Μετά το πρώτο σοκ της πανδημίας όλοι αρχίσαμε να αναζητούμε τι προκάλεσε αυτή την πρωτόγνωρη υγειονομική κρίση και ποια είναι τα βαθύτερα αίτια των νέων μεταδοτικών ασθενειών όπως ο Covid-19. Η αναζήτηση οδήγησε στην κλιματική αλλαγή και στην καταστροφή των οικοσυστημάτων.
Στην επίδρασή τους στη δημόσια υγεία, στον ρόλο που διαδραματίζει το μοντέλο της βιομηχανικής γεωργίας, ως προς την εκδήλωση νέων ζωονόσων και ασθενειών, και στη διεθνοποίηση της κατανάλωσης εξωτικών ειδών και την ένταξή τους στη διατροφική αλυσίδα. Όλα αυτά παρουσιάστηκαν στο κείμενο «Γεωργία και κορονοϊός: προκλήσεις και διδάγματα για Ελλάδα και Ευρώπη», το οποίο δημοσιεύθηκε από το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ.
Η συζήτηση συνεχίζεται κι έχει ιδιαίτερη σημασία η δημοσίευση στην βρετανική εφημερίδα The Guardian, πρόσφατης έρευνας της ομάδας του Serge Morand στο Γαλλικό Εθνικό Κέντρο Επιστημονικής Έρευνας, από την οποία προκύπτει ότι οι μολυσματικές ασθένειες είναι πιο πιθανές στις περιοχές αποδάσωσης και ανάπτυξης φυτειών μονοκαλλιέργειας, και οι επιδημίες αυξάνονται όταν η βιοποικιλότητα υποχωρεί. Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγει δημοσίευση των ερευνητών στο επιστημονικό περιοδικό Frontiers in Veterinary Science.
Ακόμα και η αναδάσωση και η ανάπτυξη δενδρωδών καλλιεργειών, επισημαίνουν οι επιστήμονες, μπορεί να αυξήσει τους κινδύνους για τη δημόσια υγεία, εάν επικεντρώνονται σε μικρό αριθμό ειδών, όπως συμβαίνει με τα δάση και τις φυτείες εμπορικής εκμετάλλευσης.
Οι ερευνητές σημειώνουν ότι αυτό συμβαίνει, επειδή σε ένα υγιές δάσος με υψηλή βιοποικιλότητα, λειτουργεί η φυσική ρύθμιση και o έλεγχος των ασθενειών. Όταν ένα τέτοιο δάσος αντικαθίσταται από ένα δάσος φοινικόδενδρων, ευκάλυπτων ή καλλιέργειας σόγιας, τα εξειδικευμένα είδη «σβήνουν» και αφήνουν χώρο στους αρουραίους και τα κουνούπια να ευδοκιμούν και να διασπείρουν τα παθογόνα σε ανθρώπινα και μη ανθρώπινα ενδιαιτήματα (habitats).
Πρέπει να δώσουμε, σημειώνουν, μεγαλύτερο βάρος στον ρόλο των δασών στην ανθρώπινη υγεία, στην υγεία των ζώων και του περιβάλλοντος.
Η νέα μελέτη ενισχύει ακόμα περισσότερο προηγούμενα ευρήματα, που δείχνουν ότι οι ιοί είναι πιο πιθανόν να μεταδίδονται στον άνθρωπο ή στα ζώα, όταν αυτοί ζουν μέσα ή κοντά σε οικοσυστήματα που έχουν αλλοιωθεί από την ανθρώπινη παρέμβαση, όπως είναι οι αποδασωμένες εκτάσεις, τα αποξηραμένα για εκμετάλλευση έλη, τα ορυχεία και τα μεγάλα οικιστικά σχέδια και μεταφορικά δίκτυα. Οι περιπτώσεις της Αφρικής και Λατινικής Αμερικής είναι χαρακτηριστικές.
Αυτά ενισχύονται τόσο από την ανάπτυξη των εμπορευματικών συναλλαγών όσο και από τις καταναλωτικές συμπεριφορές. Το 1/4 των απωλειών σε δασικές εκτάσεις συνδέεται με την παραγωγή προϊόντων όπως το βόειο κρέας, η σόγια, το φοινικέλαιο και η ξυλεία, βάσει ενός μοντέλου εντατικής, βιομηχανικού τύπου, αγροτικής παραγωγής. Στο πρόβλημα προστίθενται οι εξορύξεις, που μολύνουν, το έδαφος, τα ρέματα και τα ποτάμια.
Γίνεται πια κατανοητό πως οι προσπάθειες ικανοποίησης των αυξανόμενων διατροφικών αναγκών του πλανήτη, δεν μπορούν να γίνονται σε βάρος της φύσης, του αγροτικού κόσμου και της δημόσιας υγείας.
Συμπέρασμα: Η αυξανόμενη κυριαρχία του βιομηχανικού εντατικού συστήματος παραγωγής στη γεωργία διαταράσσει σοβαρά, όχι μόνο την προστασία και αναζωογόνηση του φυσικού περιβάλλοντος, τη βιωσιμότητα των μικρών αγροτών και την κοινωνική συνοχή, αλλά και την ευζωία και τη διασφάλιση της δημόσιας υγείας.
Αναγκαία η αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου στη γεωργία
Όλα τα παραπάνω ενισχύουν τη διαπίστωση ότι η οικονομική και παραγωγική βιωσιμότητα, η κοινωνική συνοχή και η προστασία του περιβάλλοντος στις αγροτικές περιοχές, αποτελούν μια τριπλή πρόκληση για την αγροτική πολιτική και ανάπτυξη. Η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κινείται σ’ αυτή την κατεύθυνση και συμπεριλαμβάνει αυτές τις προκλήσεις στους τρεις γενικούς στόχους της νέας Κοινής Αγροτικής Πολιτικής και στην Πράσινη Συμφωνία.
Μεγάλη είναι και η πρόκληση για την χώρα μας.
Η σύνταξη του εθνικού στρατηγικού σχεδίου για τη νέα ΚΑΠ, μας δίνει μια μοναδική ευκαιρία να αναπροσανατολίσουμε την αγροτική μας πολιτική προς ένα μοντέλο διαφοροποιημένης παραγωγής προϊόντων ποιότητας και ταυτότητας, γεωγραφικών ενδείξεων και βιολογικής γεωργίας, ασφάλειας και πιστοποίησης. Πρόκειται για ένα μοντέλο αντίθετο από το μοντέλο της εντατικής και βιομηχανοποιημένης αγροτικής παραγωγής, αφού η διαφοροποιημένη, ποιοτική και υψηλής προστιθέμενης αξίας παραγωγή προστατεύει τους φυσικούς πόρους καλύτερα, είναι πιο φιλική προς το περιβάλλον και χαρακτηρίζεται από υψηλή ποιότητα προϊόντων και σύντομες αλυσίδες αξίας κατά μήκος της αγροδιατροφικής παραγωγής.
Η πανδημία ανέδειξε ακόμα περισσότερο την αξία ενός τέτοιου μοντέλου. Καιρός είναι να επενδύσουμε σε αυτό, στο οποίο άλλωστε εντοπίζεται και το συγκριτικό μας πλεονέκτημα. Οι πολιτικές για την ενίσχυση της παραγωγής αυτών των προϊόντων, προϋποθέτουν όμως την αύξηση της ενεργού ζήτησής τους, τόσο στην εσωτερική αγορά όσο και στις διεθνείς.
Και πώς θα γίνει αυτό όταν το κόστος παραγωγής και οι τιμές είναι υψηλότερες από τα συμβατικά προϊόντα; Υπάρχουν διάφοροι τρόποι να γίνει κάτι τέτοιο. Οι απόψεις συγκλίνουν στο ότι:
- Πρώτον, πρέπει να υιοθετηθεί ένα σχετικό ευρωπαϊκό σήμα γι’ αυτά τα προϊόντα που θα αποτελέσει τον πρεσβευτή τους στις αγορές και θα εγγυάται την εμπιστοσύνη των καταναλωτών.
- Δεύτερον, θα πρέπει να μειωθεί σε αυτά ο ΦΠΑ.
- Τρίτον, η χώρα θα πρέπει να υιοθετήσει μια πολιτική στρατηγική πράσινων δημοσίων διαγωνισμών. Το δημόσιο μπορεί και οφείλει να ασκήσει την επιρροή του για να υποστηρίξει τέτοιες πολιτικές σε προϊόντα και υπηρεσίες που συμβάλλουν στην προστασία του περιβάλλοντος και τη δημόσια υγεία.
Έχουμε και στο παρελθόν αναφερθεί π.χ. στη δυνατότητα του κράτους να δώσει προτεραιότητα σε αυτά τα προϊόντα στα σχολικά γεύματα, στα δημόσια ιδρύματα ή στις εργοστασιακές καντίνες. Η Κοπεγχάγη έχει ήδη γίνει η πρώτη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα με 100% βιολογικά προϊόντα στις δημόσιες καντίνες. Η Βιέννη έχει ακολουθήσει το ίδιο παράδειγμα επίσης.
Προφανώς, ούτε όλες οι χώρες ιεραρχούν ψηλά στην ατζέντα τους τα βιολογικά και τα προϊόντα ποιότητας (και δεν μπορούν να αλλάξουν γρήγορα τις παραγωγικές και καταναλωτικές συνήθειες) ούτε και ο παραγωγός μπορεί να περιοριστεί σε πρωτοβουλίες της Πολιτείας και μόνο. Απαιτείται, λοιπόν, η ενίσχυση μιας μακροπρόθεσμης ζήτησης, που σε συνδυασμό τόσο με τη μείωση του κόστους παραγωγής αυτών των προϊόντων (η επένδυση στην καινοτομία και τη γεωργική συμβουλευτική θα μπορούσε να βοηθήσει) όσο και με τη στήριξη της Πολιτείας, θα συμβάλλουν καθοριστικά στη βιωσιμότητα ενός τέτοιου μοντέλου παραγωγής.