ΓΡΑΠΤΟΝ ΘΕΙΟΝ ΚΗΡΥΓΜΑ

Ὁ πονεμένος πατέρας σέρνει τό βῆμα του στόν Κύριο καί Πλάστη μας. Ἡ δώδεκα μόλις χρονῶν κόρη του ξεψυχᾶ. Ἀρχισυνάγωγος εἶναι. Δύο πράγματα ἀπαιτεῖ τήν ὕστατη αὐτή στιγμή ἀπό τόν Χριστό. Πρῶτον, νά ἔλθει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος σπίτι του καί δεύτερον νά βάλει τό χέρι του νά ἀγγίξει τήν κόρη του.

Ὁ Κύριος βαδίζει ἀργά. Τόν ἀκολουθοῦν πολλοί. Ἀνάμεσα τους μιά γυναίκα αἱμορροοῦσα. Δώδεκα χρόνια τήν βασανίζει ἡ ἀσθένεια της. Ντρέπεται γιά τήν ἀσθένεια της. Εἶχε ἀκούσει ὅτι ὁ Κύριος θεραπεύει καί γυναῖκες καί ὅτι τώρα πορεύεται πρός τήν μικρή κόρη πού πεθαίνει. Τί κάνει; Πλησιάζει καί ἀγγίζει κρυφά, μὰ μέ πίστη, τά ροῦχα τοῦ Κυρίου μας. Δέν ἀμφιβάλλει, δέν ἀναρωτιέται μέσα της: «Θά ἀπαλλαγῶ ἄραγε ἀπό τήν ἀσθένεια μου; ἤ μήπως δέν θά ἀπαλλαγῶ;». Πλησιάζει γεμάτη ἐλπίδες γιά τήν τέλεια ἀποκατάσταση τῆς ὑγείας της. «Ἔλεγε γάρ ἐν ἑαυτῇ», σημειώνει ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος, «ἐάν μόνον ἅψωμαι τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, σωθήσομαι». Σωθήσομαι, τόσο σίγουρη εἶναι. Καί; Ἀμέσως “παραχρῆμα”, ἡ αἱμορραγία σταματᾶ.

Ὅμως ὁ Χριστός δέν τήν ἀφήνει νά διαφύγει ἀπαρατήρητη, ἀλλά τήν παρουσιάζει στό μέσον καί τήν φανερώνει, καί αὐτό τό κάνει γιά πολλούς λόγους. Πρῶτον, διαλύει τόν φόβο τῆς γυναίκας (διότι λέει πλησίασε τρέμοντας). Αὐτό, γιά νά μήν τήν ἐλέγχει δηλαδή ἡ συνείδηση σάν νά εἶχε κλέψει τήν δωρεά. Δεύτερον, τήν διορθώνει, ἐπειδή δέν εἶχε φαντασθεῖ ἐκείνη, ὅτι θά ὑποπέσει στήν ἀντίληψή Του. Ἄλλωστε, τό ὅτι ἔδειξε ὁ Παντογνώστης πώς τά γνωρίζει ὅλα πολύ καλά, ἀποτελεῖ σημεῖο ἐξίσου μεγάλο μέ αὐτό τῆς ἄμεσης παύσης τῆς ροῆς τοῦ αἵματος. Τρίτον, ἐπιδεικνύει σέ ὅλους τήν πίστη της, ὥστε νά ποθήσουν καί νά θελήσουν καί οἱ ἄλλοι νά τήν μιμηθοῦν. Ἔπειτα, μέ τήν στάση τῆς γυναίκας κερδίζει καί τόν ἀρχισυνάγωγο, ὁ ὁποῖος ἦταν ἕτοιμος νά κλονισθεῖ στήν πίστη, καί μέ αὐτόν τόν τρόπο νά τά χάσει ὅλα. Ἐπειδή, οἱ ὑπηρέτες του, πού ἐν τῷ μεταξύ τόν πλησίασαν στόν δρόμο, τοῦ εἶπαν «μήν ἐνοχλεῖς τόν διδάσκαλο, διότι τό κορίτσι πέθανε», ὁ Κύριος τόν στηρίζει μέ μιά πρόταση: «μή φοβοῦ, σύ μόνον πίστευε, καί σωθήσεται». Γι’ αὐτούς, λοιπόν, τούς λόγους τήν παρουσιάζει τήν αἱμορροοῦσα στό μέσον καί τῆς λέγει «θάρσει θύγατερ». Ἔχε θάρρος, κόρη μου.

Καί συνεχίζει ὁ Κύριος «Ἡ Πίστις σου σέσωκέ σε, πορεύου εἰς εἰρήνην». Ἀφοῦ διακηρύττει τήν κρυφή ἀρετή τῆς ψυχῆς της, τῆς προξενεῖ μέ αὐτά τά λόγια εὐχαρίστηση καί ὠφέλεια. Θάρρος-Πίστη-Εἰρήνη.
Ἄς τολμήσουμε καί μεῖς σάν τόν Ἀρχισυνάγωγο νά φέρουμε τόν Χριστό σπίτι μας, καί νά “ἀκουμπήσει” νά γιατρέψει Ἐκεῖνος τά δυσεπίλυτα προβλήματά μας. Ἄς τολμήσουμε καί μεῖς, ὄχι νά εἴμαστε περίεργοι θεατές καί ἀναζητητές γρήγορων θαυμάτων. Ἄς τολμήσουμε καί μεῖς νά τόν “ἀγγίξουμε” βιωματικά καί προσωπικά, ἄν θέλουμε νά κερδίσουμε τή συμπόνοια Του, τό βλέμμα Του καί τήν εἰρήνη Του. «Θάρσει, λοιπόν, ἀδελφέ».

Πρεσβ. π. Παῦλος Καλλίκας

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

nineteen − two =