Από την κλασική αρχαιότητα λεπτή παραμένει η γραμμή διάκρισης της αντισύλληψης και του τερματισμού της σύλληψης, δηλαδή της άμβλωσης. Ο Γιουβενάλης για παράδειγμα αναφέρει ότι οι γυναίκες δηλητηριάζουν τον οργανισμό τους για να αποφύγουν τη σύλληψη ή για να την τερματίσουν (Satires 6. 595-7). Αντισύλληψη και έκτρωση αποτελούν κατηγορίες συχνά συγχεόμενες. Ο ιατρός Σωρανός θα διακρίνει το αντισυλληπτικό φάρμακο (ἀτόκιον) από το αβλωτικό φάρμακο (φθόριον). Έως τα πρώτα χριστιανικά χρόνια τα αντισυλληπτικά με τα αμβλωτικά ομοιάζουν, με αποτέλεσμα πολλές φορές να συγχέονται, και η εκκλησία να τα αναθεματίζει υπό τη νεοεισαχθείσα έννοια από το χριστιανισμό, την αμαρτία. Παρουσιάζει επομένως ενδιαφέρον να εξεταστεί ποιες μέθοδοι χρησιμοποιούνται στην αρχαιότητα, πώς οι μέθοδοι αυτές επιβιώνουν επί Μεσαίωνα σε Ανατολή και σε Δύση και πώς οι αντίστοιχες κοινωνίες διαχειρίζονται το βιοϊατρικό τοπίο.
Η μέθοδος με την πανάρχαια ιστορία
Η αντισύλληψη ως μέθοδος ελέγχου της γονιμότητας πορεύεται παράλληλα με την ιστορία του ανθρώπου, μολονότι οι αναφορές σε κείμενα είναι λιγοστές. Η ιστορία της αντισύλληψης είναι η σύνθεση της ιστορίας των γυναικών, της ιστορίας της ιατρικής και της ιστορίας της οικογένειας. Θεωρώντας βασικές τις όποιες συνιστώσες, συνήθως αυτές δίνουνε μια ιστορία της αντισύλληψης φιλτραρισμένη μέσα από το πρίσμα της ιστορίας της οικογένειας. Στην ιστορία οι αλλαγές στις οικογενειακές δομές και τις έμφυλες σχέσεις βρίσκονται σε σχέση αιτίου-αιτιατού με την αλλαγή των ιδεών για τη γονιμότητα.
Μία συνταγή για το πρώτο αντισυλληπτικό προϊόν, έναν κολπικό σπόγγο, ανάγεται στην Αίγυπτο γύρω στα 1550-1500 π.Χ. και καταγράφεται στον Πάπυρο Ebers όπου δίνεται μία επιτομή των αιγυπτιακών ιατρικών πρακτικών. Για τους Σουμέριους και τους Αιγυπτίους υπάρχουν ενδείξεις, έστω αποσπασματικές, ότι είχαν ανάλογες γνώσεις. Οι αντισυλληπτικές μέθοδοι διαχωρίζονται σε δύο κατηγορίες, πρώτα ανάλογα με το φύλο του χρήστη και δεύτερον ανάλογα με τον τύπο της μεθόδου. Σύμφωνα με το φύλο, διακρίνονται σε ανδρικές και γυναικείες, όσες χρησιμοποιούνται από τους άνδρες και σε όσες χρησιμοποιούνται από τις γυναίκες, για παράδειγμα σήμερα το ανδρικό προφυλακτικό και το αντισυλληπτικό χάπι αντίστοιχα. Σύμφωνα με τον τύπο τους διακρίνονται σε «φυσικές» και «τεχνητές» μεθόδους, για παράδειγμα τη διακεκομμένη συνουσία (coitus interruptus) και το διάφραγμα.
Ο έλεγχος της γονιμότητας ενδιέφερε ανέκαθεν και ως ζήτημα εξακολουθεί να μας ενδιαφέρει. Το ερώτημα είναι πώς οι άνθρωποι διαχειρίζονται τον έλεγχο της γονιμότητας τους και ποια είναι η αντίστοιχη ρητορική. Η έρευνα θέλει τη διακεκομμένη συνουσία να αποτελεί την αρχαιότερη μέθοδο αντισύλληψης. Η πρώτη αναφορά της απαντάται στην Παλαιά Διαθήκη στη διάσημη, αλλά και παρερμηνευμένη ιστορία του Αυνάν στο βιβλίο της Γενέσεως. Οι περισσότεροι ιστορικοί συμφωνούν ότι η συνειδητή χρήση του «τραβήγματος» εντοπίζεται από το 18ο αιώνα, οπότε η αναπαραγωγή και η σεξουαλική ευχαρίστηση διαχωρίζονται, καθώς τότε προκύπτουν νέες οικογενειακές δομές. Και οι άνθρωποι ήδη από την αρχαιότητα ήταν γνώστες της αποτελεσματικότητας της χρήσης της διακεκομμένης συνουσίας, της πρακτικής με την κρυφή ιστορία, όπως προκύπτει στο έργο Περί ἀφορῶν από την ιπποκρατική συλλογή.
Η αρχαία μέθοδος: οι φυσικές και οι τεχνητές πρακτικές
Πράγματι δεν υπάρχουν πλούσιες πληροφορίες σχετικά με τις αρχαίες μεθόδους. Συμπεραίνουμε ότι η διακεκομμένη συνουσία, η εκτεταμένη φαρμακεία, η αποχή και η έκτρωση είναι αντισυλληπτικές μέθοδοι εν χρήσει κατά την αρχαία εποχή όπως συνηγορούν οι διασωζόμενες μαρτυρίες. Η διακεκομμένη συνουσία, μολονότι είναι η διαχρονικότερη αντισυλληπτική μέθοδος, οι αναφορές στην ίδια την coitus interruptus σπανίζουν. Η αρχαιότερη ελληνική καταγραφή της εντοπίζεται στη λυρική ποίηση στην κατακλείδα ενός ποιητικού σπαράγματος του Αρχίλοχου από την αρχαϊκή περίοδο. Εκτός από την ποίηση, κάποιες υπαινιχτικές αναφορές σε αντισυλληπτικές πρακτικές απαντώνται σε όλες τις μορφές της τέχνης.
Σε αναπαραστάσεις ετερόφυλου έρωτα, στις κλασικές αγγειακές παραστάσεις για παράδειγμα, υπερτερεί η παρά φύση συνουσία και ο στοματικός έρωτας. Πρακτικές που αναντίρρητα συνιστούν τροχοπέδη στη σύλληψη, αλλά πουθενά δεν καταγράφεται εάν τη δεδομένη εποχή αυτές γίνονται συνειδητά. Η διακεκομμένη συνουσία είναι η βασική μέθοδος ανδρικής αντισύλληψης στη Ρώμη, όπως διαπιστώνει κανείς διαβάζοντας την De Rerum Natura του Λουκρητίου. Εάν πρόκειται για το αυτονόητο μέσο ελέγχου της αναπαραγωγής της αρχαίας αλλά και της σύγχρονης εποχής, ενδεχομένως αυτό να ερμηνεύει την άρρητη και σιωπηρή παραδοχή της. Ακόμα ενδέχεται η αποσιώπηση να υποκρύπτει μία ανδρική αμφιθυμία απέναντι στη μέθοδο αυτή, καθώς η εφαρμογή της θεωρείται ότι στερεί ένα σημαντικό κομμάτι της σεξουαλικής απόλαυσης.
Οι περισσότερες πληροφορίες για τεχνητή αντισύλληψη, κυρίως βότανα, προέρχονται από το 2ο αιώνα μ.Χ. από το έργο του Σωρανού (Περί) Γυναικείων (παθῶν). Ο Σωρανός, παρά τον εκτενή κατάλογο γυναικείων αντισυλληπτικών, ο ίδιος δεν κάνει καμία αναφορά σε ανδρικά αντισυλληπτικά μέσα. Αντίθετα, η κεδρία (το λάδι του κέδρου) καταγράφεται ως αντισυλληπτικό υλικό με το οποίο πρέπει να αλειφθεί το πέος πριν από τη συνουσία στη Φυσική Ιστορία του Πλίνιου του Πρεσβύτερου –και αυτή είναι η μόνη αναφορά σε φυτική ανδρική αντισύλληψη στον αρχαίο κόσμο. Εάν θεωρήσουμε ότι η διακεκομμένη και η παρά φύση συνουσία αντιστοιχούν στις τεχνητές ανδρικές μεθόδους αντισύλληψης, τότε οι πεσσοί (πεσσός: κολπικό υπόθετο) και τα φίλτρα (φίλτρο: πόσιμο φυτικό διάλυμα) ορίζουν το γυναικείο αντισυλληπτικό χώρο. Τα πόσιμα φυτικά διαλύματα, στα λατινικά venum (δηλητήριο), θεωρούνταν αποτελεσματικά. Τα περισσότερα απ’ αυτά στόχευαν στο κλείσιμο του στομίου της μήτρας ή στην πρόκληση συστολής της. Ο Σωρανός θεωρεί τα αντισυλληπτικά που λαμβάνονται από το στόμα καλύτερα από τους πεσσούς. Οι Ρωμαίες και οι Ελληνίδες γενικότερα έτειναν περισσότερο προς πόσιμες και τεχνητές μεθόδους παρά προς φυσικές μεθόδους προστασίας.
Ο Διοσκουρίδης στο De materia medica και ο Σωρανός στο Γυναικείων δίνουν πληροφορίες αντίστοιχων συνταγών, ενώ το ιπποκρατικό corpus μιλά για τη στειρότητα, αλλά για την αντισύλληψη σιωπά. Ο Σωρανός αναφέρει ότι ο μάραθος προλαμβάνει τη σύλληψη, αλλά καταστρέφει και ότι ήδη υπάρχει (Γυναικείων I.63), ο Διοσκουρίδης το αναφέρει ως αντισυλληπτικό και ως εκτρωτικό (De materia medica 3.48.80), ενώ ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος το σημειώνει ως ρυθμιστή της περιόδου (Φυσική Ιστορία 22.48.100). Το άγριο καρότο, ένα ισχυρό αντισυλληπτικό λαμβανόμενο μετά τη συνουσία, ο Διοσκουρίδης και ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος το κατατάσσουν στα εκτρωτικά. Ως εκτρωτικό, ομοίως, αναφέρουν το φλισκούνι (Αριστοφάνης, Λυσιστράτη [87-9] και Ειρήνη), τον απήγανο, το κυπαρίσσι και την αρτεμισία. Αντίθετα, η αλόη και το δίκταμο αναφέρονται ως εκτρωτικά και ως αντισυλληπτικά, ενώ η σμύρνα και το άγριο αγγούρι (εκτρωτικό και εμμηναγωγό ταυτόχρονα) επιβιώνουν εν αδιάκοπη χρήσει από την αρχαιότητα μέχρι το Μεσαίωνα. Το τσάι από ιτιά θεωρείται αντισυλληπτικό μέσο στην Ελλάδα και στη Ρώμη (Όμηρος, Πλίνιος ο Πρεσβύτερος), ενώ το κρύο ή το θαλασσινό νερό και ο χυμός λεμονιού θεωρούνται σπερματοκτόνα. Το ρόδι, επίσης, σε αναπαράσταση γυναικείας φιγούρας της Δήμητρας ή/και της Περσεφόνης παριστάνεται ως το μέσο ελέγχου της γονιμότητας και της στειρότητας (Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο: αρ. 484).
Το πολιτισμικό περικείμενο στην αρχαιότητα
Οι γυναίκες μένουνε στενά συνδεδεμένες με το εσωτερικό, το κρυφό και το μυστικιστικό στοιχείο, που δεν είναι άλλο από τον οίκο και τη θρησκεία. Συνάμα οι άνδρες αντιπροσωπεύουνε το εξωτερικό, το ανοιχτό και το πολιτικό κομμάτι μιας πατριαρχικής κοινωνίας. Ο τοκετός ως έμβλημα της γυναικείας υπόστασης ενσωματώνει σημειολογικά αυτή τη διαφοροποίηση. Εάν η εμφυλοποίηση συνιστά πραγματικά την πιο ισχυρή διαδικασία κοινωνικοποίησης, τότε η καθημερινή ζωή μαζί με το φύλο, δημιουργούν ένα πλέγμα σχέσεων και συσχετίσεων στον κοινωνικό ιστό με μία κοινή συνισταμένη: τη θηλυκότητα και τον ανδρισμό, αντίστοιχα τη γυναικεία και την ανδρική ταυτότητα. Στους χώρους της καθημερινής κοινωνικής δράσης, γυναίκες και άνδρες, επισφραγίζουν την ταυτότητα τους με τις πολιτισμικές της συνδηλώσεις.
Στην κλασική εποχή τα παιδιά συνοψίζουν το δημόσιο καθήκον προς την πατρίδα και τη διασφάλιση της πατρικής μνήμης και υστεροφημίας. Οι άνδρες και οι γυναίκες, Έλληνες και Ρωμαίοι, παντρεύονταν με σκοπό την απόκτηση απογόνων. Κατά την αρχαία συλλογιστική, καθετί που εμποδίζει την αναπαραγωγή ανήκει στη σφαίρα δράσης των μη νόμιμων συζύγων. Εικάζεται ότι οι παντρεμένες μάθαιναν από τις πόρνες για τις αντισυλληπτικές μεθόδους. Επίσης, στη ρωμαϊκή κοινωνία το ερώτημα που τίθεται δεν ήταν το εάν θα συλλάβεις ή όχι, αλλά το να εμποδίσεις ή να ενθαρρύνεις τη σύλληψη, την έκτρωση και τη βρεφική επιβίωση. Όταν ένα ζευγάρι ήθελε να περιορίσει τη γονιμότητα κατέφευγε στη συνδρομή είτε της μαγείας, είτε της ιατρικής, γνωστικές περιοχές που ακόμη αλληλεπικαλύπτονταν. Ο Γαληνός συνδύαζε την ιατρική με τη μαγεία σε φαρμακευτικά ζητήματα (για παράδειγμα στα φυλαχτά), αντιθέτως ο Διοσκουρίδης δεν συνέχεε την ιατρική με τη μαγεία, αλλά την ανέφερε στο έργο του De materia medica, ενώ ο Σωρανός θεωρούσε τα φυλακτά απατηλά.
Συνάντηση της βιολογίας και της ιατρικής: ανατομία και αναπαραγωγή
Στη βιολογία η γυναίκα προσδιοριζόταν ήδη από την αρχαία ανατομία σε σύγκριση με τον άνδρα. Σύμφωνα με το μοντέλο του ενιαίου γενετήσιου φύλου, η γυναικεία ανατομία εκλαμβανόταν ως αντίστροφη της ανδρικής: τα γυναικεία και τα ανδρικά γεννητικά όργανα μοιάζουν, μόνο που στις γυναίκες βρίσκονται μέσα στο σώμα τους, ενώ στους άνδρες εκτός και γι’ αυτό είναι εμφανή, όπως αναφέρει ο επίσκοπος Νύσσης Νεμέσιος κατά τον 6ο αιώνα μ.Χ., ανάμεσα σε ειδικότερους ιατρούς και ανατόμους.
Στην αρχαία απόλυτη αντιστοίχιση των αρσενικών και των θηλυκών γεννητικών οργάνων, ο γυναικείος κόλπος αντιστοιχούσε σε ένα εσωτερικό, επομένως κρυφό γυναικείο πέος, τα χείλη του αιδοίου στην ακροποσθία, η μήτρα στο όσχεο και οι ωοθήκες στους όρχεις. Οι ιατροί στην αρχαιότητα αγνοούσανε την ύπαρξη των ωοθηκών γιατί η αρχαία βιολογία έβλεπε τους όρχεις ως ένα αντιστάθμισμα του διεγερμένου πέους. Η λανθασμένη ερμηνεία αυτή δεν οφείλεται στην περιορισμένη γνώση της ανθρώπινης φυσιολογίας, αλλά στην πολιτισμική αντίληψη της εποχής. Ο Αριστοτέλης για παράδειγμα αντιλαμβάνεται τη γυναίκα ως ατελή άνδρα, μάλιστα για εκείνον η γυναίκα είναι προϊόν αδύνατου σπέρματος, ενώ το αρσενικό αποτέλεσμα σπέρματος δυνατού (Περί Γενέσεως Ζώων, 608 a-b). Η αριστοτελική αντίληψη περί αναπαραγωγής τοποθετεί τις γυναίκες σε κατώτερο κοινωνικό status. Επομένως, η γυναικεία βιολογική υπόσταση συνυφαίνεται στην κλασική εποχή με την κοινωνική θέση των γυναικών επί του συνόλου.
Αυτό είναι αδρομερώς το μοντέλο του ενιαίου γενετήσιου φύλου, αλλιώς η θεωρία του δομικού ισομορφισμού, με κύριους εκπροσώπους τον Ιπποκράτη, τον Αριστοτέλη και το Γαληνό. Οι σαφείς πατριαρχικές θέσεις της βιολογίας σε μία πρώτη προσέγγιση θεωρίας δεν αποτελούν απλώς ερμηνεία του βιολογικού σώματος, αλλά ουσιαστικά θα διαμορφώνουν τις κοινωνικές αντιλήψεις για το κοινωνικό σώμα κι επομένως για το φύλο έως τα μέσα του 17ου αιώνα. Η μετατόπιση από τον ισομορφισμό προς το διμορφισμό θα γίνει στα μέσα του 18ου και θα παγιωθεί στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή είναι συνολικά η θεωρία του Thomas Laqueur περί του ενιαίου γενετήσιου φύλου, που μετασχηματίζεται σε διμορφικό τον 17ο – 18ο αιώνα, και παρά την ευρύτερη επιστημονική αποδοχή της, κατά καιρούς έχει δεχτεί κριτικές ως προς τις πηγές στις οποίες έχει στηριχθεί, πηγές που ανήκουν σε έναν ελίτ επιστημονικό λόγο. Η κριτική εντοπίζεται στο χρονικό εντοπισμό, στην έμφαση στην αλλαγή και στη σχέση αυτού του ελίτ ανατομικού λόγου με την λαϊκή εμπειρία.[ii]
Πέρα από τη βιολογική αριστοτελική θεώρηση έρχεται να προστεθεί η ιατρική οπτική με σπουδαιότερο εκπρόσωπό της την ιπποκρατική σχολή. Σύμφωνα με το σκεπτικό της αρχαϊκής και πρώιμης κλασικής εποχής, η ιατρική εκλαμβάνεται ως τέχνη και δεν διαχωρίζεται από τις υπόλοιπες φυσικές επιστήμες και τη φιλοσοφία. Παράλληλα, διατηρεί άρρηκτους δεσμούς με τις θρησκευτικές και μαγικές προκαταλήψεις. Όμως, από το δεύτερο μισό του 5ου αιώνα π.Χ. και μετά, ο Ιπποκράτης θα είναι εκείνος που θα διαχωρίσει την ιατρική από τη θρησκεία και τη μαγεία, καθιστώντας πλέον την ιατρική (τέχνη) επιστήμη.
Σύμφωνα λοιπόν με τους ιπποκρατικούς, οι τέσσερις χυμοί του σώματος αίμα, γάλα, λίπος και σπέρμα μετασχηματίζονται επιφέροντας έτσι την ισορροπία στο σώμα. Στο ιπποκρατικό corpus η γυναικεία συμμετοχή στην αναπαραγωγή συναντά την καλύτερη εκδοχή της, καθώς αναγνωρίζεται σε εκείνη η ικανότητα παραγωγής σπέρματος. Η γυναικεία ευχαρίστηση είναι απαραίτητη στη σύλληψη, όπως επίσης η ενεργή γυναικεία συμμετοχή στο σεξουαλικό παιχνίδι. Σε αντίθεση με τον Αριστοτέλη, η σχολή του Κώου ενστερνίζεται την ισότητα των δύο φύλων στην αναπαραγωγική διαδικασία. Παρά ταύτα, οκτώ από τα βιβλία της ιπποκρατικής συλλογής αφιερώνονται στις νόσους των γυναικών και κανένα στις ασθένειες των ανδρών. Γεγονός που δηλοί την ιδιαιτερότητα της γυναικείας μεταχείρισης ως απόκλισης από την ανδρική νόρμα. Η γυναικεία φυσιολογία, όπως και στον Αριστοτέλη, ενσωματώνει ηθικές και κοινωνικές διαστάσεις.
Οι Ρωμαίοι ιατροί θα πατήσουν επάνω στην ελληνική ιατρική για να κατανοήσουν την αναπαραγωγή. Οι θεωρίες του Γαληνού αποτελούν αμάγαλμα αριστοτελικών και ιπποκρατικών αντιλήψεων. Ο Γαληνός συμφωνεί με τον Αριστοτέλη στην ελλιπή γυναικεία θερμότητα, αλλά αναγνωρίζει τη χρησιμότητα των ωοθηκών. Ο ίδιος δεν αναγνωρίζει τη θεωρία για την περιπλανώμενη μήτρα και θεωρεί τη σεξουαλική επαφή απαραίτητη για τη γυναικεία υγεία. Ο Σωρανός από την Έφεσο, ίσως ο σημαντικότερος συγγραφέας περί γυναικολογίας στη Ρώμη, ομοίως αμφισβητεί τη θεωρία για την περιφερόμενη μήτρα, αρνείται ότι οι γυναίκες παράγουν σπέρμα και σθεναρά αντιτάχθηκε στην αριστοτελική άποψη για το δομικό ισομορφισμό και στην ιπποκρατική θεωρία των χυμών. Και οι δύο, όμως, και ο Γαληνός και ο Σωρανός, πιστεύουν ότι η γυναικεία ευχαρίστηση αποτελεί sine qua non προϋπόθεση της σύλληψης. Οι Ρωμαίοι ακολουθώντας την ιπποκρατική παράδοση εκλαμβάνουν ότι και τα δύο φύλα παίζουν ενεργό ρόλο στη γονιμοποίηση.
Η ρωμαϊκή ιατρική γραμματεία αντιμετωπίζει τη σεξουαλικότητα με άγχος και δη την αναπαραγωγή ως πρόβλημα. Οι γιατροί επί ρωμαϊκού imperium θεωρούν το σεξ ως ένα φάρμακο για τη μελαγχολία. Στον αρχαίο κόσμο ήταν διάχυτη η άποψη ότι η σύλληψη συντελείται λίγο πριν και αμέσως μετά την εμμηνόρροια, άποψη που όπως και πολλές άλλες, επιβιώνει και στην πρώιμη χριστιανική εποχή. Ο Σωρανός μάλιστα -αιώνες πριν την επίσημη εμφάνιση του φεμινισμού- κατανοεί τις κοινωνικές πιέσεις που δεχόταν οι γυναίκες για να παντρευτούν και να κάνουν παιδιά∙ η εμμηνόρροια και η εγκυμοσύνη παρατηρεί πως χρησίμευαν στην προπαγάνδα των ανδρών. Κατά τους ιπποκρατικούς ιατρούς, η έμμηνος ρύση οφείλεται σε διεύρυνση των φλεβών των γεννητικών οργάνων κατά την περίοδο της εφηβείας. Σύμφωνα με την αριστοτελική αντίληψη, το αίμα της περιόδου αποτελεί την πρώτη ύλη, που μαζί με το σπέρμα, διαμορφώνουν το έμβρυο. Το αίμα δηλαδή διαμορφώνει και σχηματοποιεί τη νέα ζωή.[iii] Εντούτοις, η γυναικεία συμμετοχή είναι παθητική, καθώς ο άνδρας είναι εκείνος που παρέχει την κίνηση της ζωής και την αρχή της: η δημιουργία συντελείται όταν το σπέρμα συναντηθεί με τα έμμηνα και δώσει μορφή στο αδιαμόρφωτο υλικό (Περί Γενέσεως Ζώων 716a, 727a-729b, 765b). Η θέση ότι ένα παιδί προέρχεται και από τον πατέρα και από τη μητέρα του συνιστά κοινό τόπο αναγνωρίζοντας έτσι τη γυναικεία συμμετοχή στη διαδικασία της αναπαραγωγής (Αριστοτέλης, Ιπποκρατική συλλογή, Παρμενίδης, Εμπεδοκλής).
Η γυναίκα το διάστημα των εμμήνων της σε πολλούς πολιτιστικούς κώδικες θεωρείται ακάθαρτη. Το αίμα είναι μιαρό, άρα και η περίοδος των γυναικών το ίδιο. Έτσι μία φυσική λειτουργία του γυναικείου οργανισμού ανάγεται σε παράγοντα μόλυνσης και συνιστά ταμπού. Εντούτοις, αυτή η παραδοχή δεν επαληθεύεται στην αρχαιοελληνική περίπτωση. Η εμμηνορρυσία γινόταν αντιληπτή ως κάθαρσις και γι’ αυτό τη χρωμάτιζαν θετικά ως μία «αναγκαία διόρθωση στις ενυπάρχουσες ατέλειες». Τα λόχεια της γυναίκας μάλιστα παρομοιάζονται με το αίμα των σφαγίων της θυσίας: «χωρέει δε οἷον αἷμα ἀπό ἱερείων» (Ιπποκρατική συλλογή, Περί Γυναικείων, α΄ 72).
Εάν η πληθώρα του λαού συμμερίζονταν τις παραπάνω απόψεις στην πράξη παραμένει ατεκμηρίωτο. Όπως σκοτεινό παραμένει το πεδίο του κατά πόσο οι γυναίκες ήθελαν να αποφύγουν τη σύλληψη και πώς το επιτύγχαναν. Το πιθανότερο είναι ότι η αντισύλληψη λάμβανε χώρα χωρίς να την γνωρίζουν οι άνδρες. Οι περισσότερες ιστορικές και γραμματειακές αναφορές της πρώιμης και ύστερης αρχαιότητας αφορούν σε γυναικείες μεθόδους και συνεπώς καθιστούν συλλήβδην την αντισύλληψη «γένους θηλυκού».
Οι πρακτικές του μοντερνισμού: ο λόγος της θεολογίας και της ιατρικής
Στην προμοντέρνα περίοδο οι υπάρχοντες λόγοι για τη σεξουαλικότητα είναι ο θεολογικός λόγος και ο ιατρικός λόγος. Η θεολογία αναδεικνύει το σεξ σε ηθικό ζήτημα, ενώ οι ιατρικές πραγματείες, ως επί το πλείστον γραμμένες στη λατινική γλώσσα, φέρουν μια γνώση μη προσιτή στους πολλούς, αλλά μονάχα στην αριστοκρατική ελίτ και συγκεκριμένα στην ανδρική αριστοκρατία. Οι γιατροί συνδέουν τη σεξουαλικότητα με την υγεία: το σεξ συνιστά παράγοντα ευρωστίας, σωματικής δύναμης και υγείας.
Μέχρι τα 1600 οι αρχαίες αντιλήψεις επιβιώνουν ως έχουν (Ιπποκρατική σχολή, Αριστοτέλης, Γαληνός). Το γυναικείο σώμα εξακολουθεί να ιεραρχείται ως αντίθετο του ανδρικού, άρα κατώτερου, πολώντας τα όρια του αρσενικού και του θηλυκού φύλου στα άκρα. Κι όπως το ανδρικό και γυναικείο σώμα εκλαμβάνονται ως αντιθετικά και άνισα, ομοίως ο άνδρας και η γυναίκα μέσα από το βιοϊατρικό πρίσμα νοηματοδούνται ασύμμετρα κοινωνικά. Στο μεγαλύτερο μέρος του δεκάτου εβδόμου αιώνα το να είσαι άνδρας ή γυναίκα δεν σήμαινε ότι αντιστοιχείς οργανικά ένα από τα δύο γενετήσια φύλα, αλλά ότι κατέχεις μία θέση στην κοινωνική ιεραρχία, ότι αναλαμβάνεις έναν κοινωνικό και γι’ αυτό πολιτισμικό ρόλο. Το γενετήσιο φύλο παρέμενε επομένως μία κοινωνιολογική κατηγορία ανάλυσης για την επιστημονική θεωρία.
Το κοινωνικό φύλο (gender) είναι εκείνο που όριζε την έμφυλη διαφορά, δηλαδή πριν τον 18ο αιώνα το κοινωνικό φύλο διαμορφώνει και το βιολογικό. Οι άνδρες κατασκευάζουν ένα σύστημα δομημένο πάνω στην ανδρική υπεροχή όπου οι ανδρικές σεξουαλικές ανάγκες υπερτερούν. Οι γυναίκες αντίθετα μοιράζονται ένα γυναικείο πεδίο γνώσης της σεξουαλικότητας στη βάση της αναπαραγωγής που συγκροτείται κυρίως από την εμπειρία και την παρατήρηση. Συνεπώς, οι ιατρικές ιδέες αναγνωρίζονται ως σεξουαλική γνώση από τους άνδρες και από τις γυναίκες, ωστόσο με τρόπο διαφορετικό για κάθε φύλο σε συνάρτηση με την ταξική προέλευση. Οι άνδρες αριστοκράτες έχουν πρόσβαση σε γιατρούς και σε βιβλία, άρα στον κυρίαρχο λόγο που διαφοροποιείται από το λαϊκό λόγο των μαζών∙ όμως, οι γυναίκες των λαϊκών στρωμάτων έχουν πρόσβαση στις μαίες, δηλαδή στην προφορική παράδοση. Άρα, η γυναικεία γνώση περιορίζεται στην αναπαραγωγή.
Περί τα μέσα του 17ου αιώνα παρατηρείται μία προσπάθεια εκλαΐκευσης της ιατρικής επιστημονικής γνώσης, όταν πολλά ιατρικά βιβλία περί ανατομίας και αναπαραγωγής μεταφράζονται από τα λατινικά στα αγγλικά. Τα συγγράμματα λοιπόν του 16ου και 17ου αιώνα αναφέρουν ανοιχτά το ζήτημα της έκτρωσης, ασχολούνται με την εμμηνόρροια, επί παραδείγματι αναφέρουν ότι η καθυστέρηση της περιόδου συνεπάγεται εγκυμοσύνη (1658: James Primerose), αλλά αποσιωπούν την αντισυλληπτική πρακτική. Επίσης, σύμφωνα με τον John Riddle πιο συγκεκριμένα στο βιβλίο, με τίτλο Eve’s herbs: a history of contraception and abortion in the West (Harvard University Press), ο ίδιος αναφέρει τέσσερις πιθανούς λόγους απουσίας της αντισύλληψης στα κείμενα του 16ου – 17ου αιώνα: την απλότητα στην εφαρμογή, την αναποτελεσματικότητα, τη διάθεση στη φύση και στην ενδεχόμενη μείωση της χρήσης τους εξαιτίας της αντίθεσης της Μεταρρύθμισης στη βρεφοκτονία. Ο λαϊκός πολιτισμός, συμπληρώνει ο ίδιος, εξακολουθεί να έχει συνείδηση και γνώση της αντισύλληψης, γνώση που όμως δεν απαντά στα σύγχρονα της εποχής ιατρικά και φαρμακευτικά κείμενα∙ οι θρησκευτικές, ηθικές και νομικές διατάξεις σαφώς επηρεάζουν τον επίσημο βιοϊατρικό λόγο.
Την προ-μοντέρνα περίοδο πληροφορίες για αντισυλληπτικά βρίσκονται σε βιβλία συνταγών προορισμένα για φαρμακοποιούς. Η αρχαία παράδοση των βοτάνων ατονεί και όταν αρχίζει να χάνει τον αμιγώς φαρμακευτικό χαρακτήρα της αντικαθίσταται από την ιατρικοποίηση της αναπαραγωγής. Όσα από τα αντισυλληπτικά μυστικά επί μεσαιωνικής περιόδου είναι ακόμη γνωστά κατηγορούνται ως στειρωτικά. Έτσι, η αντισύλληψη στιγματίζεται αρνητικά περισσότερο εν συγκρίσει με την έκτρωση. Η έκτρωση θα ενταχθεί στην ιατρική επιστήμη, ενώ η αντισύλληψη όχι. Και ανεξάρτητα από την επιστημονική παραδοχή της, πάντοτε για την καθολική εκκλησία η άμβλωση θα αποτελεί έγκλημα, ενώ για τους καθολικούς η αντισύλληψη συνιστά αμαρτία.
Ενόψει της ανάγνωσης της εγκυκλίου στις 8 Σεπτεμβρίου, ανήμερα του γενέθλιου της Θεοτόκου, κατά της άμβλωσης τους ιερούς ναούς της ελληνικής επικράτειας, ο ορθόδοξος κλήρος επιστρέφει στην εποχή του Γίλεαθ όπου η έκτρωση επιφέρει τη θανατική καταδίκη. Δεν πηγαίνουμε απλώς πίσω, αλλά αρνούμαστε την ετυμηγορία του πραγματικού: ελευθερία των γυναικείων σωμάτων και συνεπώς ανεξαρτητοποίηση του ανθρώπινου βίου.
ΠΗΓΕΣ
Blundell, Sue (2004) Η Γυναίκα στην αρχαία Ελλάδα: η θέση της γυναίκας στην τέχνη, στην κοινωνία, στη θρησκεία και στην οικογένεια. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Buckley, Thomas & Gottlieb, Alma (eds) (1988) Blood Magic – The anthropology of menstruation. University of California Press.
Cadden, Joan (1993) Meanings of Sex Difference in the Μiddle Ages: Medicine, Science and Culture. Cambridge University Press.
Crawford, Patricia (1994) “Sexual Knowledge in England 1500-1750”. Στο Sexual Knowledge, Sexual Science – The History of Attitudes To Sexuality. Porter, Roy & Teich, Mikulás (eds). Cambridge University Press, 82-105.
Demand, Nancy (1994) Birth, Death and Motherhood in Classical Greece. The John Hopkins University Press.
Deschner, Karlheinz (1999) Σεξουαλικότητα και Χριστιανισμός. Αθήνα: Μαύρη Λίστα.
Douglas, Mary (1966) Purity and Danger: An analysis of the concepts of pollution and taboo. Routledge & Kegan Paul.
Flandrin, Jean–Louis (1976) Families in Former Times: Kinship, Household and Sexuality. Cambridge: Cambridge University Press.
__________________ (1985) “Sex in Married Life in the Early Middle Ages: The church’s teaching and behavioural reality”, Στο Western Sexuality. Aries, Philippe & Bejim, André (eds), 114-129.
Harvey, Karen (2002) “The Substance of Sexual Difference: Change and Persistence in Representations of the Body in Eighteenth-Century England”. Gender and History, vol. 14.2. 202-223.
Hufton, Olwen (2003) Ιστορία των Γυναικών στην Ευρώπη (1500-1800). Αθήνα: Νεφέλη.
Laqueur, Thomas (2003) Κατασκευάζοντας το Φύλο – Σώμα και Κοινωνικό φύλο από τους αρχαίους Έλληνες έως τον Φρόιντ. Αθήνα: Πολύτροπον.
Τσατσάνη, Γεωργία (2022) «Γονιμότητα και Αναπαραγωγή», δημοσιογραφία (2.2.2022)
Τσατσάνη, Γεωργία (2022) «Το προφυλακτικό και οι νέες μέθοδοι στην αντισύλληψη», δημοσιογραφία (13.2.2022)
Της Γεωργίας Τσατσάνη
Δημιουργός του άρθρου:
Η Γεωργία Τσατσάνη είναι φιλόλογος - συγκριτολόγος