Όταν ήμασταν μικρά, είχαμε έναν νταή στη γειτονιά. Ο νταής αυτός, μας υποχρέωνε να ανταλλάζουμε παιχνίδια που για μας ήταν πολύτιμα, με τα παιχνίδια του, που δεν τα θέλαμε. Κι όταν τα βαριόταν, τα έσπαγε κι ερχόταν και μας έλεγε:
“Μάγκες, τα παιχνίδια που μου δώσατε χαλάσαν. Θα χρειαστεί να μου τα αντικαταστήσετε με άλλα, γιατί με ρίξατε.”
Αν κάποιος αντιδρούσε, εκείνος, με τη βοήθεια της υπερφυσικά αναπτυγμένης αδερφής του, του έκανε ένα πολύ σφιχτό κεφαλοκλείδωμα, μέχρι να γίνει το κεφάλι του μπλε.
Κάποια στιγμή είχαμε φτάσει σε τέτοιο σημείο δε, όπου αντί η μόνη μας έγνοια σαν παιδιά να είναι το αν θα κάνει καλό καιρό το Σαββατοκύριακο για να παίξουμε μπάλα στην αλάνα, να μας πιάνει άγχος για το πώς θα εξασφαλίσουμε τα παιχνίδια που μας ζητούσε ο νταής. Κι αυτό, χωρίς να κινήσουμε τις υποψίες των γονιών μας, γιατί καρφιά δεν ήμασταν.
Τι μου θύμισε αυτό τώρα; Τους κατεξοχήν υπεύθυνους αυτής της περιβαλλοντικής κρίσης και πανδημίας, τις εταιρείες μαζικής περιβαλλοντικής υποβάθμισης, που προσπαθούν αυτή την περίοδο να υπερκαλύψουν τις ζημίες για τις οποίες οι ίδιες ευθύνονται, και τον λογαριασμό να το πληρώσουν οι συνήθεις ύποπτοι: Όλοι εμείς.
Με αυξήσεις στις τιμές ρυπογόνου ενέργειας, αντί για αθρόες επενδύσεις και επιδοτήσεις σε πράσινη ενέργεια. Κι αυτό με τη σειρά του να οδηγήσει σε μπαράζ ανατιμήσεων. Ανατιμήσεις που θα μπορέσουν να επιβάλλουν στην αγορά μεγάλα εταιρικά σχήματα ειδών και υπηρεσιών πρώτης ανάγκης, σε βάρος όλων των υπολοίπων, μικρών αλλά και μεγάλων εταιρειών.
Κι εκείνοι που δημιουργούν το πρόβλημα, θέλουν από την καταστροφή που συνεχίζουν και προκαλούν, να κερδοφορούν ολοένα και περισσότερο σε βάρος μας, να δημιουργούν ολοένα και περισσότερα προβλήματα, περιβαλλοντικά, υγειονομικά και οικονομικά, αλλά βεβαίως να συνεχίσουν να κερδοφορούν, σαν να μην συμβαίνει τίποτα.
Ταυτόχρονα, εταιρείες του χρηματοπιστωτικού χώρου, έχουν επιδοθεί τελευταία σε ένα ασύστολο οργουελιανό νιούσπικ: Ακούγονται σε διαφημιστικές καμπάνιες εκφράσεις όπως “εκθετική και βιώσιμη ανάπτυξη”, που για όσους αντιλαμβάνονται το πώς λειτουργούν οι εκθετικές συναρτήσεις, είναι ισοδύναμο με το να λέμε, “θα συνεχίσουμμε να βιάζουμε εσάς και τη Φύση, με την καλή έννοια όμως”.
Με άλλα λόγια, το παράλογο αφήγημα της εικονικής οικονομίας των τραπεζών, στην υπηρεσία των παράλογων αξιώσεων των εταιρειών μαζικής περιβαλλοντικής υποβάθμισης.
Όλο αυτό βεβαίως, σαν να προδίδει έναν πανικό. Έναν πανικό ότι το αναπτυξιακό δόγμα που για δεκαετίες επιβραβεύει και οδηγεί σε πρακτικές του τύπου “έχω μία πλαστική συσκευσία μιας χρήσης, φτιαγμένη όμως για να αντέξει 1000 χρόνια στη θάλασσα”, επιτέλους, κλονίζεται συθέμελα.
Στο μεταξύ όμως, τι γίνεται με όλους εμάς; Παρά το αυταπόδεικτο της καταστροφής που συντελείται, θα επιτρέψουμε να συνεχίσουν να μας συμπεριφέρονται σαν πρόβατα για σφαγή;
Για να επιστρέψω στον νταή της παιδικής μας ηλικίας.
Κάποια στιγμή, όλοι εμείς, τα θύματά του, συνεργαστήκαμε και καταστρώσαμε το εξής σχέδιο: Γνωρίζαμε ότι ο νταής είχε μία υπέρμετρη αραχνοφοβία. Επί δύο εβδομάδες λοιπόν, μαζέψαμε όσες περισσότερες αράχνες μπορέσαμε να πιάσουμε. Τις τοποθετήσαμε μέσα σε συσκευασίες παιχνιδιών, τα οποία και του προσφέραμε στη συνέχεια.
Πήρε τέτοια τρομάρα, που πότε του δεν διανοήθηκε, να μας ξαναζητήσει να του δώσουμε τα παιχνίδια μας.
Του Ιάσονα Γκιώνη