Σε κάθε σπίτι μπήκαν οι εικόνες από τη μία των ναυαγών, οι οποίοι ανασύρονταν από τα απόκρημνα βράχια, και από την άλλη των πτωμάτων, που τις επόμενες μέρες συνέχιζαν να επιπλέουν ανάμεσα στα συντρίμμια του σκάφους. Από τις θρυλικές γιαγιάδες της Λέσβου να ταΐζουν με τα μπιμπερό τα μωράκια είχαμε να δούμε, θαρρώ, τέτοια δημοσιότητα και συγκίνηση για το δράμα των προσφύγων. Μέχρι που έγινε το πολύνεκρο ναυάγιο της προπερασμένης Τετάρτης στα Κύθηρα.
Λίγο πολύ είναι γνωστό το θρίλερ που ξετυλίχθηκε την τρομερή νύχτα της 5ης Οκτωβρίου. Αντικρίζοντας από ψηλά το Διακόφτι παράξενα κοκκινωπά φώτα, απόκοσμα, συγκεντρώνονταν ανατολικότερα από το λιμάνι. Στα τελευταία σπίτια πάνω από την παραλία, αφήναμε τα αυτοκίνητα και συνεχίζαμε στοn χωματόδρομο ανεβαίνοντας στο βουνό. Φτάνοντας σ’ ένα, ας το πούμε, πλάτωμα, πολλοί άνθρωποι καθιστοί, ξαπλωμένοι, όρθιοι, με κουβέρτες τυλιγμένοι, στοίβες ρούχα, σκόρπια βρεγμένα παπούτσια, κουρέλια, άδειες σακούλες. Και το ασθενοφόρο. Λίγο πιο κει το πυροσβεστικό και στα βράχια, άκρη άκρη στον γκρεμό, ο γερανός και οι διασώστες, σε αλυσίδα με σκοινί, έβγαζαν πάνω ανθρώπους.
Φωνές. Κάντε χώρο, φέρνουν κι άλλον. Μια κουβέρτα, να βγάλει τα ρούχα του. Εδώ χρειαζόμαστε ένα παντελόνι. Βρε παιδιά βρείτε παπούτσια, σαγιονάρες, κάτι, θέλει να κάνει την ανάγκη του. Για να πάει πιο πάνω ανάμεσα σε σκοίνα, αστοιβές, κοτρώνες. Ούτως ή άλλως πίσσα σκοτάδι είναι, λίγο διαπερνιέται από τους φακούς μας. Μην τους τυλίγετε βρεγμένους θα τους χάσουμε από πνευμονία, σκίζετέ τους τα πουκάμισα, τα παντελόνια, δίνει οδηγίες ο ψηλόλιγνος γιατρός με την άσπρη ρόμπα. Υγειονομικοί εξετάζουν, ξεχωρίζουν όσους έχουν ανάγκη νοσηλείας και τους βάζουν στο ασθενοφόρο τρεις τρεις μαζί. Φεύγει μόλις γεμίσει.
Συνολικά 80 άτομα διασώθηκαν, κάποιοι μισολιπόθυμοι, τί να πρωτοπεριγράψεις. Άλλος με σπασμένο πόδι, άλλος με πόνο φρικτό να μας δείχνει την πλάτη του, χωρίς εμφανές τραύμα. Έντεκα στο νοσοκομείο. Και όσοι δεν είναι σοβαρά, δεν είναι κι αλώβητοι. Γδαρσίματα, αίματα, κλάμα, ταραχή.
Κουκουλωμένο με την κουβέρτα, ανακούρκουδα καθισμένο, ένα πλάσμα ταραγμένο κουνιόταν μπρος πίσω. Είσαι ασφαλής. Μην φοβάσαι. Είδαμε το πρόσωπό του, σχεδόν παιδί. Στην πλειοψηφία τους άντρες, τι άντρες δηλαδή, οι πιο πολλοί πολύ νεαροί, σχεδόν παιδιά. (Και στα 5 σκάφη με πρόσφυγες που βρέθηκαν στο Τσιρίγο τούτο το καλοκαίρι αυτό παρατηρήσαμε).
Με δυσκολία περπατούσες στο ανώμαλο έδαφος –ακόμη και τη μέρα αν είσαι και ηλικιωμένος. Σε μια άκρη το όχημα του λιμενικού. Ανοιχτή η πίσω πόρτα. Ένα κοριτσάκι γύρω στα 10 καθισμένο. Είσαι εντάξει; Πεινάω. Δυο τρεις μέρες είχαν να φάνε. Ήταν το μόνο μικρό παιδί που σώθηκε. Αν υπήρχαν, όπως ακούγεται, κι άλλα, και πιο μικρά, τα κράτησε η θάλασσα.
Ένα αγόρι, όχι πάνω από 17 χρονών, μας είπε πως παρακαλούσαν τον κάπταιν να τους πάει πιο κεί, δείχνοντας προς τα φώτα του λιμανιού –αν κατάλαβα καλά με τα φτωχά μου αγγλικά– και να τους πει πού βρίσκονταν, αλλά αυτός τους άφησε και μόνος του βούτηξε στη θάλασσα. Το παιδί δεν ήξερε πού έχουν βγει. Του εξηγούσαμε πως βρίσκεται, δίπλα στην Ιταλία, πού να ξέρει τα Κύθηρα, ούτε καν την Ελλάδα.
Τραβήξτε τον πίσω, να κάνει μανούβρα, μην τον πατήσει. Προσοχή εδώ είναι άνθρωπος. Σκόνη σύννεφο. Καναδυό αγροτικά πηγαινοέρχονται, φορτώνουν στις καρότσες τους όσους χωράνε, τους κατεβάζουν στα πρώτα σπίτια να μπουν στο πούλμαν.
Φωνές. Φέρνουν κι άλλον και σε λίγο κι άλλον κι άλλον. Αυτός είναι ο τελευταίος. Πενήντα πέντε άντρες, επτά γυναίκες 17 ανήλικοι και το κοριτσάκι.
Γύρω στις 2.30 τα ξημερώματα Πέμπτης είχαν μεταφερθεί. Απρόθυμα κατηφορίζοντας προς τον αμαξωτό δρόμο, που τον σκονίζουν άγρια κύματα, η σκέψη τρέχει πίσω σ’ αυτούς που δεν τα κατάφεραν.
Πού θα τους πάνε; Στο δημοτικό σχολείο των Φριλιγκιανίκων. Κλειστό και έρημο εδώ και χρόνια ελλείψει μαθητών (όπως, πλην ελαχίστων, όλα τα σχολεία των χωριών του νησιού), θα τους φιλοξενήσει. Το αποφάσισε ο δήμος. Μπράβο!
Τρεις μέρες μετά άρχισε η περισυλλογή των νεκρών.
Εκείνη τη νύχτα μάθαμε πως θα ανοίξει ο δήμος και το δημοτικό σχολείο των Μητάτων για τους 47 πρόσφυγες του Καψαλιού, στην πλειοψηφία τους γυναίκες και παιδιά –μεταξύ τους και πολύ μωρά λίγων μηνών. Όπως και έγινε. Κανά δυο μέρες μετά τους πήραν. Είναι στη Μαλακάσα, μάθαμε.
Τέσσερα μερόνυχτα (από την Κυριακή 2 Οκτωβρίου) κοιμούνταν στον μώλο του Καψαλιού, στο μάτι του καιρού γιατί, λέει, δεν υπήρχαν χώροι να φιλοξενηθούν. Ήταν οι τυχεροί γιατί είχε μπονάτσα. Εκείνο το ιστιοφόρο εντοπίστηκε στον Τράχηλα έξω από το Καψάλι και το ρυμούλκησε ένα τσιριγώτικο ψαροκάικο μέσα στον κόλπο ξημερώματα Κυριακής, 2 Οκτωβρίου. Αλλά στεριά πάτησαν όταν νύχτωσε. Στοιβαγμένοι στο σκάφος, στον ήλιο όλη μέρα. Το λιμενικό και η αστυνομία καμία απάντηση στις ερωτήσεις μας. Μόλις το απόγευμα επέτρεψαν να πλησιάσει μια βάρκα με εθελοντές να τους προσφέρουν λίγα παξιμάδια, κρουασάν, νερά. Τρεις–τέσσερις μέρες ήταν στην θάλασσα. Βγήκαν εξαντλημένοι και χρειάζονταν τα πάντα.
Απελπισία και τον περασμένο Αύγουστο, με τους εθελοντές να φέρνουν μέχρι και ομπρέλες θαλάσσης. Κάτω από τον καυτό ήλιο στο μώλο και στα βράχια 170 πρόσφυγες από δύο ιστιοπλοϊκά. Με τα πολλά κατάφεραν να τους πάνε στο κάμπινγκ. Χώρος δεν βρέθηκε ούτε για τους 70 περίπου πρόσφυγες, με μωρά και μικρά παιδιά, που βρέθηκαν στον Λιμνιώνα, ένα μικρό λιμανάκι δυτικά με ένα τρίτο σκάφος, καταμαράν. Στην παραλία κάτω από τα αρμυρίκια κοιμούνταν.
Στην έλλειψη στοιχειώδους σχεδιασμού και φροντίδας από τις αρχές, και στις γραφειοκρατικές διαδικασίες, αντιπαρατέθηκε η αλληλεγγύη και η ανθρωπιά του κόσμου. Παπλώματα, κουβέρτες, ρούχα, παπούτσια, εσώρουχα, είδη υγιεινής, παιχνίδια, φαγητά, τα πάντα εθελοντικά.
Αυτούς του Αυγούστου τούς πήρε σκάφος του λιμενικού. Μάθαμε ότι οι οικογένειες μπήκαν στην Αμυγδαλέζα και οι υπόλοιποι αφέθηκαν ελεύθεροι στην Αθήνα. Τι θα απογίνουν τόσο νεαρά παιδιά;
Πρόσφυγες από Αφγανιστάν, Ιράκ και Ιράν ήταν. Κυνηγημένοι και βασανισμένοι από τα καθεστώτα. Ένας δικαστής που υπερασπιζόταν τα ανθρώπινα δικαιώματα. Μια κοπέλα δασκάλα γραφής σε κορίτσια. Κι ο κατάλογος δεν έχει τέλος.
Θεανώ Ποτήρη