tainies

Νύχτα της φωτιάς (Noche de fuego) – Τατιάνα Χουέζο (2021)

Προχθές μόλις, στον εναρκτήριο λόγο του στο φεστιβάλ των Καννών, ο πρόεδρος της Κριτικής Επιτροπής του Επίσημου Διαγωνιστικού του φεστιβάλ, Βενσάν Λιντόν, μίλησε για τη σημασία του κινηματογράφου στο να περιγράφει και να παρεμβαίνει στην πραγματικότητα.

Δεν υπάρχει ίσως καλύτερη απόδειξη των λόγων του από τον ολοένα αυξανόμενο αριθμό ταινιών που βγαίνουν έξω από τα σύνορα του Μεξικού και περιγράφουν την εφιαλτική κατάσταση που βιώνει η μεξικανική ύπαιθρος στα βόρεια της χώρας, εκεί που δρουν ανεξέλεγκτα οι ναρκοβαρώνοι και οι μπράβοι τους.

Μέσα σε λιγότερο από δυο χρόνια, τρεις βραβευμένες ταινίες, τα Χαρακτηριστικά Γνωρίσματα που κέρδισε πρόπερσι το βραβείο Καλύτερης Ξένης Ταινίας Μυθοπλασίας στο Sundance και τον Χρυσό Αλέξανδρο στη Θεσσαλονίκη και πέρυσι στις Κάννες το La Civil και η Νύχτα της Φωτιάςπου και οι δύο έφυγαν βραβευμένες από το φεστιβάλ.

Τρεις ταινίες σκηνοθετημένες από γυναίκες, που συνδυάζουν την ιδιαίτερη και διεισδυτική ματιά του φύλου μας με το ανυποχώρητο Basta Ya του λαού στο Μεξικό, που απαιτεί άμεσα το τέλος του εφιάλτη που ζουν από τότε που γεννιούνται τα κορίτσια στη Νεμπλίνας, μια κωμόπολη στα βουνά του βόρειου Μεξικού.

Στην κωμόπολη δεν υπάρχουν σχεδόν καθόλου άντρες. Οι περισσότεροι έχουν φύγει για να δουλέψουν από την άλλη μεριά των συνόρων, στις Η.Π.Α. Άλλοι θυμούνται τις γυναίκες που άφησαν πίσω και τους στέλνουν πού και πού λεφτά κι άλλοι τις αφήνουν να τα βγάλουν πέρα μόνες τους, ξεχνώντας ακόμα και να σηκώσουν το τηλέφωνο.

Τέτοια είναι και η περίπτωση της Ρίτα που ζει μαζί με την κόρη της Άνα και το φόβο ότι θα έρθουν οι νάρκος και θα της την κλέψουν. Γιατί οι νάρκος, εκτός από τη συγκομιδή της παπαρούνας παίρνουν και τα κορίτσια από τα σπίτια τους.

Στο χωριό όλες οι μανάδες ζούνε μέρα νύχτα με αυτό τον συνεχή τρόμο. Σε κάθε σπίτι υπάρχει ένα “καταφύγιο”, ένας σκαμμένος λάκκος που μέσα τρέχουν και χώνονται τα κορίτσια μόλις ακούσουν τον ήχο από τα τεθωρακισμένα τζιπ που ανεβαίνουν την πλαγιά του βουνού. Μερικές φορές κάποιο από αυτά δεν τα καταφέρνει να κρυφτεί, και η συνέχεια είναι γνωστή. Το κορίτσι θα καταλήξει μετά από μερικούς μήνες νεκρό σε κάποιο χαντάκι μίλια μακριά.

Η Άνα και οι φίλες της είναι υποχρεωμένες να κόψουν τα μαλλιά τους κοντά και να φοράν συνέχεια παντελόνια και μπουφάν με κουκούλα, να απαρνηθούν το φύλο τους για να μπορέσουν να επιβιώσουν.

Να περάσουν την εφηβεία τους κρύβοντας το στήθος που μεγαλώνει και την περίοδο που έρχεται. Η Νύχτα της Φωτιάς είναι μια οδυνηρή ιστορία ενηλικίωσης μέσα στη φρίκη που έχει φωλιάσει σα νυχτερίδα στις στέγες των σπιτιών των κοριτσιών και έχει μαυρίσει τις ζωές τους.

Είναι η πρώτη ταινία μυθοπλασίας της Τατιάνας Χουέζο, που έχει όμως πριν γυρίσει αρκετά ντοκιμαντέρ με θέματα που αφορούν στις γυναίκες που υποφέρουν και αντιστέκονται στο Μεξικό και την Κεντρική Αμερική, τα αιώνια θύματα των εμφύλιων, του λαθρεμπόριου ναρκωτικών και της παράτυπης μετανάστευσης.

Τις γενναίες γυναίκες που σε πολλά σημεία της μακρινής ηπείρου σηκώνουν το κεφάλι και προσπαθούν να αντισταθούν όπως μπορούν, σαν τις μανάδες αυτής της ταινίας, που απεγνωσμένα πασχίζουν να βρουν ένα δάσκαλο που θα δεχτεί να πάει να δουλέψει σε αυτά τα επικίνδυνα μέρη, όπου κανένας δεν τολμάει να μιλήσει και ο στρατός είναι κι αυτός ακόμα αδύναμος.

Ο φακός της Τατιάνα ξέρει πως να ζωντανεύει με ντοκιμαντερίστικο τρόπο τα κομμάτια της καθημερινότητας των κοριτσιών και των μανάδων τους, σκηνές από τη σχολική τάξη και παιχνίδια με τους συμμαθητές στην επιστροφή. Κοριτσίστικα μυστικά και μπάνια στο ποτάμι. Ο χορός μετά τη συγκομιδή στο χωριό, το πρώτο φλερτ.

Η σκηνοθετική της μαεστρία είναι όμως ότι πίσω από κάθε σκηνή, όσο ανέμελη και ξέγνοιαστη κι αν φαίνεται, αισθανόμαστε κι εμείς ότι παραμονεύει ο κίνδυνος. Κάθε λεπτό που περνάει, σε κάθε σκηνή που παρακολουθούμε είμαστε έτοιμες για τη βίαιη ανατροπή, λες και περιμένουμε κι εμείς όπως οι γυναίκες της πόλης να ακούσουμε τον ήχο από τις εξατμίσεις των μαύρων SUV που πλησιάζουν απειλητικά σαν ­­­­­Νάζγουλ, σκορπώντας θάνατο. Και η μόνη λύση, η μόνη σωτηρία γι αυτές τις γυναίκες και τα κορίτσια τους είναι να φύγουν όσο πιο μακριά μπορούν.

The outfit ) – Γκράχαμ Μουρ (2022)

Ασφαλής έξοδος για θερινά σινεμά που δεν θα απογοητεύσει ούτε τους λάτρεις του σασπένς ούτε τους οπαδούς του νουάρ.

Μια καλογραμμένη ιστορία με συνεχείς ανατροπές που καθηλώνει για δυο ώρες στην καρέκλα τον θεατή. Προσεγμένα σκηνικά και κοστούμια και καλές ερμηνείες, προεξέχοντος του Μαρκ Ράιλανς που τον τελευταίο καιρό έχουμε δει σε αξιόλoγες δουλειές (Δική των 7 του Σικάγο, Γέφυρα των Κατασκόπων).

Ο Λέοναρντ έφυγε από το Λονδίνο με μόνη του αποσκευή τα ψαλίδια του και κατέληξε στο Σικάγο όπου άνοιξε ένα ραφείο υψηλής ποιότητας, όπου συνέχισε να ράβει τα υπέροχα κοστούμια του για τους μόνους ανθρώπους που είχαν τα χρήματα τότε να τα αγοράσουν: τους νονούς του οργανωμένου εγκλήματος της πόλης.

Όταν ένα βράδυ θα μπουκάρουν στο ραφείο του ο γιος του μεγάλου Αφεντικού της γειτονιάς με τρεις τρύπες στην κοιλιάμαζί με το πρωτοπαλίκαρο του και θα απαιτήσουν τη βοήθεια του, θα υποθέσουμε πως ο Λεονάρντο δεν θα έχει πολλά περιθώρια επιλογών.

Όμως τα πράγματα δεν είναι πάντα αυτά που φαίνονται.

Ρεγγίνα Ζερβού

blank

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

eight + one =