Κύθηρα 3 Σεπτεμβρίου 2021
Μόλις επέστρεψα από το Διακόφτι, όπου είχα πάει με τον σύντροφο μου να αφήσω λίγες προμήθειες για τους Κούρδους από το Ιράκ που ναυάγησαν στο νησί πριν 6 μέρες. Γάλα μακράς διαρκείας (που δεν βρήκα), μπισκότα πετίτ-μπερ, κρουασάν (με κακάο) και ένα σαπούνι σε κρεμώδη μορφή. Αυτά ζήτησαν, και δεν ήθελα να πάω ούτε πιο λίγα ούτε πιο πολλά…γιατί σκέφτηκα δεν πρέπει να φτάσω σαν τον Άγιο Βασίλη, ως συνήθως ελληνικές υπερβολές να τους φέρω σε δύσκολη θέση να λένε συνέχεια ευχαριστώ, από την άλλη ούτε όμως να φανώ τσιγκούνα… «τόσο όσο» ισχύει στο Τσιρίγο, αυτό λοιπόν τήρησα και εγώ…
Ένα βάρος με κυριεύει αυτόν τον τελευταίο καιρό. Είναι σαν κάτι να μου έχει αφαιρέσει την ξενοιασιά μου. Σαν να μου θόλωσε κάτι το όνειρό μου, από τότε που βρήκα τον μικρό μου παράδεισο, από τότε που αποφάσισα να αφήσω τα προβλήματα όλου αυτού του περίπλοκου κόσμου πίσω μου και να βρω το καταφύγιο μου σε ένα νησί που μυρίζει Ελλάδα του 50. Μέχρι που οι Κούρδοι ναυαγοί της Λυκοδήμου, της τοπικής μου παραλίας, ήρθαν να μου υπενθυμίσουν ότι δεν υπάρχει παράδεισος, και ότι τα προβλήματα του κόσμου αυτού μας ακολουθούν παντού…όπου και να είμαστε, στην πόλη ή στο νησί, στη Δύση ή στην Ανατολή, είμαστε και εμείς μέρος του προβλήματος, γατί τον πλανήτη μας εμείς οι άνθρωποι τον μαγαρίσαμε. Τους ευχαριστώ, γιατί με επανέφεραν στην πραγματικότητα.
Εδώ θα κάνω μια σύμβαση, θα τους ονομάσω Κούρδους ναυαγούς, γιατί αυτό γνωρίζω στα σίγουρα ότι είναι, δε θα σπεύσω να τους ονομάσω πρόσφυγες, γιατί άλλοι, πιο ειδικοί και πιο γραφειοκράτες από εμένα θα κρίνουν για αυτό. Ούτε όμως θα τους ονομάσω μετανάστες, γιατί η λέξη μου φέρνει στο μυαλό ασπρόμαυρες ρετρό φωτογραφίες με ανθρώπους που έμπαιναν σε τεράστια καράβια, με τις βίζες τους και τα χαρτιά τους στα χέρια τους, να χαιρετάνε τις οικογένειες τους με κλάματα αποχωρισμού, για να πάνε σε χώρες μακρινές και άγνωστες, γιατί ο τόπος τους ήταν φτωχός και δεν τους χωρούσε άλλο. Ούτε αυτή η λέξη είναι άξια των περιστάσεων, όσο και να προσπαθούμε να την προσαρμόσουμε στις περιπτώσεις ναυαγών.
Γυρίζω το χρόνο πίσω 23 χρόνια πριν. Σεπτέμβρης 1998.
Βρίσκομαι στο Λονδίνο, για να σπουδάσω μεταπτυχιακά και να εγκατασταθώ. Δεν έφυγα λόγω φτώχειας, αλλά ούτε εμένα με χωρούσε ο τόπος. Μας είχα βαρεθεί. Η τόση ελληνικότητα ήταν για τη νεαρή μου ύπαρξη αποπνικτική. Πάντα είμασταν «οι καλύτεροι» και συγχρόνως «οι χειρότεροι». Είχα μπερδευτεί. Έπρεπε να δω τον κόσμο μέσα από άλλο πρίσμα, έπρεπε να γίνω ξένη. Είναι διαφορετική η εμπειρία ζωής όταν γίνεις ξένος, τότε που χάνεις τη δύναμή σου, και ξένος ανάμεσα σε ξένους και γηγενείς δεν έχεις άλλο τρόπο παρά να καταλαβαίνεις τους άλλους – γιατί πρέπει να τους καταλάβεις, γιατί μόνο έτσι θα καταλάβεις τον εαυτό σου.
Εκεί γνώρισα πολλούς ανθρώπους από παντού, έκανα φίλους καλούς και μακροχρόνιους, οι ξένοι έγιναν η καινούρια μου οικογένεια. Ανάμεσά τους η Shereen, μια Κούρδα πρόσφυγας από το Ιράκ στο Λονδίνο. Την γνώρισα στο Notting hill, είμασταν γείτονες και επί μήνες ακατάπαυστα μου διηγότανε την ιστορία της, λες και ήθελε να την αποτυπώσω και να την κάνω ταινία. Ήταν διπλή πρόσφυγας. Την κυνηγούσε ο Σανταμ Χουσείν να τη σκοτώσει γιατί ήταν από τις κουρδικές οικογένειες ανταρτών και έριχνε χημικά να τους εξοντώσει. Έτσι βρέθηκε στην Ολλανδία. Έπειτα στην Ολλανδία την κυνηγούσε ο (Κούρδος) άντρας της να την σκοτώσει γιατί ήταν βίαιος και ζηλιάρης, και έτσι βρέθηκε μόνη της με τα δυο της μικρά παιδιά στο Λονδίνο, στο θρυλικό Notting Hill.
Η Shereen δεν ήταν μια κακομοίρα που έκλαιγε τη μοίρα της, αλλά μια γυναίκα που λάτρευε τη ζωή, κάτι σαν μια θηλυκή Ζορμπάς του Κουρδιστάν. Μαζί της πήγα σε κουρδικά εστιατόρια, χορέψαμε με τους ομοεθνείς της φίλους πιασμένοι χέρι χέρι τους χορούς τους που δεν διέφεραν και πολύ από τους ποντιακούς και το πεντοζάλι. Μαζί της ήπια τσάι από κάρδαμο σε ατέλειωτες συζητήσεις με θέμα πόσο αντιπαθεί τους Άραβες που τους έκαναν με το ζόρι μουσουλμάνους και τους χάλασαν τον πολιτισμό. Από εκείνη έμαθα ότι «οι εχθροί των εχθρών τους είναι φίλοι τους», φράση που συχνά χρησιμοποιούσε για τους Τούρκους, και επιδεικτικά ενίσχυε τη ελληνο-κουρδική φιλία μας.
Η Shereen έφτιαξε τη ζωή της στο Λονδίνο. Απέκτησε αφοσιωμένες φίλες, εραστές που τους κρατούσε κρυφούς από την κουρδική ομογένεια, είδε τα παιδιά της να αποφοιτούν από το αγγλικό σχολείο, κατάφερε να αποτρέψει τον μικρότερό της γιο από το να στρατευθεί από ισλαμιστές προπαγανδιστές, πήρε πτυχίο ψυχολογίας σε μεγάλη ηλικία, και απέκτησε τους πρώτους της πελάτες . Ώσπου μια μέρα περήφανη μου ανακοίνωσε, ότι φεύγει από το Λονδίνο, ήρθε ώρα να επιστρέψει στο Ιράκ, γιατί οι Αμερικανοί θα βοηθήσουν το λαό της να αποκτήσει την πρώτη του χαμένη πατρίδα. Με τρόμο την ρώτησα αν ήξερε τι πάει να κάνει, και είδα εκείνην τη σπίθα στα μάτια της.
23 χρόνια μετά, Διακόφτι, στα Κύθηρα.
Περιστοιχίζομαι από όμορφους και χαμογελαστούς ανθρώπους, εκείνους που 6 μέρες πριν ήταν οι ναυαγοί της Λυκοδήμου. Βλέπω στα μάτια τους την ίδια σπίθα για ζωή που θυμάμαι στη φίλη μου τη Shereen . Σκέφτομαι θα μπορούσαν να είναι οικογένεια της όλοι αυτοί. Γνωρίζω πόσο περήφανος και ανδρείος λαός είναι ο λαός της, γιατί έχω χορέψει μαζί του και ξέρω. Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω ακριβώς τι πήγε στραβά με τους Αμερικανούς και τους Τούρκους στο Ιράκ από τότε που η φίλη μου η Shereen εγκαταστάθηκε στην νεοσύστατή της πατρίδα, αλλά κοιτάζω τα όμορφα πρόσωπα των ναυαγών της Λυκοδήμου και είμαι σίγουρη ότι θα διαγράψουν το δικό τους μέλλον, γιατί, όπως η φίλη μου, απέδειξαν ότι δεν αποδέχονται τη μοίρα τους.
Και αυτό τους τιμά.
Της Πέγκυς Βασιλείου