Τα σκοτεινά τοπία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, του Εμφυλίου και των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών αποτελούν το φόντο, αλλά και την καρδιά, για πολλά βιβλία του Θανάση Βαλτινού. Παρόλα αυτά, ο συγγραφέας βάζει συχνά στην άκρη το βάρος της πολιτικής και της Ιστορίας, που είναι ευδιάκριτο σε όλο το μήκος της πεζογραφίας του, προκειμένου να ανασκαλέψει τους πόθους και τα πάθη του εγώ:
ενός εγώ σπαραγμένου από τις περιπέτειες του τόπου και της εποχής του, αλλά και έτοιμου ανά πάσα στιγμή να ενστερνιστεί τις χαρές του έρωτα ή να κυριαρχηθεί από τη ματαιότητα της φθοράς και του θανάτου. Αυτή η μοιραία σύζευξη έρωτα και θανάτου είναι το βασικό χαρακτηριστικό στο καινούργιο έργο του Βαλτινού, το οποίο κυκλοφορεί υπό τον τίτλο «Νέα Σελήνη. Ημέρα πρώτη» από τις εκδόσεις του Βιβλιοπωλείου της «Εστίας».
Πρωταγωνιστές στο βιβλίο, που παρουσιάζεται χωρίς τον οποιονδήποτε ειδολογικό χαρακτηρισμό, είναι τα μέλη μιας ομάδας εφήβων οι οποίοι παρακολουθούν τις τελευταίες τάξεις του σχολείου τους στην Τρίπολη του 1948 (βρισκόμαστε στο φούντωμα του Εμφυλίου και η πόλη δεν κατονομάζεται, αν και έχουμε όλα τα δεδομένα, όλα τα «ονόματα τόπων», για να την αναγνωρίσουμε), Πέραν του σχολείου, οι έφηβοι, μεταξύ των οποίων θα ξεχωρίσουν ο Κοσμάς και ο Γιάννης, ανακαλύπτουν, με έξαρση και δέος, τις πρώτες ερωτικές τους επιθυμίες και φαντασιώσεις για τις γυναίκες: άλλοτε για τις μανάδες των συμμαθητών τους και για τις δασκάλες τους (όπως η καθηγήτρια των Γαλλικών), άλλοτε για τα κορίτσια στο σχολείο και άλλοτε για όσες προσφέρουν επαγγελματικά τις σεξουαλικές τους υπηρεσίες στους ενήλικους. Ο έρωτας δεν είναι για τον Βαλτινό ούτε βωμός πίστης και αυτοθυσίας ούτε ιερό υπέρβασης και αγάπης. Αποτελεί βαθιά, ανυποχώρητη ανάγκη, μια δίψα που δεν σταματά ποτέ να γδέρνει το λαρύγγι, μια επιταγή που δεν επιτρέπει σε κανέναν να την αγνοήσει. Η μανία για σάρκα είναι ικανή να σαρώσει τα πάντα και το ένστικτο μοιάζει πρόθυμο να αγνοήσει κάθε περιορισμό, για να εκδηλωθεί κάτω και από τις πλέον απρόσφορες συνθήκες. Όπως γίνεται αμέσως αντιληπτό και στη «Νέα Σελήνη. Ημέρα πρώτη», ο έρωτας, το «Δέλτα ζωής», το γυναικείο ερωτικό τρίγωνο, θα επιβάλει με την άτεγκτη επιμονή του και μια ποιητική όραση του κόσμου, έναν τρόπο για να μετασχηματιστεί μέσω της απελευθερωτικής του φαντασίας η πραγματικότητα.
Το αφήγημα του Βαλτινού (ένα είδος νουβέλας, που παραπέμπει σε γνωστά διηγήματα ή και σε κάποιες ανύποπτες προσπάθειες οι οποίες την έχουν προαναγγείλει στο παρελθόν) έχει ημερολογιακή μορφή (μετράει έντεκα ημέρες της νέας περιόδου της σελήνης), αν και δεν ξετυλίγεται σαν ημερολόγιο, και τονίζει, ήδη από τον τίτλο του, την επίδραση της αρχαιοελληνικής θεάς του φεγγαριού στους φαντασιακούς πόθους του Κοσμά για τη «Γαλλίδα». Η δομή του έργου είναι σκηνική, τόσο ως προς την περιγραφή της δράσης (σαν οδηγίες κινηματογραφικού σεναρίου) όσο και ως προς τους διαλόγους (με ονομαστική κατανομή των προσώπων που συμμετέχουν σε αυτούς): όπως γίνεται και στο θεατρικής αγωγής βιβλίο του Βαλτινού για τον Σολωμό «Τα άνθη της αβύσσου» (2008). Ο τριτοπρόσωπος, αντικειμενικός αφηγητής συμμετέχει αφανώς στα πάθη της ηλικίας των παιδιών (πρέπει να είναι ένας από αυτούς, σε κατοπινό προφανώς χρόνο), και φροντίζει πάντοτε να αφήσει να περάσει ξυστά από τα εφηβικά ερωτικά ζητήματα η πυρωμένη ανάσα του Εμφυλίου στην Τρίπολη: κινητοποίηση του Εθνικού Στρατού, αντάρτες που καιροφυλακτούν τη νύχτα για επιστράτευση νεαρών, δίκες κομμουνιστών, πολλαπλοί θάνατοι, αλλά και εθνοσωτήρια διδασκαλία στο σχολείο με ποιητές της δεκάρας που έχουν πλασαριστεί ως εθνικό κεφάλαιο. Ιδού, επ’ ευκαιρία, πώς ο Βαλτινός δεν παίρνει ποτέ το μέρος της μίας εμφυλιακής παράταξης, όπως υποστήριξαν πολλοί μετά την «Ορθοκωστά» του 1994. Έλεγε προ δεκαετίας ο συγγραφέας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ για τις αντιδράσεις τις οποίες προκάλεσε η αρχική δημοσίευση του μυθιστορήματος «Ορθοκωστά», με αφορμή το μυθιστόρημά του «Ανάπλους» (2012): «Οι ιστορικές διαψεύσεις είναι πικρές. Συχνά πικρότερες από τις προσωπικές. Αυτό οδηγεί στο πείσμα και την άρνηση. Πρόκειται για μια άλλη μορφή τραγωδίας. Το βρίσκω φυσικό να υπάρχουν τέτοιες εστίες αλλά λιγοστεύουν ραγδαία και εξαντλούνται».
Με τη «Νέα Σελήνη» ο Βαλτινός δεν επαναλαμβάνει τους δύσκολους πειραματισμούς του «Ημερολογίου της Αλοννήσου» (2017), σε ένα αφηγηματικό τοπίο από το οποίο λάμπουν δια της απουσίας τους ο μύθος και η πλοκή, κι όπου ο συγγραφέας δίνει κυρίαρχο ρόλο στα ακουστικά συμπαρομαρτούντα των δρωμένων. Επίσης, ο Βαλτινός δεν αντιμετωπίζει εν προκειμένω τον Εμφύλιο ως οιονεί ιστοριογραφικό υλικό. Ας θυμηθούμε, για παράδειγμα, τι κάνει στο πολυφωνικό «Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη. Βιβλίο δεύτερο: Βαλκανικοί-’22» (2000), στο ηθελημένα αποσπασματικό και ελλειπτικό «Ημερολόγιο 1936-2011» (2001) ή στη νουβέλα «Ο τελευταίος Βαρλάμης» (2010), με αφορμή ένα δημοτικό τραγούδι που μιλάει για έναν κλέφτη του 18 ου αιώνα. Και στα τρία, ο συγγραφέας οδηγεί σαν πολύπειρος τεχνίτης το είδος της ιστορικής μεταμυθοπλασίας (το παιχνίδι ανάμεσα στη λογοτεχνία και την Ιστορία) στα όριά του. Το τωρινό βιβλίο, λόγω των ερωτικών παθημάτων των εφήβων του 1948, που ανήκουν στη γενιά του Βαλτινού, είναι, όπως το έχουμε ήδη δει, πιο κοντά στη διηγηματογραφία του και πρωτίστως στις συλλογές «Επείγουσα ανάγκη ελέου» (2015) και «Εθισμός στη νικοτίνη» (2003) – από την οποία και ξεσηκώνει μια σπαρακτική σκηνή σύμπλεξης έρωτα και θανάτου. Και ας έχουμε κατά νου και κάτι άλλο: ότι ο Βαλτινός δεν συνομιλεί εδώ μόνο με δικά του κείμενα, αλλά και με ομολογημένες δικές του εφηβικές αναγνώσεις, όπως η ποιητική συλλογή «Ήλιος ο πρώτος» (1943) του Οδυσσέα Ελύτη και τα μυθιστορήματα «Eroica» (1938) του Κοσμά Πολίτη και ο «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» (1941) του Νίκου Καζαντζάκη (βλ. για το θέμα και την πυκνή μελέτη του φιλολογικού επιμελητή της «Νέας Σελήνης», Κωστή Δανόπουλου, που ανέβηκε προ ολίγων ημερών, υπό τον τίτλο «Η ”Νέα Σελήνη” του Θανάση Βαλτινού», στο ηλεκτρονικό περιοδικό «Ο αναγνώστης», 24 Απριλίου 2002).
Λιγότερο πειραματικός και τεχνικά ρηξικέλευθος, με μείωση των αφηγηματικών επινοημάτων και με κάποια εξομάλυνση της αφηγηματικής στρατηγικής του, ο Βαλτινός γράφει μία ή πολλές ιστορίες έρωτα και θανάτου, που κερδίζουν πάραυτα τον αποδέκτη τους χάρη και στον αποστασιοποιημένο, εξαιρετικά λιτό, αλλά και με κάποιους υποβλητικά κεντημένους ποιητικούς υπαινιγμούς τρόπο της γραφής του.
Kαι ας κλείσουμε συμπληρώνοντας πως οι όποιες αποστάσεις του δεν μειώνουν κατά το παραμικρό ούτε την ένταση ούτε το συγκινησιακό βάθος του λόγου του.
Β. Χατζηβασιλείου