erdogan

Η διαρκής ανατροφοδότηση ειδήσεων για την κλυδωνιζόμενη τουρκική οικονομία, τις διαρκείς υποτιμήσεις της λίρας, την κοινωνική ένταση και την όλο και μεγαλύτερη δημοσκοπική πτώση του προέδρου Ερντογάν, έχει αρχίσει να διαμορφώνει στην ελληνική κοινωνία την εικόνα μιας κυβέρνησης και μιας χώρας σε πλήρη παρακμή (για να μην πούμε, σε πλήρη αδυναμία). Η εντύπωση αυτή, πέρα από λανθασμένη, είναι και εξαιρετικά επικίνδυνη. Και αυτό για δύο λόγους: πρώτα από όλα, η ανώριμη ικανοποίηση για τη δύσκολη θέση των γειτόνων θα έπρεπε να είχε δώσει τη θέση της εδώ και πολλά χρόνια στη διαπίστωση ότι στην Τουρκία, σχεδόν από ιδρύσεως της χώρας, οι εσωτερικές κρίσεις εξάγονται. Και δεύτερον, γιατί η εντύπωση αυτή κινδυνεύει, με την πληθώρα των θριαμβευτικών σχεδόν ανταποκρίσεων, να γίνει βεβαιότητα.

Η αλήθεια είναι ότι η τουρκική οικονομία βρίσκεται σε κακή κατάσταση. Αυτό, όμως, από μόνο του δεν περιορίζει το εύρος των πολιτικών χειρισμών του Τούρκου προέδρου και του επιτελείου του – το αντίθετο μάλιστα. Οι αιτίες πίσω από αυτή τη φαινομενική αντίφαση –δηλαδή, τη συνέχιση της προβολής της τουρκικής ισχύος μέχρι του σημείου της ενίσχυσης της απεικόνισης της τεράστιας αυτοπεποίθησής της, παρά τα τεράστια οικονομικά προβλήματά της– βρίσκονται εκτός του πλαισίου του σημερινού άρθρου. Αυτό που πρέπει, όμως, να γίνει κατανοητό είναι ότι δεν πρέπει να αναμένει κανείς στην τουρκική περίπτωση αντιδράσεις αυτοταπείνωσης ή οπισθοχώρησης – σε καμία περίπτωση.

Κατά το αμέσως προηγούμενο χρονικό διάστημα του μήνα που πέρασε, η Τουρκία προχώρησε σε μια σειρά διπλωματικών κινήσεων που αντιστοιχούν και ανταποκρίνονται σε κινήσεις άλλων δρώντων (υποψήφιων μεσαίων δυνάμεων) στην περιοχή της Μέσης Ανατολής. Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η προσπάθεια της Τουρκίας να γεμίσει το κενό που δημιούργησε το πολιτικό και οικονομικό μποϊκοτάζ της Σαουδικής Αραβίας, του Μπαχρέιν, των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και του Κουβέιτ στον Λίβανο, με την επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών Τσαβούσογλου στη χώρα και τις διαβεβαιώσεις στήριξης και βοήθειας.

Είχε προηγηθεί η επίσκεψη του Τσαβούσογλου στην Τεχεράνη, με αντίστοιχες δεσμεύσεις για προσέγγιση τόσο στη Συρία όσο και στον Καύκασο, ενώ ακολούθησε η επίσκεψη στην Άγκυρα του διαδόχου του θρόνου των ΗΑΕ, Μοχάμεντ μπιν Ζαγιέντ. Με τη σειρά της, η επίσκεψη αυτή –με τα γνωστά δώρα της κατάθεσης των 10 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε επενδυτικό ταμείο για την ενίσχυση της τουρκικής οικονομίας και της σύναψης συμφωνιών για τη χρήση τουρκικών λιμένων– συνδυάστηκε με μια προσπάθεια ενίσχυσης των σχέσεων μεταξύ του εμιράτου και του Ιράν, σε ένα τριαδικό σχήμα που είναι δεδομένο ότι θα αντιμετωπιστεί με αρκετό σκεπτικισμό στο Ριάντ.

Προφανώς, το σκηνικό είναι τόσο πολύπλοκο όσο και κατακερματισμένο: αυτό που δεν γίνεται συχνά κατανοητό σε σχέση με την πολιτική συμπεριφορά στη Μέση Ανατολή (ιδίως) είναι ότι χώρες που συγκρούονται σε ένα μέτωπο δεν έχουν κανένα απολύτως πρόβλημα να συμμαχήσουν εναντίον των συμμάχων της μιας εκ των δύο σε άλλο ή άλλα μέτωπα. Υπό αυτό το πρίσμα, οι κινήσεις αυτές ενόχλησαν ιδιαιτέρως το Κατάρ, ενώ αντιμετωπίστηκαν θετικά μεν αλλά και με κάποια επιφύλαξη στην Αίγυπτο και στο Ισραήλ. Στο σημείο αυτό, πρέπει να αναφερθεί και μια είδηση που πέρασε μάλλον στα ψιλά των εφημερίδων: πριν από δύο εβδομάδες, και χρησιμοποιώντας το αγαπημένο του μέσο της εκμετάλλευσης «ομήρων», εν προκειμένω δύο Ισραηλινών τουριστών που συνελήφθησαν με κατασκευασμένες κατηγορίες κατασκοπίας έξω από το παλάτι Ντολμαμπαχτσέ, ο Τούρκος πρόεδρος μίλησε τηλεφωνικά, για πρώτη φορά μετά από εννέα χρόνια και σε καλό κλίμα, με τον Ισραηλινό πρόεδρο και τον Ισραηλινό πρωθυπουργό.

Καθ’ όλο αυτό το χρονικό διάστημα, η Τουρκία συνεχίζει την προβολή της ψευδοαυτοκρατορικής της εικόνας, διοργανώνοντας, για παράδειγμα, στην Κωνσταντινούπολη Σύνοδο του Συμβουλίου Τουρκόφωνων Χωρών, με τη συμμετοχή του Αζερμπαϊτζάν, του Κιργιστάν, του Ουζμπεκιστάν και του Καζακστάν (το Τουρκμενιστάν και η Ουγγαρία παραστάθηκαν ως παρατηρητές). Συγχρόνως, συνεχίζεται η εσκεμμένη διοχέτευση ψευδών ειδήσεων προς όλες τις κατευθύνσεις, ειδήσεων που θολώνουν ακόμη περισσότερο το σκηνικό (θυμίζω τα fake news, εντός ενός μήνα, του θανάτου του Ερντογάν και της υποτιθέμενης δηλητηρίασης του Γκιουλέν από τον προσωπικό γιατρό του).

Επιστρέφοντας στην αρχική διαπίστωση, να θυμίσω ότι για πολλά χρόνια στην ελληνική κοινωνία είχε διαμορφωθεί η αντίστροφη εντύπωση: ότι η Τουρκία ήταν εξαιρετικά δυνατή και ότι «εμείς», αντιστρόφως, ήμασταν αδύναμοι, απροστάτευτοι και έτοιμοι να υποδουλωθούμε. Επειδή, όμως, η πολιτική, σε κάποιο βαθμό, απηχεί τις και διαμορφώνεται και βάσει αυτών των εντυπώσεων, θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι στην εξωτερική πολιτική, οι ψύχραιμες αποτιμήσεις, αν και λιγότερο εντυπωσιακές, είναι πολύ χρησιμότερες από τις ενστικτώδεις αντιδράσεις.

Του Σωτήρη Στ. Λίβα, καθηγητή στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο

blank

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

one + 9 =