Έπειτα από μήνες που προσπάθησε να πείσει τους διστακτικούς, ο Μπάιντεν ανακοίνωσε τον Σεπτέμβριο ότι σκοπεύει να καταστήσει υποχρεωτικό τον εμβολιασμό για κάποιους εργαζόμενους, κυρίως στις επιχειρήσεις που απασχολούν περισσότερα από 100 άτομα, όπως και στις ομοσπονδιακές υπηρεσίες.
Το μέτρο αμέσως κατήγγειλαν οι Ρεπουμπλικάνοι, οι οποίοι θεωρούν ότι με αυτό τον τρόπο το ομοσπονδιακό κράτος υπερβαίνει τις εξουσίες του, και μέρος του επιχειρηματικού κόσμου, ο οποίος έκρινε την κίνηση αυτή αντιπαραγωγική.
Τα διατάγματα για την εφαρμογή του μέτρου, που δημοσιεύθηκαν στις αρχές Νοεμβρίου, ανέφεραν τις αρχές Ιανουαρίου ως καταληκτική ημερομηνία προκειμένου οι εργαζόμενοι να έχουν λάβει μια πρώτη δόση εμβολίου κατά της covid-19. Σε διαφορετική περίπτωση, θα υπόκεινται σε εβδομαδιαία διαγνωστικά τεστ, επί ποινή προστίμου από τους εργοδότες τους.
Πολλές πολιτείες, κυρίως με Ρεπουμπλικάνους κυβερνήτες, καθώς και εργοδοτικές ενώσεις, προσέφυγαν στη δικαιοσύνη, με τα δικαστήρια να λαμβάνουν αντικρουόμενες αποφάσεις, με αποτέλεσμα να αναβληθεί η εφαρμογή του μέτρου.
Το Ανώτατο Δικαστήριο δέχθηκε στις 22 Δεκεμβρίου να εξετάσει, σε έκτακτη συνεδρίαση, το θέμα αυτό που έχει σοβαρό πολιτικό και υγειονομικό διακύβευμα.
Οι εννέα δικαστές θα εξετάσουν δύο διαφορετικά ζητήματα αναφορικά με τον υποχρεωτικό εμβολιασμό: το πρώτο αφορά τις ιδιωτικές επιχειρήσεις με περισσότερους από 100 εργαζόμενους, οι οποίες αποτελούν τα δύο τρίτα των εργοδοτών στον ιδιωτικό τομέα, με 80 εκατομμύρια εργαζόμενους. Η άλλη αφορά τους υγειονομικούς που εργάζονται στις δημόσιες δομές υγείας.
«Σώζει ζωές»
Στην επιχειρηματολογία που έχει σταλεί στο Ανώτατο Δικαστήριο η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δικαιολογεί το μέτρο στο όνομα της έκτακτης υγειονομικής κατάστασης προκειμένου να αντιμετωπιστεί “η πιο θανατηφόρα πανδημία στην Ιστορία της χώρας” και υπογραμμίζει ότι οι χώροι εργασίας αποτελούν σημαντικές εστίες μόλυνσης.
Ο υποχρεωτικός εμβολιασμός “θα σώσει 6.500 ζωές και θα εμποδίσει 250.000 νοσηλείες τους επόμενους έξι μήνες”, εκτίμησε η εκπρόσωπος του ομοσπονδιακού κράτους στο Δικαστήριο Ελίζαμπεθ Πρέλογκαρ.
Όμως για τις 26 εργοδοτικές ενώσεις, το μέτρο “θα προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημιά σε χιλιάδες επιχειρήσεις” οι οποίες θα πρέπει να χρηματοδοτήσουν το κόστος των τεστ για τους ανεμβολίαστους εργαζόμενους, ή να αντιμετωπίσουν “μαζικές αποχωρήσεις”.
Ρεπουμπλικανικές πολιτείες, με πρώτο το Μιζούρι, προτάσσουν το ίδιο επιχείρημα για να καταγγείλουν τον υποχρεωτικό εμβολιασμό των υγειονομικών, ο οποίος, σύμφωνα με αυτές, «απειλεί να προκαλέσει κρίση στην αγροτική Αμερική», καθώς «εκατομμύρια εργαζόμενοι θα αναγκαστούν να επιλέξουν μεταξύ της απώλειας της εργασίας τους και της συμμόρφωσης με την παράνομη υποχρέωση».
Η κυβέρνηση Μπάιντεν απαντά ότι στους τομείς που έχει ήδη επιβληθεί ο υποχρεωτικός εμβολιασμός οι αποχωρήσεις ήταν τελικά λίγες. Επικαλείται το παράδειγμα ενός νοσοκομείου στο Χιούστον του Τέξας, όπου μόνο 153 εργαζόμενοι σε σύνολο 26.000 παραιτήθηκαν προκειμένου να μην εμβολιαστούν.
Πολλές μεγάλες αμερικανικές εταιρείες, όπως η βιομηχανία κρέατος Tyson Foods ή η αεροπορική εταιρεία United Airlines, έχουν επιβάλει τον υποχρεωτικό εμβολιασμό στους εργαζόμενους τους από τα τέλη Σεπτέμβρη, χωρίς να αντιμετωπίσουν σοβαρά προβλήματα.
62% εμβολιασμένοι
Το Ανώτατο Δικαστήριο, που μετρά έξι συντηρητικούς δικαστές σε σύνολο εννέα, μέχρι στιγμής έχει επικυρώσει τον υποχρεωτικό εμβολιασμό που έχει επιβληθεί στα αμερικανικά πανεπιστήμια ή από τις τοπικές αρχές.
Όμως οι δικαστές του περιόρισαν κάποιες παραβάσεις του ομοσπονδιακού κράτους που είχαν συνδέονται της επιδημίας covid-19, όπως το μορατόριουμ στις εξώσεις.
Η απόφασή τους για τον υποχρεωτικό εμβολιασμό αναμένεται σε μερικές εβδομάδες.
Αν το Ανώτατο Δικαστήριο εμποδίσει το μέτρο της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, αυτό θα αποτελέσει σημαντικό πλήγμα για τον Μπάιντεν, ο οποίος έχει αναγάγει την αντιμετώπιση της πανδημίας σε προτεραιότητά του και είναι αντιμέτωπος με κατακόρυφη άνοδο των κρουσμάτων λόγω του παραλλαγμένου στελέχους Όμικρον.
Στις ΗΠΑ, όπου μόνο το 62% των κατοίκων της χώρας έχει ανοσοποιηθεί πλήρως κατά της covid-19, έχουν καταγραφεί περισσότερα από 58 εκατομμύρια μολύνσεις και 833.000 θάνατοι.