Περίπου εκατόν πενήντα γυναίκες, όλες σε θέσεις ευθύνης και επιρροής, όπως βουλευτές, δικαστικοί και ακτιβίστριες, πήραν την άδεια της ελληνικής κυβέρνησης σε μια αθόρυβη, πολύπλοκη και επικίνδυνη επιχείρηση να μεταφερθούν νόμιμα στην Ελλάδα ως πρόσφυγες ακριβώς μετά την πτώση της Καμπούλ.
Η Άλλια Πόπαλ (Allia Popal) και η Φέροζαν Ίζαρ Κασίμι (Ferozan Easar Qasimi) ήταν δικαστικοί για περισσότερα από δέκα χρόνια, μέχρι την επάνοδο των Ταλιμπάν στην εξουσία, αμφότερες με εξειδίκευση στο αστικό δίκαιο και συχνά έφταναν σε αυτές υποθέσεις οικογενειακού ή εμπορικού δικαίου. «Σε πολλές κοινωνίες έχουμε το φαινόμενο όλα να συνδέονται με τους άνδρες και να έχουν περισσότερη δύναμη στις αποφάσεις. Στο Αφγανιστάν αυτό συμβαίνει ακόμα περισσότερο. Αλλά, αυτό που ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέρον για εμένα ήταν ότι οι γυναίκες του Αφγανιστάν άλλαζαν και τα τελευταία χρόνια που εργαζόμουν, οι γυναίκες είχαν ξεκινήσει να αντιδρούν, όταν για παράδειγμα ένας σύζυγος ήταν κακοποιητικός, βίαιος ή ακόμα και εξαρτημένος σε ουσίες. Η γυναίκα θα ερχόταν στο δικαστήριο, να εκφράσει το παράπονό της, να χωρίσει. Ενδεχομένως να μην μπορούσε νομικά να πάρει διαζύγιο αλλά θα επεδίωκε να απομακρυνθεί, να πάρει τα παιδιά της, να ζητήσει τα χρήματα της προίκας» λέει η Αλλία στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Σε αρκετές κουλτούρες, η προίκα, δηλαδή ένα χρηματικό ποσό ή δώρο αξίας, εξακολουθεί να είναι προϋπόθεση για να πραγματοποιηθεί ένας γάμος και οι γυναίκες στο Αφγανιστάν πλέον διεκδικούσαν αυτή την αποζημίωση σε περίπτωση που ο άνδρας αποτύγχανε να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του απέναντι στην οικογένεια. Για την Αλλία αυτό σημαίνει ότι «οι γυναίκες είχαν αρχίσει να μαθαίνουν τα δικαιώματα τους και να μιλάνε. Ένιωθαν πιο ελεύθερες. Αυτό ήταν κάτι τεράστιο και πάρα πολύ σημαντικό, ένα πρώτο βήμα. Στο Αφγανιστάν οι γυναίκες δεν βγαίνουν εύκολα από το σπίτι τους. Και όμως αυτές οι γυναίκες όχι μόνο έβγαιναν αλλά έκαναν και το δεύτερο βήμα, να έρθουν στο δικαστήριο και να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους».
Πριν ακόμα πέσει η Καμπούλ, όταν διαφαινόταν η επάνοδος των Ταλιμπάν, η Φεροζάν Ίζαρ Κασίμι ξεκίνησε να δέχεται απειλές επειδή ήταν γυναίκα δικαστής. «Δεχόμουν απειλές στο τηλέφωνό μου. Από την οικογένεια μου, οι δύο μου αδερφές, που ήταν ακτιβίστριες, και ο αδερφός μου ήταν επίσης σε άμεσα κίνδυνο. Μόνο η μία κατάφερε να φύγει για την Αμερική στις 31 Αυγούστου. Οι άλλοι δύο κρύβονται και οι γονείς μου έχουν μείνει πίσω, στο σπίτι μας. Επειδή οι Ταλιμπάν δεν μπορούν να βρουν εμένα και τα αδέρφια μου, πιέζουν τους γονείς μου που, επίσης, κινδυνεύουν ανά πάσα στιγμή» εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Φεροζάν. Ακόμα και το ταξίδι προς την Ελλάδα ήταν ένα τεράστιο ρίσκο. Οι Τάλιμπαν σταμάτησαν για έλεγχο την Άλλια καθώς προσπαθούσε να φτάσει στο αεροδρόμιο, προκειμένου να βεβαιωθούν ότι την συνόδευε κάποιος άνδρας και, όπως αναφέρει, «κατά τύχη ήταν μαζί μου ένας ξάδερφός μου και έτσι πέρασα».
Η Χόμα Αχμάντι (Homa Ahmadi) ήταν βουλευτής του Αφγανικού κοινοβουλίου και δικηγόρος. «Στο Αφγανιστάν οι γυναίκες έκαναν ότι καλύτερο μπορούσαν τα τελευταία είκοσι χρόνια για να φέρουν την ασφάλεια στη χώρα και να φτάσουν σε κάθε βαθμίδα της εκπαίδευσης. Στο οικονομικό πεδίο, στο πολιτικό πεδίο, στο κοινωνικό πεδίο, δουλεύαμε πάρα πολύ σκληρά, ακριβώς όπως οι άνδρες της οικογένειας, κάναμε τα ίδια βήματα για να πετύχουμε στο επίπεδο που θέλαμε. Ακόμα και στις επιχειρήσεις. Στο Αφγανιστάν πολλές γυναίκες έχουν χάσει τους συζύγους τους και πλέον οι ίδιες αναλάμβαναν να υποστηρίξουν την οικογένεια, είχαν σημαντικές ευθύνες. Και εγώ ήμουν μία από αυτές, έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα για να υπερασπιστώ τους αδύναμους πολίτες και την χώρα» λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Χόμα Αχμάντι. Πριν δραπετεύσει για να έρθει στην Ελλάδα, οι Ταλιμπάν πήραν το σπίτι της και τοποθέτησαν βόμβα στο αυτοκίνητό της, ενώ, τελικά, δολοφόνησαν τους ανθρώπους που εργάζονταν στην προστασία της ως βουλευτή. «Πήραν οτιδήποτε είχα στη ζωή μου. Για πολλά χρόνια οι Ταλιμπάν στόχευαν τους πολιτικούς του Αφγανιστάν. Είναι εναντίον οποιουδήποτε ασχολείται με την πολιτική διαδικασία γιατί οι Ταλιμπάν είναι κατά της δικαιοσύνης, κατά της ελευθερίας, κατά της δημοκρατίας, κατά των δικαιωμάτων των γυναικών» τονίζει η Χόμα.
Οι τρεις γυναίκες καταθέτουν ότι, ακόμα και πριν τους Ταλιμπάν, για να καταφέρουν να αναδειχθούν στις θέσεις τους, πήραν πολύ μεγάλα ρίσκα, κατέβαλλαν πάρα πολλή προσπάθεια, ενώ, οι οικογένειες τους έκαναν μεγάλες θυσίες προκειμένου να τις υποστηρίξουν και τώρα, όσοι έχουν μείνει πίσω, πληρώνουν το τίμημα. Μέχρι την πτώση της Καμπούλ, έκαναν σχέδια για το πώς θα καταφέρουν να αναδειχθεί μια γυναίκα στη μια από τις εννέα θέσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου του Αφγανιστάν και είχαν μόλις κερδίσει τη συμμετοχή τους στη Διεθνή Οργάνωση Γυναικών Δικαστών. Όμως, τώρα, η εικόνα είναι εντελώς διαφορετική. «Οι γυναίκες πλέον πρέπει να έχουν άδεια ή έναν άνδρα συγγενή να τις συνοδεύει ακόμα και αν πρόκειται να κάνουν καθημερινά καθήκοντα, όπως να πάνε στην αγορά. Εάν είσαι γυναίκα, οι Ταλιμπάν θα σε σταματήσουν, θα σε ρωτήσουν ποιος είναι μαζί σου και εάν είσαι μόνη σου, θα σου δημιουργήσουν πρόβλημα» λέει η Άλλια και προσθέτει «Ξαφνικά όλα σταμάτησαν. Όλες οι προσπάθειες μας σταμάτησαν. Για να είμαι ειλικρινής δεν έχω καμία ελπίδα για το Αφγανιστάν αυτή τη στιγμή. Έγινε μέσα σε μια μέρα, νομίζω ότι ονειρεύομαι, ότι θα ξυπνήσω και θα είναι ένα κακό όνειρο. Είμαι σοκαρισμένη». «Προσεύχομαι στον θεό μου να διώξει τους Ταλιμπάν. Δεν υπάρχει τρόπος να κάνουμε οτιδήποτε, έτσι. Δεν έμεινε τίποτα. Προς όποιον διαβάσει αυτό το άρθρο, σας παρακαλούμε βοηθήστε τις οικογένειες μας. Μην τις ξεχάσετε και μην ξεχάσετε τους άνδρες συναδέλφους μας» λέει η Φεροζάν.
Ωστόσο, καμία από τις τρεις δεν σκοπεύει να μείνει σιωπηλή την επόμενη μέρα και ήδη προσπαθούν να δικτυωθούν και να καταστρώσουν ένα σχέδιο για να υποστηρίξουν τον Αφγανικό λαό. «Θέλω να γίνω η φωνή των Αφγανών, η φωνή των συμπατριωτών μου. Ήμουν η φωνή τους ως βουλευτής και θέλω να κάνω το ίδιο. Να παλέψω ξανά για τις γυναίκες που δεν έχουν δικαιώματα και θα έπρεπε να έχουν, να ξέρουν ποια είναι τα δικαιώματα τους, να έχουν τη δύναμη και την υποστήριξη να τα διεκδικήσουν. Θέλω ξανά να τις υπερασπιστώ» δηλώνει η Χόμα. «Αυτή τη στιγμή, το πιο δύσκολο είναι η οικονομική κατάσταση. Πρόκειται για γιγαντιαίο, αβάσταχτο πρόβλημα. Δεν έχει σημασία εάν είσαι γυναίκα, άνδρας ή παιδί, υποφέρουν όλοι πάρα πολύ και οι άνθρωποι προσπαθούν να πουλήσουν τα παιδιά τους γιατί βρίσκονται σε αδιέξοδο» σημειώνει η ίδια, επισημαίνοντας ότι «η διεθνής κοινότητα δεν πρέπει να αναγνωρίσει τους Ταλιμπάν ως επίσημη κυβέρνηση και πρέπει να στείλει επειγόντως ανθρωπιστική βοήθεια. Θα μπορούσε να τη διανείμει χωρίς να πέσει στα χέρια των Ταλιμπάν, χρησιμοποιώντας ανθρώπους σαν εμάς, που ξέρουν πώς να φτάσει σε αυτούς που την χρειάζονται χωρίς να περάσει μέσα από το καθεστώς».
Η Φεροζάν και οι πέντε συνάδελφοι της που γλίτωσαν από τους Ταλιμπάν ταξιδεύοντας στην Ελλάδα έχουν ήδη σχεδιάσει τους στόχους τους για να βοηθήσουν τους συμπολίτες τους, «μέχρι κάποια μέρα να βρεθεί μια λύση, να μπορέσουμε να γυρίσουμε και τα πάντα να είναι τόσο φυσιολογικά, όσο πριν». Κατ’ αρχάς, όταν φτάσουν στην τελευταία χώρα προορισμό όπου θα εγκατασταθούν, σκοπεύουν να δημιουργήσουν ένα δίκτυο επικοινωνίας μεταξύ τους, μια κοινότητα διασποράς με στόχο να οργανώσουν τις δράσεις τους. Ανάμεσα σε αυτές είναι τα μαθήματα μέσω διαδικτύου προς κορίτσια και γυναίκες στο Αφγανιστάν, που πλέον αποκλείστηκαν από την εκπαίδευση, η συγκέντρωση ανθρωπιστικής και οικονομικής βοήθειας και η αποστολή της σε ανθρώπους που βρίσκονται σε άμεσο κίνδυνο, η ενημέρωση και η βοήθεια σε άνδρες δικαστές και πολιτικούς, ώστε να φτάσουν με ασφάλεια και νόμιμα σε άλλα κράτη, η πίεση προς το καθεστώς των Ταλιμπάν μέσω της ενεργοποίησης της διεθνούς κοινότητας για όσους έχουν μείνει πίσω ώστε να ξαναεργαστούν, να ξαναποκτήσουν τα δικαιώματά τους. «Είναι περίεργο που όλες οι χώρες που ήταν δίπλα στο Αφγανιστάν, τώρα κάθονται πίσω και δεν κάνουν τίποτα. Απλά μιλάνε και λένε “ θα υποστηρίξουμε, θα βοηθήσουμε, θα κάνουμε αυτό και εκείνο” αλλά απλά κοιτάνε. Αυτές οι χώρες έφεραν τους Ταλιμπάν και τους αναγνωρίζουν ως Αφγανούς ενώ, εμείς οι ίδιοι δεν είμαστε σίγουροι εάν είναι Αφγανοί, αυτοί που βρίσκονται τώρα στη χώρα μας. Εμείς πιστεύουμε ότι έχουν έρθει από γειτονικά κράτη. Λένε ότι οι Ταλιμπάν είναι ένοχοι. Το ξέρουμε αυτό. Αλλά κανείς δε μας βοηθάει» υποστηρίζει η Φεροζάν. «Τώρα η διεθνής κοινότητα πρέπει να δείξει την συμπαράστασή της, γιατί από όταν ήρθαν οι Ταλιμπάν, τα πάντα καταστράφηκαν. Βοηθήστε μας να πάρουμε πίσω τις ζωές μας, να πετάξουμε έξω τους Ταλιμπάν και να τους κρατήσουμε έξω. Διώξτε τους Ταλιμπάν» καταλήγει.
Η Άλλια, η Φεροζάν και η Χόμα διαχωρίζουν την στάση της Ελλάδας απέναντι τους. «Θέλουμε να ευχαριστήσουμε τους Έλληνες και την ελληνική κυβέρνηση, την Πρόεδρο της Δημοκρατίας, το κοινοβούλιο γιατί μας σεβάστηκαν. Μας προσκάλεσαν. Μας συνάντησαν και κατάλαβαν απολύτως ότι έπρεπε να φύγουμε από τη χώρα μας, δεν είχαμε καμία άλλη επιλογή. Και με αυτό που κάνουν, που δημοσιοποιούν τις συναντήσεις μας, αλλάζουν την εικόνα της κοινωνίας απέναντι στους Αφγανούς, απέναντι στους πρόσφυγες και τους μετανάστες. Η δημοσιοποίηση είναι πολύ σημαντική γιατί έτσι αλλάζουν οι κοινωνίες και η νοοτροπία» σημειώνει η Άλλια. «Θέλω να στείλω ένα μήνυμα στους Έλληνες. Όποιος μπορεί να βοηθήσει, με όποιον τρόπο και εάν μπορεί, δεν έχει σημασία εάν είναι πολιτικός ή πολίτης, σας παρακαλώ μην διστάσετε και κάντε το. Και θέλω να ευχαριστήσω και όλους όσοι ήδη μας έχουν συμπαρασταθεί, το ελληνικό και το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο και κάθε οργάνωση που μας υποστήριξε. Πάντα να παλεύετε για τα δικαίωματά σας, να υπερασπίζεστε τους εαυτούς σας, και εάν είστε μητέρες, τις κόρες σας και τα παιδιά σας, και τις αδερφές σας και κάθε γυναίκα γύρω σας. Μην τα παρατάτε ποτέ, μην υποκύπτετε σε ανθρώπους σαν τους Ταλιμπάν. Γιατί παντού υπάρχουν άνθρωποι σαν αυτούς, που θέλουν τις γυναίκες αδύναμες. Να είστε γενναίες» καταλήγει η Χόμα.
Από τις λίστες θανάτου στις λίστες της ζωής στην Ελλάδα
Κινητήριος δύναμη πίσω από την προσπάθεια απεγκλωβισμού των επιφανών γυναικών του Αφγανιστάν είναι μια μη κυβερνητική οργάνωση φτιαγμένη από γυναίκες για τις γυναίκες, το δίκτυο μεταναστριών στην Ελλάδα – Μέλισσα. Η δομή της Μέλισσας ήταν καθοριστικής σημασίας για την επιτυχία της επιχείρησης. «Εμείς δουλεύουμε με κοινότητες και δουλεύουμε με γυναίκες. Όλη μας την προσέγγιση την στήνουμε με βάση τη δική τους εμπειρία. Η Μέλισσα έχει φτιαχτεί με τη συνεισφορά και τη συμμετοχή γυναικών που προέρχονται από οργανώσεις κοινοτήτων, δηλαδή από τις πρώτες μεταναστευτικές και προσφυγικές ομάδες της Αθήνας, οπότε όλο το πρόγραμμα ανταποκρίνεται σε αυτό που οι ίδιες έχουν προσδιορίσει ως ανάγκες και ως επιθυμίες» λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Ναντίν Χριστοδούλου, πρωτεργάτης της προσπάθειας.
Αυτό το πολύτιμο ανθρώπινο δυναμικό έκανε τη διαφορά ώστε να στηθούν σε ελάχιστο χρόνο, μόλις προέκυψε η ανάγκη, τα ασφαλή δίκτυα επικοινωνίας με το Αφγανιστάν, οι τρόποι και κυρίως να βρεθούν οι άνθρωποι που θα οδηγούσαν τις εκατόν πενήντα γυναίκες, από τις λίστες θανάτου των Ταλιμπάν, στη σωτηρία. «Έγινε εντελώς αθόρυβα. Παρακολουθούσαμε τις εξελίξεις στο Αφγανιστάν και όταν προέκυψε η πτώση της Καμπούλ απρόσμενα γρήγορα, ήμασταν ήδη σε επαφή με κόσμο στο εξωτερικό, με διεθνή δίκτυα με τα οποία συνδεόμαστε, σε σχέση με το πώς μπορούμε να στηρίξουμε, τι μπορούμε να κάνουμε. Όταν συνειδητοποιήσαμε ότι δεν υπήρχε πισωγύρισμα, μπήκαμε στη διαδικασία να δούμε πώς μπορούμε να βοηθήσουμε με απεγκλωβισμούς, μαζί με τις οργανώσεις Human Rights 360 και Open Society Foundation» εξηγεί η κ. Χριστοπούλου και προσθέτει «ξεκινήσαμε με την ιδέα να πάρουμε την άδεια της κυβέρνησης για εκατόν πενήντα γυναίκες σε θέσεις ευθύνης και επιρροής. Γυναίκες που είναι πολιτικοί, αθλήτριες, δικαστικοί, δημοσιογράφοι και όλο αυτό το ιεραρχήσαμε στη λογική ότι αυτές ήταν οι γυναίκες που τα ονόματά τους βρίσκονταν σε λίστες θανάτου. Δηλαδή, αντιμετώπιζαν άμεσο, πραγματικό κίνδυνο και αυτές και οι οικογένειες τους, εξαιτίας της εμπλοκής τους μέσα στην Αφγανική κοινωνία». Έτσι, έφτασαν στην υφυπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, αρμόδια για θέματα Δημογραφικής Πολιτικής και Οικογένειας Μαρία Συρεγγέλα, στις αρμοδιότητες της οποίας υπάγονται τα ζητήματα ισότητας των φύλων. «Ζητήσαμε την βοήθειά της και αμέσως ανταποκρίθηκε. Από την πρώτη στιγμή στήριξε την πρωτοβουλία για τις εκατόν πενήντα γυναίκες με συναίσθηση της αλληλεγγύης από γυναίκα σε γυναίκα και συμπαραστάθηκε σε κάθε βήμα με όλα τα μέσα που είχε στη διάθεσή της, και ειδικά στις γυναίκες με εγκυμοσύνες. Από την αρχή, όταν φτάσαμε στο υπουργείο Εξωτερικών με το αίτημά μας έως το τέλος, για κάθε περίπτωση ξεχωριστά» σημειώνει η Ναντίν Χριστοπούλου. Τελικά, λόγω των συνθηκών στην Καμπούλ, χρειάστηκαν τέσσερις απόπειρες και η εμπλοκή πολλών κρατικών και ιδιωτικών φορέων, ώστε με την Πέμπτη προσπάθεια να μεταφερθούν με ασφάλεια γυναίκες από το Αφγανιστάν προς την Ελλάδα.
Με βάση την πολυετή ακαδημαϊκή εμπειρία της αλλά και τη δουλειά της στο πεδίο, η κ. Χριστοπούλου κρίνει ότι «οι γυναίκες λειτουργούν ως πολλαπλασιαστές στις κοινότητές τους, το παραμικρό το βελτιώνουν, και έχουν πάντα ενταξιακό πρόσημο, είναι πάντα φορείς αλλαγής με κατεύθυνση την ένταξη, όχι προς την οχύρωση» ενώ για τις γυναίκες που έφτασαν από το Αφγανιστάν λέει ότι «έχουν πάρει τεράστια ρίσκα για να βρεθούν στους ρόλους αυτούς» και η πείρα αυτή είναι πολύτιμο υλικό. «Η δική μας άποψη είναι ότι οι άνθρωποι αυτοί από τη στιγμή που μπαίνουν στον ελληνικό χώρο πρέπει να δρομολογούνται μέσω του συστήματος ασύλου ώστε να η διαδικασία να εξελίσσεται στο πλαίσιο της απόλυτης νομιμότητας, να εξασφαλίζεται η ευπρεπής διαμονή τους, δηλαδή να έχουν ιατροφαρμακευτική περίθαλψή, κατοικία, εκπαίδευση για τα παιδιά και στη συνέχεια μέσω του συστήματος ασύλου να υποβάλλεται το αίτημα μετεγκατάστασης στις χώρες της επιθυμίας τους που έχουν και προγράμματα εν ενεργεία ώστε να τους δεχθούν» καταλήγει η κ. Χριστοπούλου επισημαίνοντας ωστόσο ότι το πλαίσιο δεν είναι πάντα σαφές.
«Δεν τέθηκε καν ποτέ το δίλημμα για όλους μας στο υπουργείο και τα άλλα κυβερνητικά στελέχη, αν θα βοηθήσουμε να έρθουν αυτές οι γυναίκες από το Αφγανιστάν για προσωρινή φιλοξενία στη χώρα μας. Θαυμάζουμε την ανθεκτικότητά και τη δύναμη αυτών των γυναικών που χρησιμοποιούν τη φωνή τους για να κάνουν το Αφγανιστάν και τον κόσμο συνολικά να έχει ένα καλύτερο αύριο» υπογραμμίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η υφυπουργός κ. Μαρία Συρεγγέλα. «Με ιδιαίτερη χαρά τις συναντήσαμε και ακούσαμε τις τραγικές στιγμές που έζησαν μετά την πολιτική ανατροπή. Τις διαβεβαιώνουμε ότι οι Ελληνίδες και οι Έλληνες θα είμαστε παρούσες και παρόντες όπου και όποτε κριθεί απαραίτητο. Πάντα με σεβασμό και πάντα με πρωταρχικό κριτήριο την ανθρώπινη ζωή και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Κάθε εβδομάδα αποκαλύπτεται πίσω στη χώρα τους μια νέα ιστορία τρομακτικής βίας κατά των γυναικών. Εργάζονται για την ισότητα, τη δικαιοσύνη και τα ίσα δικαιώματα σε μια χώρα όπου οι γυναίκες φυλακίζονται γιατί απλά υπάρχουν, μαστιγώνονται από παράνομα δικαστήρια και υφίστανται κάθε μορφής εξευτελιστική βία. Αυτή είναι μια ανεπίτρεπτη, αδιανόητη πραγματικότητα για οποιαδήποτε κοινωνία. Παρ’ όλα αυτά, οι γυναίκες του Αφγανιστάν διακινδυνεύουν τη ζωή τους για να πάνε τη χώρα τους ένα βήμα μπροστά» αναφέρει η κ. Συρεγγέλα προσθέτοντας «Απευθυνόμαστε σε αυτές τις δυνατές γυναίκες και τις παροτρύνουμε να κρατήσουν το κεφάλι ψηλά και να συνεχίσουν να μάχονται για τα δικαιώματα και την αξιοπρέπειά τους. Θα είμαστε δίπλα τους».
Σοφία Μανδηλαρά