architecture

«Καὶ μολονότι τὸ ἄτομο στὰ χρόνια ἐκεῖνα ἔμοιαζε τὸ ἴδιο ἰσχυρὰ σβησμένο πίσω ἀπὸ τὴν τεχνουργία ὅσο καὶ στὰ χρόνια της πλέον ἀκμαίας χριστιανοσύνης, θὰ ἔλεγε κανένας ὅτι προηγουμένως εἶχε προφτάσει νὰ ὁλοκληρωθεῖ, θέλω νὰ πῶ νὰ ἐξαντλήσει ὅλους τοὺς πόρους τῆς ψυχικῆς του εὐφορίας, ὥστε νὰ κόβει λουλούδι καὶ γιὰ νὰ τὸ χαίρεται καὶ γιὰ νὰ τὸ ἐκμεταλλεύεται, χωρὶς νὰ σημειώνεται πουθενὰ τὸ παραμικρὸ χάσμα.»

Οδ.Ελύτης, «Τα δημόσια και τα ιδιωτικά»

Προοίμιο

Τόσο η υπερδόμηση όσο και η πλήρης απαγόρευση δόμησης στα νησιά μας είναι δύο ακραίες καταστάσεις που οφείλονται στην απώλεια του πραγματικού μέτρου. Αμφότερες δέχονται ως δεδομένο το πλαίσιο της οικονομικής ζούγκλας: η πρώτη με την υιοθέτηση του ρόλου του θηρευτή από τους φορείς του επιχειρείν, η δεύτερη με την υιοθέτηση του ρόλου του θηράματος από τους (συνήθως οικονομικά ασφαλείς) λάτρεις του τοπίου, φορείς και ιδιώτες. Η πρώτη αντλεί νομιμοποίηση από τον τρόμο απώλειας της κυριαρχίας στο δυστοπικό παρόν, η δεύτερη από τον τρόμο απώλειας της ψυχολογικής ασφάλειας που παρέχει το εξιδανικευμένο νεκρό παρελθόν. Και οι δύο τάσεις τρέφουν και τρέφονται από το ίδιο ανταγωνιστικό μοντέλο, συνθήκη ξένη με το σώμα της ντόπιας κοινωνίας. Τι συμβαίνει όμως με όσους βρίσκονται εκτός αυτών των άκρων; Των μόνιμων κατοίκων που μέσα σε λίγα χρόνια είδαν τον τόπο τους να φεύγει από τα χέρια τους και να γίνεται πεδίο αυτής της αλλότριας μάχης; Πρέπει να διαλέξουν στρατόπεδο ή να διεκδικήσουν το απωλεσθέν μέτρο, το δικαίωμα στην αυθεντικότητα, στην αναζήτηση των πραγματικών τους αναγκών;

Ποιό διαφορετικό μήνυμα λαμβάνει το παιδί που έχει μόνη προοπτική να γίνει μπάρμαν σε μια Μύκονο τουριστικής μονοκαλλιέργειας από αυτό που θα γίνει ξεναγός σε μια Ύδρα μουσειοποιημένου κατοικείν; Τι διαφορά έχουν για την αειφόρο και υγιή ανάπτυξη της τοπικής οικονομίας η άνευ όρων παράδοση στον υπερτουρισμό από το (δήθεν αντίθετο) πάγωμα κάθε εξέλιξης; Και ποιόν τελικά πλήττει μια (εύκολη για τη Διοίκηση) οριζόντια αναστολή οικοδομικών εργασιών, όταν αυτό που κάνει είναι να απαγορεύει την άσκηση επαγγέλματος στον ντόπιο μηχανικό, τεχνίτη, έμπορο την ώρα που το υπερτοπικό επιχειρείν  αλλάζει με ευκολία την περιοχή δραστηριότητας του;

Τέλος, ποιά η θέση της διαρκώς αυξανόμενης κοινότητας των «ξένων», των μη γηγενών μόνιμων ή εποχιακών κατοίκων;

Στα Κύθηρα. Κάστρα στην άμμο και μια απλή πέτρα.

Οι συμπολίτες μας που στα τελευταία χρόνια επιλέγουν τα νησιά μας ως τόπο κατοικίας, συχνά προέρχονται από ανυποψίαστα της μεσογειακής εμπειρίας μέρη του δυτικού κόσμου. Μέρη όπου η προστασία του τοπίου αποτελεί νομική και ατομική υποχρέωση στο πλαίσιο μιας κατανόησης οτι οποιαδήποτε μεταβολή του οφείλει να συνάδει με τα ιδιαίτερα, συγκεκριμένα ταυτολογικά χαρακτηριστικά του «τόπου»[i]. Ότι δηλαδή κάθε παρέμβαση στο τοπίο οφείλει να συνάδει με τη θεωρούμενη ως «ταυτότητα» ενός λαού[ii]. Οι ταυτότητες δεν αποτελούν σταθερά και αμετάβλητα στοιχεία καθώς πρόκειται για νοητικές κατασκευές που διαμορφώνονται σταδιακά, εν τούτοις η επίκληση ταυτολογικής αλήθειας είναι συστατική ενός πολιτικού και δυτικότροπου εθνικισμού που προσηλώνεται στο μη διακριτό, για να τα εναρμονίσει όλα με τον εαυτό του.

Είναι όμως μία εξόχως διακριτή θεώρηση και ένα άφαντο συλλογικό σώμα που  διαμόρφωσαν το ιστορικό τοπίο του νησιού μας –και του συντριπτικά μεγαλύτερου μέρους της μεσογειακής ακτογραμμής- όπως εξάλλου προϋποθέτει και η οπτική αντίληψη της θάλασσας[iii]. Διότι το ανθρωπογενές μεσογειακό τοπίο δεν μπορεί να ιδωθεί και να ερμηνευθεί ως το τρισδιάστατο προϊόν σχεδιασμού και ελέγχου από μια ιστορική επιτελική βούληση[iv] αλλά ως χωρικό αποτέλεσμα της διαδοχικής επικάθισης πολλών διαφορετικών ιζημάτων. Πρόκειται για την διαρκή εποχή αθρόων αποτυπώσεων της ψυχής των ανθρώπων που κατοίκησαν στον ίδιο χώρο[v]. Είναι η προσήκουσα ειμαρμένη[vi], η κατοικούσα συνάρτηση που διαμορφώνει το τοπίο μας.

Σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται να ταυτίζουμε την συνάρτηση με το αποτέλεσμά της, διότι καταργώντας την έννοια της μεταβλητής[vii], δεν υπάρχει προσαρμοστικότητα, εξέλιξη. Για αυτό το λόγο ο όρος «παράδοση» δεν δηλώνει κάποια στατικότητα ή προσήλωση σε μια συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία, αλλά κίνηση: δυναμική διαρκή μεταβολή μέσω αυτών που -σύμφωνα και με την ετυμολογία του όρου- παραλαμβάνουν, μεταγράφουν[viii] και παραδίδουν. Σεβασμός στην παράδοση σημαίνει αφενός ενδιατρίβουσα συμμετοχή στην διεργασία, αφετέρου τροφοδότηση αυτής της συνάρτησης με πραγματικές και όχι φαντασιακές[ix] μεταβλητές του κατοικείν.

Παραγωγός τέτοιων μεταβλητών είναι και ο αυξανόμενος εποικισμός από ανθρώπους που έρχονται από ελεύθερη επιλογή – όχι από οικογενειακή εξάρτηση ή οικονομική ανάγκη[x]. Λόγω της -μέχρι πρόσφατα εξωτερικής- ματιάς τους, η συνεισφορά τους είναι ευεργετική για την αυτοσυνειδησία μας, για την κατανόηση της σημασίας, της θέσης και της κλίμακάς μας στον κόσμο, των πραγματικών μας μειονεκτημάτων και πλεονεκτημάτων[xi]. Όμως έστω κι αν μοιραζόμαστε μια, κατά το μάλλον ή ήττον, κοινή αντίληψη αισθητικής, συχνά η συμμετοχή τους στο δημόσιο γίγνεσθαι διακατέχεται από έλλειψη κατανόησης της γενεσιουργού αιτίας του νησιωτικού μας τοπίου. Αμάθεια που μαθηματικά οδηγεί στην εύκολη καταγγελία κάθε παρέμβασης, στο πάγωμα της αρχιτεκτονικής, στη συντήρηση μιας μορφολογικής «γραφικότητας» στο τοπίο[xii].

Εδώ να σημειώσουμε την παράλληλη (αλλά καθόλου ασύμβατη) ανάπτυξη της ιδεολογίας του «Κυθηραϊσμού»[xiii]. Ο συνδυασμός α. της συναισθηματικής πλέον σχέσης των απόδημων με το νησί, β. της ποσοστιαίας υποχώρησης του γηγενούς στοιχείου και γ. της ερασιτεχνικής προσέγγισης στην τουριστική δραστηριότητα[xiv] γέννησε την ψυχολογική ανάγκη οχύρωσης πίσω από μια υποτιθέμενη τοπική ταυτότητα η οποία υπερασπίζει τα δικαιώματα των γηγενών απέναντι στις διεκδικήσεις των «ξένων». Το βέβαιο είναι οτι αυτά τα πληθυσμιακά υποσύνολα, αμφότερα τροφοδοτούμενα από (κατά κανόνα τις ίδιες!) φαντασιακές μεταβλητές δύνανται κάλλιστα να συνυπάρχουν και να οδηγούν τελικά στην έκπτωση της κοινωνίας σε χωρικό ανταγωνισμό δύο ασύμπτωτων κοινοτήτων[xv]. Αναπόφευκτα, καθώς (σύμφωνα με τα ακραία αφηγήματα των μεν για τους δε) οι γηγενείς δεν αφήνονται πλέον ελεύθεροι να «καταστρέψουν το περιβάλλον» και οι ξένοι δεν καταφέρνουν να «διώξουν τους ντόπιους ώστε να μείνουν μόνοι τους», το μόνο αμοιβαία αποδεκτό αποτύπωμα αυτής της διαίρεσης στο τοπίο είναι  η προβολή του κοινού μύθου: της αμετάβλητης γραφικότητας, τη διάσωση της οποίας καθείς διεκδικεί για λογαριασμό του.

Όμως το υπέροχο μεσογειακό τοπίο δεν φτιάχτηκε για να το θαυμάζουμε από τη βεράντα μας (ως οι τελευταίοι προνομιούχοι της ιστορίας) το 2024 αλλά είναι τα προσίδια και διαρκώς μεταβαλλόμενα πατήματα της αληθινής ζωής, μιας επίμονης και επίπονης διεργασίας αιώνων. Στρατηγικές «προστασίας» που ακινητοποιούν ως μόνιμη την εκάστοτε παρούσα κατάσταση, καλοπροαίρετες ή μη, είναι αντίθετες με τον επιγενόμενο κώδικα, με την ίδια την ιστορική διεργασία στη οποία συμμετέχουμε[xvi]. Είναι πιο κολακευτικό να κρύψεις τις ανεπάρκειες της πορείας σου πίσω από ένδοξα ίχνη και σημεία του παρελθόντος από το να αντικρύσεις το αληθινό αποτύπωμα αυτού που φοβάσαι. Είναι ευκολότερο να χτίσεις ένα κάστρο στην άμμο από το να προετοιμάσεις έστω και μια απλή πέτρα για ένα γερό θεμέλιο. Αλλά το δώρο που μας δόθηκε δεν είναι βραβείο με το βλέμμα στο παρελθόν για το πόσο άξιοι (ή ευνοημένοι) ήμασταν, είναι το κάλεσμα για κοπιώδη συμμετοχή σε αυτό το πανάρχαιο όσο και σύγχρονο γίγνεσθαι[xvii].

Διότι η λάξευση της πέτρας απαιτεί αγάπη και πίστη. Όπως και το φύτεμα του αμπελιού για το παιδί και της ελιάς για το εγγόνι.

Ανδρέας Μαριάτος, 06/09/2024

To Πνεύμα του Τόπου προστατεύει παραδοσιακό χωριό από την εισβολή σύγχρονης αρχιτεκτονικής[xviii]

[i] Το «Πνεύμα του Τόπου», το αρχαίο ανιμιστικό Genius Loci κλήθηκε στις τελευταίες δεκαετίες να προσδώσει εννοιολογικό κύρος σε αποφάσεις και πολιτικές για το τοπίο που στην πλειονότητά τους ήταν αντιεμπορευματικές (όπως πχ η απαγόρευση επιβλαβών επενδύσεων σε περιβαλλοντικά ευαίσθητες περιοχές). Αλλά όταν μια συναισθηματική, σχεδόν θρησκευτική επίκληση είναι ικανή από μόνη της να επηρεάζει πολιτικές αποφάσεις για το τοπίο, τότε θα χρησιμοποιηθεί στρατηγικά σε πιο αμφιλεγόμενα μέτρα (όπως πχ η αποστέρηση ελευθεριών στη χρήση της γης). Σήμερα, η φαινομενολογική ερμηνεία του όρου ως meta-concept εμπεριέχει τη δυναμική της ιστορίας στη διαμόρφωσή του Genius Loci.

[ii] Βλ. Σύμβαση για το Τοπίο, Αρθ.5.: «θεμέλιο της ταυτότητας» και Προοίμιο: «… το τοπίο συμβάλλει στη διαμόρφωση της τοπικής κουλτούρας και ότι αποτελεί ένα βασικό συστατικό στοιχείο της Ευρωπαϊκής φυσικής και πολιτιστικής κληρονομιάς, συνεισφέροντας στην ανθρώπινη ευημερία και παγίωση της Ευρωπαϊκής ταυτότητας.»

[iii] Τη μη αντίληψη του βάθους της.

[iv] Εδώ μάλλον πρέπει να ευχαριστήσουμε την Ενετική Διοίκηση που αδιαφόρησε για την συνολική ανάπτυξη του νησιού: στην χωροταξία και στην αρχιτεκτονική δεν επήλθε ομογενοποίηση με αποτέλεσμα ένα λιγότερο ένδοξο αλλά πλούσιο και εξαιρετικά προσαρμοσμένο στις πραγματικές ανάγκες λεξιλόγιο του κτισμένου χώρου.

[v] «Ένα τοπίο δεν είναι, όπως το αντιλαμβάνονται μερικοί, κάποιο απλώς σύνολο γης, φυτών και υδάτων. Είναι η προβολή της ψυχής ενός λαού πάνω στην ύλη» (Οδ.Ελύτης, «Τα δημόσια και τα ιδιωτικά»)

[vi] Η λέξη ειμαρμένη προέρχεται από το μείρομαι (που παράγει τα μέρ-ος, μερ-ίς, μερ-ίζω, μοίρ-α κ.α.) και ως όρος συνάδει με την (εσωτερική) κοινή και προσήκουσα έννοια του μερίζειν όσο και του διανέμειν  (συμμερίζομαι, συμμετέχω και διαιρώ-μοιράζω). Τον καιρό αυτό ενυπάρχουν εντούτοις σε τέτοιο βαθμό τα πραγματικά και δημοσίως νομοθετημένα χαρακτηριστικά της αστικής κοινωνίας που απαιτούν και την αναδιατύπωση του όρου (ως συνάρτηση).  Διότι μόνο το αστικό καθεστώς μπορεί να επιτάσσει ένα επί μέρους (εξωτερικό) δικό μου και δικό σου, ήτοι μια τάση ιδιοκτησιακής διαίρεσης του επίγειου κόσμου (και εσωτερικής αποτύπωσης του κτιστού) σε ατομικούς-ιδεατούς κόσμους (και εξωθούμενους κόσμους του περιθωρίου). Πρόκειται για περιγραφικό βαθμό (πραγματικής όσο και φαντασιακής τάξης) τον οποίο δεν υποθέτει ο όρος ειμαρμένη, ούτε τον υπερβαίνει μία φυσική στάση, παρά μία «μαθηματική». Σύμφωνα με τον όρο ειμαρμένη και την οντολογία της φυσικής στάσης, η γνώση ή η συνείδηση του εξωτερικού συνίσταται στην παρουσία μερών ή ιχνών -του ενός ή του άλλου τύπου- της εξωτερικότητας μέσα στην εσωτερικότητα. – (ερμηνευτικό σχόλιο Χ.Μ. – 09/2024)

[vii] Για να ελέγξει κανείς το αποτέλεσμα πχ της αρχιτεκτονικής σύνθεσης θα έπρεπε να δώσει τιμές σε όλες τις μεταβλητές (άρα να τις καταργήσει ως τέτοιες και να τις παγώσει ως σταθερές της συνάρτησης). Οι μορφολογικοί κανόνες και ο οικοδομικός κανονισμός δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να καταργούν μια σειρά μεταβλητών αντικαθιστώντας τες με «παραδοσιακές τιμές που συνάδουν με τη φυσιογνωμία του τόπου» με αποτέλεσμα σε πολλά μέρη του αναπτυγμένου κόσμου η αρχιτεκτονική πράξη να έχει καταργηθεί. Σε εμάς οι μεταβλητές (οι οικονομικές δυνατότητες, το κλίμα, τα διαθέσιμα συνεργεία/υλικά και οι εφικτές κατασκευαστικές λύσεις, οι λειτουργικές ανάγκες, οι προσαρμοσμένες διαστάσεις, η σχέση εσωτερικού/εξωτερικού χώρου, η διαβάθμιση του φωτός & της ιδιωτικότητας, οι προσωπικές σχέσεις, η πυκνότητα, η θέα, η πρόσβαση, η φύτευση, η ενέργεια, το χρώμα, η υφή, οι συμβολισμοί κλπ κλπ) ακόμα διατηρούν τη δυναμική τους – με αποτέλεσμα η εφαρμογή των κανονισμών να οδηγεί σε γκροτέσκα αποτελέσματα.

[viii] Κι όχι απλά «φέρουν», αλλιώς το παραδοτέο θα ήταν ένας επτασφράγιστος θησαυρός και η προσωπική μεσολάβηση θα ήταν περιττή.

[ix] Ψευδεπίγραφες δηλαδή τιμές που δεν ανταποκρίνονται στην ιστορική χρονικότητα, όπως ιδιοτελείς απόψεις και κραυγές που προπαγανδίζουν να γίνουμε Μύκονος ή, αντίθετα, να γίνουμε Μονεμβασιά.

[x] Μια αντίστοιχη μεταβλητή είναι πχ και η ανάπτυξη της αλβανικής κοινότητας που ακολούθησε την οικονομική τους μετανάστευση και η οποία για πολλούς λόγους εισάγεται με σταθερό, αργό ρυθμό ως μεταβλητή στο δημόσιο βίο.

[xi] «Όταν λέμε: να βρούμε τον εαυτό μας, την ελληνικότητα, δεν σημαίνει να βρούμε μια ιδεολογία, σημαίνει να γνωρίσουμε τις πραγματικές μας ανάγκες. Αυτές οι ανάγκες μπορούν να ικανοποιηθούν με προσλήψεις από παντού.  Ο Ελληνισμός δεν ήταν ποτέ ένα γκέτο, ήταν ένα σταυροδρόμι ανοιχτό σε επιδράσεις από παντού.» Χρ.Γιανναράς συνέντευξη στο Popaganda.

[xii] Η μουσειοποίηση του τοπίου δεν είναι τίποτε άλλο από Gentrification της υπαίθρου: διωγμός των ντόπιων κατοίκων όχι μόνο λόγω αύξησης της αξίας γης αλλά και αποστείρωσης από παραγωγικές χρήσεις. Και εδώ οι νεόκοποι Κυθήριοι έχουν ευθύνη κατανόησης της οπτικής των ντόπιων, καθώς οι ίδιοι στην συντριπτική τους πλειονότητα αντλούν το εισόδημά τους από αλλού και δεν έχουν ανάγκη να δημιουργήσουν παραγωγικές συνθήκες για τον εαυτό τους.

[xiii] Όσο και να προκαλεί μειδίαμα, ο όρος «Κυθηραϊσμός» χρησιμοποιείται για να προσδώσει προτεραιότητα στην λήψη πολιτικών αποφάσεων για το νησί με πολιτισμικά επιχειρήματα – τα οποία φυσικά αντλεί από το παρελθόν. Η συμβολική και ιδεολογική αυτή χρήση του παρελθόντος έχει την ανάγκη μίας αρχικής ταυτότητας – που αποτελεί το βασικό πρότυπο του γηγενούς «τσιριγώτη».

[xiv] Όσο βαθύτερη η άγνοια του παραγωγικού μηχανισμού της τουριστικής βιομηχανίας τόσο μονόδρομος γίνεται η υιοθέτηση εκείνου ακριβώς του μοντέλου που ευνοείται από αυτή την άγνοια, δηλαδή του καταναλωτικού, μαζικού τουρισμού. Η Φατουράδα, η Βρεχτολαδέα, η Σεμπρεβίβα, η Μυρτιδιώτισσα, ο μπιντές της Αφροδίτης κλπ πωλούνται ως τοπική έκδοση των απανταχού ποτών, εδεσμάτων, σουβενίρ, θρησκευτικών και αρχαιολογικών μπεστ σελερς όλων –μα όλων- των μαζικών τουριστικών προορισμών.

[xv] Όπως σε πολλούς τουριστικούς προορισμούς μια ψευδαίσθηση κοινωνίας που αποτελείται από το φάντασμα της ντόπιας κοινότητας που για να επιβιώσει πουλάει «επίπλαστο θέαμα» και την παράλληλη κοινότητα των ξένων – που αρχικά το αγοράζει και στη συνέχεια διαμαρτύρεται για υπερτουρισμό.

[xvi] Εδώ να σημειώσουμε οτι το συνεκτικό στοιχείο μιας συλλογικότητας των μη γηγενών, δεν πρέπει να είναι αυτή η ιδιότητα (του «κατ’επιλογήν Κυθήριου», του ξενόγλωσσου ή του Xpat). Aυτή η ομαδοποίηση γίνεται αυτόματα & αντανακλαστικά αλλά όμως είναι από τη φύση της διαχωριστική. Μπορεί ίσως το αρχικό κάλεσμα να αναφέρεται σε όσους έχουν την ιδιότητα του μη γηγενούς κατοίκου, αλλά μέχρι εκεί. Σε κάθε περίπτωση απαιτείται ένας βαθμός συμφωνίας αντιλήψεων για το μέλλον του τόπου, αλλιώς μια τέτοια συλλογικότητα θα είναι για πάντα η «συλλογικότητα των ξένων». Με λίγα λόγια, το ζητούμενο είναι πολιτική δράση που να ενώνει την κοινωνία μας κι όχι να θρέφει το δίπολο ξένος-ντόπιος.

[xvii] Ή, με άλλα λόγια, το υπέροχο μεσογειακό τοπίο δεν μας δόθηκε, εμείς του δοθήκαμε.

[xviii] Το περίπτερο του Σ.Καλατράβα στην EXPO 2020 στο Dubai.

The article in english:

blank

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

three × 4 =