Άρθρο των Ε. Κυριατζή, Μ. Γεωργακοπούλου (Fitch Laboratory, British School at Athens), C. Broodbank & A. W. Johnston (Institute of Archaeology, University College London, London, UK).
Η ουσιαστική και πλήρης ενσωμάτωση φυσικo-χημικών τεχνικών στην αρχαιολογική μελέτη ευρημάτων από ανασκαφές έχει διευρύνει σημαντικά τα τελευταία χρόνια τη γνώση μας για την τεχνολογία, τις ανταλλαγές αλλά και ευρύτερες κοινωνικο-πολιτικές αλλαγές στις κοινωνίες του παρελθόντος. Δε συνέβη όμως το ίδιο με τη μελέτη των ευρημάτων από εντατικές επιφανειακές έρευνες, παρά την αυξανόμενη αναγνώριση της συμβολής τέτοιου είδους ερευνών στην ανασύσταση της ιστορίας μιας περιοχής, και παρά τις σημαντικές μεθοδολογικές εξελίξεις που σημειώθηκαν στην αρχαιολογία του τοπίου, κυρίως με τη χρήση των Συστημάτων Γεωγραφικών Πληροφοριών (Alcock and Cherry 2003; Francovic and Patterson2000). Παρά το γεγονός ότι τα κεραμικά, τα λίθινα και οι μεταλλευτικές σκωρίες συνιστούν την πλειοψηφία των ευρημάτων που συλλέγονται σε μια εντατική επιφανειακή έρευνα, δεν έχει ουσιαστικά αναγνωριστεί η δυνατότητα που παρέχει η εργαστηριακή τους ανάλυση, πέρα από τη μακροσκοπική αρχαιολογική μελέτη.
Επίσης, όσο πληθαίνουν οι δημοσιεύσεις εντατικών επιφανειακών ερευνών, γίνεται φανερό ότι μια τέτοιου είδους έρευνα μπορεί να παρέχει πολύ μεγαλύτερο πλούτο πληροφοριών, από ότι είχε μέχρι τώρα αναγνωριστεί, καθώς τα ευρήματά της αφορούν ένα μεγάλο αριθμό θέσεων, διαφορετικού χαρακτήρα, από την ίδια περιοχή, καλύπτουν μεγάλο χρονολογικό εύρος, και συλλέγονται και μελετώνται με τον ίδιο ακριβώς συστηματικό τρόπο, διευκολύνοντας έτσι συγκρίσεις ανάμεσα σε διαφορετικές θέσεις αλλά και περιόδους. Η συνδυασμένη εφαρμογή αναλυτικών τεχνικών στην αρχαιολογική μελέτη τέτοιων ευρημάτων είναι δυνατόν να ενισχύσει ακόμη περισσότερο τη δυναμική και το ρόλο της εντατικής επιφανειακής έρευνας στην κατανόηση της συνολικής ιστορίας και εξέλιξης μιας περιοχής. Για μια επιτυχημένη όμως εφαρμογή, η χρήση αναλυτικών τεχνικών, δε θα πρέπει να πραγματοποιείται συμπληρωματικά, στο τελικό συνήθως στάδιο της έρευνας, ή και μετά την ολοκλήρωσή της, αλλά να ενσωματώνεται ήδη από το στάδιο του σχεδιασμού της ώστε να προσαρμόζονται ανάλογα η μεθοδολογία της έρευνας πεδίου και ο τρόπος συλλογής, μελέτης αλλά και δειγματοληψίας των ευρημάτων. Στόχος της παρούσας εργασίας είναι να αναδείξει τη δυνατότητα μιας τέτοιας προσέγγισης παρουσιάζοντας την εφαρμογή της στο πλαίσιο του Ερευνητικού Προγράμματος Κυθήρων. Πρόκειται για ένα διεπιστημονικό ερευνητικό πρόγραμμα που αφορά τη μελέτη και ανάλυση των περιβαλλοντικών και πολιτισμικών δυναμικών που καθορίζουν διαχρονικά τη ζωή σε ένα νησί της Μεσογείου.