελέγχεται σε μεγάλο μέρος της από το τοπικό υποκατάστημα της Ε.Τ.Ε., αργότερα με την αύξηση των εισροών και τη ραγδαία άνοδο της τιμής του εξωτερικού συναλλάγματος εμπορικοί αντιπρόσωποι άλλων τραπεζών (Εμπορικής, Βιομηχανίας, Λαϊκής, Αγγλοαμερικανικής, Εθνικής Οικονομίας) και διάφοροι κερδοσκόποι που πρότειναν καλύτερες τιμές, αλλά κυρίως η παρέμβαση της Τράπεζας Αθηνών, που ίδρυσε το 1924 πρακτορείο στον Ποταμό, περιόρισαν τα κέρδη της Εθνικής στο προσοδοφόρο αυτό πεδίο.

Μάλιστα οι ανταγωνιστές Τράπεζα Αθηνών και Αγγλοαμερικανική με πρακτορεία στον Ποταμό (που είχε αναδειχθεί στο μεγαλύτερο εμπορικό κέντρο του νησιού λόγω της θέσης του, της κυριακάτικης του  εμποροπανήγυρης και της γειτνίασής του με τον όρμο της Αγ. Πελαγίας, ενώ η Χώρα σταδιακά παρήκμαζε), προσέλκυαν τις περισσότερες καταθέσεις σε συνάλλαγμα, αφού είχαν τη δυνατότητα να το στέλνουν στο εξωτερικό, ενώ το υποκατάστημα δεν μπορούσε να εκδίδει επιταγές «επί του εξωτερικού».

Η Τράπεζα Αθηνών υπήρξε και ο μεγάλος ανταγωνιστής της Ε.Τ.Ε., η πρώτη μοντέρνα μεγάλη τράπεζα καταθέσεων, η οποία προσέλκυσε πανελλαδικά μεγάλο μέρος των ιδιωτικών καταθέσεων, συμπεριλαμβανομένων και των μεταναστευτικών πλεονασμάτων.

Μέχρι το 1931 το τοπικό υποκατάστημα της Ε.Τ.Ε. κατάφερε να τριπλασιάσει τις καταθέσεις του∙ στο γεγονός συνετέλεσε και η πτώση των τραπεζών Αγγλοαμερικανικής και Θεσσαλίας, ενώ το νεοϊδρυθέν πρακτορείο στο Ποταμό συνέβαλε σε περαιτέρω συγκέντρωση των ιδιωτικών καταθέσεων, με αποτέλεσμα το 1935 η Εθνική να συγκεντρώνει ποσοστό 70,7% των συνολικών καταθέσεων του νησιού που υπολογίζονταν σε 70 περίπου εκατομμύρια δραχμές.

Τότε έχουμε την κορύφωση της οικονομικής ευφορίας του νησιού («η καλλιτέρα μέχρι τότε οικονομική περίοδος»), με αξιόλογη συσσώρευση πόρων, δυστυχώς ανενεργών[25].

Μετά το 1931 λόγω της διεθνούς κρίσης ανακόπτονται οι ρυθμοί των εισερχόμενων πόρων από το μεταναστευτικό συνάλλαγμα.

Όμως η κερδοσκοπική δράση με το συνάλλαγμα των μικρών τραπεζών του μεσοπολέμου δεν άφησε ανεπηρέαστη και τη μικρή αγορά των Κυθήρων. Αρκετοί κάτοικοι του νησιού είδαν τις αποταμιεύσεις τους να χάνονται μαζί με τις πτωχεύσασες τράπεζες, όπως η Αγγλοαμερικανική (1924-1929) και η Τράπεζα Θεσσαλίας (1921-1929). Κατά μία πληροφορία, μόνον από την κατάρρευση της Αγγλοαμερικανικής απωλέσθηκαν καταθέσεις των Κυθηρίων ύψους 5 εκατομμυρίων δρχ. ή 12.500 χρυσών λιρών[26].

Οι επιθεωρητές δεν παραλείπουν να αναφερθούν μερικές φορές και στο έργο του επισιτισμού του πληθυσμού που είχαν αναλάβει τα τοπικά υποκαταστήματα της ΕΤΕ τον μεσοπόλεμο, όπως το 1923, όπου επισημαίνεται η ενοικίαση πρόσθετης αποθήκης για να αερίζονται καλύτερα οι σάκοι αλεύρων και η έγκαιρη διακίνησή τους στις κοινότητες του νησιού ώστε να αποφευχθεί αλλοίωση του περιεχομένου τους[27].

Αναμφισβήτητα η παρουσία της Εθνικής Τράπεζας στα Κύθηρα συνέβαλε αποφασιστικά στον εκσυγχρονισμό των πιστωτικών δομών, στη διεύρυνση του εμπορίου και της νομισματικής κυκλοφορίας και στη γενικότερη οικονομική ανάπτυξη του νησιού κατά τα πρώτα δέκα χρόνια λειτουργίας του τοπικού υποκαταστήματος, παρά τη σχετικά περιορισμένη χρηματοδότηση του παραγωγικού τομέα της γεωργίας, ενώ από το 1918 και στο εξής διευκόλυνε στην αξιοποίηση των συγκεντρωμένων αργούντων κεφαλαίων από το μεταναστευτικό συνάλλαγμα. Έτσι η μονάδα της Τράπεζας στην πρωτεύουσα του νησιού, μαζί με το Πρακτορείο στον Ποταμό από το 1932, από παραγωγική σταδιακά μετατρέπεται σε κατάστημα καταθέσεων «εξυπηρετήσεως Κεφαλαίων απεχόντων από δραστηριωτέρας και ωφελιμοτέρας διά την Κοινωνίαν ενεργείας», διοχετεύοντας τις εισροές από το μεταναστευτικό συνάλλαγμα σε άλλες περιοχές εκτός του νησιού.

[1] Για το θέμα βλέπε στις πιο σύγχρονες μελέτες, Ευάγγελος Πρόντζας, «Τραπεζική δικαιοταξία και κεφαλαιούχοι στο Ιόνιο Κράτος (1833-1864)» στο Κέντρο Μελετών Ιονίου, Το Ιόνιο Κράτος, 1815-1864. Πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου (Κέρκυρα, 21-24 Μαΐου 1998), επιμ. Παναγιώτα Μοσχονά, Αθήνα 1997, σ. 391-422. PhilipL. Cottrell, «FoundingaMultinationalFinancial Enterprise: IonianBank, 1833-1849» στοKostasP. Kostis (edit.),The Creators and the Creation of Banking Enterprises in Europe from the 18th to the 20th Century,Alpha Bank Historical Archives, Αθήνα 2002, σ. 57-128. Επίσης Θ.[ανάσης] Κ.[αλαφάτης] – Ζ.[ήσιμος] Σ.[υνοδινός], «Η παρουσία της Εθνικής Τράπεζας στα Επτάνησα 1860-1914» στην έκδοση του Ιστορικού Αρχείου της Ε.Τ.Ε. Ιωάννης Α. Βαλαωρίτης 1855-1914. Διοικητής της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος 1911-1914, Αθήνα 2000, σ. 47-57 και Ζήσιμος Χ. Συνοδινός, «Η ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα και το πιστωτικό σύστημα. Ο ανταγωνισμός των τραπεζών Εθνικής και Ιονικής τον 19ο αιώνα» στα υπό έκδοση πρακτικά του Συνεδρίου Η ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα, 1864-2004, που διοργανώθηκε από την Ακαδημία Αθηνών και τη Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων τον Φεβρουάριο του 2004.

[2] Υπολογίζονται συνήθως τα τρία μεγαλύτερα νησιά, Κέρκυρα, Κεφαλονιά και Ζάκυνθος, που αποτελούν το κρίσιμο μέγεθος, δευτερευόντως η Λευκάδα και ελάχιστα τα υπόλοιπα μικρά νησιά.

[3] Ιωάννης Π. Κασιμάτης, Από την παλαιά και σύγχρονη Κυθηραϊκή ζωή. Θρύλοι, παραδόσεις και χρονικά του Κυθηραϊκού λαού, Αθήνα 1957, σ. 188.

[4] Ιστορικό Αρχείο Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Ι.Α./Ε.Τ.Ε.), Α1Σ4Υ1, Ελληνικοί Απολογισμοί  Ε.Τ.Ε. και Α1Σ29Υ2, Εκθέσεις επιθεωρητών υποκαταστημάτων.

[5] Βλ. Χρήστος Χατζηιωσήφ, «Η μπελ επόκ του κεφαλαίου», στο Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα, τόμ. Α1: Οι απαρχές 1900-1922, Αθήνα [1999], σ. 319-320. Κώστας Π. Κωστής, με τη συνεργασία Γιώργου Κωστελένου, Ιστορία της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, 1914-1940, Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα 2003, σ. 45-50, 72-73 κλπ.

[6] Μια πρώτη προσπάθεια εγκατάστασης υποκαταστήματος της Ε.Τ.Ε. στην Κέρκυρα (1872-1881) είχε εγκαταλειφθεί λόγω πενιχρών αποτελεσμάτων, βλ. Ιωάννης Α. Βαλαωρίτης 1855-1914, ό.π., σ. 50-51.

[7] Βλ. ΦΕΚ Α΄ αρ. 45/ 17.3.1903, σ. 101-104 και  Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, Απολογισμός του έτους 1903, Αθήνα 1904, σ. ε΄-ιβ΄.

[8] Η ίδρυση υποκαταστήματος της Εθνικής Τράπεζας στη Λευκάδα το 1900, σε ένα νησί που δεν είχε αναπτυχθεί η ανταγωνίστρια Ιονική, οφειλόταν σε πρωτοβουλία του λευκαδίτη Ιωάννη Α. Βαλαωρίτη, υποδιοικητή τότε της Ε.Τ.Ε.

[9] Ι.Α./Ε.Τ.Ε., Α1Σ5Υ1Β27, Ε.Τ.Ε., Συλλογή των προς τα Υποκαταστήματα Εγκυκλίων του έτους 1905, Αθήνα 1906.

[10] Φυσικά αυτή η ποσότητα ήταν ασήμαντη συγκριτικά με εκείνη των τεσσάρων μεγάλων νησιών. Γύρω στα 1920 οι επιθεωρητές της Ε.Τ.Ε. καταγράφουν ετήσια κατά μέσον όρο παραγωγή λαδιού σε οκάδες, Κέρκυρα: 15.450.000 οκάδες, Κεφαλονιά: 1.200.000, Ζάκυνθος: 1.100.000, Λευκάδα: 1.040.000. Σημειωτέον ότι στην ελαιοπαραγωγή, που είναι από τις πιο ευπαθείς, παρατηρούμε μεγάλες αυξομειώσεις κατ’ έτος: η αναμενόμενη καλή σοδειά σύντομα μπορούσε να αποδειχθεί πολύ φτωχή. Το ίδιο ασταθείς ήταν και οι τιμές του λαδιού. Στη μείωση του κινδύνου από την πτώση των τιμών οφειλόταν, εκτός των άλλων, και η ίδρυση στα Επτάνησα αξιόλογων σαπωνοποιείων.

[11]Βλ. Σπ. Στάθης, Κύθηρα. Λήμμα στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια Παύλου Δρανδάκη, τόμ. ΙΕ΄, σ. 340.

[12]«Η δυσμενώς δυσανάλογος προς τον αριθμόν των Κυθηρίων καλλιεργήσιμος έκτασις της νήσου, αναφέρει ο επιθεωρητής της Ε.Τ.Ε. Άγγελος Πάλλης το 1921, ηνάγκασε τούτους από των αρχαιοτάτων χρόνων, όπως αποδημώσιν εις τας πλησίον χώρας της Πελοποννήσου, της Κρήτης, και αυτής ακόμη της Μικράς Ασίας, ένθα προσέφερον την εργασίαν των κατά τας εποχάς της καλλιεργείας και συγκομιδής των γεωργικών προϊόντων, επιστρέφοντες εις την ιδιαιτέραν των πατρίδα μετά το πέρας των γεωργικών εργασιών μετά μικρού χρηματικού αποθέματος, χρησιμεύοντος προς κάλυψιν του ελλείμματος του δυσμενούς εμπορικού των ισοζυγίου. Η ως ανωτέρω περιοδική κατ’ έτος αποδημία των Κυθηρίων μετετράπη εις ισχυρόν ρεύμα μεταναστεύσεως εις Αμερικήν και Αυστραλίαν από του έτους 1900, όπερ παρέσυρε μέχρι σήμερον προς το απέραντον πεδίον εργασίας του Νέου κόσμου υπέρ τας 10.000 Κυθηρίων και εις Αυστραλίαν περί τας 3.000.
Η διά της μεταναστεύσεως εις Αμερικήν και Αυστραλίαν παγιωθείσα νέα φάσις της καταλλήλου χρησιμοποιήσεως των πλεοναζουσών εργατικών χειρών της νήσου μετέβαλε την οικονομολογικήν κατάστασιν αυτής επί τα βελτίω, καθόσον διά των σημαντικών, εν σχέσει προς τον πληθυσμόν, εμβασμάτων εξ Αμερικής και Αυστραλίας το ισοζύγιον των συναλλαγών της νήσου κατέστη λίαν ευμενές, και την οικονομικήν δυσπραγίαν των παλαιοτέρων χρόνων διεδέχθη η οικονομική άνεσις, εκδηλουμένη εις την λίαν καταφανή βελτίωσιν των οικονομικών όρων της ζωής των κατοίκων, ήτις διαπιστούται εκ της καλής διαίτης αυτών και των διατεθειμένων εις καταθέσεις σημαντικών ποσών…», Ι.Α./Ε.Τ.Ε., Α1Σ29Υ2Φ59, Εκθέσεις επιθεωρητών υποκαταστημάτων, Έκθεση επιθεωρητή Κυθήρων Άγγελου Πάλλη, 28.5.1921. Βλ. επίσης Μιχαήλ Κ. Πετρόχειλος, Ιστορία της νήσου Κυθήρων, Αθήνα 1940, σ. 98-99, 114-116.

[13] Βλ. Γεώργιος Κ. Γιαγκάκης, Τα περίοπτα πολύνησα των Κυθήρων και των Αντικυθήρων. (Ο χώρος – η πληθυσμιακή αποψίλωση – η ρύπανση), Τήνος 1994, σ. 11-13.

[14] Για το θέμα παραμένει κλασσική η εργασία του καθηγητή Γιώργου Λεοντσίνη The Island of Kythera: A Social History (1700-1863), Αθήνα 1987, όπως και η μελέτη του «Δομή και λειτουργία των αγροληπτικών και άλλων συμβάσεων στα Κύθηρα (1700-1863 περίπου)» στο Γεώργιος Ν. Λεοντσίνης, Ζητήματα επτανησιακής κοινωνικής ιστορίας, Αθήνα 1991, σ. 183-225.

[15] Ι.Α./Ε.Τ.Ε., Α1Σ29Υ2Φ66, Εκθέσεις επιθεωρητών υποκαταστημάτων, Έκθεση του επιθεωρητή Κυθήρων Ν. Δρεπανόπουλου, 10.5.1923.

[16] Βλ. Σπ. Στάθης, Κύθηρα, ό.π., σ. 341.

[17] Από τα μακροχρόνια μέλη του Συμβουλίου του Υποκαταστήματος αναφέρουμε τον νομικό σύμβουλο, δικηγόρο Ιερώνυμο Σ. Στάη (1905-1923) και τον κτηματία Αντώνιο Δ. Κασιμάτη (1907-1923).

[18] Πρβλ. Εγκύκλιο Διοικήσεως 96/3.12.1911 στο Ι.Α./Ε.Τ.Ε., Α1Σ5Υ1Β42, Συλλογή Εγκυκλίων της Ε.Τ.Ε προς πάντα τα Υποκαταστήματα έτους 1911. Επίσης βλ. Ζήσιμος Χ. Συνοδινός, «Η συμβολή του Ιωάννη Α. Βαλαωρίτη στην αναδιοργάνωση και ισχυροποίηση της Εθνικής Τράπεζας» στα υπό έκδοση πρακτικά του διεπιστημονικού συνεδρίου στη Λευκάδα τον Σεπτέμβριο του 2000 Ιωάννης Α. Βαλαωρίτης, διοικητής της Εθνικής Τράπεζας 1911-1914.

[19] Αναφέρουμε ενδεικτικά ότι το 1927 το 60% περίπου των πιστώσεων στα Επτάνησα αφορούσε χορηγήσεις σε συνεταιρισμούς, κυρίως της Κέρκυρας.

[20] Βλ. Ι.Α./Ε.Τ.Ε., Α1Σ29Υ2Φ66, ό.π.

[21] Η συσσώρευση χρήματος, το αδιέξοδο της επένδυσής του στο στενό παραγωγικό περιβάλλον του νησιού και η αποχή των κατοίκων από τον τραπεζικό δανεισμό αναγκάζει τους επιθεωρητές να μιλούν για «νέκρωση των τοποθετήσεων της αγροτικής πίστεως» στα Κύθηρα.

[22] Ι.Α./Ε.Τ.Ε., Α1Σ29Υ2Φ66, ό.π.

[23] Πρβλ. Ι.Α./Ε.Τ.Ε., Α1Σ29Υ2Φ69, Εκθέσεις επιθεωρητών υποκαταστημάτων, Έκθεση του επιθεωρητή Κυθήρων Ν. Δρεπανόπουλου, 5.7.1924.

[24] Πρβλ. Κώστας Κωστής-Βάσιας Τσοκόπουλος, Οι τράπεζες στην Ελλάδα 1898-1928, Αθήνα 1988, σ. 60, 75 κλπ. Βέβαια σε γενικότερη κλίμακα τα μεγάλα κεφάλαια που δέσμευε η Εθνική Τράπεζα σε πιστώσεις υπέρ του ελληνικού δημοσίου σε ορισμένες κρίσιμες φάσεις της εθνικής οικονομίας, πολλές φορές δεν της επέτρεπαν να επεκτείνεται όσο θα επιθυμούσε σε μακροπρόθεσμες τοποθετήσεις προς τον ιδιωτικό τομέα.
Λ.χ. την πενταετία 1922-1926 η Ε.Τ.Ε., για να συμβάλει στην επάνοδο της χώρας στον ομαλό πολιτικό και οικονομικό βίο, είχε ακινητοποιήσει υπέρ του Δημοσίου, υπό μορφή προσωρινών προκαταβολών, βραχυπρόθεσμων δανείων και πληρωμών ληξάντων εντόκων γραμματίων, ποσό 1.594.000.000 δρχ. Τη δεκαετία του 1930 το επενδυμένο από την Τράπεζα ποσό σε ομολογίες εθνικών δανείων και εντόκων γραμματίων του δημοσίου αυξήθηκε περαιτέρω, για να ανέλθει, το 1939, στα 2.879.116.000 δρχ. Βλ. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, Απολογισμός του έτους 1927, Αθήνα 1928, σ. XXIIκαι Απολογισμός του έτους 1939, Αθήνα 1940, πίναξ Α΄.

[25] Κατά μια άλλη, υπερτιμημένη κατά τη γνώμη μας, μαρτυρία, στα πέντε υποκαταστήματα τραπεζών στο νησί υπήρχαν τότε κεφάλαια σε καταθέσεις γύρω στα 120 εκατομμύρια δραχμές ή 300 χιλιάδες χρυσές λίρες. Βλ. Ιωάννης Π. Κασιμάτης, ό.π., σ. 202.

[26] Ιωάννης Π. Κασιμάτης, ό.π., σ. 201.

[27] Ι.Α./Ε.Τ.Ε.,Α1Σ29Υ2Φ66, ό.π.


Ο Ζήσιμος Χ. Συνοδινός γεννήθηκε στην Αθήνα το 1958, σπούδασε νομικά και ιστορία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εργάζεται ως στέλεχος στο Ιστορικό Αρχείο της Εθνικής Τράπεζας. Έχει ασχοληθεί με την οικονομική ιστορία και την αρχειονομία και έχει δημοσιεύσει αυτοτελείς εργασίες και διάφορα άρθρα σε σχετικά θέματα.

blank

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ten − 7 =