Σαν σήμερα, στις 15 Ιανουαρίου του 1902, γεννήθηκε ο Ναζίμ Χικμέτ, ο αριστοκράτης γιος ενός ανώτερου αξιωματούχου του Σουλτάνου, που αγάπησε όσο τίποτα το φτωχό και ταπεινό λαό και έμεινε ανυπότακτος μέχρι την τελευταία του μέρα. Φυλακίστηκε, δικάστηκε, βασανίστηκε και δίδαξε με το αίμα και το αυθεντικό του έργο.
Είναι χαρακτηριστικό πως ο Χικμέτ, ένας από τους σημαντικότερους Τούρκους λογοτέχνες του 20ού αιώνα, ανέκτησε την τουρκική υπηκοότητα που του είχε αφαιρεθεί το 1951, σχεδόν μισό αιώνα μετά τον θάνατό του. Πολλοί λογοτέχνες, όπως ο Νομπελίστας συγγραφέας Ορχάν Παμούκ, έχουν υποστηρίξει ότι η περίπτωση του Χικμέτ είναι ένα παράδειγμα της καταπίεσης των διανοουμένων στη σύγχρονη Τουρκία.
Ο Χικμέτ γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και πέθανε εξόριστος στη Μόσχα το 1963, σε ηλικία 61 ετών. Είχε γίνει διάσημος στη Δύση και τα έργα του μεταφράστηκαν σε 50 γλώσσες. Στη χώρα του όμως θεωρείτο, ακόμη και μετά το θάνατό του, αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, λόγω των δεσμών του με το Κομμουνιστικό Κόμμα και την τότε Σοβιετική Ένωση. Συνολικά έμεινε στη φυλακή 15 χρόνια. Τη περίοδο της παραμονής του σε διάφορες φυλακές της Τουρκίας, ο Χικμέτ μετέτρεψε τη φυλακή σε ένα πραγματικό σχολείο για τους συγκρατούμενούς του με μαθήματα γλώσσας, λογοτεχνίας, γαλλικών.
Να μάθεις να πετάς. Αύριο ίσως να μας πάρουν και τους δρόμους.
| Ναζίμ Χικμέτ (15 Ιανουαρίου 1902 – 3 Ιουνίου 1963) pic.twitter.com/P5EcfVjhN2
— Μανθρασπέντα (@manthraspenta1) June 3, 2017
Ο “γίγαντας με τα γαλανά μάτια”, όπως τον αποκαλούσαν, τιμήθηκε με το βραβείο Ειρήνης το 1955 για το συνολικό του έργο και τη διεθνιστική διάστασή του.
Το όραμα του ποιητή για την Ελλάδα και την Τουρκία
Η διαχρονικότητα του πνεύματος του Χικμέτ, φαίνεται άλλωστε μέσα από τα κείμενά του για την ελληνοτουρκική φιλία που οραματιζόταν. Σε μια περίοδο, που ο τουρκικός εθνικισμός και ο λαϊκισμός, λαμβάνουν νέες, ανησυχητικές διαστάσεις, τα λόγια του ποιητή θα έπρεπε να διδάσκονται στα σχολεία και των δύο κρατών.
Το μήνυμα του Χικμέτ προς τον ελληνικό λαό που είχε μεταδοθεί ραδιοφωνικά στη διάρκεια της δίκης του Νίκου Μπελογιάννη:
«Φίλοι κι αδέλφια της ψυχής μου. Εσείς που πέσατε στις φυλακές και στα νησιά της κόλασης, που σας κρατάν αλυσωμένους μες στα στρατόπεδα συγκέντρωσης γιατί πολεμάτε για την ανεξαρτησία, το ψωμί και τη λευτεριά του ελληνικού λαού, δεχτείτε την αγάπη και τον θαυμασμό μου. Οι λαοί της Τουρκίας και της Ελλάδας έχουνε τους ίδιους θανάσιμα μισητούς εχθρούς: τον αγγλοαμερικανικό ιμπεριαλισμό και τους ντόπιους λακέδες του. Οι λαοί της Τουρκίας και της Ελλάδας, φιλιωμένοι ο ένας με τον άλλο, με τη βοήθεια των φιλειρηνικών λαών όλου του κόσμου, θα τσακίσουνε στο τέλος αυτούς τους εχθρούς τους. Αυτό το πιστεύω. Ο δικός σας ένδοξος αγώνας είναι μια από τις πιο λαμπρές αποδείξεις ότι θα νικήσει η υπόθεση της ειρήνης, του ψωμιού και της λευτεριάς. Σας σφίγγω όλους μ’ αγάπη στην αγκαλιά μου. ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ 10/8/1951 Βερολίνο».
Ακόμη, ο Ραδιοφωνικός Σταθμός της Βαρσοβίας μετέδωσε στις 19/8/1952 μια ανοικτή επιστολή του ποιητή προς τον ελληνικό λαό για την ειρήνη και τη συναδέλφωση:
«Αδέλφια Ελληνες,
Υπάρχουν δύο Τουρκίες και δύο Ελλάδες. Η αληθινή και η ψεύτικη. Η ανεξάρτητη και η δουλική. Η μια είναι η Ελλάδα του Μπελογιάννη και των χιλιάδων Ελλήνων πατριωτών που υποφέρουν στις φυλακές. Η πατρίδα του ελληνικού λαού. Αυτή είναι η γνήσια Ελλάδα. Είναι η Τουρκία με τους χιλιάδες Τούρκους πατριώτες, που σαπίζουν στα μπουντρούμια. Η Τουρκία του τούρκικου λαού. Αυτή είναι η γνήσια Τουρκία.
Υπάρχουν και η Τουρκία και η Ελλάδα του Μεντερές και του Πλαστήρα. Είναι οι επίσημες, όχι οι πραγματικές. Είναι αυτές που με τους ελάχιστους υποστηριχτές τους, ξεπούλησαν και τις δύο χώρες στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό. Τώρα τελευταία, κάτω απ’ τις αμερικάνικες ευλογίες, ο Μεντερές και ο Πλαστήρας έσφιξαν τα χέρια στην Αθήνα.
Τα ματωβαμμένα χέρια τους, που στέλνουν Τούρκους και Έλληνες στρατιώτες στην Κορέα. Τα ματωβαμμένα χέρια τους που ετοιμάζουν νέο πόλεμο. Τη φιλία αυτή την καταλαβαίνουμε όλοι. Να χτυπούν μαζί τους αγωνιστές του τούρκικου και ελληνικού λαού, που παλεύουν για την ανεξαρτησία, ειρήνη και ελευθερία. Να αλέσουν στον ίδιο αμερικάνικο κρεατόμυλο, παιδιά του ελληνικού και του τούρκικου λαού. Να υποχρεώσουν το λαό της Τουρκίας και της Ελλάδας, να σκύβει το κεφάλι και να προσκυνάει τα αφεντικά τους και τα αφεντικά των αφεντικών τους.
Όμως οι λαοί της Τουρκίας και της Ελλάδας, δίνουν πέρα για πέρα διαφορετικό νόημα στην ελληνο-τουρκική φιλία. Γι’ αυτούς η φιλία σημαίνει κοινό αγώνα για την απελευθέρωση της πατρίδας τους. Για την εθνική ανεξαρτησία, για την ευτυχία, για να μπορούν να γεύονται πλάι πλάι στο αδελφικό τραπέζι της φιλίας το ψωμί και τις ελιές του τόπου τους.
Φίλοι μου Έλληνες. Πρέπει ν’ αγωνιστούμε μαζί, χέρι με χέρι για την εθνική ανεξαρτησία των χωρών μας, για τη δημοκρατία ενάντια σε κάθε εκδήλωση φασισμού, ενάντια στους ιμπεριαλιστές.
Αδέλφια μου Ελληνες…να λευτερώσετε την Ελλάδα από τα νύχια των ιμπεριαλιστών και φασιστών. Να φτιάσετε μια ανεξάρτητη, λεύτερη, ευτυχισμένη Ελλάδα. Ετσι τα παιδιά του λαού θά χουν δικαίωμα στο γέλιο και στη χαρά».
Ο Χικμέτ άλλωστε οραματιζόταν τον κοινό αγώνα Ελλήνων και Τουρκοκυπρίων εναντίον των Βρετανών. Σε άρθρο του στην Αυγή, τον Απρίλιο του 1955, ανέφερε χαρακτηριστικά:
“Δεν υπάρχει κανένα ζήτημα για την ελληνικότητα της Κύπρου. Η πλειοψηφία των κατοίκων της είναι Έλληνες και δίκαια αγωνίζονται για την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Απευθυνόμενος ειδικότερα στην τουρκική μειονότητα της νήσου, ο Τούρκος ποιητής τόνιζε πως, πρέπει να συνεργασθεί με τους Έλληνες Κύπριους για την απαλλαγή της νήσου από τον αγγλικό ιμπεριαλισμό. Μόνο όταν η νήσος απαλλαγεί από τους Άγγλους ιμπεριαλιστές οι Τούρκοι κάτοικοί της θα μπορέσουν να ζήσουν πραγματικά ελεύθεροι. Κι αυτό δεν μπορεί να γίνει παρά με την ενότητα του κυπριακού λαού, με τη συνεργασία από Τούρκους και Έλληνες Κυπρίους, στην πάλη εναντίον του ξένου δυνάστη. Εκείνοι που προσπαθούν να στρέψουν τους Τούρκους εναντίον των Ελλήνων, μόνο το συμφέρον του κατακτητή εξυπηρετούν”.
Από κείμενο του Θ. Μικρούτσικου στον Ριζοσπάστη της 16ης Μαΐου του 2015:
“Η ποίησή του (Χικμέτ) είναι βαθιά λαϊκή όχι μόνο γιατί ακουμπάει τις λαϊκές πηγές, τις λαϊκές καλλιτεχνικές παραδόσεις αλλά γιατί ανανεώνει την παράδοση προτείνοντας καινούργια στοιχεία. Δεν είναι αντιγραφή και μίμηση της λαϊκής τέχνης αλλά συμπορεύεται με τις λαϊκές δυνάμεις, που τις εκφράζει δυναμικά και όχι στατικά με τυποποιημένες μορφές. Και ακριβώς γι’ αυτό η Τέχνη του είναι πρωτοποριακή και μοντέρνα. Δεν παρακολουθεί το λαό – όπως αναφέρει ο Ρίτσος – σε μια σταματημένη ιστορική στιγμή αλλά στη διαρκή του κίνηση. Η ποίηση του Χικμέτ περιέχει ταυτοχρόνως και το ΟΛΟΝ και τον ΑΛΛΟ. Βαθιά κοινωνική, βαθιά ανθρώπινη, απέριττη και δίδαγμα ευθύνης του καλλιτέχνη μπροστά στην εποχή του και μπροστά στον κόσμο.
Κάλεσαν την Μαρία Δημητριάδη κι εμένα στην Κωνσταντινούπολη το 1978 σε μια βραδιά αφιερωμένη στον Ναζίμ Χικμέτ για τα 15 χρόνια από το θάνατό του. Στο θέατρο “Ταξίμ”, 8 χιλιάδες θεατές άρχισαν να τραγουδάνε στα ελληνικά το “Αν η μισή μου καρδιά”. Ηταν η πιο συγκινητική στιγμή της ζωής μου που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Και αυτή η στιγμή, που για μένα κρατάει 37 χρόνια, αποδεικνύει ότι δεν γίνεται να μην έρθει κάποτε εκείνη η κοινωνία στην οποία ο Ποιητής θα ψαρεύει και ο Ψαράς θα γράφει ποιήματα. Στο χέρι μας είναι”.