open-oukrania

Η εκτόξευση της τηλεθέασης του τηλεοπτικού σταθμού Open στην πρώτη θέση, με αφορμή τον πόλεμο της Ουκρανίας, και οι κατηγορίες που εκτοξεύονται εναντίον του από ανταγωνιστικά Μέσα και χρήστες στα social media ότι «ασκεί φιλορωσική προπαγάνδα», θέτουν επί τάπητος το μείζον θέμα για το ρόλο των ΜΜΕ σε καιρό πολέμου.

Έχοντας καλύψει για τρεις δεκαετίες ένοπλες συγκρούσεις μπορώ να πω ότι η αναπαράσταση μιας ένοπλης σύρραξης από τα ΜΜΕ εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, κυρίως όμως από τους μηχανισμούς προπαγάνδας των εμπόλεμων, την επικοινωνιακή πολιτική του κάθε Μέσου και τις συνθήκες στις οποίες διεξάγεται ο πόλεμος.

Το Open, όπως είναι γνωστό,  ανήκει σ΄ ένα ολιγάρχη, τον ομογενή Ιβάν Σαββίδη, ο οποίος πριν επενδύσει στους χώρους του αθλητισμού, του τουρισμού, του εμπορίου και της τηλεόρασης στην χώρα μας, είχε εκλεγεί δύο φορές βουλευτής στη ρωσική Δούμα (2003 και 2007) με το κόμμα Ενωμένη Ρωσία του Βλαντιμίρ Πούτιν.

Συνεπώς θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι με την έναρξη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, το κανάλι του θα πρόβαλε τις θέσεις της Μόσχας. Διότι ανάλογη στάση είχαν επιδείξει στο παρελθόν τηλεοπτικά δίκτυα που ανήκουν σε ολιγάρχες στη Δύση -όπως ο Μέρντοχ, ιδιοκτήτης του δικτύου Fox News και της Fox Corp.- που διασυνδέονται με το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα, ή κατέχουν το πλειοψηφικό πακέτο σε πολεμικές βιομηχανίες της χώρας τους -όπως ο όμιλος της General Electric, ιδιοκτήτης του καναλιού NBC- και υποστήριξαν, χάρη στα Μέσα τους, τις επιλογές της Ουάσινγκτον να εισβάλει  σε Αφγανιστάν και Ιράκ.

Τηρουμένων των αναλογιών, το Open θα μπορούσε να λειτουργήσει όπως το Russia Today ή το Sputnik, που χαρακτηρίστηκαν ως το «μακρύ χέρι» της ρωσικής προπαγάνδας στη Γηραιά Ήπειρο. Για αυτό η Ευρωπαϊκή Ένωση αποφάσισε να απαγορεύσει την αναμετάδοση των τηλεοπτικών τους προγραμμάτων, χωρίς να σκεφτεί ότι  ο δυτικός πολιτικός πολιτισμός στηρίζεται στην ελευθερία του λόγου. Ότι η παραπληροφόρηση δεν αντιμετωπίζεται με τη λογοκρισία.

Το Open, ωστόσο, μετά από δύο και πλέον εβδομάδες κάλυψης του πολέμου σε συνεχή ροή, κέρδισε σε τηλεθέαση και το κεντρικό δελτίο ειδήσεων του αναρριχήθηκε από την έκτη στην πρώτη θέση. 8,2% ήταν μια μέρα πριν την εισβολή, στις 23 Φεβρουαρίου, δηλαδή καταλάμβανε την προτελευταία θέση με πρώτο τότε το Mega, ιδιοκτησίας του ομίλου Μαρινάκη (13,5%). 13,7% ήταν το μερίδιο τηλεθέασης που συγκέντρωσε στις 8 Μαρτίου με τα υπόλοιπα κανάλια να ακολουθούν και τελευταία την ΕΡΤ1, που μείωσε μάλιστα τα ποσοστά της από 3,4% σε 2,7%. Με βάση αυτά τα δεδομένα μπορούμε να κάνουμε ορισμένες υποθέσεις για αυτήν την απρόσμενη επιτυχία.

Το Βήμα και το φιλορωσικό λόμπι

Η πρώτη υπόθεση εργασίας την οποία υποστηρίζουν οι ανταγωνιστές του Open, κυρίως τα Μέσα του ομίλου Μαρινάκη, είναι ότι το κανάλι του Σαββίδη ασκεί φιλορωσική προπαγάνδα. Ο διευθυντής της εφημερίδας «Το Βήμα», Αντώνης Καρακούσης, σε μια ανάρτησή του στο twitter έγραψε ότι «η επί 24ώρου βάσεως απροκάλυπτη φιλορωσική προπαγάνδα και δικαιολόγηση της εισβολής του Πούτιν στην Ουκρανία από το Open TV δεν έχει προηγούμενο! Οι επιτελείς του δραστηριοποιούμενου στην Ελλάδα ρώσου ολιγάρχη Ιβάν Σαββίδη ούτε τα προσχήματα δεν κρατούν…».

Κανείς δεν είναι σε θέση να γνωρίζει εάν και σε ποιο βαθμό ο διευθυντής μιας εφημερίδας, που θέλει να θεωρείται αξιόπιστη, έχει παρακολουθήσει τα δελτία ειδήσεων του Open και τη συνεχή ροή ειδήσεων από το μέτωπο του πολέμου. Ούτε εάν ο ισχυρισμός του, που στερείται αποδείξεων, απορρέει από το γεγονός ότι αμείβεται από έναν άλλο βαρόνο των Μέσων στην Ελλάδα, τον Βαγγέλη Μαρινάκη, τα συμφέροντα του οποίου συγκρούονται με εκείνα του Ιβάν Σαββίδη. Όπως και να ΄χει ο τρόπος που γίνεται χωρίς στοιχεία εντάσσεται στον πόλεμο της λάσπης.

Επί της ουσίας, εφόσον αυτή η «φιλορωσική προπαγάνδα του Open» βρίσκει ανταπόκριση στους τηλεθεατές, τουλάχιστον σε αυτούς  που του δίνουν το προβάδισμα στον πίνακα τηλεθεάσεων, σημαίνει δύο τινά: ή οι Έλληνες και οι Ελληνίδες στην πλειοψηφία τους είναι φιλορώσοι και επικροτούν την εισβολή στην Ουκρανία. Ή ότι χειραγωγούνται. Η πρώτη, όμως, περίπτωση διαψεύδεται από την πραγματικότητα.

Και για να γίνω σαφέστερος: η Ελλάδα, είτε στο διπλωματικό πεδίο, λόγω ταύτισης συμφερόντων και παρά τα προβλήματα που κατά καιρούς προέκυψαν στις διμερείς σχέσεις Αθήνας Μόσχας, είτε εξαιτίας της καλλιέργειας στερεοτύπων στην κοινή γνώμη, κυρίως λόγω της κοινής θρησκείας, διατηρούσε παραδοσιακά καλές σχέσεις με τη Ρωσία. Υπάρχει ένα πνεύμα συμπάθειας, αλλά και καχυποψίας εξαιτίας των τραυματικών εμπειριών που βίωσε ο ελληνισμός (βίαιη αφομοίωση ελληνικών κοινοτήτων, διώξεις επί καθεστώτος Στάλιν, κλπ.).

Από το σημείο, όμως, αυτό μέχρι να ισχυριστεί κάποιος ότι εδώ και χρόνια υπάρχει «ένα φιλορωσικό λόμπι (στην χώρα μας) το οποίο διαθέτει πολλά πλοκάμια στον χώρο της πολιτικής, της οικονομίας, των ΜΜΕ και της Εκκλησίας» και συμπεριλαμβάνει μέχρι και την καραμανλική πτέρυγα της Νέας Δημοκρατίας, θέλει πολύ φαντασία. Κι όμως αυτό υποστήριξε ρεπορτάζ που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Το Βήμα (09/03/2022), με την υπογραφή του Άγγελου Κωβαίου, ο οποίος επικαλείται κυβερνητικές πηγές από το Μέγαρο Μαξίμου, χωρίς βέβαια να υπάρχει ίχνος αντίλογου ή έστω μιας κριτικής στάσης σε αυτούς τους αβάσιμους ισχυρισμούς.  Η απόπειρα δαιμονοποίησης όσων δεν ταυτίζονται με τους χειρισμούς της κυβέρνησης Μητσοτάκη και κυρίως την αποστολή επιθετικού στρατιωτικού εξοπλισμού στην Ουκρανία είναι προφανής.

Η δήθεν αλήθεια του Βήματος και της κυβέρνησης καταρρίπτεται από τα αποτελέσματα των σφυγμομετρήσεων. Για παράδειγμα ενώ στη Ρωσία, σύμφωνα με το ρωσικό Levada Center, περίπου το 60% των Ρώσων τάσσεται επί του παρόντος υπέρ της εισβολής, στην Ελλάδα, σύμφωνα με όλες τις σφυγμομετρήσεις που διενήργησαν εταιρίες για λογαριασμό εφημερίδων (Πρώτο Θέμα, Εφημερίδα των Συντακτών, κ.ά.), η μεγάλη πλειοψηφία της κοινής γνώμης, δηλαδή το «φιλορωσικό λόμπι» κατά το Βήμα, εκφράζει την αλληλεγγύη της προς τον δοκιμαζόμενο ουκρανικό λαό, θεωρεί ότι το δίκιο είναι με το μέρος των Ουκρανών και υποστηρίζει με θέρμη τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας. Ενδεχομένως διότι η ρωσική εισβολή ενεργοποίησε τη συλλογική μνήμη από την εισβολή του Αττίλα στην Κύπρο.

Απομένει η δεύτερη εκδοχή, δηλαδή αυτή της χειραγώγησης της ελληνικής κοινής γνώμης από το Open, η οποία θεωρητικά μπορεί να φαίνεται αληθοφανής, αλλά δεν έχει καμία βάση αφενός διότι το ίδιο το κανάλι δεν έχει αυτή την επικοινωνιακή ισχύ σ΄ ένα πλουραλιστικό τηλεοπτικό τοπίο και αφετέρου γιατί ανάλογου περιεχομένου με το Open ενημέρωση προσφέρουν διεθνή δυτικά Μέσα «υπεράνω κάθε υποψίας» για φιλορωσική στάση.

Ο γίγαντας που δεν ξύπνησε

Η δεύτερη υπόθεση που μπορεί να κάνει κανείς για αυτήν την απροσδόκητη επιτυχία του καναλιού του Ιβάν Σαββίδη είναι ότι οι (υψηλές) τηλεθεάσεις δεν ανταποκρίνονται πάντα στην πραγματικότητα, ούτε εγγυώνται την αξιοπιστία της ενημέρωσης, αλλά είναι αποτέλεσμα της θεαματοποίησης του πολέμου και της εμπορευματοποίησης του ανθρώπινου πόνου. Πρόκειται για μια άποψη που ακούγεται συχνά μεταξύ των ουραγών στον πίνακα τηλεθεάσεων.

Έχοντας διατελέσει διευθυντής ειδήσεων του τρίτου καναλιού της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης για πέντε χρόνια, συχνά λέγαμε ότι η ΕΡΤ προσφέρει ποιοτικό πρόγραμμα, ότι δεν υποκύπτει στη λογική της εμπορευματοποίησης της ενημέρωσης. Κι αυτό είναι αλήθεια. Πουθενά στον κόσμο τα υψηλά ποσοστά τηλεθέασης δεν εγγυώνται την ποιότητα και την αξιοπιστία του ειδησεογραφικού υλικού με πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα τη στρεβλή κάλυψη των πολέμων σε Αφγανιστάν και Ιράκ από το υπερσυντηρητικό αμερικανικό δίκτυο Fox News, που διασυνδέεται με το Πεντάγωνο και είχε καταλάβει την πρώτη θέση στον πίνακα τηλεθεάσεων, παραγκωνίζοντας το CNN.

Είναι επίσης αληθές ότι μέχρι τώρα στα μεγάλα γεγονότα, σε περιόδους κρίσεων και ένοπλων συγκρούσεων, η ΕΡΤ έδινε το παρόν, ενεργοποιώντας τον «γίγαντα της Αγίας Παρασκευής». Η δημόσια ραδιοτηλεόραση με το διεθνές δίκτυο έμπειρων ανταποκριτών και την αποστολή εξίσου έμπειρων δημοσιογράφων σe εμπόλεμες ζώνες, κέρδιζε τη μάχη της ενημέρωσης, συγκέντρωνε μεγάλα ποσοστά τηλεθέασης και θεωρούνταν το πλέον αξιόπιστο τηλεοπτικό Μέσο σε καιρό πολέμου. Μια μακρόχρονη παράδοση, που ανατράπηκε με την κάλυψη του πολέμου στην Ουκρανία.

Η ΕΡΤ –και σ΄ αυτό δεν ευθύνεται η μεγάλη πλειοψηφία των εργαζομένων- έγινε για ακόμη μια φορά φερέφωνο της κυβέρνησης χωρίς η Ελλάδα –κι αυτό είναι σημαντικό στο βαθμό που το rally around the flag θα αιτιολογούσε αυτή τη στάση- να εμπλέκεται στον πόλεμο. Η αρχή έγινε με την υποβαθμισμένη κάλυψη της εισβολής τις πρώτες μέρες και την έλλειψη συντονισμού από το κέντρο και υλικοτεχνικής στήριξης των απεσταλμένων της ΕΡΤ. Ακολούθησαν η πλήρης στήριξη των κυβερνητικών επιλογών στο μείζον θέμα της αποστολής επιθετικών όπλων (αυτόματα καλάσνικοφ) στην Ουκρανία, το οποίο βρίσκει αντίθετο το 61% των Ελλήνων. Στη συνέχεια οι τηλεθεατές αποπροσανατολίστηκαν από τις «πάσες» της ενημέρωσης από την ΕΡΤ1 στην ΕΡΤ3 και σε άλλες ψηφιακές πλατφόρμες  της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης για να καταλήξει η ετεροβαρής κάλυψη του πολέμου με την αποκάλυψη ότι ο ανταποκριτής της ΕΡΤ από τη Μόσχα μετέδιδε τις εξελίξεις από την… Κυψέλη.

«Το ήξεραν όλοι στην ΕΡΤ εδώ κι ένα χρόνο» μου λένε συνάδελφοι. Και διερωτάται κανείς γιατί η Διοίκηση της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης δεν αντέδρασε εγκαίρως, έστω στο παραπέντε πριν την έναρξη της εισβολής. Όποια κι αν είναι η απάντηση, η ΕΡΤ, αυτή που εν δυνάμει θα μπορούσε να κερδίσει την πρωτιά από το Open και όποιο άλλο τηλεοπτικό δίκτυο, έχασε μια ακόμη μάχη στο πεδίο της ενημέρωσης προκειμένου να εξυπηρετήσει πολιτικές σκοπιμότητες. Ο «γίγαντας» δεν ξύπνησε και η πληγή που δέχθηκε δύσκολα θα επουλωθεί ακόμη κι αν παραιτηθούν κάποια υψηλόβαθμα στελέχη.

Από την άλλη πλευρά, ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν προσφέρει το θέαμα που είχαν οι πόλεμοι σε Αφγανιστάν και Ιράκ με υπερσύγχρονα οπλικά συστήματα που προβάλλονταν στις τηλεοπτικές μας οθόνες και τις εκρήξεις σε δήθεν επιλεγμένους στόχους να κάνουν τη νύχτα μέρα, ούτε πολλές σκηνές, συνήθως σκηνοθετημένες στρατιωτών να προελαύνουν. Παρακολουθούμε, όμως, σκηνές που αναδεικνύουν το πραγματικό πρόσωπο του πολέμου. Πλάνα Ουκρανών να κατασκευάζουν βόμβες μολότοφ για να αντισταθούν στον εισβολέα και άλλα με ατέλειωτες ουρές προσφύγων στα σύνορα της Ουκρανίας με τις όμορες χώρες. Εικόνες που απουσίαζαν παντελώς από τις οθόνες σε προηγούμενες ένοπλες συρράξεις, παρότι και τότε ο αριθμός των προσφύγων ξεπερνούσε το ένα εκατομμύριο.

Έχοντας αυτά υπόψη, το Open έδωσε τόση έμφαση στις προσφυγικές ροές, δηλαδή τις συνέπειες του πολέμου, όσο και άλλα διεθνή Μέσα για τους συνήθεις λόγους: οι εικόνες της προσφυγιάς ενδέχεται να ευαισθητοποιήσουν τη διεθνή κοινή γνώμη ώστε να κινητοποιηθεί και να ζητήσει τη διακοπή των εχθροπραξιών. Η εικονοποίηση του ανθρώπινου πόνου αυξάνει τα ποσοστά τηλεθέασης και ταυτόχρονα ενισχύει τα συναισθήματα αντιπάθειας εναντίον αυτού, δηλαδή του Πούτιν, που τον προκάλεσε.

Open μαθήματα

Η τρίτη υπόθεση για τη ραγδαία αύξηση της τηλεθέασης του καναλιού του Ιβάν Σαββίδη, κρίνοντας εκ του αποτελέσματος του παραγόμενου τηλεοπτικού προϊόντος, είναι αυτή που ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.

Το Open έπιασε εγκαίρως το σφυγμό της επικαιρότητας. Διευθυντές, επιτελικά στελέχη και δημοσιογράφοι σε θέσεις-κλειδιά αντιλήφθηκαν πριν ακόμη την εισβολή στην Ουκρανία ότι βρίσκεται σε εξέλιξη μια σύγκρουση ανάμεσα στη Ρωσία και τη Δύση από την έκβαση της οποίας διακυβεύονται πολλά σε όλα τα επίπεδα, και όχι μόνο για το μέλλον της Ουκρανίας: από την ανακατανομή των σφαιρών επιρροής μεταξύ των ισχυρών χωρών και τις τύχες ηγετών και λαών μέχρι τις αυξήσεις στις τιμές καυσίμων και ειδών πρώτης ανάγκης σ΄ όλο τον κόσμο.

Εάν οι «άνθρωποι του καναλιού» λειτούργησαν με αυτόν τον τρόπο διότι επιδιώκουν να αυξήσουν την τηλεθέαση και συνεπώς να διεκδικήσουν μεγαλύτερο ποσοστό από την πενιχρή  διαφημιστική πίτα στην Ελλάδα, ή γιατί «κυνηγούν» την είδηση, είναι δευτερεύουσας σημασίας.

Η καλώς εννοούμενη επιχειρηματικότητα δεν συγκρούεται με την ανάγκη για αξιοπιστία. Μέσα, κυρίως δημόσια, αλλά και άλλα που ανήκουν σε πολυεκατομμυριούχους -όπως το πρακτορείο Reuters ιδιοκτησίας Thomson- παρά την κριτική που τους ασκείται σε επί μέρους θέματα, επιχειρούν σε καιρό πολέμου να μεταδώσουν όσο το δυνατόν περισσότερες πλευρές της αλήθειας.

Για αυτό έχουν θεσπίσει κανόνες δεοντολογίας και έχουν επιβάλει τη συνεργασία όλων όσων εργάζονται στον τομέα της ενημέρωσης. Για τους ιδιοκτήτες και τα διευθυντικά στελέχη αυτών των ΜΜΕ ο στόχος είναι σαφής: για να διασφαλίσουν την οικονομική βιωσιμότητα σ΄ ένα ανταγωνιστικό μιντιακό περιβάλλον, το Μέσο πρέπει να κερδίσει σε αξιοπιστία, που σημαίνει ότι η κοινή γνώμη πρέπει να ενημερώνεται πολύπλευρα.

Γνωρίζω προσωπικά αρκετούς από τους πρωταγωνιστές αυτού του τηλεοπτικού μαραθώνιου, κάποιους από τα πρώτα δημοσιογραφικά τους βήματα. Ανήκουν σε όλο το πολιτικό φάσμα και η ιδεολογία, όπως είναι γνωστό, διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην επιλογή των θεμάτων, όπως και στην αφήγηση σε καιρό πολέμου. Η γλώσσα δεν θα πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ότι είναι ιδεολογικό εργαλείο, ανεξαρτήτως εάν εφαρμόζονται ή δεν εφαρμόζονται οι κανόνες δεοντολογίας.

Για αυτό προκαλεί εντύπωση πώς όλο αυτό το επιτελείο των ανθρώπων, από τους παρουσιαστές μέχρι τους απεσταλμένους στην πρώτη γραμμή (ο Χρήστος Νικολαίδης έφτασε από τους πρώτους στο Κίεβο) και τους ανταποκριτές σε διάφορες πόλεις (Μιχάλης Ιγνατίου στην Ουάσινγκτον, Θανάσης Αυγερινός στο Ροστόφ, Παντελής Βαλασόπουλος στο Βερολίνο, Μαρία Αρώνη στις Βρυξέλλες, Μαρία Ζαχαράκη στην Κωνσταντινούπολη) λειτουργεί σαν μια καλά εκπαιδευμένη ορχήστρα. Ακόμη κι όταν υπάρχουν διαφωνίες, όπως συνέβη αρκετές φορές, αυτές συζητούνται «στον αέρα», δίνοντας «τροφή για σκέψη» στον τηλεθεατή.

Σ΄ ένα πόλεμο όπου οι ψευδείς ειδήσεις από τα social media πέφτουν σαν τις σφαίρες και η προπαγάνδα των εμπόλεμων διαχέεται μέσα από κυρίαρχα ΜΜΕ, εύλογα το πληροφοριακό χάος και η σύγχυση να εντείνονται. Ακόμη και δημοσιογράφοι από την πρώτη γραμμή που αναμεταδίδουν ειδήσεις, χωρίς πολλές φορές να έχουν τη δυνατότητα να τις διασταυρώσουν, και παρότι αναφέρουν την πηγή και τη φράση «με κάθε επιφύλαξη», η εικόνα δεν αλλάζει και οι εντυπώσεις, συχνά λανθασμένες, παραμένουν. Το Open δεν διεκδικεί την αλήθεια, αλλά επιχειρεί να προβάλει όσο το δυνατόν περισσότερες πλευρές της μέσα από συνεχή ρεπορτάζ και ανταποκρίσεις σε πραγματικό χρόνο. Ταυτόχρονα επιχειρεί να ερμηνεύσει τις εξελίξεις με τη βοήθεια ειδημόνων.

Βεβαίως πολιτικοί αναλυτές, στρατιωτικοί εμπειρογνώμονες και πανεπιστημιακοί δάσκαλοι που βγαίνουν στα «τηλεοπτικά παράθυρα» άλλοτε πέφτουν θύματα παραπληροφόρησης, ορισμένες φορές είναι έμμισθοι υπάλληλοι μηχανισμών προπαγάνδας, όπως έχει αποκαλυφθεί στους πολέμους σε Αφγανιστάν και Ιράκ, και άλλοτε λένε κοινοτοπίες ή αναλύουν γεγονότα με βάση την ιδεολογία τους και όχι τα δεδομένα από το πεδίο, διπλωματικό και στρατιωτικό. Κι αυτό, όμως, εντάσσεται στην αέναη μάχη ανάμεσα στην ενημέρωση και την προπαγάνδα.

Το Open αφηγείται τις εξελίξεις από την πρώτη γραμμή και στο διπλωματικό πεδίο αποστασιοποιημένα, αναζήτησε τα πραγματικά αίτια που οδήγησαν στην ένοπλη σύγκρουση, έδωσε σωρεία πληροφοριών για την ιστορία της Ουκρανίας και το backround των σχέσεών της με τη Ρωσία, έχει καλές επαφές και με τις δύο πλευρές, χρησιμοποιεί μια μετριοπαθή γλώσσα. Κοντολογίς, χάρη σε μια δεμένη και έμπειρη ομάδα δημοσιογράφων, την παροχή υλικοτεχνικής βοήθειας και προφανώς την οικονομική στήριξη, ένα κανάλι που ανήκει σ΄ ένα ολιγάρχη έδωσε μαθήματα δημοσιογραφίας. Για αυτό επιβραβεύτηκε από το κοινό.

Για τον ίδιο, όμως, λόγο οι ανταγωνιστές του, αντί να δουν τα δικά τους λάθη και να ανεβάσουν την ποιότητα της ενημέρωσης, έσπευσαν να το συκοφαντήσουν. Και καλά να το κάνει η κυβέρνηση που διαπίστωσε ότι δεν είναι σε θέση να ελέγξει ένα Μέσο. Να το επιχειρούν, όμως, δημοσιογράφοι,  αδιαφορώντας εάν έχουν απέναντί τους αξιόλογους συνάδελφους και όχι τον Ιβάν Σαββίδη, είναι κατάντια.

Ο Παύλος Νεράντζης είναι δημοσιογράφος και παραγωγός ντοκιμαντέρ, διδάκτωρ του Τμήματος Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ και συγγραφέας του υπό έκδοση βιβλίου «Η Αλήθεια βομβαρδίζεται. Τα ΜΜΕ και ο Πόλεμος με το βλέμμα ενός πολεμικού ανταποκριτή. Από τον 19ο έως τον 21ο αιώνα».

blank

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

3 × 1 =