Ένα από τα πιο διασκεδαστικά πολιτικά ανέκδοτα των τελευταίων μηνών ήταν η «αντιπαράθεση» ΠΑΣΟΚων και ΣΥΡΙΖΑίων το περασμένο φθινόπωρο με φόντο την ανάδειξη νέου αρχηγού του ΚΙΝΑΛ. Κάποιοι φίλοι του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, πέρα από προτίμηση σε συγκεκριμένους υποψήφιους και σενάρια συνεργασίας, έβρισκαν υπερβολική τη φασαρία που προκάλεσε η επιστροφή του Γιώργου Παπανδρέου. «Πολύ κακό» έλεγαν, όχι για το τίποτα αλλά, για ένα «τρίτο κόμμα» και για ένα «κέντρο που δεν υπάρχει». Η απάντηση των ΠΑΣΟκων στο «μήπως ασχολούμαστε πολύ με τις εκλογές σας;» ήταν πληρωμένη: κάτι σαν «ας κάνετε πρώτα το συνέδριο που παλεύετε τόσα χρόνια και μετά το συζητάμε…».
Το συνέδριο λοιπόν έγινε.
Στο ίδιο μέρος (Tae Kwon Do) με την προηγούμενη φορά, 5.5 χρόνια μετά όμως. Στο μεταξύ ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε την εξουσία, η πανδημία ανέβαλε κάνα δυο φορές τις διαδικασίες, έχουν συμβεί πράγματα που δεν ήταν στον ορίζοντα τον Οκτώβριο του 2016 όπως ένας πόλεμος και μια μεγάλη ενεργειακή κρίση, διαμορφώνοντας ένα εντελώς διαφορετικό σκηνικό.
Η εκλογολογία είναι πάντα στο τραπέζι στην Ελλάδα. Συνήθως ως κίνηση τακτικής (ή απελπισίας) κυβερνήσεων σε δύσκολη θέση, πάντα ως διακαής πόθος αξιωματικής αντιπολίτευσης σε οίστρο. Τώρα μοιάζει να είμαστε περισσότερο στην πρώτη κατάσταση. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έμοιαζε αρκετά ανθεκτική δημοσκοπικά, απορροφώντας την φθορά της πανδημίας. (Παρότι τη χρησιμοποίησε για να εδραιώσει την ηγεμονία της, απέφυγε εμμονικά να ενισχύσει το ΕΣΥ και η Ελλάδα ξεπέρασε σε νεκρούς ακόμα και χώρες που πλήρωσαν βαρύ πανδημικό τίμημα όπως η Ιταλία). Όμως, αυτό που δεν μπορεί να απορροφήσει η κυβέρνηση, είναι η φθορά της ακρίβειας. Οι λογαριασμοί ρεύματος και φυσικού αερίου, όχι μόνο δεν αποσυνδέονται αλλά πονάνε μαζί, σιγά σιγά επιβεβαιώνεται ο άγραφος κανόνας που λέει ότι όταν πληγεί η τσέπη του πολίτη, αρχίζει να παρατηρεί και τα υπόλοιπα στραβά.
Αυτή η συνθήκη, λοιπόν, έριξε και τους τόνους στο συνέδριο. Όλοι έσπευσαν να συμφωνήσουν (σε τυπικό mode αυτοαποθέωσης) για το πόσο spot on ήταν η ομιλία Τσίπρα την περασμένη Πέμπτη, το «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα;» επικράτησε ως σλόγκαν ξεσκονίζοντας τον Καστοριάδη από τις βιβλιοθήκες και προκαλώντας την αποχώρηση του Άρη από το στούντιο, το επείγον της συσπείρωσης κράτησε κλειστή την «Ομπρέλα». Η κάλπη του συνεδρίου θα επικυρώσει την εκλογή του προέδρου από τη βάση (και όχι τα μέλη) στις διαδικασίες της 15ης Μαΐου. Κι αυτό συμβολικά, μαζί με τα πλείστα όσα καλέσματα προς το ΚΙΝ.ΑΛ., επικυρώνει για πολλοστή φορά ότι το περίφημο άνοιγμα στην κεντροαριστερά δεν επίκειται αλλά έχει προ πολλού συμβεί.
Παρά την προ διμήνου ένταση με τη συνέντευξη Τσακαλώτου στην Καθημερινή με τις αιχμές για τους συμβούλους του Τσίπρα και την περίφημη «αστική αυτοπεποίθηση», τα ντέρμπι του συνεδρίου ήταν ελάχιστα. Ένας αναμενόμενος Πολάκης να τα βάζει με τον Ξανθό για τη συνεσταλμένη αντιπολίτευση στα της πανδημίας. Ένας αναμενόμενος Φίλης να παίζει τον ρόλο της «αριστερής συνείδησης». Ένας αναμενόμενος Τσακαλώτος να τσιγκλίζει για τις διαδικασίες. Ένα μη αναμενόμενο επεισόδιο με την αποβολή του σύνεδρου που έβρισε τον Δρίτσα. Κι, εν τέλει, ένας αναμενόμενος Τσίπρας να δίνει σύνθημα συσπείρωσης από θέση απόλυτης εσωκομματικής κυριαρχίας.
Κλείνοντας φέτος μια δεκαετία σε κυβερνητική τροχιά, ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται ξανά μπροστά στο ηφαίστειο. Μιας κοινωνικής δυσαρέσκειας πολύ διαφορετικής από την οργή που ήθελε να τελειώσει τον δικομματισμό ΠΑΣΟΚ-ΝΔ την περίοδο 2012-15 και τον έφερε τελικά στην εξουσία. Οι πολίτες, το 2022, είναι εξουθενωμένοι από τις συνεχείς διαδοχικές κρίσεις. Μπορεί να τσακώνονται όλη μέρα στα σόσιαλ, αλλά αυτό που τους λείπει είναι η ηρεμία. Κι αυτό δεν μπορεί να συμβεί όταν «ο μήνας δεν βγαίνει», όπως είπε ο Νάσος Ηλιόπουλος στο βήμα του συνεδρίου. Όταν ο λογαριασμός της ΔΕΗ είναι μεγαλύτερος από τον μισθό.
Το κρίσιμο σταυροδρόμι για την αξιωματική αντιπολίτευση δεν είναι αν θα λέγεται «κεντροαριστερά» ή «ριζοσπαστική αριστερά». Αυτό έχει απαντηθεί, όταν ακόμα και στη μεγάλη ήττα των εκλογών του 2019 συγκέντρωσε 32%.
Τα διλήμματα για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι αλλού: Θα εξακολουθήσει να ψάχνει δικαιολογία στη «διαιτησία» (εχθρικά μίντια, διαπλοκή κτλ.) που είναι δεδομένα εναντίον του ή θα «φτιάξει ομάδα» για να την κερδίσει; Θα επανακτήσει -με αριστερό πρόσημο- ορισμένες έννοιες/ταμπέλες που χάρισε άκριτα στο απέναντι στρατόπεδο («τεχνοκρατία», «φιλελευθερισμός» κ..ά.) ή θα πορεύεται με ένα συγκυριακό μήνυμα κάνοντας πολιτική κάθε φορά πάνω στα trends των σόσιαλ μίντια; Θα επιτρέψει την πολυφωνία στο εσωτερικό του ως ένδειξη υγείας ή θα προστατεύει το αλάθητο του αρχηγού με μια αφήγηση «Τσίπρας ή 3%»; Θα ξεπεράσει αυτό το σύνδρομο της επιστροφής στο 3% ή θα συμφιλιωθεί με το ότι εκ των πραγμάτων είναι πια κόμμα εναλλαγής της εξουσίας; Θα αξιολογήσει τι έκανε καλά και τι λάθος την «Πρώτη Φορά Αριστερά» ή θα ψάχνεται γιατί ακόμα δεν μπορεί να ανακτήσει την αξιοπιστία του; (Η ομιλία Τσίπρα άφησε κάποια τέτοια, έστω αόριστα, ίχνη αναστοχασμού.) Για να το κάνουμε λίγο πιο πικάντικο, θα εξακολουθήσει να ζητάει συγγνώμη λέγοντας ότι δεν ήθελε να εφαρμόσει μνημόνιο ή θα το αποδεχθεί και θα βρει τρόπο να μετατρέψει σε θετικό πολιτικό μήνυμα ότι το εφάρμοσε πιο επιτυχημένα κι αναίμακτα από κάθε μνημονιακή κυβέρνηση; Θα επιχειρήσει να επανεκλεγεί με παπανδρεϊκές υποσχέσεις (που δε θα μπορέσει να τηρήσει, όπως διαπιστώθηκε εμφατικά το 2015-19) κι «αψύ κρητικό τσαμπουκά» ή με την υπόσχεση εντιμότητας και δέσμευσης για κοινωνική δικαιοσύνη κόντρα στην ραγδαία καρτελοποίηση της χώρας;
Με άλλα λόγια, ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται στο σταυροδρόμι ενός ** απομακρύνετε τα παιδιά, ακολουθεί κακιά λέξη ** «εκσυγχρονισμού». Δεν είναι και τόσο περίεργο, όλα τα κόμματα το περνάνε. Η ΝΔ, ας πούμε, έχασε αυτό το στοίχημα παρότι επέλεξε έναν ηγέτη με κεντρώο (στα χαρτιά) προφίλ στο πρόσωπο του Κυριάκου Μητσοτάκη. Γιατί, τελικά κατέληξε να κυβερνά ως ακόμα πιο σκληρή νεοφιλελεύθερη δεξιά, δέσμια εσωκομματικών ισορροπιών, ολιγαρχικών ντιλ και μιας βάσης ψηφοφόρων που γίνεται όλο και πιο συντηρητική αντί να μαλακώνει.