Η ιστορική μνήμη και το μεγαλείο της ελληνικής ψυχής αναβιώνουν στο μυαλό και τα μάτια κάθε επισκέπτη που πατάει το πόδι του στον ιερό χώρο των οχυρών Ρούπελ. Εκεί, στην κατάφυτη πλαγιά του Ρούπελ, όπου η ιστορία και το φυσικό περιβάλλον συνυπάρχουν αρμονικά, κάτω από τη σκιά του μαρμάρινου μνημείου των πεσόντων στρατιωτών, αξιωματικών, υπαξιωματικών και επίστρατων, ο ανθρώπινος νους δεν μπορεί να μην συλλογιστεί την υπέρτατη θυσία των Ελλήνων απέναντι στα ναζιστικά στρατεύματα.
Σε υψόμετρο 1339 μέτρων, το βλέμμα ατενίζει ανεμπόδιστα το μεγαλύτερο μέρος των ελληνοβουλγαρικών συνόρων, κατά μήκος του όρους Άγκιστρο, κοντά στον ποταμό Στρυμόνα. Εκεί, όλα είναι καθάρια, διαυγή, σχεδόν ιερά, λουσμένα από το φως του ήλιου. Όπως καθάριος και ιερός ήταν ο αγώνας των υπερασπιστών του οχυρού πριν από ογδόντα ολόκληρα χρόνια, στη φημισμένη «Μάχη των Οχυρών», κατά μήκος της λεγόμενης «Γραμμής Μεταξά».
Επισκεπτόμενος το Ρούπελ, δεν γνωρίζεις μόνο μια μεγάλη στιγμή της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Θαυμάζεις από κοντά τα έργα των ανθρώπων που καθόρισαν μια ιστορική πραγματικότητα. Θαυμάζεις τους αγώνες που έδωσαν μικροί και μεγάλοι στρατιώτες, επώνυμοι και ανώνυμοι αξιωματικοί, προκειμένου να κρατήσουν ζωντανές αξίες και ιδανικά, πάνω απ’ όλα όμως για να διαφυλάξουν την ελευθερία της πατρίδας.
Το βουνό κρύβει στα σπλάχνα του ένα ιστορικό μουσείο.
Η πρόσβαση στο οχυρό, εύκολη και γρήγορη από τον μεγάλο αυτοκινητόδρομο, τμήμα της Εγνατίας (κάθετος άξονας Α25) που οδηγεί στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα και στο τελωνείο του Προμαχώνα. Η είσοδος στο οχυρό είναι ελεύθερη ωστόσο παραμένει πάντα μια στρατιωτική περιοχή που φυλάσσεται. Βέβαια, τους τελευταίους μήνες, λόγω της πανδημίας του κορονοϊού και των αυστηρών υγειονομικών πρωτοκόλλων που ισχύουν, έχουν ανασταλεί μέχρι νεοτέρας όλες οι επισκέψεις και οι ξεναγήσεις στις εγκαταστάσεις του.
Σε κάθε περίπτωση πάντως και υπό φυσιολογικές συνθήκες, οι επισκέπτες πρέπει να παραδώσουν την ταυτότητά τους στην είσοδο και τους επιστρέφεται κατά την αναχώρηση από το στρατιωτικό συγκρότημα. Στο τέλος της διαδρομής υπάρχει οργανωμένος χώρος στάθμευσης για αυτοκίνητα και λεωφορεία. Ο δρόμος είναι ασφαλτοστρωμένος σε όλο το μήκος του.
Καθώς ο επισκέπτης ανεβαίνει τον λόφο του οχυρού Ρούπελ, δεν μπορεί να μείνει αδιάφορος μπροστά στο μεγαλείο της φύσης. Το Φθινόπωρο και τον Χειμώνα, η πρωινή πάχνη σχηματίζει ένα πυκνό σύννεφο που μπορεί να εμποδίζει την ορατότητα στις γύρω περιοχές, την ίδια στιγμή όμως δίνει τη μοναδική αίσθηση ότι βρίσκεται πάνω από τα σύννεφα. Την Άνοιξη και το Καλοκαίρι, η φύση αποκαλύπτεται μεγαλόπρεπα, θυμίζοντας ότι μέσα σε αυτό το μεγαλείο της, πριν από ογδόντα χρόνια έχασαν τη ζωή τους δεκάδες στρατιώτες και από τις δυο μεριές.
Η ευγένεια, η φιλική διάθεση, το ζεστό χαμόγελο των στρατιωτών που υποδέχονται τους επισκέπτες στο στρατιωτικό συγκρότημα του οχυρού προδιαθέτουν για μια πολύ ενδιαφέρουσα εμπειρία. Την ίδια στιγμή, το τυπικό που ακολουθείται από το στρατιωτικό προσωπικό, προϊδεάζει τους επισκέπτες ότι βρίσκονται σ’ έναν χώρο ιερό, γεμάτο συμβολισμούς και μηνύματα. Έναν χώρο που οφείλει να σεβαστεί κάθε Έλληνας και ξένος, αποτείνοντας ελάχιστο φόρο τιμής στους υπερασπιστές του οχυρού.
Ένας καφές στο ΚΨΜ των οχυρών και μια μικρή ανάπαυλα πριν από την ξενάγηση, προετοιμάζει τον επισκέπτη να γίνει κοινωνός όλων εκείνων των μεγάλων και σημαντικών που έλαβαν χώρα πάνω και κάτω από τις πλαγιές των βουνών κατά την τριήμερη «Μάχη των Οχυρών», όπου οι ναζιστικές δυνάμεις σφυροκοπούσαν κυριολεκτικά τα ελληνικά στρατεύματα.
Τα συγχαρητήρια των Γερμανών στους υπερασπιστές του οχυρού
Η 10η Απριλίου 1941, μια ημερομηνία καθοριστική όχι μόνο για τη μοίρα των οχυρών αλλά και της Ελλάδας, αποτυπώνεται φωτογραφικά και δεσπόζει στην είσοδο της κεντρικής στοάς, όπου ξεκινάει και η καταλήγει η ξενάγηση. Είναι η μέρα της παράδοσης των οχυρών από τον διοικητή τους, αντισυνταγματάρχη Γεώργιο Δουράτσο, στους Γερμανούς κατακτητές αξιώνοντας ταυτόχρονα «κανείς Γερμανός να μην ανέβει στο οχυρό έως ότου και οι τελευταίοι αποχωρήσουν», όπως και συνέβη. Είχε προηγηθεί μια τριήμερη σκληρή πολεμική αναμέτρηση καθ’ όλη τη διάρκεια της «Μάχης των οχυρών» κατά μήκος της «Γραμμής Μεταξά», ανάμεσα στους Έλληνες και τους Γερμανούς στρατιώτες, όπου μπορεί να τελείωσε με τη νίκη των τελευταίων, όμως οι απώλειές τους ήταν σχεδόν διπλάσιες από αυτές των Ελλήνων.
Ο Γερμανός συνταγματάρχης που παρέλαβε το οχυρό, έδωσε συγχαρητήρια στον διοικητή, εκφράζοντας το θαυμασμό και την εκτίμησή του για την αντίσταση και τον ηρωισμό των Ελλήνων στρατιωτών. Τόνισε μάλιστα ότι για τους Γερμανούς αποτελούσε τιμή και υπερηφάνεια ότι είχαν ως αντίπαλο έναν τόσον ηρωικό στρατό. Έξω από το οχυρό ήταν παραταγμένο γερμανικό τμήμα που απέδωσε τιμές. Στη συνέχεια αξιωματικοί και στρατιώτες αναχώρησαν πεζοί για το Σιδηρόκαστρο και τις Σέρρες.
«Τα οχυρά δεν παραδίδονται. Καταλαμβάνονται»
Τα ιστορικά λόγια του αντισυνταγματάρχη Δουράτσου -«Τα οχυρά δεν παραδίδονται. Καταλαμβάνονται»- βρίσκονται στην είσοδο της στοάς αποδίδοντας το μέγεθος του ηρωισμού των Ελλήνων στρατιωτών. Οι σφοδροί βομβαρδισμοί από τη μεριά των Γερμανών δεν είχαν κάμψει το ηθικό των υπερασπιστών των οχυρών.
Να σημειωθεί πως στο οχυρό Ρούπελ υπήρχαν μόνο 27 αξιωματικοί και 950 οπλίτες. Γύρω από το οχυρό υπήρχαν μόλις οκτώ πυροβόλα, μοιρασμένα στις πυροβολαρχίες του λοχαγού Κοζώνη και του ήρωα υπολοχαγού Κυριακίδη, σε καλά κρυμμένες τοποθεσίες. Οι γερμανικές στρατιωτικές δυνάμεις ήταν πάνοπλες με εξοπλισμό που υπερτερούσε αριθμητικά και τεχνολογικά έναντι των Ελλήνων.
Σε 14 νεκρούς και 38 τραυματίες ανήλθε ο αριθμός των απωλειών του οχυρού Ρούπελ στις συνολικά τέσσερεις μέρες που διήρκησαν οι βομβαρδισμοί των γερμανικών στρατευμάτων. Τα οχυρά δεν καταλήφθηκαν ποτέ χάρη στο ηρωισμό των Ελλήνων υπερασπιστών, που μέχρι την τελευταία στιγμή πολεμούσαν με αυτοθυσία. Παραδόθηκαν όταν η διοίκηση των οχυρών είχε ήδη πληροφορηθεί για τη συνθηκολόγηση της Ελλάδας με τους Γερμανούς.
Τα λιγοστά αντικείμενα των στρατιωτών και μια ελληνική σημαία με τη βασιλική κορώνα που φυλάσσονται στην είσοδο της στοάς του οχυρού διοίκησης, αποτελούν μικρά μόνο ψήγματα των μεγάλων αλλά δύσκολων στιγμών που έζησαν στην καθημερινότητά τους οι Έλληνες στρατιώτες υπερασπιζόμενοι το οχυρό και την πατρίδα.
Η περιήγηση στη στοά του οχυρού, πραγματικά συγκινητική, σχεδόν καθηλωτική. Η στοά αποτελεί άριστο δείγμα μηχανικής, άρτιας οργάνωσης, εφευρετικότητας, προνοητικότητας και κυρίως πίστης για την επιβίωση και την υπεράσπιση της πατρίδας. Κι όλα αυτά κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες, πολιτικές, κυρίως οικονομικές αλλά και κοινωνικές.
Η αυτοθυσία του λοχαγού Κυριακίδη
Από τις πιο σημαντικές στιγμές της ξενάγησης είναι η επίσκεψη στο στρατιωτικό μουσείο των οχυρών. Στο εσωτερικό του εκτίθενται στολές, σημαίες, οπλισμός του ελληνικού και γερμανικού στρατού κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο καθώς και ένα από τα δύο αντιαρματικά πυροβόλα που διέθετε η φρουρά του οχυρού το 1941.
Ξεχωριστή θέση ανάμεσα στα εκθέματα κατέχουν τα προσωπικά αντικείμενα του λοχαγού Αλέξανδρου Κυριακίδη και των στρατιωτών του, όπως βρέθηκαν μέσα στο όρυγμα μαζί με τα οστά τους το 2001, εξήντα χρόνια μετά τον ηρωικό θάνατό τους και την αυτοθυσία τους το 1941.
Ο λοχαγός Κυριακίδης αρνήθηκε να κάνει παύση των βολών του πυροβολικού του κι έτσι έγινε στόχος των γερμανικών στούκας. Μαζί με τους στρατιώτες του βρήκε τραγικό θάνατο μέσα στη θέση όπου ήταν το καταφύγιο της πυροβολαρχίας. Τον Απρίλιο του 2001, με πρωτοβουλία του αξιωματικού Ηλία Κοτρίδη, ξεκίνησε η έρευνα για την ανεύρεση των οστών των πεσόντων της πυροβολαρχίας του λοχαγού Κυριακίδη.
Το οχυρό Ρούπελ δεν κατελήφθη ποτέ εξαιτίας της απαράμιλλης αντίστασης των μαχητών και της ανθεκτικής κατασκευής του. Ογδόντα χρόνια τώρα παραμένει εκεί, αγέρωχο πάνω στο βουνό και σαν να έχει κι αυτό ψυχή, δίνει τη δική του μαρτυρία για τον άνισο αλλά τιμημένο αγώνα των Ελλήνων στρατιωτών και της άμυνας τους για την υπεράσπιση και την ελευθερία της πατρίδας.
Μόνο στο Ρούπελ ο επισκέπτης αφουγκράζεται νοερά τους χτύπους της καρδιάς των υπερασπιστών του, περπατώντας στις «μπαρουτιασμένες» πλαγιές και στις υπόγειες δαιδαλώδεις στοές του.