Ηαπόφαση της UNESCO να εντάξει το ρεμπέτικο στον κατάλογο της Άυλης Παγκόσμιας Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας συνοδεύεται από τη διαπίστωση ότι «…αποτελεί ισχυρό σημείο αναφοράς της συλλογικής μνήμης των Ελλήνων… και η κοινότητά του ανέδειξε συναρπαστικές προσωπικές αφηγήσεις, άμεσα συνδεμένες με το είδος».
Ελάχιστες από αυτές τις αφηγήσεις μπορούν να συγκριθούν με τη ζωή και έργα του Νίκου Μάθεση. Του θρυλικού βαρύμαγκα που έγινε γνωστός ως «Τρελάκιας» και με την ιδιάζουσα παραβατική συμπεριφορά του κατάφερε να επιβιώσει και να επιβληθεί στο πιο σκληρό μέρος της Ελλάδας του μεσοπολέμου. Στο γκέτο της Δραπετσώνας όπου από τον καπνό και τις νότες που έβγαιναν μέσα από τους τεκέδες ξεπήδησε ο δικός του μύθος.
Κρίνοντάς τον με αποκλειστικά σημερινούς όρους, θα ήταν εύκολο να χαρακτηριστεί φονιάς, χασικλής και παράνομος.
Για τις συνοικίες του Πειραιά στην Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική καταστροφή όμως, ο Νίκος ο Τρελάκιας ήταν (όλα αυτά μεν, αλλά κυρίως) ένας άνθρωπος που έπαιξε και κέρδισε με τους κανόνες που έβαζε η ίδια η ζωή. Αν δεν ήσουν στην κορυφή της «τροφικής» αλυσίδας, θα σε έτρωγαν. Κι εκείνος φρόντισε να κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι του για να παραμείνει εκεί. Έτρωγε για να μην τον φάει κανείς.
Μέρος αυτής της διαδικασίας ήταν οι φραμπαλάδες, οι καυγάδες, οι μαγκιές, τα μαχαιρώματα, τα φονικά, οι μπάτσοι. Και φυσικά η αποτύπωση αυτής της έκλυτης και πολυτάραχης ζωής στους στίχους του ρεμπέτικου. Με περισσότερα από 100 τραγούδια γραμμένα από το χέρι του και απροσδιόριστο αριθμό άλλων των οποίων την πατρότητα δεν διεκδίκησε ποτέ, θεωρείται και είναι ένας από τους δημιουργούς που είχε στο μυαλό της η UNESCO.
Ας ακούσουμε όμως πώς περιέγραφε ο ίδιος τον εαυτό του στο τραγούδι που φέρει το όνομά του…
Η «Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς» αποτελούνταν από τους Βαμβακάρη, Μπάτη, Παγιουμτζή και Δελιά. Κάτι σαν την «dream team» του ρεμπέτικου. Ο τελευταίος, ο Ανέστης Δελιάς ή Μαύρος Γάτος ή Αρτέμης (ένας άγγελος πεταμένος στα σκουπίδια, όπως τον αποκάλεσαν μετά το θάνατό του από ηρωίνη το ’44) ντύνει με τη φωνή του τους αυτοβιογραφικούς στίχους του «Τρελάκια». Του καλού παιδιού που κάνει καυγαδάκια. Που κυκλοφορεί με «κούφιο» -δηλαδή περίστροφο- και δίκοπη, που πάει να πει φαλτσέτα. Που τον ξέρουν οι γκόμενες κι οι νταβατζήδες. Και που για γούστο του τα έβαζε με όλους του νταήδες. Που ζούσε, δηλαδή, με βάση τους ιδιαίτερους κώδικες τους οποίους είχε δημιουργήσει η ίδια η ζωή των απόκληρων της ελληνικής κοινωνίας.
Από τα 15 χρόνια του στην ψαραγορά του Πειραιά, ο Νίκος Μάθεσης έπρεπε να διαλέξει την πορεία του. Ο πατέρας του τον έβγαλε από το σχολείο κι εκείνος αποφάσισε να κερδίσει τον σεβασμό με τον μόνο τρόπο που ήξερε. Με τη μαγκιά. Και έγινε ο πρώτος μάγκας. Υπολογίσιμος, απρόβλεπτος μα και σεβαστικός. Με ένα σύστημα αξιών δύσκολο να το αντιληφθούμε εμείς, αλλά απολύτως κατανοητό στο δικό του κόσμο. Παράλληλα γίνεται ένας από τους κορυφαίους στιχουργούς του περιθωριακού ρεμπέτικου. Ενός μουσικού είδους που γεννήθηκε στις φτωχογειτονιές, μιλούσε γι’ αυτές και για τις χαρές και τα πάθη των ανθρώπων της. Συνεργάζεται με τα μεγαλύτερα ονόματα εκείνης της εποχής. Με καλλιτέχνες των οποίων σήμερα οι δουλειές κοσμούν τις δισκοθήκες μελών κάθε κοινωνικής τάξης, αλλά τότε κυκλοφορούσαν με τη στάμπα του «ρεμπέτη», του «χασικλή», του «πρεζάκια».
Η ευαίσθητη και καλλιτεχνική πλευρά του
Εκτός από στίχους, ο Μάθεσης ζωγράφιζε. Σκάρωνε γελοιογραφίες. Έλεγε ανέκδοτα. Διηγούνταν ιστορίες. Του άρεσαν τα γράμματα. Είχε μια καλλιτεχνική φύση που οπουδήποτε αλλού θα έβρισκε άλλες παράλληλες… δραστηριότητες προκειμένου να εκδηλωθεί και όχι μέσα από τα νταηλίκια στους τεκέδες ή τις φασαρίες στα πέριξ του Πειραιά. «Ονειρευόμουν τον παράδεισο και βρέθηκα στην κόλαση. Σε μια Βαβυλωνία κακοποιών όπου τον πρώτο λόγο είχε το δίκοπο για ψύλλου πήδημα», έλεγε.
Τραγούδια του ερμήνευσε η Ρόζα Εσκενάζυ. Βοήθησε τον Βαμβακάρη (τον πράο και ήσυχο χασάπη, όπως τον έλεγε) να ηχογραφήσει τα πρώτα κομμάτια του. Αν και κάποτε του είχε καρφώσει δύο πιρούνια στον πισινό, πάνω σε καυγά! Μετά τον πόλεμο συνεργάστηκε με τον Παπαϊωάννου και τον Τσιτσάνη την εποχή που το ρεμπέτικο άρχισε να βγαίνει από τα καταγώγια και το μπουζούκι να κερδίζει μια θέση στην «κοσμική» Αθήνα. Εκείνος, όμως, είχε μάθει αλλιώς… Γούσταρε τις ιδιότυπες λέσχες για τις οποίες διαβατήριο ήταν το βιογραφικό του.
Όλοι οι κουτσαβάκηδες τον υπολόγιζαν και λογάριαζαν διπλά και τριπλά πριν τα βάλουν μαζί του. Πολλές φορές πήγαινε εκείνος να τους βρει. Στην Τρούμπα, στα Καρβουνιάρικα, Στην Πειραϊκή, στα Γύφτικα. Εκεί όπου οι μάγκες περπατούσαν μ΄ένα τσιγαριλίκι στο στόμα κι αν τύχαινε να συναντήσουν αστυνομικό, όχι μόνο δεν το πέταγαν, αλλά επιδεικτικά έδειχναν και το μέρος που βάσταγαν το μαχαίρι τους. Οι Αρχές έπαιρναν ρεβάνς με τις εφόδους στα στέκια τους, μαζικές συλλήψεις και κυνηγητά. Φυσικά δεν συμπαθούσε τους αστυνόμους με την βασιλική κορώνα στο καπέλο, αλλά εκείνο που τον εξόργιζε περισσότερο στις εφόδους ήταν η έλλειψη σεβασμού την ώρα που ακουγόταν το ταξίμι. Το αυτοσχέδιο σόλο του ρεμπέτη. «Όταν παίζει ο μπουζουξής το ταξίμι του, κανείς δε μιλάει λες και γίνεται ιεροτελεστία σε ναό του Βούδα», όπως είχε γράψει στα απομνημονεύματά του το 1969…
Το φονικό και η παράξενη συμφωνία μεταξύ νταήδων
Ο Τρελάκιας είχε ανοιχτούς λογαριασμούς με πολλά από τα «εξέχοντα» μέλη της πειραϊκής κοινωνίας. Ένα από αυτά, ο Κώστας ο Στρίγκλας, το φόβητρο της Φρεαττύδας πολύ πριν αυτή γίνει η πανέμορφη συνοικία που είναι σήμερα, αποφάσισε να τους κλείσει μια και καλή. Ο «σκυλόμαγκας» με τις πολλές καταδίκες και το παρελθόν στη φυλακή θέλησε να εκδικηθεί για μια προηγούμενη αντάμωσή τους που δεν είχε πάει καλά. Τον αιφνιδίασε ένα απόγευμα στην αγορά, όταν και του επιτέθηκε με μαχαίρι μαζί με έναν συγγενή του. Ο Μάθεσης δέχτηκε χτυπήματα στον λαιμό, στην πλάτη και στον ώμο. Πρόλαβε όμως να τραβήξει το περίστροφό του και με τέσσερις πυροβολισμούς εκ των οποίων οι δύο βρήκαν στόχο, τον σκότωσε. «Οπλοφορούσα πάντα, είχα δύο πιστόλια γεμάτα, γιατί είπαμε, ότι πάντα, κάθε στιγμή, η ζωή σου κρεμόταν από μία τρίχα, υπήρχε φόβος να σε φάνε σε ένα λεπτό», εξομολογήθηκε δεκαετίες μετά το περιστατικό. Μετά το Τζάνειο όπου μεταφέρθηκε, κατέληξε προφυλακιστέος μέχρι τη δίκη του.
Αργότερα βγήκε έξω με εγγύηση και στη συνέχεια αθωώθηκε, αφού το δικαστήριο δέχθηκε πως βρισκόταν σε άμυνα.
Αυτό είναι και το μόνο φονικό που συμπεριλαμβάνεται στο «φάκελό» του. Ωστόσο εκείνο που πραγματικά φαντάζει εξωφρενικό και μαρτυρά πολλά για τον κώδικα τιμής μεταξύ των νταήδων ήταν η παράξενη συμφωνία που είχαν οι δύο άντρες. Μια συμφωνία την οποία ο Τρελάκιας την τίμησε στο έπακρο. Όπως την περιέγραψε λοιπόν με τα δικά του λόγια… «Τη Μεγάλη Παρασκευή, πήγα στον τάφο του και μαστούριασα και μετά έχεσα! Γιατί το ’χαμε πει, ότι όποιος καθαρίσει από τους δυο θα πάει να χέσει στον τάφο του αλλουνού! Και έτσι έκανα»…
Το μακρύ ταξίδι του ρεμπέτικου
Σοκαριστική ή όχι η περιγραφή, είναι αυτή που είναι. Και σκιαγραφεί δίχως καθωσπρεπισμούς και πολιτικές ορθότητες τις συνθήκες μέσα στις οποίες γεννήθηκε το ρεμπέτικο και οι ήρωές του. «Γράφω το γενεαλογικό του δένδρο, άνεφ φώβου και πάθους. Γιατί μπωρή και να το έχει ξεχάση το ίδιο το μπουζούκι και να Νομίζη ότι κατέγετε απ το Κολονάκι… και του υπενθυμίζω πώ το έφερα στην σημερινή του δώξα και ας με έχει εγγαταλίψη αυτό, και δεν θέλει να με γνωρίζη για πατέρα του», όπως αυτολεξεί και με διατηρημένη την ορθογραφία του πρωτότυπου έγραφε ο Μάθεσης λίγα χρόνια πριν πεθάνει το 1975.
Ο κόσμος του Τρελάκια δεν υπήρχε πια. Αποκαλούσε πλέον την Δραπετσώνα «Κολωνάκι του Πειραιά», με τις πολυκατοικίες να στέκουν θεόρατες εκεί που ήταν οι τεκέδες και την κόκα-κόλα να έχει αντικαταστήσει το ούζο, το κρασί και το χασίς. Ο Νίκος Μάθεσης ένιωθε από καιρό ξανά περιθωριακός. Αλλά για εντελώς διαφορετικούς λόγους σε σχέση με εκείνους που καθόρισαν -τελικά- το ποιος ήταν στη νιότη του. Άγιος; Σε καμία περίπτωση. Μάγκας; 100% αυθεντικός. Όπως και το ρεμπέτικο που πια είναι στη θέση που του αξίζει. Κομμάτι της ελληνικής παράδοσης και θησαυρός ολόκληρου του κόσμου.