Black Panther: Wakanda Forever
Μετά τον θάνατο του Βασιλιά T’Challa, η βασίλισσα Ραμόντα (Άντζελα Μπάσετ), η πριγκίπισσα Σούρι (Λετίσια Ράιτ), ο M’Μπάκου (Γουίνστον Ντιουκ), η Οκόγιε (Ντανάι Γκουρίρα) και οι ελίτ πολεμίστριες Dora Milaje, αγωνίζονται για να προστατεύσουν το έθνος τους από τις παγκόσμιες δυνάμεις που καραδοκούν, πιστεύοντας πως τώρα είναι η ευκαιρία τους να αντλήσουν από τη Γουακάντα τα φυσικά της κοιτάσματα. Όταν ο Νάμορ (Τενότς Χουέρτα), ο βασιλιάς ενός κρυμμένου υποθαλάσσιου έθνους, τους προειδοποιεί ότι πλησιάζει μία τεράστια εξωτερική απειλή, η ηγεσία της Γουακάντα πρέπει να πάρει δύσκολες αποφάσεις. Κι ο Black Panther δεν είναι πια εδώ.
Ο θάνατος του Τσάντγουικ Μπόουζμαν ήταν έτσι κι αλλιώς μια τραγωδία κι ένα απόλυτο σοκ, μα το ότι συνέβη κιόλας εν μέσω μιας εν εξελίξει εμβληματικής μπλοκμπάστερ απεικόνισης, στην καρδιά της ασταμάτητης χολιγουντιανής μηχανής, κάνει τα πάντα πρωτόγνωρα. Μιας και το recast σε κάτι τόσο εμβληματικό θα αποτελούσε βασικά έγκλημα (η απεικόνιση του Black Panther από τον Μπόουζμαν έγινε αναπόσπαστο κομμάτι της εικονογραφίας του 21ου αιώνα), κι εφόσον η ιστορία πρέπει να συνεχιστεί, η λύση ήταν να «μεταφερθεί» ο θάνατος εντός της αφήγησης και μέσω αυτού να επεξεργαστούν την απώλεια οι άνθρωποι πίσω από την ταινία, αλλά κι οι χαρακτήρες-σύντροφοι του Τ’Τσάλα.
Το αποτέλεσμα είναι, marvel-ικά μιλώντας, κάπως πρωτόγνωρο, ένα παράξενο φιλμ που παίρνει το χρόνο του ώστε να στήσει ατμόσφαιρα και διάθεση, πρακτικά παραμερίζοντας την ίδια την ανάγκη για σκηνές δράσης (που είναι σχεδόν απούσες, κι όταν υπάρχουν είναι το χειρότερο κομμάτι της ταινίας). Ταυτόχρονα είναι και εξαιρετικά εστιασμένο γύρω από την διαδρομή ενός χαρακτήρα που ανοίγει και κλείνει το φιλμ, μετατρέποντας αυτό που θα μπορούσε να είναι χάος, σε μια προσωπική διαδρομή διαχείρισης του πόνου, της θλίψης και της κληρονομιάς.
Δεν διαθέτει σε καμία περίπτωση της αιχμή ή την ορμή του πρώτου φιλμ, όμως δεν στοχεύει προς εκεί, έτσι κι αλλιώς. Είναι ένα σίκουελ που δε μοιάζει καν να προσπαθεί να είναι σίγουρο για τον εαυτό του, παραδομένο σε μια συγκεκριμένη συναισθηματική κατάσταση. Όταν λειτουργεί, το κάνει σε όλα τα επίπεδα– από την εισαγωγή του Νάμορ (ο οποίος αναπτύσσεται σε σαφή παραλληλισμό με την Σούρι) μέχρι ένα τελευταίο πλάνο που δε θυμίζει καμία άλλη Marvel ταινία. Και είναι οπωσδήποτε τρομερά ευχάριστο να βλέπουμε ένα mainstream μπλοκμπάστερ που οδηγείται σε τόσο σαρωτικό βαθμό από καλά καθορισμένες μαύρες γυναίκες ηρωίδες.
Στις στιγμές που χάνει αυτή την εύθραυστη ισορροπία πλοκής και τόνου, το φιλμ αποσυντονίζεται αρκετά. (Ως προς τον Νάμορ, οι επεκτάσεις φιλοσοφίας και πολιτικής που συναντήσαμε στο πρώτο φιλμ είναι κάπως πιο flat εδώ.) Και εν τέλει δεν είμαστε σίγουροι αν οι βασικές και αναπόδραστες αφηγηματικές δομές του σύμπαντος της Marvel έχουν φτιαχτεί για να στηρίξουν ένα mood piece παρά μια τυπικά δομημένη ταινία δράσης. Αλλά ακόμα κι αν δεν πετυχαίνει ολοκληρωτικά, πρόκειται για ένα πραγματικά μοναδικό σίκουελ.
Dodo
Ένα παράξενο πουλί που έχει εξαφανιστεί από τον πλανήτη, θα εμφανιστεί σε μια πολυτελή κατοικία, στην καρδιά των γαμήλιων προετοιμασιών, καθώς μια μεγαλοαστή οικογένεια παντρεύει τη μοναχοκόρη, σε μια προσπάθεια να γλιτώσει την οικονομική καταστροφή. Μέσα στις επόμενες μέρες, το άκακο και φοβισμένο Ντόντο θα νιώσει παγιδευμένο και θα καθορίσει τις εξελίξεις. Τα όρια ανάμεσα στη λογική και την τρέλα θα δοκιμαστούν και η κατάσταση θα βγει σύντομα εκτός ελέγχου.
O Πάνος Κούτρας μετά το “Xenia” επιστρέφει με το πιο φιλόδοξο φιλμ του μέχρι σήμερα. Φιλόδοξο επειδή, ακολουθώντας πάνω μια από ντουζίνα χαρακτήρες και παραμένοντας πιστό στην επί ίσοις όροις ανάπτυξη όλων τους (βασικό και αξιοθαύμαστο κομμάτι της κοσμοθεωρίας του Κούτρα κι όχι απλώς ένα δομικό καπρίτσιο) έχει μια τρομερή πολυπλοκότητηα την οποία καλείται να διαχειριστεί.
Το πρώτο μέρος είναι μαγευτικό, vintage Κούτρας: Χαρακτήρες από διάφορες διαδρομές της ζωής που γνωρίζονται μες στην παλλόμενη νύχτα, εκεί όπου οι προκαθορισμένες μας ταυτότητες και τα εξαναγκαστικά μας «θέλω» δεν σημαίνουν τίποτα. Δυστυχώς είναι στην τρίτη πράξη που η ταινία φρενάρει αισθητά, έξαφνα δίχως ρυθμό, δίχως flow και δίχως αληθινή αίσθηση αφήγησης: Σύμβολα και συναίσθημα πακετάρονται σε αμήχανα επεξηγηματικές αποκαλύψεις, σαν ένα μάτσο μικρές “Στρέλλες” να ζωντανεύουν και να εξαφανίζονται. Κι ακόμα και ένα εν γένει φανταστικό καστ (Άγγελος Παπαδημητρίου, Σμαράγδα Καρύδη, Νατάσα Εξηνταβελώνη, Τζεφ Μοντάνα ξεχωρίζουν με διαφορετικούς τρόπους και σε διαφορετικά σημεία) μοιάζει σε σημεία χαμένο.
Όμως παρά τα σημαντικά προβλήματά της, είναι μια ταινία με τεράστια καρδιά– όπως εξάλλου και όλες του Κούτρα. Και με μια συγκινητικά ξεροκέφαλη αφοσίωση στο να πει μια ιστορία για επιλεγμένες, δεκτικές οικογένειες σε έναν κόσμο που άπαντες ήμασταν και θα είμαστε όλοι ξένοι. Το μόνο που έχουμε, είναι οι άνθρωποι που επιλέγουμε να έχουμε.
Απέραντη Ομορφιά
(“L’ Immensita”, Εμανουέλε Κριαλέζε, 1ω37λ)
Με φόντο τη Ρώμη της δεκαετίας του 1970 που συνεχώς αλλάζει, ο Εμανουέλε Κριαλέζε ξετυλίγει μία ονειρική, συγκινητική, τρυφερή οικογενειακή ιστορία με αυτοβιογραφικά στοιχεία. Αντλώντας από την προσωπική του εμπειρία -ο Κριαλέζε γεννήθηκε κορίτσι-,αφηγείται τη γλυκόπικρη ιστορία μιας 12χρονης που βιώνει δυσφορία φύλου μέσα σε ένα ήδη κλονισμένο οικογενειακό περιβάλλον κι η Πενέλοπε Κρουζ πρωταγωνιστεί στο ρόλο μιας μητέρας γεμάτη τρυφερότητα, καταπιεσμένα συναισθήματα και τάσεις φυγής. Ο κόσμος του φιλμ μοιάζει περίεργα μικρός και η αισθητική προσέγγιση πιθανώς πιο ζαχαρένια και κατασκευασμένη από όσο θα έπρεπε, όμως σε πολλά σημεία (και σε αυτό έχει να κάνει τόσο η Πενέλοπε Κρουζ όσο κι η νεαρή ηρωίδα Λουάνα Τζουλιάνι) είναι ειλικρινές και ακαταμάχητο.
Τα Ίχνη της Βίας
(“Zeby Nie Bylo Sladów / Leave No Traces”, Γιαν Ματουζίνσκι, 2ω40λ)
Το 1983, στην Κομμουνιστική Πολωνία επικρατεί αναταραχή ύστερα από τον θάνατο του 18χρονου Γκζέγκος Πσέμικ, μετά τον ξυλοδαρμό του από την αστυνομία. Ο μοναδικός αυτόπτης μάρτυρας του γεγονότος γίνεται νούμερο ένα εχθρός του κράτους και το καθεστώς χρησιμοποιεί ό,τι μέσο έχει στη διάθεσή του. Τρομερά επίκαιρο αστυνομικό δράμα εποχής, δεν φοβάται τον τρόμο και την απόγνωση στην αποτύπωση ενός καταπιεστικού, ανελεύθερου καθεστώτος μέσα από έναν procedural. Η κινηματογράφηση είναι στιβαρή κι η αφήγηση ψυχρά διαδικαστική, κάτι που αναδεικνύει ακόμα περισσότερο τον λαβυρινθώδη εφιάλτη βίας. Θα μπορούσε πάντως εύκολα να λείπει σημαντικό μέρος της θηριώδους διάρκειας.
Κυκλοφορούν ακόμα
Όσα Φέρνει η Ζωή: Κοινωνικό δράμα επιβίωσης για μια μητέρα που καίει αλόγιστα μια περιουσία κερδισμένη στο λαχείο και καταπολεμά εθισμούς, πριν κατανοήσει το πού βρίσκεται και επιχειρήσει να έρθει αντιμέτωπη με τις συνέπειες των πράξεών της. Πρωταγωνιστεί η λατρεμένη ηθοποιός-χαμαιλέοντας Άντρεα Ράισμπορο (“Oblivion”, “Birdman”).
Λεονόρα Αντίο: Η προετοιμασία της κηδείας του Λουίτζι Πιραντέλο σκοντάφτει σε κάθε λογής εμπόδια, στην δεύτερη μόλις ταινία που σκηνοθετεί μόνος του ο θρύλος Πάολο Ταβιάνι, μετά τον θάνατο του Βιτόριο.
ΣαμΣαμ: Παιδικό animation για τις εξωγήινες περιπέτειες του ΣαμΣαμ.
Θοδωρής Δημητρόπουλος