Η αντισύλληψη ως πρακτική, αποτελεί το κατεξοχήν μεσαιωνικό γυναικείο απόκρυφο χώρο, ένα μυστικό που εξηγεί πώς ο έλεγχος της αναπαραγωγής έμεινε κρυφός, ήδη από την εποχή του διάσημου διωγμού των μαγισσών και συχνά συγχέει την ιατρική με τη μαγεία και τον έκλυτο βίο.
Η αντισύλληψη συνιστά μια προβληματική ηθική κατηγορία γιατί η χριστιανική ηθική που αναδεικνύει τη ζωή ως αξία, έρχεται σε ρήξη με τις καθημερινές γυναικείες πρακτικές. Οι γυναίκες το Μεσαίωνα και κάποιοι γιατροί, κάτοχοι της αρχαίας γνώσης, εφαρμόζουν την αντισύλληψη ενεργά. Η κλασική ιατρική γραμματεία αναπαράγεται, αντιγράφεται και τροποποιείται, ακόμη και μέσα στα ανδρικά μοναστήρια, όπως επισημαίνει ο John Ridddle (1998, Eve’s herbs: a history of contraception and abortion in the West, Harvard University Press), που αν και φαινομενική αντίφαση, αυτή η σπουδή συνηγορεί προς μία παράδοση που ακόμη κρατιέται ζωντανή, έστω κι αν αυτό γίνεται εν κρυπτώ. Επομένως, η αντισύλληψη συνυφαίνεται με το απόκρυφο, μυστηριακό και διαβολικό στοιχείο, ενώ η μαγεία δεν είναι παρά η τελετουργία του σατανά που η κοσμική και θρησκευτική εξουσία της εποχής συνέδεε στενά με τη σεξουαλική ανηθικότητα.
Η μαγεία ως προέκταση των καταπιεσμένων σεξουαλικών επιθυμιών, γινόταν αντιληπτή ως μία προβολή της γυναικείας σεξουαλικότητας. Μη αναπαραγωγικό σεξ και μαγεία αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου σκοτεινού νομίσματος. Σεξουαλικότητα, μαγεία και γυναίκα αρχίζουν να συνυφαίνονται και να δένονται αριστοτεχνικά με ένα νήμα αδιαφάνειας, μυστηρίου και εντέλει παράβασης. Οι γυναίκες θεωρούνταν περισσότερο επιρρεπείς στη μαγεία λόγω του εύθραυστου φύλου τους. Ειδικότερα, με τη μαγεία συνδέονται οι γυναίκες που εξαιτίας της εμπλοκής τους στον τοκετό, γνωρίζουν περισσότερα για τη σύλληψη και το γυναικείο σώμα και οι γυναίκες αυτές δεν είναι άλλες από τις μαίες.
Ο Σωρανός, αρχικά συνδέει τη μαγεία με τη μαιευτική (Γυναικείων I.24) όταν απευθύνεται στις μαίες, θέλοντας να δημιουργήσει ένα ιδιαίτερο κλάδο ειδικευμένων στη γυναικολογία γυναικών με γνώσεις, εμπειρία και γενικότερη φιλοσοφική παιδεία. Άρα, οι μαίες υπάρχουν από την κλασική αρχαιότητα, ενώ η μαιευτική μόλις τον 14ο αιώνα αρχίζει σταδιακά να διαχωρίζεται και να συνιστά ένα διακριτό ιατρικό πεδίο. Οι μαίες κατά το Μεσαίωνα ενδύονται με σοφία, όπως φανερώνουν οι ονομασίες που τους αποδίδονται: vetula, mulier, obstetria, saga, saga matrona και saga femme. Μερικές μαίες δουλεύουν δίπλα σε γιατρούς κι έχουν πρόσβαση σε γνώση μη προσιτή στους πολλούς. Η γνώση, έστω κρυφή, αποτελούσε –πάντοτε κατά την κοινή πεποίθηση– το πεδίο των μαγισσών. Μαίες και μάγισσες λοιπόν γνωρίζουν. Τι ακριβώς γνωρίζουν όμως; Η γνώση των γυναικών το Μεσαίωνα είναι κατεξοχήν φαρμακευτική· οι μαίες όπως και οι μάγισσες ξέρουν ποια φάρμακα μειώνουν τη γονιμότητα, με άλλα λόγια είναι φορείς της αρχαίας γνώσης, της άλλοτε δημόσιας, που στο Μεσαίωνα καταντά μυστηριακή. Πολύ συχνά, μάλιστα, οι μαίες με τις μάγισσες εξισώνονται. Οι μαίες ουσιαστικά έπεφταν θύματα ενός κυκλικού συλλογισμού επειδή ήξεραν τα μυστικά. Η απόκρυφη γνώση προσιδίαζε, επομένως, τη μαγεία. Άρα, οι μαίες θεωρούνται μάγισσες και τανάπαλιν.
Οι γυναίκες που γνωρίζουν τα βότανα (θεωρούμενα συχνά ως δηλητήρια) και τη χρήση τους, ιδιαιτέρως την αντισυλληπτική δράση τους, είναι το κόκκινο πανί για την αναπαραγωγική προπαγάνδα του ρωμαιοκαθολικισμού και συνάμα υποψήφιες για μαγεία. Το διάταγμα Summis Desiderantes Affectibus (1484) του Πάπα Ιννοκέντιου Η΄,θα εγκαινιάσει τους μαζικούς διωγμούς των γυναικών που «γνωρίζουν», διωγμοί που θα μείνουν στην ιστορία ως το κυνήγι των μαγισσών. Ανάμεσα στα εγκλήματα που καταλογιζόταν στις «μάγισσες» αυτές, είναι η παρεμπόδιση των ανδρών και των γυναικών να συλλάβουν. Ο νόμος αναγνώριζε το έμβρυο ως υψηλή αξία ήδη από την ύστερη αρχαιότητα, αλλά όχι ως πρόσωπο∙ αντίθετα, όποιος καθιστά τον άνδρα ή τη γυναίκα μη γόνιμους αυτή την εποχή, θεωρείται δολοφόνος. Η γνώση αυτή που αφορά στα αντισυλληπτικά μέσα, παραμένει ως επί το πλείστον προφορική τον ύστερο Μεσαίωνα και την Αναγέννηση. Η τυπογραφία, εξάλλου, μόλις στα μέσα του 15ου αιώνα αρχίζει να αναπτύσσεται. Και παρόλο που τα κείμενα της κλασικής αρχαιότητας μεταφράζονται, μελετούνται και σχολιάζονται, ελάχιστα είναι γνωστά στους ουμανιστές της περιόδου για την αντισύλληψη και τις σχετικές πρακτικές της (βότανα, συνταγές). Το αντίπαλον δέος, οι άνδρες, μη όντας γνώστες, φοβούνται τις γυναίκες που γνωρίζουν. Τη μεσαιωνική εποχή η επίσημη ιατρική είναι προορισμένη για θεραπεία και ίαση και όχι για οικογενειακό προγραμματισμό, και μάλιστα γνωρίζει ελάχιστα για την αντισύλληψη.
Τον ύστερο Μεσαίωνα (13ος-14ος αιώνας), η ιατρική διδάσκεται σε ακαδημαϊκό επίπεδο ως επιστήμη. Στα πανεπιστήμια, το νεότευκτο θεσμό της εκκλησίας, μιας εκκλησίας που κατακρίνει και απορρίπτει ό,τι παρακωλύει τη σύλληψη, η αντισύλληψη δεν αποτελεί πεδίο ακαδημαϊκής μελέτης με αποτέλεσμα ο έλεγχος της αναπαραγωγής να τεθεί εκτός της ιατρικής επιστήμης. Τούτο, λοιπόν, το γνωστικό κομμάτι, μένει κάπως μοιραία στις μαίες. Την ίδια εποχή, η ανατομία, ως ξεχωριστό μάθημα, διδάσκεται στις ιατρικές σχολές και αρχίζουν να μαρτυρούνται ιστορικά οι πρώτες δειλές ανατομικές απεικονίσεις. Το γυναικείο σώμα, μολονότι ανατομείται, περιγράφεται με όρους που αντιστοιχούν στο μοντέλο του δομικού ισομορφισμού και του ενός φύλου σταθερά: ο γυναικείος κόλπος αντιστοιχεί στο ανδρικό πέος και η μήτρα στο όσχεο. Οι γιατροί, οι ανατόμοι και οι μαίες, συμφωνούν ότι η μήτρα είναι το εσωτερικό πέος και η εμμηνορρυσία ένας γυναικείος τρόπος απαλλαγής από περιττά πλεονάσματα. Οι επιστήμονες κατευθύνουν την κοινωνική όραση προς ήδη παγιωμένα μοντέλα θέασης: η μεσαιωνική και αργότερα η αναγεννησιακή ανατομία βλέπει όσα θέλει να δει.
Της Γεωργίας Τσατσάνη
Δημιουργός του άρθρου:
Η Γεωργία Τσατσάνη είναι φιλόλογος - συγκριτολόγος